Όλα ξεκινούν στα 1909 όταν ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη κατόπιν μιας εξορίας που θα του στοιχίσει την τριετή παραμονή του στην πόλη. Βασικό φόντο στην ιστορία είναι η έπαυλη Αλλατίνη. Αυτή θα γίνει πεδίο συνάντησης δύο ερωτευμένων παιδιών του εντεκάχρονου Λευτέρη, γιου του κηπουρού Γιάννη Ζεύγου και της Μίρζας κόρης του Αλπερέν μπέη, του τραπεζίτη. Ο Λευτέρης έλκεται από την ατμόσφαιρα της βίλας και ονειρεύεται να μπορούσε να ζήσει και αυτός επάξια δίπλα στο σουλτάνο. Η πραγματικότητα τον θέλει να μηχανεύεται τεχνάσματα για να μαζέψει χρήματα από τους αδαείς με τις ιστορίες που επινοούσε εκμεταλλευόμενος την διαχρονική περιέργεια του κόσμου να κατανοήσει τη θορυβώδη και αινιγματική ζωή του σουλτάνου.
Στη γιορτή του Άη Γιάννη οι νέοι πηδούν πάνω από τις φωτιές κατά το έθιμο και τα δύο παιδιά σιγοκαίγονται από τον κρυφό τους έρωτα. Ο πασάς είχε χαρίσει στον Λευτέρη μια ρεντιγκότα λέγοντας στον Τζαφέρ αγά: «Πες του, σου παραγγέλνει ο Πατισάχ, όταν μεγαλώσεις να την φορέσεις, να θυμάσαι τη σκιά του Θεού επί της γης». Ο Λευτέρης έβλεπε τον αρχηγό των ντονμέδων, των εξισλαμισμένων Εβραίων να μπαινοβγαίνει με την όμορφη κόρη του. Ο πατέρας του τον συμβούλευε: «να θυμάσαι τους μενεξέδες που φυτέψαμε, δεν έχει πιο ταπεινό λουλούδι απ’ αυτό. Έτσι να ‘σαι στη ζωή σου. Το κεφάλι μην το σηκώσεις πάνω από εκεί που βαστάει ο λαιμός σου». Ο Λευτέρης ήταν μικρός, αλλά έκανε μεγαλόπνοα όνειρα από αυτά που σε βάζουν σε άλλους κόσμους και σε διαφορετική κοινωνική θέση. Όσο ζούσε τη ζωή στο παλάτι, τόσο ξελογιαζόταν. Είναι ένας μάχιμος βιοπαλαιστής. Δεν φοβάται τη δουλειά και το ρίσκο. Έχει συνεταιριστικά πρακτορείο, προσλαμβάνεται στον Μαρκήσιο που προμήθευε ποτά και κορίτσια στους Γάλλους αξιωματικούς. Παρόλα αυτά, η καρδιά του είναι τρυφερή και σέβεται τα λουλούδια σαν στοργικός πατέρας. Είναι τόσο ευγενικός και καλλιεργημένος που ο Αλπερέν μπέης του προτείνει συνεργασία, να του μεταφέρει πληροφορίες έναντι αμοιβής.
Οι μουσουλμάνοι ανησυχούν μήπως ο Βενιζέλος συμμαχήσει με τις δυνάμεις της Αντάντ και ο Λευτέρης σκέφτεται ότι τους συμφέρει η παραμονή του στρατού της Ανατολής στην πόλη, γιατί βγάζουν χρήματα από αυτούς. Οι δύο νέοι ανταλλάσσουν γράμματα και μηνύματα αγάπης. Θυμούνται την ιστορία της Εβραιοπούλας Αλίν Φερνάντεζ που αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί τον αξιωματικό Σπύρο Αλιμπέρτη. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο κλίμα της καταστροφικής πυρκαγιάς του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Εκφράζει την άποψη ότι είναι μια μορφή θείας Δίκης στην Μαύρη Αγορά που βρισκόταν σε έξαρση. Ο Αλπερέν προτείνει στο Λευτέρη να λειτουργήσει ως σύμβουλος και μεσάζοντας σε όσους θέλουν να ρευστοποιήσουν για να μεταναστεύσουν αν επικρατήσει η Αντάντ. Τον Μάιο του 1918 τον καλούν να παρουσιαστεί στο στρατό. Ο ίδιος διακρίνει στο χέρι του αφέντη του ένα από τα γράμματά του στη Μίρζα και αντιλαμβάνεται ότι κάποιος τον πρόδωσε.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, καθώς διακόπτεται το χθες, για να μεταφερθούμε στο σήμερα. Σαν ένα φακό που εστιάζει σε διαφορετικές εποχές. Έτσι μεταφερόμαστε στη ζωή του γερο-Λευτέρη που ζει σ’ ένα σπίτι απέναντι από την έπαυλη, έχει μια βεράντα γεμάτη από φυτά που τα νιώθει, τα μυρίζει και μια νοσοκόμα που τον φροντίζει. Επιστρέφοντας στην εγκιβωτισμένη διήγηση, ταξιδεύουμε στο 1919, όταν ο Βενιζέλος τους έστειλε να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει χατήρι στους Αγγλογάλλους. Ξεκίνησε λοιπόν στην εκστρατεία με πλώρη τη Ρωσία. Η στρατιωτική του εμπειρία στην κόλαση του πολέμου και τις κακουχίες είναι φρικιαστική και τον αδειάζει συναισθηματικά. Αποφασίζει να δραπετεύσει από την άγρια στέπα. Συναντά κρεμασμένο τον Μιχάλη σ’ ένα δένδρο, αυτόν που τον γοήτευσε με τις ιστορίες του για το σιδερένιο τακούνι. Συντροφιά μ’ έναν άλλο στρατιώτη αναζητούν καταφύγιο στα χιόνια και φιλοξενούνται σε μια γριούλα που τους προστάτεψε σα σπουργίτια στα κρύα.
Στη Σεβαστούπολη άλλαξαν ταυτότητες για να μην τους συλλάβουν ως λιποτάκτες και μετονομάστηκαν σε Ευγένιος Ζιρντό και Σεμπαστιάν Μποβέ. Η Καλίνα που γνωρίζει ο Λευτέρης στο πλοίο τους προωθεί για δουλειά στον θείο της που ήταν γιατρός και αυτός τους παραπέμπει στον Μεσιέ Μπαζίλ, έμπορο όπλων. Αυτός προτείνει στον Ευγένιο να τον στείλει κατάσκοπο στην Ελλάδα για να ενημερώνεται για τις πολιτικές εξελίξεις. «Η ζωή είναι στέπα… και επιβιώνει μόνο αυτός που δεν ματώνει, γιατί η μυρωδιά του αίματος τραβάει τους λύκους». Ο Ζιρντό έφθασε στον Πειραιά από τη Μασσαλία και συστηνόταν ως Ελληνογάλλος επιχειρηματίας. Τελικά για να απαλλαχθεί από τις σκιές του ονείρου επισκέπτεται την γυναίκα του Μιχάλη για να της δώσει τον σταυρό του και καταλήγει να πάρει τη Χρυσάνα μαζί του να φύγει από την επαρχία. Την θεωρεί όμως εμπόδιο στην απόκτηση πλούτου και της αφήνει ένα γράμμα και χρήματα και εξαφανίζεται. Όπως λέει ο ίδιος, «πώς να γίνεις πλούσιος αν σέρνεις πίσω σου μια νεράιδα;»
Ασχολείται με το εμπόριο λαδιών και δεν τα δηλώνει όλα. Πληροφορείται ότι η αγορά της Αμβέρσας στο Βέλγιο προσφέρεται για πλουτισμό και επισκέπτεται την πόλη που βίωνε την οικονομική της ανάκαμψη μετά τους βομβαρδισμούς της το 1914 από Γερμανούς. Στο πλοίο συναντά την αγάπη του Μίρζα, που του στέλνει όντας παντρεμένη ένα γράμμα. Παίρνει τις βαλίτσες του, τις τραπεζικές του καταθέσεις την πόρνη Σάνε και επιστρέφει. Συναντά σ’ ένα ξενοδοχείο τον Βάσια, τραπεζικό του φίλο και αυτός του προτείνει να γίνει διευθυντής στην Γόρτυς, γιατί είναι σκληρός, καπάτσος και έμπειρος στο εμπόριο και στους ανθρώπους. Το 1933 έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Η Σάνε πέθανε. Η βίλα της Μίρζας ερήμωσε, καθώς έφυγαν για τη Σμύρνη με την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Συναντά τον Θόδωρο που αναζητά εργασία ως οδηγός, αυτός με τον οποίο είχαν μοιραστεί το ίδιο δωμάτιο στην πυρκαγιά. Ο Θόδωρος του αποκαλύπτει ότι ο πατέρας της Μίρζας την ξυλοκόπησε όταν κατάλαβε τον έρωτά τους και αυτή τον προστάτεψε απειλώντας ότι αν πειράξουν τον Λευτέρη θα μαρτυρήσει την αλήθεια στην αστυνομία. Τότε ο Αλπερέν μπέης είχε γράψει το χαρτί για το φρουραρχείο. Ο Λευτέρης ήξερε πλέον ότι ο Θόδωρος θα τον σκότωνε, αν εκείνη δεν κρυφάκουγε. Επίσης του είπε ότι «κυνηγάει αέρα» προσδοκώντας να τη συναντήσει. Ο Λευτέρης δεν μπόρεσε να τον συγχωρέσει και τον σκότωσε.
Η βίλα της Μίρζας περνούσε στην Επίταξη από τις δυνάμεις της κατοχής σαν την παλιά σχολή Κωνσταντινίδη, που στέγαζε την Γκεστάπο για να γίνει Transport Kοmmandatur. Ήρθε εντολή να γκρεμιστεί το σπιτάκι και να συντηρηθεί το πηγάδι. Όπως μας λέει ο συγγραφέας, «το σπιτάκι ξεψύχησε μέσα στον κονιορτό του μεσημεριού κάτω απ΄ τα χτυπήματα του σιδερένιου θηρίου -μια ψυχούλα από σκόνη που διαλύθηκε σαν σύννεφο». Ο υπολοχαγός Ράινερ Κράουζε του είπε ότι έρχεται δεύτερος γύρος επιτάξεων και θα ήθελε να συγκατοικήσει με τον Ευγένιο. Ο Ευγένιος συμφώνησε, γιατί προτιμούσε αυτόν από οποιονδήποτε άλλο: «Ήταν καλό που έμενε στο σπίτι του, γιατί εκτός από τις προμήθειες που φαίνεται ότι θα κουβαλούσε, θα του ξαναθύμιζε την αφέλεια της νεότητας και τα ζωηρά της μάτια, που βλέπουν τον κόσμο με τη διαύγεια που χαρίζουν οι ψευδαισθήσεις». Υπογράφονταν σε μια νύκτα συμβόλαια, γιατί οι Εβραίοι θα έφευγαν και ήθελαν να εξασφαλίσουν τις περιουσίες τους υπογράφοντας συμβόλαια και εγγυήσεις. Ο Λευτέρης ήθελε να πλουτίσει μ’ έντιμο τρόπο για τον οποίο να μη ντρέπεται. Συγκινήθηκε όταν ο λοχίας τον καθοδήγησε στο σπίτι της και ξύπνησαν θαμμένες αναμνήσεις. Έμαθε ότι η Μίρζα διεκδικεί τη βίλα με δικηγόρους και την επομένη θα ερχόταν. Τη συνάντησε και ήπιαν τσάι σ' ένα ξενοδοχείο, όπου την ενημέρωσε ότι καταζητείται ως Εβραία. Ένας Εβραίος τους έφερε την κόρη του, προκειμένου να σωθεί. Το παιδί του Εβραίου Φερντινάντ το πήραν δύο εκπρόσωποι για την Παλαιστίνη με την προοπτική να ζήσει εκεί μια καινούρια ζωή, αφού πέρασε τα κρίσιμα χρόνια στο πλευρό του Λευτέρη και της Μίρζας που ένιωθε σα να ζει την ίδια ζωή σε άλλη πόλη μ’ άλλα πρόσωπα. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, η Μίρζα επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. «Όλη η ζωή του Ζιρντό είχε κυλήσει να νοιάζεται για αυτήν και πιο πολύ να την σκέφτεται από μακριά παρά να ζει κοντά της.»
Η Γόρτυς πουλήθηκε σε ομογενείς. Ο Λευτέρης σταμάτησε να εργάζεται ως εργολάβος και εκτός από την ωχροπάθεια που είχε έξι χρόνια, παρουσίασε και γλαύκωμα. Μάιος του 1961: Ο Λευτέρης είναι πλούσιος, έβγαζε εύκολα χρήματα, είχε καταθέσεις, όμως δεν έφταναν όλα αυτά για ν’ αγοράσει το φως του. Σαράντα μέρες μετά το θάνατο του Πρόδρομου, του άντρα της Μίρζας, της ζητά να τον βάλει να καθίσει δίπλα στο πιάνο και να ολοκληρώσει το κομμάτι που έπαιζε όταν έφευγε στρατιώτης. Η Βίλα πουλήθηκε με αντιπαροχή και η Μίρζα βαφτίστηκε στο Πατριαρχείο «Ευγενία». Το υποκοριστικό της είναι Τζένη και είναι η κυρία που φροντίζει και αγαπάει τον Ζιρντό. Ο Ορέστης είναι ο φιλόλογος που καταγράφει τη ζωή του Ζιρντό σε βιβλίο. Η περιγραφή που ακολουθεί είναι μια ισχυρή εικόνα με έντονη συναισθηματικότητα που συγκινεί τον αναγνώστη: Ο Λευτέρης τυφλός όντας, ζήτησε μια βόλτα με το αναπηρικό καροτσάκι για να νιώσει τον αέρα στο πρόσωπό του, όπως τότε που έπρεπε να πουλήσει τις γαζέτες πριν μεσημεριάσει. Ο Ζιρντό κραύγαζε από χαρά, ξαναβίωνε τα παιδικά του χρόνια. Θυμήθηκε όταν έλεγε στην πύλη ότι είναι ο γιος του κηπουρού και τον άφηναν να περάσει. Ένιωθε την λύτρωση. Εξομολογήθηκε στον Ορέστη ότι τους αγαπάει ακόμη τόσο αυτόν όσο και την Τζένη.
Έτσι με τη γεύση της νοσταλγίας, ο συγγραφέας επισφραγίζει το μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες». Όπως μας λέει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο, το βιβλίο κοιτάζει το ίδιο το μυθιστόρημα και τη γραφή. Αφορά την ανεπανόρθωτη βλάβη που προκάλεσε ο εικοστός αιώνας των αλλαγών. Αυτές οι αλλαγές, μπορούν να ερμηνευθούν από τον καθένα μας διαφορετικά και να νοηματοδοτήσουν την κοινωνία, τις κατοικίες που αλλοτριώθηκαν, τις αγάπες που ευόδωσαν, τα παιδικά όνειρα που θάφτηκαν και αυτά που πλησίασαν στην ολοκλήρωση. Δύο παράλληλοι κόσμοι: Το σύμπαν της μυθιστορηματικής αποτύπωσης της ζωής του ήρωα όπως την κατέγραψε ο Ορέστης και αυτό της πραγματικής ζωής που βίωσε ο ήρωας.
Ο αναγνώστης διαβάζει τα γεγονότα παράλληλα με τον ίδιο τον ήρωα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τις αντιδράσεις και τα σχόλιά του πρωταγωνιστή που μεταμορφώνεται σε παθητικό ακροατή. Αποτυπώνεται το θέμα της σχέσης της τέχνης με τη ζωή, της συνάντηση του πραγματικού με το φανταστικό. Τίθενται τα ερωτήματα: Τελικά η ιστορία κερδίζει τη μυθοπλασία; Η ιστορία της πόλης απορροφά τον συγγραφέα περισσότερο από την ιστορία των ηρώων του;
Η δική μας λέσχη ανάγνωσης της βιβλιοθήκης Ορέστου θεωρεί πως δεν επισκιάζεται η ζωντανή περιγραφή της ζωής του κεντρικού ήρωα από την ανάδειξη της ιστορίας της πόλης. Αντιθέτως, διακρίνει μια εμπεριστατωμένη και συστηματική βιβλιογραφική έρευνα του συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού, που προσφέρει για άλλη μια φορά με υπευθυνότητα ένα αξιόλογο έργο στο κοινό του.
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας με την λογοτεχνία στην επόμενη συνάντησή μας στον Δεκέμβριο με το Ουζερί Τσιτσάνης του Σκαρμπαδώνη.
Η δική μας λέσχη ανάγνωσης της βιβλιοθήκης Ορέστου θεωρεί πως δεν επισκιάζεται η ζωντανή περιγραφή της ζωής του κεντρικού ήρωα από την ανάδειξη της ιστορίας της πόλης. Αντιθέτως, διακρίνει μια εμπεριστατωμένη και συστηματική βιβλιογραφική έρευνα του συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού, που προσφέρει για άλλη μια φορά με υπευθυνότητα ένα αξιόλογο έργο στο κοινό του.
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας με την λογοτεχνία στην επόμενη συνάντησή μας στον Δεκέμβριο με το Ουζερί Τσιτσάνης του Σκαρμπαδώνη.
Το μυθιστόρημα, Λίγες και μία νύχτες, του Ισίδωρου Ζουργού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.