Κωνσταντίνου Σαγκριώτη
Ήταν μια ακόμα νύχτα του χειμώνα, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και ήμουν ξαπλωμένη, κοιτώντας επίμονα την αφίσα που είχα κολλήσει στο ταβάνι. Από μικρή μου άρεσαν τα αστέρια, μου άρεσε να κοιτάζω περισσότερο τον ουρανό από ότι τους ανθρώπους. Το σημερινό κρασί είχε αποδειχθεί χειρότερο από τα προηγούμενα, σκέφτηκα για πολλοστή φορά ότι έπρεπε να το κόψω το παλιόποτο, για πολλοστή φορά ήξερα πως κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Μέσα στην παραζάλη άρχισα να παίρνω αποφάσεις για τη ζωή μου, δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε κάτι να κάνω επιτέλους. Σηκώθηκα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, ένιωσα να καθαρίζει λίγο το κεφάλι μου αλλά το βλέμμα επικεντρώθηκε στα μαλλιά μου. Αυτή η μαλακισμένη η Ρούλα πάλι με είχε κουρέψει χάλια. Βάζοντας ένα ακόμα ποτό στο ποτήρι, ζύγισα λίγο την κατάσταση και αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό σήμερα. Είχα σπαταλήσει πολύ χρόνο ψάχνοντας να βρω αυτό που θα μου άλλαζε τη ζωή, που θα με βοηθούσε να αφήσω όλα τα σκατά πίσω και να κάνω κάτι που επιτέλους γούσταρα. Έβαλα κραγιόν στα χείλη μου και έπιασα το τηλέφωνο. Σχημάτισα τον αριθμό που είχα σημειώσει στην ατζέντα μερικές βδομάδες πριν, το ακουστικό άρχισε να χτυπάει μέχρι που ακούστηκε ένα κλικ και μετά σιωπή.
Πάλι μέθυσα και δεν ξέρω τι κάνω..
Πήγα να το κλείσω όταν με πρόλαβε μια νευριασμένη φωνή από την άλλη πλευρά.
-Ποιος στο διάβολο είναι πάλι τέτοια ώρα;
Για λίγο πάγωσα, κοίταξα το ρολόι δίπλα μου, ήταν περασμένες δύο και είκοσι. Τώρα τελείωσε, πέταξα την πρώτη εξυπνάδα που μου ήρθε.
-Ήθελα να σε πετύχω μόνο σου γλυκούλη...
Η φωνή φάνηκε να μαλακώνει, μάλλον έβαλα λίγο παραπάνω ερωτισμό.
-Ποια είπαμε πως είσαι;
-Είμαι η Έλσα που μιλήσαμε τις προάλλες. Ξέρω ότι με θυμάσαι..
-Άκου Έλσα αν θέλεις κουβεντούλα, πάρε με, καλύτερα, μια δυο ώρες νωρίτερα.
-Γλυκούλη, πίστεψε με, θα προτιμούσα να στα πω από κοντά παρά να σε παίρνω στη μέση της νύχτας.
Τον άκουσα να ανασηκώνεται, κάτι σαν αναστεναγμός ανάμεικτος με χασμουρητό βγήκε από το στόμα του και τελικά μίλησε.
-Ωραία κούκλα έχεις την προσοχή μου, σου δίνω δύο λεπτά και μετά πέφτω για ύπνο. Και κομμένα τα "γλυκούλη".
-Άκου με, αγάπη, το πήρα απόφαση, θέλω να συμμετάσχω, είμαι μέσα πώς το λένε. Θέλω να μπω στο κόλπο. Να γίνω μέρος της επιχείρησης, με κατάλαβες;
-Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι έχεις πιει πάλι και δεν ξέρεις τι μου λες. Δεν πάει έτσι και το ξέρεις. Βρες κάποιον άλλο, εγώ δεν μπαίνω στον κόπο πια μαζί σου.
Κλικ
Μου το είχε κλείσει στα μούτρα. Δεν τον αδίκησα, ούτε εγώ θα μου έδινα παραπάνω σημασία. Έπεσα για ύπνο στα λευκά σεντόνια, μόνη, απαρηγόρητη, βαμμένη λες και θα πήγαινα στα μπουζούκια..
Πέρασαν πέντε ή έξι μέρες, δύσκολο να πω ακριβώς, καθώς δεν είδα ιδιαίτερα το φως του ήλιου σε καμία από αυτές και είχα την εντύπωση ότι ζω μια παρατεταμένη νύχτα.
Η ώρα ήταν δώδεκα σύμφωνα με το ρολόι και είχα μόλις διαπιστώσει ότι κόντευα να μείνω χωρίς αλκοόλ. Ποτέ στη ζωή μου δεν έπινα όπως τώρα, όμως ποτέ δεν είχα υπάρξει τόσο απελπισμένη. Φόρεσα το παλτό μου και βγήκα στο κρύο δρόμο, όπου δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ξαφνικά μια όχι και τόσο καλή ιδέα μου καρφώθηκε για τα καλά στο μυαλό.
-Θα σου δείξω εγώ! Κανείς δεν με έχει απορρίψει έτσι..
Μονολογούσα, όχι χαμηλόφωνα όπως συνήθιζα να κάνω, φώναζα, ελπίζοντας ίσως μέσα μου ότι κάποιος θα μπει επιτέλους στον κόπο να με ακούσει. Είχα περάσει τις προηγούμενες μέρες κάνοντας αποτυχημένες προσπάθειες να δώσω ένα νέο νόημα στη ζωή μου. Η έντονη μυρωδιά από καμένο ξύλο σε συνδυασμό με μια κατάμαυρη γάτα που πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου διέκοψαν για λίγο τις σκέψεις μου.
-Γεια σου! Μόνη σου και εσύ σήμερα ε;
Παρότι δεν μου απάντησε -δεν είχα πιει αρκετά για κάτι τέτοιο σήμερα-, με κοιτούσε μες τα μάτια, κάνοντας με να νιώσω ότι με κάποιο τρόπο κατάλαβε όσα της είχα πει. Έμεινα λίγο να την κοιτάζω σαν να περίμενα απάντηση αλλά εκείνη με ένα αδιάφορο νιαούρισμα γύρισε πλάτη και χάθηκε στο βάθος του στενού από όπου είχε έρθει. Αντιστάθηκα στην παρόρμησή μου να την ακολουθήσω και συνέχισα το δρόμο μου. Μετά από αρκετό καιρό ένιωθα πραγματικά ζωντανή, σαν να μπορούσα και πάλι να κατακτήσω τον κόσμο. Ίσως έπρεπε να κάνω συνήθεια αυτές τις μακρινές βόλτες, από την άλλη, σε αυτή την πλευρά της πόλης δεν ήταν και το εξυπνότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κάποιος, παραδέχτηκα στον εαυτό μου.
Είχα, επιτέλους, φτάσει, δεν ξέρω πόση ώρα περπατούσα, αλλά οι σκέψεις μου έκαναν το χρόνο να περάσει γρήγορα. Ένιωθα το κρύο να παγώνει τα δάχτυλά μου, τα μαλλιά μου είχαν γίνει σαν μια στοίβα από άχυρα από την υγρασία, ενώ ήξερα πως το ξεθωριασμένο παλτό μου δεν με έκανε πιο ελκυστική. Χαιρετώντας τον πορτιέρη με ένα νεύμα, άρχισα να κατεβαίνω τα στενά σκαλιά ώσπου έφτασα στην είσοδο.
Αυτό που οι θαμώνες αποκαλούσαν μπαρ, ήταν στα μάτια μου ένα ακόμα σκοτεινό καταγώγι, μια τρύπα, όπου άνθρωποι μαζεύονταν για κρυφτούν από τον πρωινό τουw εαυτό ή για να αφήσουν επιτέλους ελεύθερη την πραγματική τους ταυτότητα που ασφυκτιούσε στην βαρετή καθημερινότητά τους. Δεν ήμουν σίγουρη σε ποια από τις δύο κατηγορίες άνηκα εγώ.
-Ένα μπέρμπον σκέτο.
-Πώς και από τα μέρη μας;
-Δεν θα σου δώσω και λογαριασμό αγάπη μου. Όμως αφού θες να μάθεις, θέλω να δω το Μάρκο. Πες του ότι είμαι εδώ. Α και αγάπη αυτό για το μπέρμπον. Κάν’ το διπλό..
Ο χτικιάρης μπάρμαν άφησε για λίγο το πόστο του και χάθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Ενώ έπινα το ποτό μου, κάνοντας πρόβες για το τι θα πω, ένιωσα κάποιον πίσω μου, σχεδόν άκουγα την ανάσα του. Το άρωμα του ήταν ανεξήγητα οικείο και δεν μπορούσα να το συνδυάσω με αυτό το μέρος.
-Έλσα! Είσαι πραγματικά εσύ! Νόμιζα για μια στιγμή ότι δεν ήσουν εσύ. Θεέ μου είσαι καλά;
Ήταν ο Στέφανος. Ο Στέφανος! Ψηλός, με εκείνα τα ευγενικά μάτια, όμορφος όσο ποτέ, ντυμένος άψογα όπως πάντα. Δεν ήξερα αν ονειρευόμουν ή αν ήταν όντως εκεί.
Τι κάνει αυτός σε ένα τέτοιο μέρος; Αν ήταν όνειρο αποφάσισα ότι ήθελα να συμμετάσχω. Πήρα μια ανάσα και απάντησα.
-Είμαι καλά. Ή όσο καλά γίνεται να είναι κάποιος που βρίσκεται σε αυτό το "κατάστημα". Θα σε ρωτούσα τι κάνεις εδώ αλλά ίσως δεν είναι πια δουλειά μου..
-Αναρωτιόμουν αν έχεις αλλάξει, αλλά παραμένεις ίδια. Κυνική και τραγική ψεύτρα..
-Γιατί πιστεύεις ότι με ξέρεις τόσο καλά όσο λες; Δεν με ξέρεις!
Μέσα μου ένιωθα έτοιμη να εκραγώ. Δίπλα μου βρισκόταν ένας από τους ανθρώπους που είχαν σημαδέψει με διαφορετικό τρόπο από ότι συνήθιζαν οι γύρω μου. Ήταν από τους ελάχιστους που είχαν καταφέρει να δουν πίσω από το όμορφο παρουσιαστικό και το λεξιλόγιο. Είχε καταφέρει να δει τον πραγματικό μου εαυτό και αυτό δεν το είχα συγχωρήσει ακόμα στον εαυτό μου.
-Μου έλειψες.. Δεν έχει περάσει βράδυ που να μην σε ονειρεύτηκα από όταν έφυγες..
Άθελα μου, ένιωσα σχεδόν εντελώς παραδομένη σε εκείνον, στη ζεστασιά των ματιών του. Όμως εγώ ήμουν χαμένη υπόθεση..
-Γίνεσαι μελοδραματικός γλυκέ μου. Λέγε πως βρέθηκες εδώ.
Τι και αν προσπαθούσα να κρατήσω τις άμυνες μου. Τα λόγια του, το κορμί του δίπλα μου, είχαν κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, τα χέρια μου έτρεμαν, ανυπομονούσα να ακούσω ξανά τη φωνή του.
-Δεν σταμάτησα να σε ψάχνω. Άφησα τα πάντα προσπαθώντας να σε βρω. Ρωτούσα όποιον μπορεί να ήξερε το παραμικρό για σένα. Κάποιος τελικά μίλησε. Μου είπε ότι έχεις μπλέξει για τα καλά. Από τότε έρχομαι κάθε βράδυ εδώ, μήπως σε βρω. Ξέρω για ποιο λόγο ήρθες εδώ σήμερα. Ξέρω τι πας να κάνεις και σου ζητάω να σταματήσεις πριν να είναι αργά.
Τα λόγια του έπαιζαν σε επανάληψη στο μυαλό μου, σαν χαλασμένη κασέτα. Δεν μπορούσα να κάνω πλέον πίσω..
-Δεν είμαι για σένα Στέφανε. Το ξέρεις ότι είμαι χαμένος κόπος.. Τώρα που ξέρεις τα πάντα για μένα αναρωτιέμαι γιατί είσαι ακόμα εδώ και ασχολείσαι μαζί μου. Άσ’ το καλύτερα, φύγε από εδώ όσο μπορείς..
-Έλσα για το όνομα.. Άκουσε με μια γαμημένη φορά.. Πιστεύω στα όσα είσαι πραγματικά, πιστεύω στο κορίτσι που γνώρισα εκείνο το καλοκαίρι.. Δώσε μου μια ευκαιρία να βοηθήσω. Εμπιστεύσου με, πάμε να φύγουμε από αυτό το άθλιο μέρος.
Ήξερα ότι δεν μπορούσα να του πω όχι. Ήξερα ότι θα υπήρχαν συνέπειες αλλά ήμουν έτοιμη να δοκιμάσω την τύχη μου. Ίσως εκείνη η μαύρη γάτα να μην ήταν κακός οιωνός και η γιαγιά μου να έκανε τόσο καιρό λάθος. Στο διάβολο όλα, έπιασα το χέρι του και τον άφησα να με πάρει μακριά. Ένιωσα πως έχω αφεθεί σε κάτι μεγαλύτερο από μένα. Η κρύα νύχτα με επανέφερε στην πραγματικότητα, μπήκαμε στη γκρι μερσέντες και αφήσαμε πίσω τη σκοτεινή πλατεία. Το μόνο που έβλεπα πια ήταν η επιγραφή πάνω από τη φιγούρα του πορτιέρη να αναβοσβήνει ασθενικά, ξεθωριασμένα.
Μπαρ "Το Λαχείο"..
Για πρώτη φορά το όνομα αυτού του κωλομέρους είχε μια διαφορετική ερμηνεία για μένα. Αναρωτήθηκα αν είχα κάνει τη σωστή επιλογή. Η ζεστή αγκαλιά του Στέφανου και η ηρεμία που ένιωθα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ξεκαθάρισαν λίγο τα πράγματα.
-Είμαι μαζί σου, είπα. Ό,τι και αν γίνει μαζί σου...
🌹
Κωνσταντίνος Σαγκριώτης
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.