Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Κορνήλιος και Αστάρτη

Θυμότανε, σαν μέσα από όνειρο παιδικής ηλικίας που ακολουθούσε πιστά σα σκύλος, ότι κάποιος του μιλούσε, από το διπλανό δωμάτιο. Μια φωνή γυναικεία, πιθανότατα της μάνας του, που έλεγε «Κορνήλιε, θα σε πάρουν τα χρόνια» με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε κανείς «Κορνήλιε θα κρυώσεις. Κλείσε το παραθύρι.» Και στις δύο περιπτώσεις το ύφος ήταν που τον ενοχλούσε και όχι η χροιά ή το περιεχόμενο. Το όνειρο επέμενε. Η ωραία ανάμνηση, η φωνή της μάνας, που απλά επιβεβαίωνε το πόσο δίκιο είχε σε ότι αφορούσε την εξέλιξη της ζωής του. Χωρίς να είναι και απολύτως σίγουρος ότι η φωνή της μάνας ήταν έτσι ακριβώς. Περίπου.

Ο Κορνήλιος έριξε λοιπόν μια ματιά τριγύρω και συνειδητοποίησε πως το τελευταίο μισάωρο τουλάχιστον είχε κοιμηθεί καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του. Με τα πόδια κρεμασμένα να φτάνουν σχεδόν το πάτωμα. Σχεδόν. Τα μάζεψε λίγο για να μη νιώθει την παγωνιά και με το βλέμμα του έψαξε την στο μυαλό του επονομαζόμενη «σπιτική» ρόμπα που δεν ήταν παρά ένα παλιό και σχεδόν ολωσδιόλου διαλυμένο παλτό. Τώρα θύμιζε κουρέλι που ορισμένες εποχές του χρόνου μύριζε δυσάρεστα. Σχολική ποδιά που έσκισαν σκυλιά σε μια άτυχη στιγμή, σε ένα ασήμαντο περιστατικό δρόμου, σε μια ιστορία με χρέη και ξένα λεφτά. Στο κεφάλι του, ο τόνος επέμενε. Η διολίσθηση του ύπνου καθυστερούσε στη βουνοπλαγιά της μέρας που αναμενότανε, όπως όλες οι άλλες, παρωδία της περασμένης. Κωμωδία! Σκέφτηκε σαν ταυτόχρονα του ξέφευγε η κουβέντα. Δεν ένιωσε καμιά έκπληξη καθώς τα χρόνια και η μοναξιά τον είχαν πείσει πως ο μονόλογος ήταν κάτι αποδεκτό και σχεδόν απαραίτητο. Εκεί βρισκότανε το μέλλον. Σίγουρα βρισκότανε εκεί.

Ο «Κορνήλιε θα σε πάρουν τα χρόνια» στάθηκε επιτέλους όρθιος πλάι στο κρεβάτι μέχρι που ο «Κορνήλιε κλείσε το παραθύρι» πήγε και το έκλεισε. Λαχάνιασε λίγο, για να έχει να παραπονιέται για κάτι στον εαυτό του. Έτσι οι πρωινές αβεβαιότητες γινόντουσαν πιο υποφερτές σχεδόν ανθρώπινες. Κάπου ανάμεσα στην καλή υγεία και την κακιά τύχη. Η τουαλέτα βρισκότανε τρία βήματα από τις παντούφλες και οι παντούφλες τρία βήματα από το κρεβάτι. Τρία βήματα μέχρι τη λεκάνη και άλλα τρία πίσω μέχρι τον καθρέφτη.
Εκεί, συνήθως, αρχίζουν οι δύσκολες εκείνες στιγμές όπου η ανάκλαση θυμίζει αμυδρά κάποιο γνωστό πρόσωπο. Το φως που άναψε δε βοήθησε ιδιαίτερα. Πρόσθεσε και κάποιες ακαλαίσθητες, σχεδόν άσχημες σκιές κάτω από τα μάτια και γύρω από τη μύτη. Άρχισε να μοιάζει με στυλιζαρισμένη ξανθιά Κινέζα –ξανθιά όπως λέμε φαλακρή στην περίπτωσή του– και με δύο λευκά φτερά τύπου κινέζικο ημερολόγιο όπου κάτι με τους μήνες, με τις Πρωτοχρονιές και με την ίδια αλλαγή του χρόνου ποτέ δεν πήγαινε καλά -τουλάχιστον με τα δικά μας, δυτικά δεδομένα. Όπου εμπλέκονται δράκοι πολλοί και άλλα –γενικώς συμπαθέστατα ζώα επικρατεί γενικά μια εικόνα που θα μπορούσε και να μοιάζει λίγο στην ανάκλαση στον καθρέφτη εάν δεν ήταν τόσο νωρίς. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που μετά το πρώτο παγωμένο νερό και την ελαφρώς ταγκή μυρωδιά της πετσέτας φόρεσε τα γυαλιά. Μαζί με την όραση ξεκαθάρισε και το μέρος εκείνο του μυαλού που παρέμενε κρυμμένο ακόμα λόγω ζαβολιάς. Μισό χαμόγελο του φώτισε το πρόσωπο σαν σκέφτηκε πως είχε καταφέρει να βγει από το σπίτι αποκρύπτοντας το αίσθημα ενοχής προς την ίδια από την παρουσία του φαντάσματος της μαμάς. Που θα άφηνε στο σπίτι. Μόνη. Στα σκοτάδια.
Ξεγελιούνται –έναντι κάποιου τιμήματος βέβαια– ακόμη και τα φαντάσματα, συμπέρανε φτιάχνοντας τα γυαλιά του.
Τη στιγμή που η μηχανή του καφέ ολοκλήρωνε τη δουλειά της με έναν ρόγχο ευχαρίστησης επανήρθε στο μυαλό του σχεδόν ολόκληρη η εικόνα της περασμένης βραδιάς. Η γλύκα του καιρού όταν έβγαινε από το σπίτι. Τα σκαλιά. Κι άλλα σκαλιά. Επιπλέον σκαλιά. Ανέμελες λέξεις να αιωρούνται στον αέρα σαν άρωμα πίσω από τους τυχαίους περαστικούς που συναντούσε. Πολλά ζευγάρια όλων των ηλικιών. Μερικοί μοναχικοί τύποι που του έμοιαζαν λίγο, αλλά ευτυχώς, μόνο εξ όψεως. Μια ατμόσφαιρα που θύμιζε λίγο Σιμενόν· αλλά χωρίς τους φόνους. Χωρίς υποψίες. Όλοι αγκομαχούσαν στην ανηφόρα ενώ εκείνος μόνο που δεν πέταγε στο αντίθετο ρεύμα. Ένιωθε την πλήρη υπεροψία της ηλιθιότητας να του γεμίζει τα πνευμόνια. Μαζί με μια αυτοδημιούργητη χαρά για το ανύπαρκτο. Την ανύπαρκτη έκβαση της εκ των προτέρων φαντασμένης βραδιάς.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν ενθουσιώδη φαντασιόπληκτο που βγαίνει να εκπληρώσει το καθήκον της διασκέδασης. Το καθήκον της όποιας ιερής σχεδόν μέρας όρισε στο κεφάλι του για τη δουλειά αυτή. Που έμοιαζε με παπαγάλος λόγο ενδυματολογικών εμμονών και περιορισμένης γκαρνταρόμπας.
Μπήκε με άνεση στη γειτονιά με τους διάσπαρτους επαίτες. Όλοι τους κάτι του έλεγαν αλλά χωρίς δόντια στο στόμα, όλες οι γλώσσες του κόσμου μοιάζουν τόσο ίδιες. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του πως εάν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη γλώσσα δε θα άφηνε ελεημοσύνη σε κανέναν και τηρούσε τον κανόνα αυτό ευλαβώς. Μέχρι να περάσει ανασαίνοντας πιο αραιά και κάπως ελεγχόμενα/περιορισμένα από την περιοχή που, εντύπωσή του πάντα, μύριζε διαφορετικά από τις άλλες.
Σε μια εσοχή σταμάτησε για να ξύσει τ’ αχαμνά του. Όσο έφτιαχνε το παντελόνι του παρατήρησε πως τον κοιτούσε επίμονα ένας σκύλος από το βάθος της εσοχής. Γρύλισε λιγάκι και σχεδόν φιλικά, φάνηκε του Κορνήλιου. Νιώθοντας για κάποιο λόγο πως δεν είχε ούτε λεπτό για χάσιμο βγήκε ξανά στο φως του δημόσιου λαμπτήρα που έκανε βουίζοντας ό,τι μπορούσε. Κοντοστάθηκε για λίγο στον τελευταίο ζητιάνο που με τη στάση του και το στο πεζοδρόμιο ακουμπισμένο μέτωπο πρόδιδε μια διαφορετική προέλευση, έστω και γεωγραφικά. Στο ημίφως το ανορθόγραφο κείμενο γραμμένο στο κομμάτι χαρτονιού δεν ήταν διακριτό. Δεν υπήρχε ούτε πολύ κρύο, ούτε ομίχλη ούτε μακριά γέφυρα. Παρ’ ότι τίποτα δε συνέδεε όλες αυτές τις σκόρπιες πληροφορίες, κούμπωσε το σακάκι του ανεβάζοντας το κολάρο. Στις περιπτώσεις αυτές ποτέ δε φταίει το κρύο αλλά η υγρασία. Όλοι έτσι έλεγαν κι εκείνος τους πίστευε όλους.
Προσπάθησε, διακριτικά να ενσωματώσει το κορμί του σε κάποια από τις ουρές που οδηγούσαν σε πόρτες στολισμένες με μπράβους απ’ όπου ξεχύνονταν κύματα μονότονης και υπνωτικής ρυθμικής αγωγής που μόνο ως μουσική δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί. Αυτό όμως επέβαλλε η μουσική βιομηχανία της τρέχουσας διασκέδασης, όπως επέβαλλε και τις υπόλοιπες λεπτομέρειες που διέκριναν τους κυρίως νέους που σχημάτιζαν τις εν λόγω ουρές. Διορθώνονταν κάλτσες και βαψίματα, κομμώσεις και ενδύματα. Ομάδες πολλών νέων γυναικών που εν ριπή οφθαλμού ξεπερνούσαν το εμπόδιο του μπράβου στην πόρτα με ένα πολλά υποσχόμενο φευγαλέο χαμόγελο. Φούστες μέχρι το άνω μέρος του γλουτού και απουσία εσώρουχου πάσης μορφής. Ανάμεσά τους ζευγάρια που συνεχώς γύριζαν για να δουν εάν το όχημα του ευδιάθετου πατέρα είχε σταθμευτεί σε θέση επιτρεπτή. Που σκάλιζαν τα πορτοφόλια τους για να διαπιστώσουν εάν το «πουρμπουάρ» του μπράβου ήταν στη θέση του, πλάι στις ήδη πέραν του ορίου φορτωμένες πιστωτικές κάρτες. Εάν το ρευστό έφτανε για δύο ποτά και δύο ροζ χαπάκια. Ή ένα μπλε και ένα πράσινο. Ή τρία κόκκινα.

Οι πυλώνες. Οι βάσεις της ανθρωπότητας. Όλα συνηθίζονται. Ο τρόπος σκέψης του διπλανού που δε θέλει να ενοχλήσει κανέναν. Του παρά πέρα που θέλει να ενοχλήσει τους πάντες. Η θαμπή σειρά από Σάββατα που χάνεται μες στο χρόνο. Οι ουλές που υπενθυμίζουν την όλη διαδικασία. Το πρώτο ξεβράκωτο εκείνο κοριτσάκι που κρύφτηκε πίσω από τη γωνία για να ουρήσει. Η ανύπαρκτη εικόνα και ο ήχος που ταξιδεύει. Τα υπόλοιπα κοριτσάκια της ουράς που βιαστικά αλλά με κάποια απομεινάρια αξιοπρέπειας και διστακτικότητας πάνε να κάνουν το ίδιο. Στο ίδιο σημείο. Το τέλος της αναμονής. Το ξερό όχι, το σκληρό βλέμμα και οι αδιάκριτες ερωτήσεις. Το σκούρο κοστούμι, η μπόχα του ιδρώτα ο υπνωτικός παλμός. Ο δρόμος παρά πέρα.
Ο Κορνήλιος αποφάσισε πως έφτασε η ώρα των τεχνητών παραδείσων. Από τη δεξιά τσέπη του κόκκινου σακακιού έβγαλε το ευμέγεθες πλατύ φλασκί και πήρε δρόμο προς τη δεύτερη ουρά που διαφαινότανε λίγο παρά πέρα.
Στο τέλος της δεύτερης ουράς βρισκόταν η δεύτερη απόρριψη και το υπόλοιπο περιεχόμενο του φλασκιού που αφού το στράγγιξε παρά λίγο να πετάξει στα σκουπίδια αλλά συγκρατήθηκε τελευταία στιγμή.
Στη μέση της τρίτης ουράς, πολύ μετά το τέλος του μοναδικού φλασκιού και λίγο μετά την αρχή της σειράς δυσάρεστων σκέψεων, σε μια οριακή κατάσταση αφηρημάδας παρατήρησε απέναντι ένα μικρό μπαρ με μια κόκκινη αφίσα στη βιτρίνα και μια πινακίδα από πάνω που έλεγε TITIANIK BAR. Σκέφτηκε πως μια Τρίτη άρνηση εκ μέρους ενός μπράβου θα ήταν κατ’ ελάχιστο ταπεινωτική εάν όχι υβριστική. Βγήκε από την ουρά και βρέθηκε, σα δυσάρεστη σκέψη, για μια στιγμή, να αιωρείται στη μέση του δρόμου, στα όρια του θυμού. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα τα πράγματα άρχισαν να θολώνουν. Και παρέμεναν θολά έως τώρα με ελάχιστες πιθανότητες να ξεκαθαρίζουν. Η μια σκέψη έφερνε την άλλη. Τα αποτελέσματα δεν ήταν ευχάριστα. Όντας ανέκαθεν στο τίποτα, το τίποτα αυτό άρχισε να του μοιάζει γνώριμο.
Παρήγορο σχεδόν. Το κοινόχρηστο αυτό τίποτα που παρ’ όλη τη θέλησή του ήταν αναγκασμένος να μοιράζεται με όλους τους άλλους. Η ανοιχτή του αγκαλιά θα παρέμενε άδεια. Η προσμονές θα διαιωνίζονταν. Καμιά ολοκλήρωση, χάνοντας το δρόμο της, δε θα ερχότανε προς το μέρος του. Εκλογές με έναν μοναχικό και μοναδικό υποψήφιο: το ελκυστικό TITIANIK BAR απέναντι. Το μέρος εκείνο που υποσχότανε πως ο ήλιος θα έλαμπε και την αυριανή μέρα. Για όσους ήθελαν να τον κοιτάξουν κατάματα. Τους λίγους εκείνους και διαλεχτούς και εκ γεννησιμιού τυφλούς που τίποτα τέτοιο δεν μπορούσε να βλάψει. Ούτε να φοβίσει. Το πρόωρο και ουράνιο βασίλειο των ατρόμητων. Ο Κορνήλιος προχώρησε με αποφασιστικό βήμα και χτύπησε σαν παγόβουνο την πόρτα του καταστήματος που από τη στιγμή εκείνη άρχισε άφοβα και ήρεμα να βουλιάζει.

Μια συρραφή από ποτά, λέξεις χωρίς νοήματα και νοήματα χωρίς λέξεις. Γυναικεία κορμιά με ψηλά τακούνια και ψηλές ενοχλητικές φωνές. Αδιάφορη μουσική, κατουρημένες τουαλέτες, αλμυρά ξηροκάρπια, κολλώδη από τη χλωρίνη πατώματα, νοθευμένα ποτά, πιστωτικές κάρτες, πιστωτικά επεισόδια, χρυσούς σταυρούς και χοντρές αλυσίδες, φανταχτερά γυαλιά και αρώματα που έφερναν ναυτία. Φτηνιάρικα ρούχα, ντουμάνι, συνταξιοδοτημένους ανεμιστήρες, παραπαίουσες φιγούρες, σκιές σκιών, πρησμένα πόδια σε καινούργια παπούτσια με την τιμή αυτοκόλλητο στη σόλα. Πόρτες αμαξιού, από την ξαφνική βροχή γυαλιστερές πόρτες. Βραχμάνοι οδηγοί, μπερδεμένες κατευθύνσεις. Βασικές ταρίφες, σκουπιδιάρες ανάκατες με επίμονες διαφημιστικές πινακίδες. Βιαστικοί σκύλοι, φωτισμένα κομμάτια ιστορίας, σκοτεινά μονοπάτια, ανηφόρες, η πόρτα της πολυκατοικίας, η πιο δύσκολη πόρτα του σπιτιού. Τα έξι βήματα μέχρι την λεκάνη. Τα τρία πίσω μέχρι τον νεροχύτη. Το άστρωτο κρεβάτι. Το σκοτάδι. Μέσα εκεί το άδολο φάντασμα της μάνας. Να λέει κάτι που καταπίνει ο ύπνος.

Αφού ξέπλυνε για τρίτη φορά τα χόρτα στον γεμάτο πια λασπωμένο νερό νεροχύτη, όταν τα έβαλε στο σουρωτήρι και άνοιξε την τάπα για να φύγει το νερό, η Αστάρτη σκούπισε τα παγωμένα και κατακόκκινά της χέρια στην ήδη νωπή ποδιά. Κάθισε στο λευκό τραπέζι με λίγη δυσκολία. Δεν είχε όμως κανένα παράπονο και πάνω απ’ όλα δεν είχε σε ποιόν να παραπονεθεί. Αλλά και να βρισκότανε κάποιος, αυτά δεν ήταν πράγματα που λέγονται, δεν ήταν θέματα που εξομολογούνται εύκολα.
Αποφάσισε να πάει μέχρι το υπνοδωμάτιο. Σήκωσε το δεξί μέρος της φούστας και έβαλε βιαστικά, σχεδόν φευγαλέα το χέρι, αγγίζοντας απαλά το πονεμένο επίμαχο σημείο. Σαν να μην ήτανε δικό της. Όταν το έφερε πάλι μπροστά στο πρόσωπό της διαπίστωσε πως ήταν ματωμένο. Την έπιασε μια μικρή κρίση πανικού που ξεπέρασε σηκώνοντας σχεδόν αδιάφορα τους ώμους. Άρχισε να λύνει τη βρεγμένη ποδιά που άφησε στην άκρη του κρεβατιού μαζί με τη φούστα τις κάλτσες και το εσώρουχο. Κατευθύνθηκε έτσι, γυμνή από τη μέση και κάτω προς την τουαλέτα νιώθοντας ένα ζεστό ρυάκι αίματος να κατεβαίνει από την εσωτερική πλευρά του μπουτιού της. Το νερό ήταν παγωμένο. Περίμενε με ανοιχτή τη βρύση μήπως ζεστάνει, καθισμένη στην άκρη της μπανιέρας. Το αίμα τώρα κυλούσε αργά στα πλακάκια με κατεύθυνση το πάτωμα. Σκεπτότανε. Το νερό δεν ζέσταινε. Μπήκε και πλύθηκε με ό,τι υπήρχε και ανάλαφρες κινήσεις. Σκεπτότανε κι άλλο. Σκουπίστηκε με τη μικρή πετσέτα των χεριών που μετά πέταξε στον κάλαθο με τ’ άπλυτα. Έβαλε λίγη κρέμα για εγκαύματα με προσεκτικές κινήσεις και βγήκε από τη μπανιέρα. Συνοφρυωμένη. Άλλη κρέμα δεν υπήρχε.
Η πίκρα από το στόμα δεν έφυγε ούτε όταν φόρεσε καινούργιο εσώρουχο και φρεσκοπλυμένο φουστάνι. Μοσχοβολούσε φτηνό μαλακτικό. Ξέχασε το σερβιετάκι. Επανάληψη της όλης διαδικασίας με αποκορύφωμα την επιστροφή στην κουζίνα όπου η κατσαρόλα με το νερό έβραζε φωνάζοντας για αλάτι. Ακολούθησε την πεπατημένη και όταν τα βρασμένα χόρτα άχνισαν στο σουρωτήρι κάθισε ξανά προσεκτικά στην καρέκλα του λευκού τραπεζιού. Οι σκέψεις έρρεαν. Δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ένα δάκρυ της ξέφυγε και έπεσε στο πάτωμα.

Όλα είχαν αρχίσει στο μικρό μανάβικο της διπλανής γωνίας. Ένα μικρό πρόβλημα. Μια μικρή καθυστέρηση στο ταμείο, ένα μπλέξιμο με μερικές ματιές που έγιναν χαμόγελα μετατράπηκαν σε καφέ, πέρασαν στο ποτό, πολλαπλασιάστηκαν, ζαλίστηκαν, μεταφέρθηκαν δίπλα, ανέβηκαν πέντε ορόφους πλατύσκαλα σε σχεδόν άσεμνες στάσεις που δεν προορίζονται για κλιμακοστάσια, καταλήγοντας σε ένα άστρωτο κρεβάτι που μύριζε λίγο μούχλα.
Εκεί, με τη σειρά τους ένιωσε να σκίζονται ένα-ένα από πάνω της τα ρούχα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο γεγονός πως κανένα από αυτά δεν ήταν καινούργιο ή επώνυμο. Μερικά -όπως ο στηθόδεσμος- ήταν πολυφορεμένα και έδειχναν φανερά σημάδια κούρασης. Αυτό βοήθησε. Για λίγο.

Εκείνες τις στιγμές, το στόμα της ήταν στεγνό, όπως τώρα. Ήπιε λίγο νερό από τη βρύση.
Το εσώρουχο παρέδωσε πνεύμα τελευταίο. Εκείνη προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο τσαλακωμένο μαξιλάρι μπροστά της, να μην ακούει της βαριές ανάσες του βιαστή και να μη νιώθει το βάρος του κορμιού του. Ανάμεσα στο μαξιλάρι και τα μάτια της περνούσαν αδιάκοπα -τώρα πια- τρυφερά στιγμιότυπα από το παρελθόν. Βόλτες στο δάσος, πρώτα φιλιά στο υπόγειο πλάι στους καυστήρες, οι συμβουλές των περισσότερο ή λιγότερο έμπειρων φιλενάδων της, οι ιδωμένες ανάσες, οι συμβουλές της μαμάς, οι τεχνητοί σωματικοί παράδεισοι υποστηριγμένοι από το θάρρος μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλης και άλλων ουσιών, η αναζήτηση των ορίων και η σχετική τους ανεύρεση μέχρι που επιτέλους το λυτρωτικό σκοτάδι κάλυψε τον απάνθρωπο πόνο.
Η επόμενη επαφή με την πραγματικότητα, η επαναφορά στο τώρα με τη διαμεσολάβηση του «τότε» του «της στιγμής εκείνης» δεν απεδείχθη εύκολη. Στο πάτωμα, στο χολ του μικρού της διαμερίσματος, στα κρύα πλακάκια, σκεπασμένη με ένα παλτό που κάποιος ξεκρέμασε από τον καλόγερο της εισόδου και πέταξε επάνω της, ένιωσε σαν πτώμα σε κάποιο φθινοπωρινό άλσος στα περίχωρα της πόλης. Η ομίχλη του δάσους αυτού ξέφυγε και σερνότανε στο κεφάλι της, εμποδίζοντας κάθε άλλη σκέψη. Το μόνο πράγμα που υπήρχε ήταν ο υπόκωφος και διαπεραστικά επίμονος πόνος που της έσχιζε τα σωθικά. Που παλλότανε με κάθε της ανάσα.
Το τραπέζι της κουζίνας δεν πρόσφερε καμιά βοήθεια. Απαρηγόρητη, περπάτησε για λίγο. Επισκέφτηκε ένα-ένα όλα τα δωμάτια, κάτι που δεν της πρόσφερε καμία ικανοποίηση. Μια αίσθηση κενού είχε περιτυλίξει το δέρμα της σαν επιπρόσθετη μεμβράνη που η βαριά της ανάσα δεν κατάφερνε να σπάσει από μέσα. Άνοιξε την ντουλάπα με τα λιγοστά ρούχα που ταίριαζαν με τα κιλά που προσφάτως απέκτησε. Ένας πλανήτης από καφετιά. Ντύθηκε με καφετί λοιπόν. Αργά και με προσεκτικές, μεθοδευμένες κινήσεις. Η μικρή ιεροτελεστία απομάκρυνε λίγο τον πόνο και τότε κατάλαβε πως βρισκότανε στο σωστό δρόμο. Ένα πολύχρωμο μαντήλι και το παλτό του χολ συμπλήρωσαν την εικόνα που ένιωθε όταν κλείδωνε την εξώπορτα με το όνομα του πρώην ενοίκου ακόμα κολλημένο στη μέση, ακριβώς μπροστά από το πρόσωπό της. Τα κλειδιά κουδούνισαν. Τα τακούνια χτύπησαν ρυθμικά το πάτωμα κατευθυνόμενα προς την πόρτα εξόδου. Το φως του κλιμακοστασίου έσβησε και όλα ηρέμησαν στο γνώριμο ημίφως.

Ο Κορνήλιος κοντοστάθηκε. Για λίγο μόνο, πλάι στη μικρή έκθεση του πλανόδιου πωλητή με τα ψεύτικα κοσμήματα, τα επάργυρα και μπρούτζινα εκθέματα που τη στιγμή που άρχισε να βρέχει άρχισαν να γυαλίζουν εντονότερα και σχεδόν απειλητικά. Ο πωλητής προσπαθούσε να πουλήσει και ο Κορνήλιος προσπαθούσε να αγοράσει μα καμία ολοκλήρωση δεν εμφανιζότανε για να τους γλυτώσει αμφότερους. Απηύδησε και τα παράτησε προσπαθώντας να συνεχίσει την πορεία του, αντιστεκόμενος στον κόσμο που έσπρωχνε προς την μπούκα του μετρό. Σκυφτά κεφάλια που κοιτούσαν το βρεγμένο πάτωμα. Ίσως για να μην βλέπουν τα ακαλαίσθητα κοσμήματα που γυάλιζαν δυσοίωνα κάτω από τον βρεγμένο ουρανό. Ίσως και όχι. Ψευδαίσθηση αθανασίας. Η ίδια σκηνή που θα συνεχίσει να εκτυλίσσεται όλες τις βροχερές μέρες που θα έρθουν καθώς ο χειμώνας, αυτή η φυσική προέκταση του φθινοπώρου, προβλέπεται μακρύς. Συμπεριλαμβανομένης και της επόμενης χρονιάς. Και όλων των υπολοίπων ετών που θα ακολουθήσουν. Εκτός απροόπτου.

Τόσα απρόοπτα μα πουθενά γιατρειά για την κουρασμένη ψυχή. Οι κυλιόμενες σκάλες κατέβαιναν. Ακούραστα ηλεκτρικά. Κατέβαιναν σαν εκεί κάτω, ανάμεσα στον κόσμο και τα διαφημιστικά, να υπήρχε κρυμμένο κάποιο είδος σωτηρίας. Είχε διαπιστώσει από παλιά πως δεν υπήρχε. Ήταν σίγουρος –όσο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς για τέτοιου είδους πράγματα. Στη δεύτερη μακριά σκάλα τα πράγματα σοβάρεψαν. Η αίσθηση δυσφορίας αυξήθηκε μαζί με τη θερμοκρασία όπως εντάθηκαν και οι από τα υπερθερμασμένα σώματα εκπεμπόμενες μυρωδιές.
Ο κύριος με το γκρίζο παλτό τον πάτησε άγρια καθώς η γριούλα με το ροζ καρότσι λαϊκής του έφραζε το δρόμο. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι έκανε η κυρία με το καρότσι εκείνη την ώρα στο μετρό, καθώς οι λαϊκές είχαν προ πολλού αναχωρήσει γι’ αλλού. Μπροστά της είχε ένα τσούρμο ανήλικα που φοβόντουσαν τη σκάλα και τσίριζαν κάτω από την επίβλεψη της εικοσαετούς -το πολύ- μητέρας τους. Μια νότα από μέση Ανατολή. Πλάι της ένας μεσήλικας με πιτσιλιές από μπογιά στα παπούτσια και ένας νέος, από εκείνους με το κολάν, το στην εντέλεια περιποιημένο μούσι τρομοκράτη και τα τατουάζ να περισσεύουν από τα μανίκια. Τα αλβανικά ανάκατα με μολδαβικά και λίγα περσικά άρχισαν να μοιάζουν με αρμένικα. Συνταγές στα βουλγάρικα και ερωτικές εξομολογήσεις στα ρώσικα. Οι Έλληνες μύριζαν ούζο, οι Πακιστανοί μαϊντανό και οι υπόλοιποι σκόρδο. Άνθρωποι που πήγαιναν προμήθειες ή έφερναν άπλυτα από τα νοσοκομεία. Υαλοκαθαριστές με αποσυναρμολογημένα τα εργαλεία τους όπου μόνο τα μανίκια περίσσευαν από τις τσάντες. Οι τουρίστες –όλοι ειδικοί όπως σε κάθε πόλη– έλεγαν βλακείες με περιττή υπεροψία. Σε γλώσσες άχαρες και παγωμένες. Με λεξιλόγιο περιορισμένο μα επαρκές για ετούτον εδώ τον τόπο όπου η συνεννόηση δεν είναι προτεραιότητα. Λίγες λέξεις αρκούν για να τον φτύσεις. Εργάτες που επέστρεφαν σπίτι, νοικοκυρές με επώνυμες σακούλες γεμάτες ψώνια.
Σε αυτή τη Βαβέλ ο Κορνήλιος ούτε που κατάλαβε ότι το πορτοφόλι του γλίστρησε πέφτοντας μουγκά σχεδόν στο πάτωμα.

Η σκοτεινή πλευρά του δρόμου ήταν ελκυστικότερη για κάποιον που ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Με το αδιευκρίνιστο αίσθημα ενοχής φορτωμένο στην πλάτη η Αστάρτη πέρασε το δρόμο και χώθηκε στη σκιά. Την ακολούθησε μέχρι την επόμενη γωνιά -αποφεύγοντας προσεκτικά το μικρό μανάβικο- όπου έστριψε δεξιά όπου άρχιζαν οι βιτρίνες των ωραίων μεγάλων καταστημάτων. Χάζεψε για λίγο μέχρι τη στιγμή που ο πόνος της θύμισε πως ένιωθε πιο άνετα περπατώντας. Κίνησε με βήμα που έμοιαζε μόνο ανάλαφρο και ανέμελο. Το κορμί της ακολουθούσε τη σκέψη όπως συνηθίζουν να κάνουν τα κορμιά σε τέτοιες περιπτώσεις. Η μοναξιά ακολουθεί λίγο παρά πίσω, σκιά σκύλου. Φάντασμα μέρας που πέρασε. Προάγγελος μέρας που θα ‘ρθει. Το σημερινό κενό ανάμεσά τους. Πλανήτες που άσκοπα γυρίζουν γύρω από τους εαυτούς τους και γύρω από κάτι τρίτο. Συνήθως μεγαλύτερο.
Βιτρίνες κι αυτοί του σύμπαντος, δείγματα του μεγέθους αυτής της συγκεκριμένης ερημιάς. Δείγματα γραμμένα στα πρόσωπα εκείνων των λίγων περαστικών που διασταυρώνονταν μαζί της και κοιτούσαν το πεζοδρόμιο βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Σε κακίες και μικροπρέπειες.

Ο παγωμένος αέρας την έσπρωχνε αργά αλλά σταθερά προς την πλατεία. Από σχάρες έβγαιναν υπόγειοι ατμοί. Συμπυκνωμένη ανθρώπινη ζεστασιά που δραπετεύοντας δοκίμαζε την τύχη της στην επιφάνεια. Μέχρι τη στιγμή που έχανε. Έχανε κάθε φορά. Προσπαθούσε ξανά μέχρι που η ήττα έγινε συνήθεια και δικαιολογούσε την απόδραση όλη ξανά από την αρχή. Σκοπός ζωής και ύπαρξης. Όλων εκείνων των πραγμάτων που συνεχίζουν να ζουν ακόμα και πλήρως αγνοημένα. Ύστατη αδράνεια όλων των ισχνών θελήσεων. Το χάσιμο στην κάθε επανάληψη. Η επανεύρεση στην κάθε λαχτάρα σαν κάτι προσπαθεί να πάει στραβά μα δεν τα καταφέρνει. Ούτε καν αυτό. Το ελάχιστο δείγμα ύπαρξης. Ασήμαντης, περιφρονημένης, περιθωριακής ίσως αλλά και πάλι ύπαρξης. Υ-ΠΑΡ-ΞΗΣ!! Όσοι δεν δοκιμάσουν δεν έχουν καμιά πιθανότητα να αλλάξουν οτιδήποτε. Ξεκινώντας από τους εαυτούς τους και καταλήγοντας σ’ αυτούς ξανά. Κύκλοι που πρέπει να κλείσουν καθώς παραμένοντας ανοιχτοί αποτελούν απειλή για τα διάσπαρτα κατεστημένα. Για τα κουρασμένα δόγματα και άλλα χιλιετή οικοδομήματα βασισμένα σε αόριστες υποσχέσεις. Σύννεφα ατμού πάνω από μια σχάρα, στη μέση του δρόμου. Τι πιο αόριστα συγκεκριμένο; Τι πιο συγκεκριμένα αόριστο; Η Αστάρτη πέρασε μεσ’ από το σύννεφο αυτό κουτσαίνοντας ελαφρώς, σαν πολυετής ανάπηρος κάποιου ξεπερασμένου πια πολέμου. Ακολούθησε τα σταθμευμένα λεωφορεία με τον αριθμό τους γραμμένο στο μέτωπο και έφτασε σε ένα σημείο της μικρής πλατείας όπου μια φωτισμένη πινακίδα με το από μακριά ορατό κόκκινο γράμμα Μ σηματοδοτούσε την μια από τις εισόδους στον κάτω κόσμο. Αστάρτη που για μια και μόνο στιγμή ένιωσε Αριάδνη. Αστάρτη που για μία μόνο στιγμή έπρεπε να κάνει κάτι διαφορετικό για να νιώσει ανθρώπινη ελευθερία, να αυτό-εμψυχωθεί, να πάρει μια πρωτοβουλία που θα γέμιζε νόημα έστω και την ίδια. Το κόκκινο γράμμα Μ την τραβούσε σαν μαγνήτης ενώ ταυτόχρονα την απωθούσε η ψύχρα και η αδιαφορία του κόσμου που έμοιαζε να έχει στόχο και προορισμό, να ξέρει πού πάει και γιατί, που από κάπου επιστρέφει ή κάπου πηγαίνει. Τόσο μακριά από τον αόρατο και υπόκωφο πόνο που ένιωθε.
Άφησε το ανθρώπινο ποτάμι να την παρασύρει. Χωρίς προορισμό η κατεύθυνση δεν την ενδιέφερε. Μόνο η αίσθηση της ζεστασιάς και του πηγαιμού, του όχλου που σταδιακά άλλαζε μορφή και τη στιγμή εκείνη έμοιαζε οικογένεια. Ή σχεδόν. Την κατάπιε η πρώτη κυλιόμενη σκάλα. Ύστερα η δεύτερη. Μετά μπήκε στο στόμα ενός αριστερού διαδρόμου. Για να βρεθεί σε ένα μικρό πλάτωμα όπου τα πλήθη διασταυρώνονταν αλλά τώρα είχαν σταματήσει. Κάτι αόρατο, κάπου μπροστά, εμπόδιζε τη διέλευση. Ο μικρός πανικός που την έπιασε κράτησε τα μερικά δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν το πλήθος να συνεχίσει αργά το δρόμο προς την αποβάθρα. Ο μπροστινός της έκανε ένα βήμα και τη στιγμή εκείνη είδε κάτι να πέφτει από την τσέπη του στο πάτωμα. Ένα μαύρο αντικείμενο που έμοιαζε με πορτοφόλι. Έσκυψε και πιάνοντάς το διαπίστωσε πως όντως ήταν πορτοφόλι. Άγγιξε –απαλά κι ανάλαφρα το παλτό που προηγούτανε στον ώμο. Δεν συνέβη τίποτα. Επιχείρησε ξανά, λίγο πιο αποφασιστικά.
Όταν το παλτό γύρισε είδε μπροστά της το σαστισμένο, λίγο έκπληκτο πρόσωπο ενός σχετικά νέου άντρα που την κοιτούσε με απορία.

Τόσες σκέψεις. Τόσες στιγμές/ελπίδες που πέρασαν ανεπιστρεπτί επέστρεψαν στο κεφάλι της. Παγωμένη σαν άγαλμα, βρέθηκε να κοιτάζει τον άγνωστο στα μάτια προσπαθώντας να διεισδύσει βαθιά μέσα στο βλέμμα του. Ψέλλισε κάτι που έμοιαζε με «Δικό σας;» και το ύφος του αγνώστου άλλαξε. Δε γλύκανε αλλά έφυγε από πάνω του αυτό το πέπλο που μπορούσε να αποδοθεί σε βλακεία. Σε κακό φωτισμό. Σε αμφότερα. Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν σαν κοιτούσε το πορτοφόλι μπροστά του. Άπλωσε το χέρι του, το άνοιξε και δείχνοντάς της ταυτότητα είπε «Δικό μου! Δικό μου!». Η Αστάρτη δεν πρόλαβε να διαβάσει το όνομα. Της χαμογέλασε φιλικά, την ευχαρίστησε δύο φορές σφίγγοντάς της απαλά το μπράτσο και επέστρεψε στη θέση που του αναλογούσε στη σειρά για την αποβάθρα. Εκείνη, κόκκινη σχεδόν, προσπαθούσε να ελέγξει τους σφυγμούς της. Έβγαλε το μαντήλι από το κεφάλι αφήνοντάς το να πέσει ανέμελα στους ώμους την ώρα που προσπαθούσε ταυτόχρονα να φτιάξει τα μαλλιά της.

Δεν ήξερε εάν ήταν μόνο δική της ιδέα, φαντασίωση, ψευδαίσθηση αλλά ένιωθε κάτι που είχε χρόνια να αισθανθεί. Είδε τον εαυτό της πλάι στον άγνωστο άντρα αυτόν, σε ένα φουαγιέ θεάτρου, ίσως και Όπερας ή έκθεσης να συζητάνε για τα παιδιά που θα έβρισκαν κοιμισμένα στη μικρή μα θερμή τους εστία. Πριν πάρει φωτιά το σπίτι και καούνε ζωντανά, πριν βρουν τα πυροσβεστικά σε μια λίμνη νερού στο ισόγειο, στο δρόμο μπροστά στο σπίτι, μες στα κόκκινα περιστρεφόμενα φώτα, με τα ασθενοφόρα, την αστυνομία, το βανάκι του ιατροδικαστή, τους περίεργους….. Όχι! Δεν θα επέτρεπε τέτοιες σκέψεις να της χαλάσουν τη ρομαντική διάθεση.
Τεντώθηκε όσο μπορούσε μα δεν έβλεπε πια τον άγνωστο. Έσπρωξε μερικούς προπορευόμενους με ένα φωναχτό συγνώμη, κέρδισε μερικά μέτρα μα εκείνος παρέμενε άφατος. Ο πόνος επέστρεψε. Σαν σουβλιά, και υποπτευότανε πως η πληγή είχε αρχίσει και πάλι να αιμορραγεί. Δεν την ένοιαζε. Το μακρύ παλτό θα τα κάλυπτε όλα.

Ο Κορνήλιος ένιωθε αναστάτωση και ευγνωμοσύνη συνάμα. Όπως συμβαίνει τις στιγμές εκείνες μετά την παρά λίγο μετωπική με μια νυσταγμένη νταλίκα. Ανακουφισμένος από την αποτυχία της μοίρας να του στερήσει το μόνο πράγμα που είχε επάνω του εκείνη τη στιγμή. Που άξιζε κάτι. Ύστερα, μπροστά στα μάτια του επέστρεψε η εικόνα της όμορφης και ευγενικής κοπέλας να του προσφέρει όλο του το βιό μες στο ζεστό της χέρι. Πολύ όμορφης. Τόσο όμορφης που έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω του. Σε ένα λεπτό, η ντροπή πέρασε και κοίταξε ευθαρσώς περπατώντας πια ανάποδα. Δεν την είδε πουθενά παρ’ ότι το πολύχρωμο μαντήλι που φορούσε πρόσφερε εύκολο στόχο. Ο κόσμος δεν του επέτρεπε να κάνει κάτι άλλο και βρέθηκε στην τρίτη σειρά της αποβάθρας να περιμένει στριμωγμένος τον ερχομό του ατσάλινου τέρατος. Κοιτάζοντας απέναντι για να περάσει κάπως η ώρα, ξαφνικά πάγωσε. Εκεί!
Στεκότανε εκεί! Απέναντι, στη δεύτερη σειρά, με το μαντήλι ριγμένο ανέμελα στους ώμους και το ονειροπόλο ύφος, ανάμεσα σε ένα μουστακαλή και μια φοιτήτρια. Άνοιξε το στόμα αλλά δεν ήξερε τι να πει. Δεν ήξερε κάποιο όνομα για να το φωνάξει. Σκέφτηκε αστραπιαία όλους τους δυνατούς τρόπους για να τραβήξει την προσοχή της. Δεν βρήκε τίποτα καλύτερο απ’ το να σηκώσει κουνώντας τα χέρια του.

Η Αστάρτη πονούσε αλλά περισσότερο πονούσε ένα κομμάτι της ψυχής της που έλεγε πως υπάρχει ακόμα κάποια ελπίδα για όλους τους λαβωμένους. Για όλους όσους της έμοιαζαν έστω και για λίγο. Για όσους βίασαν ζωή και γείτονες. Που ένιωσαν να περνάει μπροστά στα μάτια τους ένα εν δυνάμει μέλλον που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Η στιγμή που βγαίνει στην επιφάνεια όλη η χρόνια συσσωρευμένη ανάγκη για αγάπη. Τότε κάτι τράβηξε την προσοχή της. Κάτι κουνιότανε στην απέναντι αποβάθρα. Κάποιος κουνούσε τα χέρια του πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Έμοιαζαν παράλογα αυτά τα ζωηρά, ενθουσιώδη χέρια πάνω από το ακίνητο σχεδόν πλήθος. Κούνησε το κεφάλι της ελαφρώς δεξιά και τον είδε. Λίγο αστείος, οπωσδήποτε αξιαγάπητος με τα ήπιά του χαρακτηριστικά και τα μεγάλα γυαλιά. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το πορτοφόλι του και στο αριστερό ένα παρδαλό κασκόλ. Η Αστάρτη γέλασε σχεδόν από χαρά. Απερίγραπτη, πρωτόγονη χαρά που γρήγορα χάθηκε μπροστά στην αδυναμία οποιουδήποτε πρακτικά εφαρμόσιμου σχεδίου. Δεν ήξερε τον τρόπο να περάσει απέναντι ή να τον φέρει από τη δική της πλευρά του σταθμού. Ήξερε μόνο πόσο πολύ τον ήθελε. Πόσο ποθούσε την παρουσία και την παρέα του. Να ακούσει ξανά τη φωνή του.
Από το βάθος της σήραγγας ακούστηκε ένας υποχθόνιος και επίμονος θόρυβος. Αδύναμος στην αρχή αλλά πλησιάζοντας ολοένα δυνάμωνε. Η θέλησή της μεγάλωσε, τόσο που από εκεί και πέρα ανέλαβε την κατάσταση. Οι άνθρωποι στις μπροστινές σειρές άρχισαν να ακινητοποιούνται. Να παγώνουν. Η μια σειρά μετά την άλλη έμεναν ακίνητες και κάθε ήχος, εκτός από εκείνον του συρμού, εξαφανίστηκε. Η αποβάθρα , την ώρα που στο σταθμό έμπαινε ο εντελώς σκοτεινός συρμός, έμοιαζε με μουσείο κέρινων ομοιωμάτων. Μόλις σταμάτησε τελείως, στο βαγόνι μπροστά της τα φώτα άναψαν και η πόρτα άνοιξε. Ακούστηκε μόνο ο ήχος του πεπιεσμένου αέρα που πέρασε από τους κρυφούς σωλήνες. Αποφεύγοντας προσεκτικά τους ανθρώπους μπροστά της η Αστάρτη προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα του φωτισμένου βαγονιού, μπήκε μέσα και πλησίασε το παράθυρο. Έβλεπε τώρα την απέναντι αποβάθρα όπου τίποτα δεν είχε συμβεί και άκουσε τον ήχο που έκανε ο στον σταθμό εισερχόμενος έτερος συρμός. Το ημίφως τύλιξε και τους απέναντι ανθρώπους. Μετά τους κάλυψαν τα σκοτεινά παράθυρα του τρένου που σταμάτησε. Στο βαγόνι μπροστά της τα φώτα άναψαν και άνοιξε η πόρτα. Μετά από λίγο φάνηκε και ο Κορνήλιος που μπήκε στο βαγόνι ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του.
Την είδε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε κι αυτό από ένα πλατύ χαμόγελο σαν πλησίαζε το δικό του παράθυρο. Το κενό που τους χώριζε έμοιασε να εξαφανίζεται. Ακούμπησαν την ίδια στιγμή τις παλάμες τους στα τζάμια. Το ένα επάνω στο άλλο. Κάτι προσπάθησαν να αθροίσουν, κοίταξαν για λίγο γύρω τους και ξαφνιάστηκαν από τις πόρτες που έκλειναν με το γνωστό σφύριγμα. Τα τρένα κίνησαν προς αντίθετες κατευθύνσεις επιταχύνοντας σταδιακά. Το δικό της διώχνοντας μπροστά του τους μαζεμένους αρουραίους, και το δικό του ξυπνώντας τις κοιμισμένες νυχτερίδες που πέταξαν για τον επόμενο σταθμό.

Γεώργιος Αριάς

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.gr.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα