Πανωραίας Χριστοπούλου
Άλλη μια φορά που έχασε το λεωφορείο για το σπίτι. Όμως δεν κατσούφιασε, θα περνούσε την ώρα της στο αγαπημένο της καφέ. Ένα ζεστό καπουτσίνο με κανέλα ήταν ό,τι έπρεπε αυτό το χειμωνιάτικο απόγευμα. Έκλεισε σφιχτά το παλτό της και έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στο κασκόλ για να γλυτώσει από την παγωνιά.
Από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στο κατάστημα, ένιωσε την μυρωδιά του καφέ να την πλημμυρίζει. Κάθισε στο αγαπημένο της σημείο και παρήγγειλε το αγαπημένο της ρόφημα. «Ένα καπουτσίνο με κανέλα παρακαλώ» είπε η κοπέλα.
Ο καφές δεν άργησε να έρθει. Δίπλα ακριβώς από την κούπα υπήρχε ένα διπλωμένο σημείωμα. Το πήρε γρήγορα στα χέρια της και το άνοιξε. Έγραφε «Γεια». Ξαφνιασμένη άρχισε να κοιτάζει γύρω της. Υπήρχε μια παρέα αγοριών πιο πέρα και μια ηλικιωμένη στα δεξιά της. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει και ντρεπόταν να ρωτήσει τον σερβιτόρο. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα μολύβι. Γύρισε το χαρτάκι από την άλλη πλευρά και έγραψε «Γειά». Στην συνέχεια έβγαλε το μικρό μπλοκάκι της και άρχισε να κάνει διάφορα σκίτσα. Η ώρα πέρναγε αλλά κανένας δεν την πλησίαζε. Άφησε τα χρήματα πάνω στο σημείωμα και έφυγε.
Μετά από κάποιες μέρες, και ενώ είχε λίγο ελεύθερο χρόνο μεταξύ των μαθημάτων στην σχολή καλών τεχνών που φοιτούσε, σκέφτηκε να περάσει ξανά από το αγαπημένο της καφέ.
Παρήγγειλε ξανά το ίδιο. Καπουτσίνο με κανέλα. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε όταν είδε ξανά ένα σημείωμα δίπλα από τον καφέ της. Μέσα έγραφε «Είσαι πολύ καλή στην ζωγραφική». Δεν ήξερε αν ήταν σωστό να απαντήσει, αλλά το όλο σκηνικό την είχε εξιτάρει, γι’ αυτό έγραψε ένα «Ευχαριστώ», στην πίσω πλευρά. Άφησε το χαρτάκι δίπλα στην κούπα της και ήξερε πως αυτό θα βρει τον δρόμο του.
Η περιέργεια την έκανε να ξανά πάει στο καφέ σύντομα όπου την περίμενε ξανά ένα μικρό μήνυμα. Την επόμενη μέρα πήγε πάλι, όπως και την επόμενη. Μια όμορφη γνωριμία δια αλληλογραφίας είχε ξεκινήσει.
Μία μέρα, το καπουτσίνο της έφτασε στο τραπέζι χωρίς κάποιο σημείωμα. Η κοπέλα άρχισε να κοίτα στο πάτωμα. Κάπου θα έπεσε σκέφτηκε. Δεν έβλεπε τίποτα τριγύρω. Σήκωσε το χέρι της και φώναξε
τον σερβιτόρο.
«Συγνώμη αλλά... Μήπως σας έπεσε κάποιο χαρτάκι από τον δίσκο; Κάποιο σημείωμα για μένα;» ρώτησε η κοπέλα αμήχανα. Ο σερβιτόρος την κοίταγε προβληματισμένος προσπαθώντας να καταλάβει. «Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείτε;». Τότε η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι ο σερβιτόρος στον οποίον μιλούσε ήταν κάποιος καινούργιος στο μαγαζί. Σαφώς και δεν μπορεί να ήξερε για τα σημειώματα. Μόνο ένας ήξερε. Ο άλλος σερβιτόρος. «Θα μπορούσα να μιλήσω στον άλλο σερβιτόρο;» ρώτησε η κοπέλα με βλέμμα όλο αγωνία. «Δεν υπάρχει άλλος σερβιτόρος. Μόνο εγώ. Ο προηγούμενος απολύθηκε.» απάντησε εκείνος. «Γιατί;» ρώτησε γεμάτη απογοήτευση η κοπέλα, και ο σερβιτόρος της απάντησε χαμηλόφωνα «Απ’ ότι άκουσα, τον έπιασαν να γράφει ραβασάκια χρησιμοποιώντας το χαρτί από την ταμειακή.» Εκείνη πάγωσε. Ήταν ξεκάθαρο. Όλο αυτόν τον καιρό. Παρακάλεσε να της δώσουν το όνομα και την διεύθυνση του, όμως αυτό ήταν ενάντια στην πολιτική του μαγαζιού. Η κοπέλα βγήκε έξω θυμωμένη. Το αγαπημένο της μέρος έμοιαζε ξαφνικά τόσο κακό.
Ο καιρός πέρασε και εκείνη είχε πάψει να πηγαίνει στο καφέ. Όμως ο δρόμος και η μοίρα την έβγαλαν μια μέρα εκεί. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, το είδε από μακριά και νοστάλγησε. Άρχισε να πλησιάζει αργά, μέχρι που διέκρινε μια θλιμμένη φιγούρα να στέκεται απ’ έξω και να κοιτάζει στο εσωτερικό. Ένας άνδρας βγήκε από το μαγαζί και φώναξε:
«Σου έχω πει να μην έρχεσαι εδώ!»
«Καλά, καλά… Φεύγω…»
είπε εκείνος και γύρισε να φύγει. Και τότε τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Εκείνος πάγωσε σαν την είδε. Έμειναν να κοιτάζονται, ώσπου η κοπέλα άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα χαρτάκι. Το γύρισε προς την πλευρά του άνδρα για να το διαβάσει. Ήταν το πρώτο «Γειά» που είχαν ανταλλάξει. Τότε εκείνος κατάλαβε πως γνώριζε, και η καρδιά του ζεστάθηκε. «Γειά» της αποκρίθηκε, και η απόσταση μεταξύ τους άρχισε να μικραίνει όλο και περισσότερο.
«Καπουτσίνο με κανέλα;» Ρώτησε εκείνος.
«Πάντα» Αποκρίθηκε εκείνη.
🌹
Πανωραία Χριστοπούλου
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.