Κωνσταντίνου V. Νικολόπουλου
Στο φόβο να μην ξεχαστώ και συ με αγνοήσεις,
έστρωσα πορφυρό χαλί με άσπρες παπαρούνες,
παρήγγειλα ελέφαντες με σέλες από σμάλτο,
τον χρόνο τον λοιδόρησα για να με λησμονήσει.
Κάλεσα τίγρεις ξακουστές με χνώτο να το πλέξουν
και από τις ρίγες τους νερό τα κρόσσια του να βρέξουν.
Έγνεθα ένα όνειρο όπως στη φαντασία
που κάπως έτσι νόμιζα πως οι έρωτες θα μοιάζουν.
Κι όταν γίνηκε χαλί που έφεγγε αγάπη
περίμενα εσύ να ’ρθείς για να το αντικρύσεις
με τις γυμνές πατούσες σου πάνω του να πατήσεις
κι εμένανε με προσμονή ζητούσα να γυρέψεις
με τη δική σου απόκριση, γενναία να παινέψεις.
Έμαθα πως θα ερχόσουνα μεθαύριο Δευτέρα,
σήμερα ήταν Σάββατο περίσσευε μια μέρα.
Όμως δεν υπολόγισα εύθραυστο ήταν τόσο,
όσο και η αγάπη σου που έτρεφες για μένα.
Όλο το βιός και το χαλί με όλα τα στολίδια
κατέληξαν στον ποταμό λες κι ήτανε σκουπίδια.
Στη θάλασσα ναυάγιο ξέβρασαν τα προικιά μου
κι απόμεινα να τα κοιτώ να κολυμπούν στο κύμα.
Τι ήταν αυτό που έφταιξε κι ήμουν εγώ το θύμα;
Μα ο Θεός,
την άλλη μέρα έβρεξε.
🌹
Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.