Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Η ιστορία ενός μοναχού πειρατή

«Είμαι αισθηματίας εδώ και κάμποσα χρόνια. Το παραδέχομαι. Κι αν είναι αμαρτία ας συγχωρεθώ. Δεν είχα κακό σκοπό. Τώρα όμως θέλω να ξεφορτωθώ αυτό το βάρος, να ανασάνω. Πώς να ζω με αυτό; Αμαρτωλός και αισθηματίας;

Τι να σου πρωτοπώ; Από πού να αρχίσω; Μια ζωή με θυμάμαι να ξυπνώ μισοβλέποντας και να σκοντάφτω στην ντουλάπα δίπλα από το μπάνιο. Και ύστερα να κοιτάζομαι για λίγο στον καθρέφτη και να πλένω προσεκτικά το πρόσωπό μου με μια βρεγμένη πετσέτα. Μετά να παίρνω μεγάλα κομμάτια βαμβάκι από το γυάλινο βάζο στο ντουλάπι και να χώνω κάνα δυο στη θέση του αριστερού ματιού. Η μάνα φρόντιζε να είναι το βάζο πάντα γεμάτο. Τι θα ‘κανα χωρίς αυτή; Δε την κατηγορώ γι’ αυτό που συνέβη τότε.
Θα ήμουνα τριών. Δούλευε η μάνα και με πρόσεχε η συγχωρεμένη η γιαγιά η Βάνα. Και αποκοιμήθηκε από την πύρα του τζακιού στο σκαμνί. Κι όπως είχε ακουμπήσει το τσιγκέλι για τα κάρβουνα και πύρωνε, το πήρα να παίξω, σκόνταψα και καρφώθηκε ευθύς στο μάτι μου. Ευτυχώς δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη μέρα. Έπειτα έμαθα να ζω με αυτό. Αν δεν είχε συμβεί βέβαια σίγουρα θα ήμουν σε καλύτερη μοίρα. Ξανθό γαλανομάτη με ένα μάτι, τι να τον κάνει κανείς;

Πειρατή με ξέρουν όλοι. Άμα ρωτήσεις το όνομα μου στο χωριό δεν θα ξέρουν να στο πουν. Μου έχει μείνει από τότε. Από το σχολείο ακόμα. Θυμάμαι που μαζευόμασταν στην αλάνα του γιατρού και με έβαζαν να κάνω τον πειρατή. Και καμάρωνα πάνω σε κάτι παλιοβάρελα και με έκαιγε ο ήλιος. Σωστός πειρατής. Πολλές φορές έχανα και την ισορροπία μου ή στραβοπατούσα στα βαρέλια και σωριαζόμουν στο χώμα. Και τρέχανε οι φίλοι μου να με σώσουν να μη με φάνε οι καρχαρίες.

Το σχολείο πάλι κακήν κακώς το τέλειωσα. Κι άμα σου πω το λόγο δε θα με πιστέψεις. Κανείς δεν με είχε πιστέψει. Ούτε η μάνα. Δυσκολευόμουν πολύ να διαβάσω. Όχι πως δεν μπορούσα. Μπορούσα και παρά μπορούσα. Αλλά όταν διάβαζα πιο πολύ απ’ όσο άντεχε το μάτι μου, με έπιαναν πόνοι αλλόκοτοι στα μηνίγγια και ζαλιζόμουν. Γύριζαν όλα μπροστά στο γερό μάτι και τρελαινόμουν. Ένιωθα ότι θα το χάσω κι αυτό. Έτσι το απέφευγα. Ό,τι έπιανα από το δάσκαλο. Ακόμα και τώρα δηλαδή προτιμώ να ακούω τα νέα στο ράδιο, παρά να τα διαβάζω στην εφημερίδα.

Το πώς κατέληξα να γίνω ψάλτης θα στο εξηγήσω. Εκτός του ότι δυσκολεύομαι να διαβάσω, δεν τα χω και καλά με την εκκλησία. Και τελικά καταλήγω να κολυμπάω ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Τις προάλλες στους χαιρετισμούς σωριάστηκα για τα καλά την ώρα του Ακάθιστου Ύμνου. Πότε ζαλίστηκα και πότε βρέθηκα ένα μέτρο απ’ το στασίδι, ούτε που κατάλαβα. Για μένα δεν ήταν ακάθιστος, αλλά ξαπλωτός. Είχε κουραστεί το μάτι μου μαζί και το μυαλό μου. Τόσος πόνος και ο θεούλης δεν έβαλε το χεράκι του. Κι ας ήμουν στο ναό του.

Από τη μια διάβαζα τους ψαλμούς για μέρες, να καταφέρω να τους μάθω και από την άλλη έπεφτα λιπόθυμος. Και πάλι σηκωνόμουν και συνέχιζα για ώρες μέχρι να ξανά πιάσει η μούρη μου το πάτωμα. Η επιμονή έγινε η δεύτερη μάνα μου. Πόσες φορές είχα τραυματίσει την κενή κόγχη από το πείσμα μου. Έχωνα μέσα το δάχτυλο και έξυνα την τρύπα για να κρατάω απασχολημένο το μυαλό μου. Και η αίσθηση αυτή… Να τώρα δα ανατρίχιασα. Ποιος θα έκανε τέτοιο σαματά για να γίνει ψάλτης; Ο τρελός ή ο αισθηματίας. Και εγώ για καλή μου τύχη δεν είμαι τρελός.

Την Μαριάννα την ξέρω πάντα. Πιο μικρή από μένα κάνα δυο χρόνια. Μου άρεσε η παρέα της στη γειτονιά τα απογεύματα. Με σιγουριά λέω όμως πως με λυπόταν. Το έβλεπα στα μάτια της όταν μιλούσαμε. Το βλέμμα της πάντα ήταν στραμμένο στην γεμάτη από βαμβάκι κόγχη μου. Πόσες φορές να φαντάστηκε πώς θα έμοιαζα χωρίς το βαμβάκι; Και τι σκέψεις έκανε όταν γύριζε σπίτι της; Τρόμαζε; Αηδίαζε; Έπειτα μεγαλώσαμε και σκορπίσαμε από τη γειτονιά. Μικροπαντρεύτηκε κιόλας.
Ακολούθησε από νωρίς το δρόμο του θεού. Δεν με εξέπληξε. Ούτε που έγινε νεωκόρισσα. Πάντα αγαπούσε τα θεία. Έτσι ήξερα που θα τη βρω.

Στο είπα. Δεν τις χωνεύω τις εκκλησίες. Και δεν μπορούσα να πάω να τη δω. Περιμένοντας τη μάνα μου να πεθάνει, σκεφτόμουν τη Μαριάννα να της κρατά τα νεκροκέρια και να δακρύζει σιωπηλά. Και ενώ πονούσα, ένιωθα μια περίεργη χαρά που θα την έβλεπα στην εκκλησία και θα την αγκάλιαζα. Έτσι κι έγινε. Η μάνα στο κιβούρι της στραμμένη προς ιερό κι εγώ στο πλάι της με τα μάτια καρφωμένα στη Μαριάννα που στεκόταν απέναντι, δίπλα στο στασίδι του γέρο-ψάλτη του Λόλου. Κι έτσι, καθώς την κοιτούσα εκείνη την βαριά ώρα, μου κατέβηκε η ιδέα. Σα να μου την έστειλε η μάνα αποχαιρετιστήριο δώρο. Θα αγαλλίασε η ψυχούλα της.

Μόλις συνήλθα από το θανατικό και την κλάψα, έβαλα τα δυνατά μου για να γίνω ψάλτης. Πήγα στην πρωτεύουσα να βρω δάσκαλο για βυζαντινά. Και έμεινα ένα χρόνο εκεί. Για καλή μου τύχη η φωνή μου ήταν ό,τι πρέπει για ψαλμωδίες. Κι όχι για κείνες που ρίχνω καθημερινά. Μου το είπε κι ο δάσκαλος πως θα διαπρέψω. Τι να του εξηγούσα; Θα γέλαγε όλη του τη ζωή με τα χαΐρια μου. Μόλις έφτασα σε καλό δρόμο επέστρεψα και ακολούθησα τις συμβουλές του. Πήγαινα δηλαδή και καθόμουν κοντά στον γέρο-Λόλο όταν έψελνε για να μάθω σιγά σιγά τη δουλειά. Όλοι πίστευαν ότι ο θάνατος της μάνας μου γύρισε τα μυαλά και έγινα θρήσκος. Κούνια που τους κούναγε. Μαριάννα τη λένε και είναι η νεωκόρισσα. Αλλά το κρατούσα σφιχτά για μένα.

Και όσο περνούσε ο καιρός τόσο μάθαινα και άρχισα κι εγώ να σιγοψέλνω με τον Λόλο. Και έβλεπα την Μαριάννα μου κάθε φορά, όταν καθάριζε το ναό, όταν καθόταν στα κεριά στην είσοδο και χαιρετούσε τους πιστούς, όταν ανέβαινε στο γυναικωνίτη και με ευλάβεια παρακολουθούσε τη λειτουργία, όταν έφτιαχνε τις καρέκλες και όταν βοηθούσε στις βαφτίσεις. Χάρμα οφθαλμών.

Δεν μπορούσα βέβαια να την πλησιάσω. Δεν είχα τον τρόπο. Και παντρεμένη όπως ήταν με δυσκόλευε περισσότερο. Μονάχα την χαιρετούσα και τη χάζευα. Το μάτι μου έπιανε όλες τις κινήσεις της. Αχ! Και πετάριζε το μέσα μου. Στο μεταξύ ο Λόλος μ’ ένιωσε από την αρχή και γέλαγε πονηρά κουνώντας παιχνιδιάρικα το κεφάλι.
Κουβέντα όμως δεν ξεστόμισε ποτέ. Τι άνθρωπος! Εκεί που είναι τώρα, σίγουρα θα χει πει στη μάνα τα καμώματά μου. Πεθαίνοντας με άφησε στο πόστο του ακριβώς την ώρα που είχα φτάσει στο αμήν. Έτσι περνούσα σχεδόν όλη μου την ημέρα στην εκκλησία. Έμαθα να κάνω με ακρίβεια το σταυρό μου και έψελνα στις λειτουργίες με το νι και με το σίγμα. Πήγαινα πάντα νωρίτερα και έφευγα τουλάχιστον μια ώρα αργότερα. Ήταν το φάρμακο μου η Μαριάννα. Μα από φάρμακο, φαρμάκι.

Στην πορεία έχασα τον ύπνο μου. Άρχισα να τρώω τα νύχια μου και να πίνω. Πολύ. Μέχρι και τη μαυροδάφνη από το ιερό. Τρεις τέσσερις Κυριακές έτρεχε ο παπά Νικόλας σπίτι του να φέρει κρασί για το μυστήριο. Και ψάχνει να βρει ποιος είναι ο βούτας. «Πού να ξέρω παπά Νικόλα μου; Δεν έχω δει κανένα στο ιερό» και έπαιρνα το σοβαρό μου ύφος, της λειτουργίας.

Λοιπόν! Χτες ήταν η τελευταία φορά που εκτέλεσα χρέη ψάλτη. Τις Κυριακές η εκκλησία γεμίζει με κόσμο. Μικροί, μεγάλοι, γέροι και νέοι έρχονται να πάρουν λιγάκι από θεό στη γλώσσα τους. Ομορφοστολισμένοι όλοι. Εγώ στο πόστο μου όπως πάντα και καθώς έψελνα το μάτι μου κάρφωνε τη Μαριάννα. Κι εκείνη δεν με έβλεπε. Σίγουρα δεν με έβλεπε γιατί παρακολουθούσε τα παιδιά της που μουρμούραγαν νυσταγμένα. Ο άντρας της καθόταν στα κεριά και σταυροκοπιόταν σε κάθε λέξη του παπά. Έπειτα πήγε κι εκείνη δίπλα του. Τους κοίταζα έτσι μαζί που κάθονταν και σκύλιασα. Εκείνος μπορούσε να την χαίρεται κάθε στιγμή. Να την αγγίζει, να την χαϊδεύει, να του γελά. Δεν έχω ξανά φουντώσει στη ζωή μου έτσι. Και μόλις ήρθε η ώρα μου να ψάλλω, άνοιξα το στόμα μου και τα είπα όλα. Όταν λέω όλα εννοώ τα πάντα. Για τη Μαριάννα, για τη σχέση μου με την εκκλησία, για το δάσκαλο βυζαντινών και για τις λιποθυμίες μου. Λες και μπήκε ο διάβολος μέσα μου και έβαζε τα λόγια τα δικά του. Πάγωσαν όλοι. Ο παπά Νικόλας από την ντροπή του χώθηκε στο ιερό.

Όταν τέλειωσα το μονόλογο, σιγή. Τσιμουδιά. Άφησα το ψαλτήρι στο αναλόγιο, κατέβηκα από το στασίδι μου και προχώρησα προς την έξοδο. Μόλις έφτασα στα κεριά κοίταξα τη Μαριάννα στα μάτια αγνοώντας τον άντρα της που έμοιαζε ντροπιασμένος και της είπα πως την αγαπώ. Πριν προλάβει να αντιδράσει έτρεξα έξω. Έφτασα σπίτι, τα μάζεψα και έφυγα.

Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Πήγα στο σταθμό και περίμενα στο παγκάκι της στάσης. Ήμουν σίγουρος πως όταν ηρεμούσα θα έπραττα σωστά. Μερικοί από το χωριό που πέρασαν και με είδαν άρχισαν να με σχολιάζουν ψιθυρίζοντας. Τους έβλεπα. Δεν με ένοιαζε γιατί μέσα μου είχα μια τελευταία ελπίδα. Μήπως ερχόταν εκείνη. Να με πάρει από το χέρι και να μπούμε σε όποιο λεωφορείο εμφανιζόταν πρώτο. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Κι έτσι, πέθανε μαζί με τη λαχτάρα και την αγωνία μου. Μισή ώρα μετά ήρθε το λεωφορείο για Πατητή. Ήξερα ακριβώς που θα πάω».

Ο μοναχός ήπιε μια τελευταία γουλιά τσίπουρο χτενίζοντας τη γενειάδα με το χέρι και ζήτησε από τον πειρατή να γονατίσει. Εκείνος ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Το πετραχήλι άγγιξε το κεφάλι του και ο μοναχός άρχισε την προσευχή για άφεση. Ο πειρατής ξεφούσκωσε ανακουφισμένος. «Περίμενε!» είπε ο μοναχός στον πειρατή και τον άρπαξε από το χέρι: «Πιες δυο τρεις γουλιές τώρα και το βράδυ στο σιωπητήριο θα περάσω να σου αφήσω όλο το μπουκάλι. Δεν θα περάσει εύκολα η νύχτα. Και αύριο δε θα σε ενοχλήσει κανείς. Κοιμήσου όσο θες. Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία ουκ έχειν».

Μιάμιση μέρα κοιμόταν ο καημένος. Μόλις ξύπνησε τον περίλαβαν οι μοναχοί να κουβεντιάσουν. Ήθελε να μείνει. Το είχε αποφασίσει. Αδιαπραγμάτευτα τους το ανακοίνωσε. Μετά από τον χαμό αυτό, το μοναστήρι ήταν το μόνο μέρος που θα του επέτρεπε να ζήσει με ηρεμία μακριά από πειρασμούς και αμαρτίες. Κι έτσι έμεινε.
Και έψελνε καθημερινά. Και έμαθε να χτυπά το τάλαντο, αλλά σ’ αυτό δεν είχε ταλέντο. Μα ποιος θα παρεξηγούσε ένα μοναχό πειρατή;


Κλεάνθης Βακιρτζής

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα