Ο Γεράσιμος πήρε το μπαστούνι του, φόρεσε το καπέλο του και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ούτε και ο ίδιος δεν ήξερε γιατί έπρεπε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Μάλλον από συνήθεια. Από τον καιρό που νοιαζόταν αν ήταν χτενισμένος και αν έδεσε σωστά τη γραβάτα του. Τώρα όμως δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Τα λιγοστά του μαλλιά τα σκέπαζαν το καπέλο του και εδώ και χρόνια σταμάτησε να φορεί γραβάτα.
Το ρολόι πήγε πέντε. Ώρα για να ξεκινήσει. Έριξε μια τελευταία ματιά στα δωμάτια. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Τα φώτα κλειστά. Η πρίζα του ανεμιστήρα κλειστή. Ίσιωσε λίγο την φωτογραφία του πατέρα του στον τοίχο, έκλεισε πίσω του την πόρτα κλειδώνοντας την και τράβηξε για τον απογευματινό του περίπατο.
Η διαδρομή άκομψη, μονότονη και αδιάφορη. Ένα χέρσο πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στο φάρο. Σποραδικά, δεξιά και αριστερά, έβλεπες κάποιο θάμνο που είχε φυτρώσει πεισματικά μέσα από τις άγονες πέτρες, να λικνίζεται στο απαλό φύσημα το αέρα.
Στον ουρανό, τα πρώτα φθινοπωρινά σύννεφα σκέπαζαν τον ήλιο. Το μόνο πράγμα που άκουες ήταν τα κύματα να σπάζουν με χάρη και να χαϊδεύουν απαλά τα βράχια.
Ο Γεράσιμος ούτε που έβλεπε τίποτα μα ούτε και που άκουε. Προχωρούσε αργά με το μπαστούνι του, σκυφτός και βυθισμένος ολότελα στην μοναξιά του. Η βόλτα του μέχρι το φάρο ήταν το μόνο σημαντικό γεγονός της ημέρας. Για χρόνια τώρα, κάθε απόγευμα έκανε αυτή τη διαδρομή.
Ούτε που θυμόταν πως ξεκίνησε, μα ούτε και που ήθελε να την σταματήσει. Ένας μοναχικός περίπατος μέχρι το παγκάκι του φάρου. Καθόταν εκεί για ένα μισάωρο περίπου, σιωπηλός, και κοίταζε προς το απέραντο της θάλασσας, χωρίς να το βλέπει. Μετά έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, αργά – αργά με το μπαστούνι του. Σπάνια συναντούσε κάποιον και οι κουβέντες του πάντα μετρημένες. Ήταν μια καθημερινή επίσκεψη στον εαυτό του και στην απέραντη μοναξιά του.
Το μυαλό του το άδειασε εδώ και χρόνια. Ούτε αναπολούσε το παρελθόν, ούτε προσδοκούσε στο μέλλον. Αυτό τον βόλευε αφάνταστα. Αυτά που έζησε, μόνο θλίψη και πόνο, μπορούσαν να του δώσουν, και κάθε μελλοντική προσδοκία θα μπορούσε στο τέλος να τον απογοητεύσει.
Παιδί αμούστακο ακόμα, ερωτεύτηκε τη Θεανώ. Ήταν ένας φλογερός έρωτας που τον κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή. Ποτέ όμως δεν βρήκε το θάρρος να τον μοιραστεί και να τον εκφράσει.
Καθημερινά έτρεχε ξοπίσω από την Θεανώ και την κοίταζε με δέος. Την έψαχνε στα δρομάκια του χωριού, την κρυφοκοίταζε στην εκκλησιά, την περίμενε έξω από τον μπακάλη. Ήξερε κάθε κίνηση και κάθε συνήθεια της. Και φρόντιζε να ήταν κάπου κοντά να την κοιτάζει. Η Θεανώ τον κοίταζε πίσω, του χαμογελούσε, και χαμήλωνε ντροπαλά κάτω το βλέμμα της.
Ο Γεράσιμος δεν είχε φίλους. Κλεισμένος στον εαυτό του δεν μιλούσε σε κανένα για τον έρωτα του. Κάθε απόγευμα έπαιρνε το τετράδιο του και τραβούσε για τον φάρο. Εκεί, καθόταν στο πέτρινο παγκάκι και έγραφε στιχάκια για τη Θεανώ. Ποτέ του δεν βρήκε το θάρρος να της τα διαβάσει ή έστω να της τα στείλει κρυφά σε κάποιο χαρτάκι.
Τα έγραφε στο τετράδιο του και το φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, καθόταν και τα διάβαζε. Μετά, έγερνε πάνω στο μαξιλάρι του και ταξίδευε μέσα στα πανέμορφα πράσινα μάτια της Θεανώς, κρατώντας την σφιχτά από το χέρι, σε ειδυλλιακές παραλίες και λουλουδιασμένους κήπους. Την άλλη μέρα ξυπνούσε και έτρεχε ξανά να την βρει, για τις καθιερωμένες κλεφτές του ματιές.
Μια μέρα, πήρε το πλακόστρωτο μονοπάτι για το φάρο, βυθισμένος μέσα στο σεργιάνι του μυαλού του και στον παραμυθένιο του έρωτα. Κοιτούσε χάμω αφηρημένα τις πέτρες μέχρι που κόντεψε στο παγκάκι. Όταν ψήλωσε το βλέμμα πάνω, έμεινε ξερός!
Στο παγκάκι εκεί, καθόταν η Θεανώ. Φορούσε ένα τριανταφυλλί φόρεμα και ένα ψάθινο καπέλο. Κάτω από το καπέλο της, τα χρυσόξανθα μαλλιά της ανέμιζαν στο απαλό αεράκι. Κρατούσε ένα βιβλίο και διάβαζε.
Μόλις κόντεψε ο Γεράσιμος, έκλεισε το βιβλίο της, ψήλωσε το βλέμμα πάνω, τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Ο Γεράσιμος σάστισε. Ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Το μέτωπο του πάγωσε από τον κρύο ιδρώτα. Τα μάγουλα του πήραν φωτιά από τον πόθο. Η καρδιά του άρχισε ένα ανελέητο καρδιοχτύπι και του φώναζε ανυπόμονα:
-«Τρέξε… μίλα της… αγκάλιασε την… φίλησε την!»
Ο Γεράσιμος λιποψύχησε. Τον κυρίεψε φόβος και τρόμος. Έμεινε για λίγο άφωνος και μετά… έκανε την πιο τραγική και λανθασμένη κίνηση της ζωής του. Χαμήλωσε το βλέμμα του, της γύρισε την πλάτη και αμίλητος το έβαλε στα πόδια. Δεν γύρισε καν πίσω να δει το πονεμένο δάκρυ της Θεανώς που κύλισε στο ρόδινο μάγουλο της. Ίσως και να του φώναξε το όνομα του. Αυτός όμως δεν άκουσε τίποτα. Πήγε κατευθείαν σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και ξέσπασε σε λυγμούς.
Οι βόλτες και οι κλεφτές ματιές σταμάτησαν. Ο παθιασμένος του έρωτας όμως παρέμεινε. Ο Γεράσιμος μίσησε τον εαυτό του. Ποτέ όμως δεν βρήκε το θάρρος να επανορθώσει την ατολμία του. Το τετράδιο με τα στιχάκια το φύλαξε σε ένα συρτάρι χωρίς να ξαναγράψει κάτι. Τα βράδια, ακουμπισμένος στο μαξιλάρι του, δεν έκανε πια βόλτες με την Θεανώ. Έκλαιγε με αναφιλητά μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Τα χρόνια πέρασαν. Η Θεανώ παντρεύτηκε με κάποιο συγχωριανό της και απόκτησε ένα κοριτσάκι, την Δήμητρα. Ο Γεράσιμος έγινε δάσκαλος και διορίστηκε στο χωριό του. Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, είδε την Θεανώ να κρατά από το χεράκι της την μικρή Δήμητρα και να την φέρνει στο σχολείο σαν μαθήτρια της πρώτης τάξης του Δημοτικού.
Η μικρή Δήμητρα δεν έμοιαζε και τόσο με την μάνα της. Έμοιαζε περισσότερο με τον πατέρα της. Ο Γεράσιμος όμως την αγκάλιασε με όλη τη ζεστασιά της καρδιάς του, σαν να ήταν η ίδια η Θεανώ. Ήταν η αγαπημένη του μαθήτρια και δεν μπορούσε να το κρύψει. Της μιλούσε, της εξηγούσε με υπομονή και τις έδινε συνέχεια πρωτοβουλίες. Τη Θεανώ την έβλεπε μόνο στις σχολικές γιορτές. Καθόταν μπροστά και καμάρωνε την κόρη της που, είτε τραγουδούσε, είτε διάβαζε κάποιο ποίημα, είτε έπαιζε κάποιο ρόλο σε κάποιο θεατρικό έργο. Ο Γεράσιμος έριχνε κλεφτές ματιές στη Θεανώ αλλά ποτέ δεν βρήκε ανταπόκριση, ούτε και αντάλλαξαν λέξη.
Τα χρόνια κυλούσαν. Ο Γεράσιμος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Λίγο πριν βγει με σύνταξη, άκουσε ότι η Θεανώ αρρώστησε βαριά. Ήθελε να πάει να την δει. Δεν βρήκε όμως και πάλι το κουράγιο. Η Θεανώ έφυγε και πίσω της έκλεισε και την πόρτα της καρδιάς του Γεράσιμου.
Σε λίγα χρόνια, ο Γεράσιμος βγήκε με σύνταξη. Έμεινε στο χωριό κλεισμένος στο σπίτι του. Η μόνη του απασχόληση ήταν λίγο οι τριανταφυλλιές του και μια βόλτα το απόγευμα μέχρι το φάρο. Στην αρχή, πήγαινε για να συναντήσει, έστω και στη φαντασία του, τη Θεανώ. Μετά από κάποια χρόνια, άγρια κτυπημένος από την αρτηριοσκλήρωση, ξέχασε και τον λόγο. Απλά, κάθε απόγευμα έπαιρνε τα χάπια του και πήγαινε να καθίσει στο παγκάκι του φάρου.
Έτσι, εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, ξεκίνησε την βόλτα του για τον φάρο χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό και χωρίς ίχνος προσδοκίας για κάποια θεαματική ανατροπή στην όλη ιεροτελεστία.
Και όμως, η ανατροπή έμελλε να συμβεί!
Όταν ο Γεράσιμος έφτασε αγκομαχώντας στο παγκάκι, ψήλωσε το βλέμμα του και ανακάλυψε ότι είχε παρέα. Στο παγκάκι, εκεί στην άκρη, καθόταν ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι με πανέμορφα πράσινα μάτια και χρυσόξανθα μαλλιά. Φορούσε ένα τριανταφυλλί φόρεμα και ένα ψάθινο καπέλο. Κρατούσε και ένα βιβλίο και διάβαζε.
Ο Γεράσιμος κοντοστάθηκε. Κοίταξε το κορίτσι αμήχανα και το μυαλό του άρχισε μια ξέφρενη κούρσα αναμνήσεων και συναισθημάτων. Τι ήταν αυτό που έβλεπε; Η Θεανώ! Μπα, η φαντασία μου θα είναι, σκέφτηκε.
Το κορίτσι ψήλωσε το βλέμμα, τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Ο Γεράσιμος τα χρειάστηκε. «Η Θεανώ είναι!» ψέλλισε. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Το μαρτυρούν τα μάτια της. Το μαρτυρούν τα μαλλιά της». Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Η καρδιά του, χρόνια τώρα στην απραξία, άρχισε να χτυπά δυνατά. Σκέφτηκε να ξαναφύγει. Κάτι όμως τον σταμάτησε. Κάποτε έπρεπε να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Περπατούσε προς το παγκάκι και ψέλλιζε:
-«Θεανώ, Θεανώ!»
Το κορίτσι συνέχισε να χαμογελά και χωρίς να του απαντήσει έσκυψε ξανά στο βιβλίο της. Ο Γεράσιμος κάθισε επιφυλακτικά στο παγκάκι, στην άλλη άκρη. Η καρδιά του χτυπούσε ασταμάτητα σαν μηχανάκι. Πάλι καλά που ήπιε τα χάπια της πίεσης, πριν ξεκινήσει. Το πρόσωπο του ήταν καταϊδρωμένο. Με δυσκολία συγκρατούσε το χέρι του να μην απλώσει μέχρι την χούφτα της μικρής. Έχασε τον λογαριασμό. Ζούσε την πραγματικότητα; Ή κάποια φαντασίωση! Μήπως το ταλαίπωρο μυαλό του, του έπαιζε παιχνιδάκια; Δεν ήθελε να μάθει. Δεν ήθελε να το ρισκάρει. Έμεινε εκεί ακίνητος και αμίλητος και ρουφούσε κάθε στιγμή από την παρουσία της Θεανώς. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ήταν σε απόσταση αναπνοής με το μεγάλο του έρωτα. Ήταν μια μεγάλη νίκη για τον ίδιο.
Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά, χίλιοι αιώνες για τον Γεράσιμο, και σε μια στιγμή το κορίτσι έκλεισε το βιβλίο της, σηκώθηκε, χαμογέλασε ξανά στο Γεράσιμο και πήρε το πλακόστρωτο μονοπάτι για το χωριό.
Ο Γεράσιμος την κοίταζε άφωνος να απομακρύνεται. Ήθελε να τρέξει ξοπίσω της… να της φωνάξει το όνομα της! Έμεινε όμως εκεί, σιωπηλός, και έβλεπε τη φιγούρα της να σβήνει στο βάθος του ορίζοντα. Όταν την έχασε εντελώς από τα μάτια του, τράβηξε και αυτός για το σπίτι του.
Μόλις έφτασε, άνοιξε όλα τα συρτάρια της βιβλιοθήκης του και βρήκε το τετράδιο με τα στιχάκια. Το φίλησε και το έσφιξε πάνω στο στήθος του. Κάθισε στο κρεβάτι του, έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει τους στίχους. Το δωμάτιο πλημμύρισε αναμνήσεις και συναισθήματα. Άρχισε να δακρύζει. Σκούπιζε τα μάτια του και συνέχιζε να διαβάζει.
Στο μυαλό του μόνιμα η εικόνα της Θεανώς να κάθεται στο παγκάκι του φάρου. Σε μια στιγμή έγειρε το κεφάλι του πάνω στο μαξιλάρι, έβγαλε τα γυαλιά του και έκλεισε τα μάτια του. Το μυαλό του τον ταξίδεψε εκεί στο παγκάκι του φάρου. Αυτός φορούσε μια άσπρη φορεσιά. Πήρε από το χέρι την Θεανώ με το τριανταφυλλί το φόρεμα και το ψάθινο καπέλο και άρχισαν να περπατούν πάνω στην άμμο σε μια απέραντη παραλία. Και μιλούσαν, και μιλούσαν. Της έλεγε για τα μάτια της, για τα χρυσόξανθα μαλλιά της. Και αυτή του έσφιγγε το χέρι, χαμογελούσε και κοίταζε κάτω την αμμουδιά, ντροπαλά.
Το πρωί ο Γεράσιμος ξύπνησε κρατώντας σφικτά στο στήθος το τετράδιο με τα στιχάκια. Ένιωθε σίγουρος και αντρειωμένος. Το απόγευμα θα συναντούσε τη Θεανώ. Βγήκε έξω στον κήπο, διάλεξε το καλύτερο άσπρο τριαντάφυλλο και το έκοψε. Το έβαλε σε ένα ποτήρι με νερό και περίμενε με αγωνία να έρθει το δείλι.
Η ώρα πήγε πέντε λεπτά πριν τις πέντε. Ο Γεράσιμος δεν είχε βάλει το καπέλο του ούτε πήρε το μπαστούνι του. Χτένισε τα λιγοστά του μαλλιά και φόρεσε την κόκκινη γραβάτα του! Πήρε το άσπρο τριαντάφυλλο μαζί με το τετράδιο του και κοίταξε ξανά το ρολόι. Η ώρα δεν προχωρούσε. Οι δείκτες βαρέσανε ανυπόφορα. Για πρώτη φορά στα χρονικά, ο Γεράσιμος ξεκίνησε την βόλτα του, πέντε λεπτά πριν από την καθιερωμένη της ώρα!
Περπατούσε και δεν κοίταζε χάμω. Κοίταζε τον ορίζοντα μέχρι τον φάρο, μπας και διακρίνει την φιγούρα της Θεανώς. Ήταν σίγουρος ότι θα την ξανασυναντούσε. Και δεν έπεσε έξω. Με τα γέρικα του μάτια είδε στο βάθος του δρόμου μια φιγούρα να κάθεται στο παγκάκι του φάρου. Προχώρησε ακόμα λίγο για να σιγουρευτεί πλέον ότι ήταν η Θεανώ.
Η καρδιά του άρχισε το ξέφρενο καρδιοχτύπι της. Οι παλάμες του που κρατούσαν το τριαντάφυλλο και το τετράδιο, ιδρώσανε. Ο Γεράσιμος πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε με γοργό βήμα.
Σε λίγο βρέθηκε μπροστά από το παγκάκι. Το κορίτσι καθόταν εκεί, με το τριανταφυλλί του φόρεμα και το ψάθινο καπέλο της και διάβαζε το βιβλίο της. Όταν ένιωσε την παρουσία του Γεράσιμου, ψήλωσε το βλέμμα της πάνω.
Ο Γεράσιμος άπλωσε το χέρι του και της έδωσε το τριαντάφυλλο. Το κορίτσι χαμογέλασε, πήρε το τριαντάφυλλο, το μύρισε και βυθίστηκε ξανά στο βιβλίο της. Ο Γεράσιμος κάθισε δίπλα της, σχεδόν ακουμπώντας την. Τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει πια. Ξερόβηξε και της είπε:
-«Θεανώ, θέλω να σου διαβάσω κάτι που έγραψα για σένα και που το φύλαγα για χρόνια τώρα μέσα στην καρδιά μου.»
Το κορίτσι δεν σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο αλλά αυτό δεν είχε πια σημασία για τον Γεράσιμο. Αυτό που ήθελε ήταν να διαβάσει φωναχτά τους στίχους του και να αφήσει την καρδιά του ελεύθερη να μιλήσει.
Άνοιξε το τετράδιο του και άρχισε να διαβάζει με τρεμουλιασμένη φωνή:
«Τα μάτια σου ερωτεύτηκα
όταν σε είδα μπροστά μου
μου κόψανε την ανάσα μου
σκλάβωσαν την καρδιά μου»
Έριξε μια κλεφτή ματιά δίπλα του και είδε ότι το κορίτσι συνέχισε να είναι σκυμμένο στο βιβλίο του. Πήρε θάρρος και συνέχισε με ανδρειωμένη πια φωνή:
«Αυτά τα μάτια ολημερίς
τα βλέπω, τα θαυμάζω
τα χαϊδεύω με το μυαλό
και στην καρδιά τα βάζω»
Και εκεί που ένιωθε πλέον χείμαρρος, τον διέκοψε μια φωνή:
-«Κύριε Γεράσιμε… Κύριε Γεράσιμε… Τι μου κάνετε;»
Σήκωσε το βλέμμα του από το τετράδιο ενοχλημένος και είδε μπροστά του να στέκεται μια κυρία. Της απάντησε:
-«Καλά είμαι, αλλά ποια είσαι:»
-« Η Δήμητρα είμαι, κύριε Γεράσιμε. Δεν με θυμάσαι; Η Δήμητρα… η κόρη της Θεανώς!»
Τώρα πια ο Γεράσιμος μπερδεύτηκε για τα καλά. Δίπλα του η Θεανώ, δεκαπεντάχρονο κορίτσι, και μπροστά του η κόρη της ολόκληρη κυρία! Σίγουρα το μυαλό του έχασε τον έλεγχο του, σκέφτηκε.
Μια κίνηση όμως από το κορίτσι, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά της Δήμητρας.
-«Και αυτή εδώ είναι η κόρη μου… η Θεανώ!» Συνέχισε η Δήμητρα
Ο Γεράσιμος έμεινε με το στόμα ορθάνοικτο.
-« Η κόρη σου η Θεανώ;» την ρώτησε έκπληκτος.
-«Ναι, της έδωσα το όνομα της μάνας μου. Δεν της μοιάζει κιόλας;»
Εμένα μου λες! Σκέφτηκε ο Γεράσιμος
-«Σίγουρα… σίγουρα… Φτυστή η γιαγιά της είναι! Ήρθατε για να μείνετε στο χωριό;»
-«Όχι βέβαια! Ήρθαμε για λίγες μέρες, μέχρι το μνημόσυνο της μάνας μου την Κυριακή και μετά θα πάμε πίσω στην πόλη»
Ο Γεράσιμος, ήρεμος πια, αντιλήφθηκε την γκάφα του.
-«Κοίτα Δήμητρα… εδώ που καθόμουνα… πάνω στον ενθουσιασμό μου… διάβασα φωναχτά κάποιες σκέψεις που έγραψα. Ελπίζω να μην με παρεξήγησε η κόρη σου!»
-«Μπα, μην νοιάζεσαι καθόλου. Λέξη δεν άκουσε. Η Θεανώ αρρώστησε πριν δυο χρόνια και δυστυχώς έχασε ολότελα την ακοή της!
Αυτή κι αν ήταν έκπληξη για τον Γεράσιμο! Η μικρή Θεανώ έδειξε το τριαντάφυλλο στη μάνα της, χαμογέλασε ξανά στο Γεράσιμο και του έκανε μια μικρή υπόκλιση για να τον ευχαριστήσει. Ο Γεράσιμος, μετά από χρόνια, χαμογέλασε κι αυτός, έβαλε το χέρι του στο στήθος και ανταπέδωσε την υπόκλιση. Αυτή υποκλίθηκε για το τριαντάφυλλο, αυτός όμως υποκλίθηκε στην ομορφιά της.
Η Δήμητρα πήρε την κόρη της από το χέρι, χαιρέτησε τον Γεράσιμο και κίνησαν για το χωριό. Ο Γεράσιμος κάθισε για λίγο στο παγκάκι μέχρι να συνέλθει πλήρως και να καταλάβει τι έχει συμβεί.
Τι να συνέβηκε; Ο Γεράσιμος σκέφτηκε για λίγο και μετά άρχισε να μιλά με τον εαυτό του:
-«Μα είναι απλό! Η αγαπημένη μου Θεανώ έστειλε την εγγονή της εδώ στο παγκάκι για να μου δώσει την ευκαιρία να ολοκληρώσω αυτό που έπρεπε να κάνω πριν χρόνια!»
Ο Γεράσιμος ένιωθε ικανοποιημένος. Διάβασε επιτέλους φωναχτά τους αγαπημένους του στίχους και την άκουσε μονάχα η δικιά του Θεανώ και ο φάρος, πιστός και αεικίνητος μάρτυρας του φλογερού του έρωτα.
Χαρούμενος και συγκινημένος, τράβηξε και αυτός για το σπίτι του. Αυτή τη φορά όμως από άλλη διαδρομή. Για πρώτη φορά, πέρασε από το κοιμητήριο.
Έψαξε και βρήκε τον τάφο της Θεανώς. Άναψε το καντήλι της, κάθισε στην ταφόπετρα και ψέλλισε δακρυσμένος:
-«Σε ευχαριστώ Θεανώ… …Σε ευχαριστώ για όλα!»
Αγαπήνωρ
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.