Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ιάσονας και Ελένη

Στην Ελλάδα η θάλασσα είναι αναπόφευκτη.
Όχι μόνο γιατί βρίσκεται παντού, αλλά γιατί είναι κομμάτι της ζωής ακόμα και της επιβίωσης. Κατά κει θα στραφεί το τιμόνι στην πρώτη άδεια, μέσα της ή κοντά της βρίσκονται τα πιο κερδοφόρα επαγγέλματα της χώρας. Ναυτιλία και τουρισμός, αυτά άκουγε κι ο Ιάσονας καθώς πλησίαζε η ηλικία που οι αποφάσεις γίνονταν με το "πρέπει" κι όχι με το "θέλω". Κι ο Ιάσονας μελετούσε και μοχθούσε, ήταν καλός μαθητής, έξυπνος κι εργατικός, προκειμένου να... αποφύγει αυτήν την μοίρα. Φρόντιζε το σώμα του και γυμναζόταν σκληρά κι επίπονα για να έρθει πιο κοντά... στο βουνό κάνοντας ορειβασία και πεζοπορίες.
Μακριά από την θάλασσα και το κάλεσμά της.
Το αναπόφευκτο κάλεσμά της.
Ο λόγος; Μα τι άλλο από έναν φόβο. Έναν φόβο βαθιά ριζωμένο μα και τόσο παλιό που κι ο ίδιος αμφισβητούσε την ιστορία που διηγούνταν από κείνη την μέρα.

Τα αποτέλεσματά της όμως ήταν η τρανότερη απόδειξη -μια ματιά στον ορίζοντα που το νερό συναντούσε τον ουρανό, κι αντί το μυαλό του να πλημμυριστεί με την αίσθηση του ατελείωτου ταξιδιού και της περιπέτειας που είναι εντυπωμένη στο DNA καθενός με ελληνικές ρίζες, η θάλασσα γι’ αυτόν ήταν μια τεράστια παγίδα, ένιωθε τόσο ασφαλής ταξιδεύοντας με πλοίο όσο ένα ψάρι στην Ιχθυόσκαλα.
Γι’ αυτό και σε όλο το ταξίδι για την Πάρο κλείστηκε στην καμπίνα του, σε σκοτάδι απόλυτο, με ακουστικά στα αυτιά, ώστε η θάλασσα να μην φτάσει σε καμιά από τις αισθήσεις του. Τα κύματα χτυπούσαν το στρογγυλό παραθυράκι της καμπίνας καλώντας τον κι εκείνος δεν ανταποκρίθηκε ποτέ.
Μόνο όταν έφτασαν στο λιμάνι βγήκε στο κατάστρωμα κι επέτρεψε στην όσφρησή του να δεχτεί τον χαρακτηριστικό αέρα των νερών του πελάγους. Πιο πολύ για να αντικρίσει το νέο του σπίτι. Για μερικούς μήνες τουλάχιστον. Σαν τιμωρία για τον ένα χρόνο που πάλεψε με την κρίση της χώρας και τελικά ηττήθηκε, μην καταφέρνοντας να βρει δουλειά. Σεζόν σε νησί η μόνη λύση. Κι η Πάρος είχε μπόλικη στεριά σε σχέση με άλλα νησιά, κάτι που βοήθησε στην επιλογή του.
Τα σπίτια ήταν κατάλευκα και το φως τον θάμπωσε. Ήχοι ευχάριστοι κάλυπταν τα κύματα, ήχοι ενθουσιασμού, φωνές από τουρίστες που ήθελαν τόσο να κατέβουν, λες και κατά βάθος ούτε εκείνοι ήθελαν άλλο να ταξιδεύουν στην θάλασσα. Του άρεσε αυτός ο ενθουσιασμός. Γιατί σήμαινε ότι θα εξυπηρετούσε ανθρώπους με χαμόγελα και δεν υπάρχει κάτι καλύτερο να απαλύνει την κούραση της σκληρής δουλειάς.
Για πρώτη φορά χαμογέλασε από την απαρχή του ταξιδιού του.
...
Ο ήλιος έμοιαζε δυνατότερος στο νησί. Για τον ίδιο λόγο που υπήρχαν και τόσα περισσότερα άστρα την νύχτα. Γι’αυτόν ήταν περίεργο που ο κόσμος προτιμούσε να κλείνεται σε θορυβώδη κλαμπ τις νύχτες και να βγαίνει έξω την καυτή μέρα. Έτσι ήταν μάλλον. Ο ήλιος στην Ελλάδα έχει ένα εξίσου αναπόφευκτο κάλεσμα. Και σε μια άριστη συνεργασία με την θάλασσα, να αναζητήσεις την παραλία για να τον απολαύσεις όσο θες. Όπως το φεγγάρι απαιτεί ο ουρανός να σβήσει το φως για να φανεί καλύτερα. Αν αυτό δεν λέγεται αρμονία της φύσης, δεν ξέρω τι λέγεται.
Επισκεπτόταν τις παραλίες, παρασυρόμενος από τον κόσμο και τους φίλους που έκανε -όλος ο πληθυσμός ουσιαστικά βρισκόταν εκεί. Μια μέρα οι συνάδελφοί του στο μπαράκι που δούλευε, ντόπιοι, τον πήγαν σε ένα βράχο. Μυημένοι στο να εμπιστεύονται την θάλασσα σαν αγκαλιά, κάποιοι πήδηξαν. Ο Ιάσονας στάθηκε στην άκρη του βράχου, έχοντας μάθει να μην φοβάται τα ύψη, μα έβλεπε τα νερά από κάτω όχι σαν μπλε βελούδο, αλλά σαν τα σαγόνια της Χάρυβδης.
Ξαναπήγε όμως εκεί αυτήν την μία νύχτα ανά δέκα μέρες που είχε ρεπό. Η νύχτα ήταν όντως μαγευτική και δεν τον ένοιαζε αν θα την περνούσε μόνος. Υπήρχε δροσιά, ιδανικό αεράκι για να διώξει κάθε έννοια από τον νου, κι αμέτρητα άστρα για να κρατήσουν ανοιχτό το μάτι απαιτώντας την προσοχή σου. Τα κύματα ακούγονταν ξεκάθαρα στην ησυχία, ακόμα και τα πιο ανεπαίσθητα.
Κάθισε έτσι απλά και παρακολουθούσε. Πόσο εύκολο ήταν να σβήσει τις σκέψεις του εδώ...
Δεν άκουσε καν την παρουσία που πλησίασε. Μια γυναίκα. Θεωρητικά η νύχτα θα μπορούσε λοιπόν να γίνει από ιδανική. Δεν είχε μιλήσει με πολλές γυναίκες από τότε που ήρθε, εξαιτίας μιας... πρωτευουσιανής η αλήθεια είναι, ιδέας περί επαγγελματισμού. Εδώ όλα ήταν πιο χαλαρά. Εδώ όλα συγχωρούνταν αν έρχονταν άνθρωποι πιο κοντά.
Μια γυναίκα λεπτή, που φορούσε ακόμα το μαγιό της μέσα από μια λεπτή στρώση υφάσματος που έπαιζε τον ρόλο του φορέματος. Δεν του μίλησε, μα κάθισε πολύ κοντά του, στην ίδια ακριβώς στάση πάνω στα βράχια, αγναντεύοντας την ίδια θέα.
Πολύ όμορφη στιγμή για να σπάσει από λόγια. Από τις στιγμές που οι ψυχές αν είχαν χέρια θα ένωναν αιθέρια τους δυο τους.
Ο Ιάσονας διακριτικά μόνο κοιτούσε μια στο τόσο. Γι’αυτό κι άργησε να πρόσεξε ότι εκείνη τον κοιτούσε εντελώς αδιάκριτα.
«Την κοιτάς λες και θα σε φάει.»
Ο Ιάσονας άκουσε και δεν άκουσε την δήλωσή της. Γύρισε προς εκείνη, παρατηρώντας τώρα το μαυρισμένο από τον ήλιο πρόσωπό της, τα κοντά της μαλλιά. Το χαμόγελό της δεν ήταν παιχνιδιάρικο, ήταν χαμόγελο ώριμο, μιας φίλης που ήρθε να μιλήσει κι όχι να φλερτάρει. Δεν πειράζει. Προμηνυόταν καλή συντροφιά... αν έβρισκε κι αυτός τα κατάλληλα λόγια.
Τα οποία άργησαν μερικά δεύτερα κι εκείνη κοίταξε πάλι τον ορίζοντα. «Ή υπάρχει κάτι εκεί πέρα που θες να μείνει μακριά. Κάτι που σε πόνεσε. Μια Πηνελόπη που παραδόθηκε στους μνηστήρες της... μια Ελένη που επέστρεψε τον Μενέλαο αντί να κλεφτεί μαζί σου».
Ο Ιάσονας γέλασε. Δεν περίμενε μια τόσο... εκλεπτυσμένη ανάλυση του ύφους του. Σειρά του τώρα. Κάτι έξυπνο, μια αντανάκλαση της δικής του μόρφωσης, της δικής του σοβαρότητας κι ευχέρειας στο λόγο.
Το χαμόγελό του χάθηκε. Εκείνη σηκώθηκε και πλησίασε στην άκρη των βράχων.
Οι τρίχες του Ιάσονα τεντώθηκαν. Ήταν επικίνδυνο. Ένα γλίστρημα, ίσως η κοπέλα να ήταν λίγο πιωμένη, εξού κι ο ποιητικός οίστρος, ίσως...
Το αεράκι φυσούσε το φόρεμα και τα μαλλιά της. Το δέρμα της γυάλιζε ταιριάζοντας τέλεια με τα αναρίθμητα άστρα.
«Πανέμορφη...», ξεκίνησε να λέει ο Ιάσονας κι η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του σηκώνοντας τα φρύδια...
«...μα με τρομάζει.»
Η γυναίκα προβληματίστηκε. Αναζήτησε στα μάτια του την απάντηση. Ώσπου κατάλαβε τι κοίταζαν. Όχι εκείνη, μα την έτερη νύμφη που βρισκόταν παρέα τους, την θάλασσα.
«Η θάλασσα, ε; Γυναίκα είναι κι αυτή, λογικό. Όμορφη και θανατηφόρα.»
Το κινητό της χτύπησε. Πόσο αταίριαστος ο ήχος του, η ίδια η ύπαρξή του σε αυτήν την σκηνή. Μάλλον η ρομαντική εξομολόγηση των εξώψυχών μας τελειώνει εδώ, σκέφτηκε ο Ιάσονας. Μα η γυναίκα ξεφύσηξε. Δεν το σήκωσε, αλλά ξεκίνησε να περπατά κι ο Ιάσονας ετοιμάστηκε να πει ένα "γεια". Αποχαιρετισμού.
Και το στόμα του έκλεισε σαν να μπήκε μύγα.
«Τι;», τον ρώτησε η γυναίκα που κάθισε πάλι δίπλα του.
«Τίποτα. Ιάσονας.»
«Ωραία Ελένη.»
«Αυτογνωσία, βλέπω.»
«Διαφωνείς;»
«Καθόλου.»
«Ωραία. Πες μου τώρα.»
Αισθάνθηκε σχεδόν σαν να τον είχε απορρίψει. Νόμιζε ότι είχε ξεκινήσει ένα ρομαντικό "παιχνίδι" μεταξύ τους. Αν ήταν, είχε προχωρήσει πολύ απότομα στα απόκρυφα μυστικά.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που το είχε πει σε κάποιον;
Υπήρχε όμως καλύτερο άτομο από έναν άγνωστο για να το βγάλει από μέσα του;
Υπήρχε καλύτερο μέρος από ένα νησί, περικυκλωμένο από θάλασσα, όπου οι ήχοι θα παρασύρονταν από τον αέρα και θα έσβηναν προτού φτάσουν σε κατακριτικό αυτί;
«Μικρός, πολύ μικρός. Είχα πάει για κολύμπι με τους δικούς μου. Τότε ακόμα αγαπούσα την θάλασσα. Ποτέ δεν έπαιρνα κουβαδάκια μαζί μου, δεν καθόμουν στην άμμο. Πλατσούριζα μόνος μου, ακόμα κι αν οι δικοί μου κάθονταν έξω...
...Μια μέρα λοιπόν είχαμε πάρει μια μάσκα. Τρελάθηκα εγώ από την χαρά μου, το θυμάμαι τόσο ξεκάθαρα. Βούτηξα μέσα, πήρα και την σανίδα μου, την μπλε μου σανίδα. Και κοίταξα το νερό. Ήταν μια παραλία στο Λαγονήσι, δεν στο είπα αυτό.
Εκεί ακόμα η φύση... η φύση κάτω από το νερό δεν είχε πεθάνει εντελώς, τουλάχιστον όχι τότε. Και θυμάμαι τόσο ξεκάθαρα, μόλις κοίταξα μέσα από το νερό... αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα... που το χρώμα του νερού άλλαξε, ήταν μια απόχρωση του πράσινου. Είδα τα φύκια πώς χόρευαν λες και τα φύσαγε ένας άνεμος, είδα τα μικρά ψαράκια πώς κολυμπούσαν γύρω από το πόδι μου, νομίζω υπήρχαν και καβουράκια...»
Γύρισε και κοίταξε την Ελένη με ένα ήρεμο χαμόγελο. Μα εκείνη δεν χαμογελούσε. Καταλάβαινε τον απόκρυφο πόνο πίσω από τις όμορφες περιγραφές.
«...κι ένιωσα φρίκη. Άνοιξα το στόμα από τον φόβο. Κατάπια πολύ νερό και ζαλίστηκα. Ξέχασα πώς κολυμπούν. Ένιωθα ότι με παρασέρνει το νερό και φώναζα στους γονείς μου να με πιάσουν. Δεν ήμουν μακριά από την ακτή. Και... και...»
Σήκωσε τα χέρια και τους ώμους. «Αυτά φαντάζομαι. Το έπιασες το νόημα. Εντελώς, μα εντελώς ηλίθιο!»
«Σε τρόμαξε ένας άλλος κόσμος, διαφορετικός από τον δικό σου.»
«Άμα το θέτεις έτσι, ακούγομαι σαν μεγάλος μαλάκας.»
«Κάθεσαι δίπλα σε μια κοπέλα που σου μίλησε πρώτη, σε ένα νησί το καλοκαίρι, και της μιλάς για πάνω από δέκα λεπτά χωρίς να ορμήξεις. Δεν θα σε αποκαλούσα ακριβώς μαλάκα.»
«Περίεργος, όμως;»
«Σίγουρα!», είπε και γέλασαν κι οι δύο.
Κι ακολούθησε σιωπή. Ο αέρας δυνάμωσε, τα κύματα ακούγονταν δυνατά.
Πρόσταζαν την Ελένη να πει την δική της ιστορία.
«Η δική μου ιστορία είναι βαρετή. Κάνω μια δουλειά που δεν μ’ αρέσει, όχι σε αυτό που σπούδασα, κλεισμένη σε ένα γραφείο δέκα ώρες την μέρα... φοβούμενη να ρισκάρω και να κυνηγήσω κάτι άλλο λόγω της κρίσης... κι ο ένας άνθρωπος που νόμιζα ότι ήταν στήριγμά μου, και για τον οποίο σπατάλησα κάποια από τα λεφτά που είχα στην άκρη και μέρες από τις διακοπές μου, μόλις μου είπε ότι τον πιέζω γιατί προφανώς ήθελε να δοκιμάσει κάνα δυό τουρίστριες έτσι για αλλαγή.»
Κοιτάχτηκαν. «Κλισέ και βαρετή ιστορία, ε; Ούτε καν για σήριαλ στην τηλεόραση....»
«...Θα φύγω λοιπόν αύριο. Κι αν γυρνοβολούσα μόνη στα μπαρ, μπορεί και να έκανα κάτι πολύ ηλίθιο. Οπότε καλύτερα να κάθομαι εδώ και να μιλήσω με έναν περίεργο που έχει ψυχολογικά γιατί τον τρόμαξαν κάτι καβουράκια...»
«Γιατί είσαι εδώ όμως;», τον ρώτησε. «Παρά τα... όσα μου είπες.»
«Δουλειά. Αναγκαστικά.»
«Α», είπε εκείνη. Αναμενόμενη απάντηση.
Ο Ιάσονας σώπασε για λίγο προβληματισμένος. Ακόμα κι εκεί ηχούσαν φωνές από μουσική, φωνές ανθρώπων που περνούσαν καλά. Οι δύο τους ήταν τα μόνα όντα με προβλήματα; Ούτε καν. Αν ρωτούσε, αν άκουγε τις ιστορίες πολλών από αυτών, θα ένιωθε πολύ καλύτερα για τις δικές του. Κι όμως ερχόμενοι εδώ, έμοιαζαν εξαγνισμένοι από αυτά, σαν να βαφτίστηκαν σε αυτά εδώ τα νερά, σαν να άφησαν όλα αυτά τα προβλήματα μακριά με αυτό το ταξίδι, αρνούμενη η θάλασσα να τους αφήσει να τα πάρουν μαζί.
Αυτό ήταν ανέκαθεν το νόημα. Το νόημα της περιπέτειας αυτής. Η εξάγνιση από την πίεση της ζωής. Κι η Ελλάδα προσέφερε άπειρες από αυτές τις μικρές κουκκίδες στον χάρτη, μικρές κουκκίδες που σου επέτρεπαν για λίγο να φύγεις από το νέφος που σου κρύβει τον ήλιο της ζωής, της αληθινής ζωής.
Αυτό ήταν το νόημα του ατελείωτου ορίζοντα. Κάτι υπάρχει εκεί έξω, φίλε μου.
Μα θα αφήσεις όλα τα άλλα πίσω για να το φτάσεις. Μόνο όταν αδειάσεις τον νου σου και γεμίσεις με σοφία όπως ο πολυμήχανος Οδυσσέας, θα αγγίξεις την Ιθάκη της ζωής.
Άτιμη, σκέφτηκε ο Ιάσονας. Αναφερόμενος στην θάλασσα. Δεν χρειαζόταν να την αγαπά. Πόσα παιδιά αγάπησαν τον αυστηρό δάσκαλο, παρά μόνο αφότου μεγάλωσαν κι αντιλήφθηκαν την αξία του.
«Μείνε», της είπε.
«Ε;».
«Μείνε μερικές μέρες ακόμη. Θα σε βοηθήσω εγώ με τα έξοδα.»
Το ύφος της άλλαξε. Έδειχνε δυσαρεστημένο.
«Κοίτα, είπα είσαι καλό παιδί, και την χρειαζόμουν αυτήν την κουβεντούλα, αλλά... πρέπει να φύγω από δω, πρέπει να επιστρέψω...»
«Στην μίζερη δουλειά σου;»
«Ναι! Ναι, στην μίζερη δουλειά μου, να κάτσω να αράξω λίγο τις μέρες που μου έμειναν...»
«Παραιτήσου!»
«Έλα τώρα σοβαρέψου...»
«Παραιτήσου και δούλεψε εδώ για το καλοκαίρι.»
«Τι μαλακίες λες τώρα, σε έπιασε ο ξαφνικός ο έρωτας και θες να σώσεις...»
«Την Ωραία Ελένη από τον καταπιεστικό Μενέλαο; Να την πάρω ένα ταξίδι σε μέρος μακρινό, να διασχίσουμε το Αιγαίο; Ναι. Αν κι είμαστε ήδη εδώ. Αλλά θα δούμε, μπορούμε να κοιτάξουμε για δουλειές σε άλλο νησί, όλο και κάτι θα υπάρχει.»
«Δεν μπορώ... δεν μπορώ, δεν μπορώ έτσι απλά να...»
«Τι σε εμποδίζει; ΠΟΙΟΣ σε εμποδίζει; Κανείς δεν μπορεί να έρθει να σε τραβήξει με το ζόρι εδώ. Ούτε αλλού. Πώς να στο πω, είναι στο DNA μας, να ταξιδεύουμε, να... να... βλέπουμε νέους κόσμους, μέχρι να βρούμε έναν που θέλουμε να εγκατασταθούμε. Μου το είπες κι η ίδια, μου’δωσες να καταλάβω ότι αυτό φοβάμαι καταβάθος. Γι’αυτό θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ. Ο Ιάσονας δεν πήγε στην εκστρατεία μόνος του.»
Η Ελένη είχε σηκωθεί. Ο νους της κι η ψυχή της είχαν ξεκινήσει έναν εμφύλιο που την κατέτρωγε. Ξεκίνησε να περπατά προς τον δρόμο. Αργά. Μόλις έφτασε στις άκρες του γύρισε και κοίταξε τον Ιάσονα.
«Φεύγω. Θα φύγω.»
Τα λόγια της ήταν ξεκάθαρα. Μα τα μάτια της φώναζαν "Κράτα με".
Άρχισε να τρέχει κι ο Ιάσονας σηκώθηκε κι έρεξε από πίσω της. Προσπέρασαν εύθυμες παρέες στον δρόμο που ενθάρρυναν τον Ιάσονα μην ξέροντας τι συνέβαινε.
Παρέες σε μπαλκόνια σπιτιών που του φώναζαν να την φτάσει.
Η Ελένη δεν συνέχισε κατά μήκος του δρόμου μα πέρασε στην διπλανή παραλία.
Έβγαλε το φόρεμά της, παράτησε το κινητό της, και βούτηξε στην θάλασσα.
Συνέχισε μέχρι ένα βάθος που μετά βίας διακρινόταν το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια.
Κι ο Ιάσονας ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν, το δέρμα του να μουδιάζει...
Και τον νου του να φωνάζει "Προχώρα!".
Μπήκε στο νερό κι άρχισε να περπατάει. Τα πόδια του βούλιαξαν, ο κορμός του βούλιαξε, οι ώμοι του βούλιαξαν...
Τα μάτια που είχαν καρφωθεί στα δικά της βούλιαξαν...
Κι αναδύθηκαν πάλι. Κολύμπησε προς εκείνη. Κολύμπησε για πρώτη φορά.
Γιατί για πρώτη φορά είχε έναν στόχο, έναν αληθινό στόχο.
Όπως οι θαλασσοπόροι όλων των εποχών που ταξίδεψαν σε αυτά τα νερά.
Δυσκολευόταν. Το κεφάλι του βούλιαζε. Η ματιά του την έχανε.
Ώσπου το χέρι της κράτησε το δικό του και μαζί κρατήθηκαν στην επιφάνεια.
Το φιλί τους ήταν αλμυρό, τόσο από την θάλασσα όσο κι από τα δάκρυά της.
Δάκρυα που δεχόταν η θάλασσα και τα παρέσυρε μακριά...
...
Μόλις βγήκαν έξω είχε μαζευτεί πλήθος που είχε παρακολουθήσει την σκηνή.
Χειροκρότησαν και πανηγύρισαν. Πανηγύρισαν για δύο ανθρώπους που εξαγνίστηκαν και πατούσαν το έδαφος πλημμυρισμένοι με την ίδια χαρά. Και σαν να είχαν δώσει το έναυσμα για μια ιερή τελετή, γυναίκες άφησαν για λίγο το ταίρι τους κι έκαναν το ίδιο. Δεκάδες άνθρωποι βούτηξαν στην ίδια παραλία, ζευγάρια επιβεβαίωσαν τον ερωτά τους στα νερά και στην παραλία στήθηκε ένα πάρτυ για να γιορταστεί η αγάπη, δίπλα στην θάλασσα πάνω στην οποία γεννήθηκε η ίδια η Αφροδίτη...


Στέφανος Βασιλογενής

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα