Κάθονταν εκεί όμορφη και στολισμένη. Πάντα λεπτοφτιαγμένη και ντελικάτη. Μία χρυσοκέντητη κορδέλα στόλιζε τα μαλλιά της, κάνοντας την να φαίνεται νεότερη. Σκούρες μπούκλες, σαν κύματα κατέληγαν τρικυμίες στους γυαλιστερούς της ώμους. Έξω έβρεχε δυνατά. Μπήκα μέσα στο εστιατόριο και την είδα να χαμογελάει. Όλη η οικογένεια της ήταν καθισμένη στρογγυλά στο ξύλινο τραπέζι. Χαίρονταν στιγμές ζεστασιάς κάτω από το ατμοσφαιρικό φως που τόνιζε το σταχτί της δέρμα. Όμως δεν ήταν η ιδέα μου. Όταν αντιλήφτηκε την παρουσία μου πάγωσε όπως έκανα και εγώ. Δυο παγωμένες στήλες στη μέση της αβύσσου. Μόνο εγώ και αυτή. Ο αέρας με δυσκολία γέμιζε τα πνευμόνια μου. Όλα τριγύρω μαύρισαν. Η οικογένεια της στιγμιαία χάθηκε. Η δική μου συντροφιά εξαφανίστηκε. Με κοίταξε. Με αναγνώρισε. Πάγωσε. Πάγωσα.
Πάνε τόσα χρόνια. Αλήθεια πόσα; Και όμως το μυαλό θυμήθηκε και το σώμα αντέδρασε στην υπερβολή του. Ανατριχίλα παντού. Φόβος και πόθος αναδεύτηκαν μεταξύ τους. Οι ρυτίδες μάς είχαν αλλοιώσει και τους δυο. Τα ίχνη του χρόνου μαρτυρούσαν την ηλικία μας. Τα συναισθήματα όμως παρέμεναν παρθένα. Τόση νοσταλγία πώς να την αντέξει μια ψυχή; Ήταν ακόμη γλυκιά, καλοσυνάτη, ιδιαίτερη, ήταν… αυτή! Το κερί στο τραπέζι αντικατοπτρίζονταν πάνω της. Δυο φλόγες τα μάτια της. Οι φωτεινές αχτίνες τα έκαναν να φαίνονται γυάλινα, προδίδοντας συναισθήματα και σκέψεις απόκρυφες. Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Το γνωρίζω. Ίδια αθωότητα όπως τότε που ήμασταν νέοι.
Τι ξένοιαστα χρόνια! Ενώσαμε την απειρία μας στον έρωτα με τον πιο γλυκό και τον πιο καταστροφικό τρόπο. Οδεύαμε από την αρχή αυτόν τον αδιέξοδο δρόμο, προσπαθώντας να τον ξεμακρύνουμε για να πλανευτούμε ακόμη λίγο ο ένας συνάμα στον άλλο. Κάποια στιγμή το τείχος του τέλους υψώθηκε μπροστά μας. Και φάνταζε τόσο ψηλό. Απροσπέλαστο! Αμάθευτοι και οι δυο στις δυσκολίες. Εκεί χωριστήκαμε. Εγώ δεξιά και εκείνη αριστερά. Αριστερά εγώ και εκείνη δεξιά. Δεν έχει σημασία…
Είχαν περάσει πολλές έντονες στιγμές μέχρι εκείνο το χωρισμό. Οι πύλες του ονείρου είχαν ανοίξει διάπλατα και εμείς τις είχαμε διαβεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Συναισθήματα πηγαία, φτιαγμένα στον παράδεισο για τον κόσμο των θνητών. Εκρήξεις και πυροτεχνήματα εκτοξεύονταν στον δικό μας κόσμο σαν αγγιζόμασταν. Χορεύαμε στους ρυθμούς του έρωτα. Χανόμασταν στα πρωτόγνωρα σκιρτήματα, στα αθώα πειράγματα που δεν είχαν τελειωμό. Η κάμαρα, χρονομηχανή που μας μετέφερε σε μέρη παραμυθένια. Μεθυστικά τραγούδια και μουσική ολόγυρα. Ασημένια σκόνη και αχνό φως από παντού και εμείς στη μέση να κάνουμε όνειρα… που παρέμειναν όνειρα.
Και οι μέρες κύλησαν σαν ποτάμι. Χείμαρρος ήταν που κατέληξε σε γκρεμνό. Τέλειωσαν τα χρόνια της ξεγνοιασιάς και χαθήκαμε. Σαν να μη γνωριστήκαμε ποτέ. Σαν δυο συνεννοημένοι σκλάβοι του έρωτα που είχαν συνάψει αμοιβαία συμφωνία με ημερομηνία λήξης. Όμως, δε γινόταν αλλιώτικα. "Θα σε θυμάμαι για πάντα", είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο σε μια στιγμή αδυναμίας.
Και τώρα να την. Μπροστά μου. Τυφώνας τα συναισθήματα μεμιάς με τύλιξαν και με σήκωσαν ψηλά. Δυο μάτια ρυτιδιασμένα και όμως το ίδιο εκφραστικά! Η έμφυτη μελαγχολία ακόμη ξεχειλίζει από τις κόρες. Ένα συναίσθημα αβάσταχτο. Ένα θέαμα αποχαυνωτικό για όποιον μπορεί να συλλάβει την ομορφιά του. Και σαν τη συλλάβει, συλλαμβάνεται. Φυλακίζεται στα δεσμά του. Μείναμε να κοιταζόμαστε. Μια στιγμή, αναμνήσεις μιας ζωής.
Είχε αποκτήσει δυο όμορφα παιδάκια που πλέον ήταν έφηβοι, ίσως και ενήλικοι. Ο άντρας της δίπλα γκριζομάλλης, πιθανόν λίγο μεγαλύτερος από ‘κείνη. Μία τούρτα στεκόταν στο τραπέζι και ένα κερί στη μέση να περιμένει υπομονετικά ένα γλυκό της φύσημα. Σήμερα γίνεται πενήντα. Δυο μήνες μικρότερη από μένα. Είσαι ακόμη μικρή, της έλεγα πειράζοντας την. Για μένα πάντα θα φαντάζει μικρή.
Ένα κοίταγμα, άνοιγμα ενός ημερολογίου αμαρτωλού. Στιγμές θαμμένες αναδύθηκαν στην κορυφή. Εικόνες ελευθέρωσε η μνήμη. Συναισθήματα πλημμύρισαν τα μάτια της. Τί βουβή σκηνή! Αγανάκτηση! Διάφανο το δάκρυ, σταλαγματιά της ψυχής πολύτιμη, λαμπύριζε καθώς έπεφτε στο γλυκοφίλητο μάγουλο της. Διάφανα και τα δάκρυα του κεριού, σαν να συμμερίζονταν τον πόνο της. Χαμήλωσε με δυσκολία το βλέμμα, μισόκλεισε τα μάτια. Άφησε μια πνοή της να φτάσει τη φλόγα.
Χρόνια πολλά! Ακούστηκαν γελαστές οι φωνές τριγύρω της.
Περικοκλάδα
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.