Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Νουβέλες: Αγόρια και κορίτσια * Pelota ** Διάφορα άλλα: Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής * Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Χάθηκε σαν όνειρο

Από μικρό παιδί κάνω αυτήν τη διαδρομή. Παλιά μαζί με τον πατέρα μου, τώρα μόνος μου. Κατάγομαι από οικογένεια εμπόρων, με το μικρό μου όνομα με φωνάζουν από τα μέρη όπου περνώ. Έχω φορτωμένα δώδεκα άλογά και άλλα τόσα υποζύγια, με υφαντά από την Τσαριτσάνη και κόκκινα νήματα από το αρχοντοχώρι Αμπελάκια της Λάρισας. Έχω ακόμη υφάσματα από καθαρό μετάξι, από το χωριό Ρέτσιανη όπως το ονομάζανε παλιά, όταν πηγαίναμε με τον πατέρα μου. Σήμερα το λένε Μελίσσι, μα κανονικά Μεταξοχώρι θα έπρεπε να το ονομάσουνε, με τέτοια ωραία μεταξωτά που έχει.

Κλέβουν πολύ σε αυτήν την διαδρομή και για την προστασία τη δική μου και των βοηθών μου, παίρνω πάντα μαζί και τρεις αρματωμένους συνοδούς, σκληρούς Αρβανίτες, με αετίσια μάτια, με πιστόλια και μεγάλα μαχαίρια. Οι Οθωμανοί έχουν σε πολλά περάσματα στρατιωτικά φυλάκια, για να φρουρούν τις στράτες από τους κλέφτες και τους ληστές, μα αυτοί δεν μπορούν να φυλάξουν εύκολα ούτε τα δικά τους κεφάλια. Πάντως τα είχα καλά μαζί τους, μόνο μπαχτσίσι θέλανε και τίποτα άλλο. Οι συνοδοί μου είναι σκληροί, προσεκτικοί και αψηφούν τον θάνατο. Μας έσωσαν πολλές φορές και τα βγάλανε πέρα σε δύσκολες καταστάσεις. Αλλά εγώ παραμένω επιφυλακτικός με τη φάρα τους. Ποτέ δεν τους λέω αν βαστάω μαζί μου παράδες και πού τους έχω κρυμμένους· τα εμπορεύματά μου, δεν τους νοιάζουν.
Είναι δύσκολα, περνάμε και κακουχίες, αλλά έτσι είναι το εμπόριο. Στα μακρινά μας ταξίδια, τις νύχτες που κρύωνα θυμάμαι που μου ψιθύριζε ο παππούς μου: «Είναι πηγή πλούτου και ευημερίας το εμπόριο. Έτσι μεγαλώνει το πουγκί μας, παιδί μου!»
Παίρνουμε τους δρόμους, για να φτάσουμε στα χωριά που θέλουμε να πουλήσουμε εμπορεύματα, αλλά και για να παραδώσουμε μερικές παραγγελίες που έχουμε από τα πέρσι ακόμα. Περιμένουν οι νοικοκυραίοι· άλλοι τα υφάσματά τους για γάμο και προικιά κι άλλοι για να ράψουν καινούρια φορεσιά, για το μεγάλο και λαμπρό πανηγύρι της εκκλησίας τους. Ακόμη, πολλά προικοσύμφωνα γίνονται με τον δικό μου ερχομό και με πολλά δικά μου πράγματα φτιάχνονταν προίκες. Ο χρόνος για μένα είναι εργαλείο. Έως τα τώρα, ποτέ μου δεν άργησα παραγγελία, είμαι πάντα τακτικός, μα πολλές φόρες χασομερώ. Ξενοτοπίτης είμαι, απ’ όπου κι αν περνώ, όλοι θέλουν να με ρωτήσουν διάφορα και όχι μόνο να ψωνίσουν. Προσπέρασα μόλις ένα μικρό χωριό επίτηδες, συνέχεια το κάνω αυτό, γιατί τους κατοίκους του, τους έχω για ζαβούς. Μια δυο φορές που πήγα, άκρη με αυτούς δεν έβγαλα.
– Σιγά, σιγά! Τα ζωντανά! Φωνάζω…
Θα περάσουμε τώρα πάνω από μια νεόκτιστη, μονότοξη πέτρινη γέφυρα και πρέπει να έχουμε το νου μας. Απ’ ό,τι δείχνει είναι φτιαγμένη από καλούς και μερακλήδες τεχνίτες, αλλά καλού κακού, πρέπει να πάμε πιο αργά. Οποιοδήποτε ατύχημα στην αρχή του ταξιδιού μας, θα ήταν καταστροφή. Αλλά ευτυχώς άνετα περάσαμε, κάνω το σταυρό μου και συνεχίζουμε ακούραστοι.
Ένα ερημοκλήσι πρόβαλε ξαφνικά μπροστά μας, δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί. Αποφασίζω να κάνουμε μια στάση εκεί, να ξεκουραστούν άνθρωποι και ζωντανά. Να ανάψουμε και ένα κερί, να δούμε και σε ποιον Άγιο είναι αφιερωμένο τούτο το καινούριο εκκλησάκι. Έχει ξυλόγλυπτο και επιχρωματισμένο πέπλο και το χαζεύω για λίγο. Στο εικονοστάσι του, έχει πολλά φτηνά αφιερώματα. Οι Αρβανίτες πάντα έμεναν αμήχανοι. Μαθημένοι από μικροί διαφορετικά, πίστευαν μόνο στον εαυτό τους. Και λεφτά τους έδινα και κερί δεν άναβαν. Παρατηρούσαν μόνο ανέκφραστοι εμάς που προσκυνούσαμε. Εκεί που φούντωναν πολύ, ήταν άμα άφηνα κανένα τάμα μεγάλο σε κανένα Άγιο, μετά από καμιά επίθεση που δεχόμασταν απρόοπτα.
–Εμείς σε σώσαμε, αλλού δίνεις τα χρυσαφικά και τα μπακίρια! Μου λέγανε.
Δεν καταλάβαιναν. Πολλές φορές πιστεύω πως γυρνούσαν κρυφά τα βράδια και παίρνανε τα τιμαλφή που άφηνα για τάμα.

Αργόσυρτα πηγαίνουμε τούτη την στιγμή, είναι φορτωμένα τα άλογα, βρήκαμε και μονοπάτι ανηφορικό, σε λιγάκι όμως θα σταθμεύσουμε στο χάνι. Έχω μόνιμα χάνια, με ξέρουνε καλά και με περιποιούνται. Όσο με θυμάμαι, πάντα σε Έλληνες σταματούσα, γιατί με τους Τούρκους συνέχεια μάλωνα, άλλη τιμή συμφωνούσαμε το βράδυ, άλλη θέλανε το πρωί. Αλλά προτιμούσα τα ελληνικά, γιατί ήταν και τα καλύτερα. Καθαρά δωμάτια, ωραίοι στάβλοι. Η αυλή πάντα πλακοστρωμένη, χωρίς να λασπώνει ποτέ. Εκεί ξεκουράζαμε τα παραφορτωμένα ζωντανά μας. Εκεί τα πεταλώναμε κιόλας. Με τον καιρό οι Χανιτζήδες έγιναν φίλοι μου και μου έδιναν σημαντικές πληροφορίες για την δουλειά μου, για κακοτοπιές, μα και για επικείμενους γάμους πλούσιων αφεντάδων. Με τα πρώτα χρώματα της αυγής φεύγαμε, ανανεωμένοι και με καινούρια δύναμη στο κορμί και στη ψυχή. Μετά από τόσα χρόνια, πλούτισα από το εμπόριο, αλλά συνεχίζω να το κάνω, επειδή το θέλω, αλλά και γιατί είχα ένα κρυφό σαράκι που μου έτρωγε την καρδιά και εξαιτίας του τα τελευταία χρόνια έκανα ακατάπαυστα ταξίδια, έτσι ήταν η ζωή μου.
Τον βγάλαμε τον Μάιο ταξιδεύοντας σιωπηλοί, για να προλάβουμε να ακούσουμε πρώτοι τον κίνδυνο και τον εχθρό, αν καμιά φορά μας παραμόνευε. Επιταχύναμε το βήμα μας συνεχίζοντας την πορεία μας. Δεν υπήρχαν τώρα γύρω ούτε κατοικήσιμες περιοχές ούτε στρατιωτικά φυλάκια. Μπήκαμε σε ένα μεγάλο δάσος που κυριαρχούν οι οξιές, οι σημύδες και οι φλαμουριές, μα καμιά φορά και οι ληστές. Έπρεπε να έχουμε περισσότερο ακόμη το νου μας.
Το τελευταίο χωριό που περάσαμε πριν από αρκετές ώρες ήταν μεικτό· κατοικούσαν σε αυτό Έλληνες και Τούρκοι. Απέφευγα πάντα να μπω, γιατί έπρεπε να αφήνω στα κονάκια των Τούρκων μπέηδων τα δώρα μου, αν δεν ήθελα να έχω μπελάδες. Έτσι συνεχίσαμε την στράτα μας, προς αμιγώς ελληνικές σε πληθυσμό περιοχές. Όπου να ναι θα τελειώνουν και οι περιοχές με την μεγάλη βλάστηση και θα αρχίσουν να φαίνονται τα πλούσια βλαχοχώρια, με τα λιθόστρωτα καλντερίμια και τα πολλά κοπάδια τους. Όμορφα και φιλόξενα χωριά, μόλις με δουν οι κάτοικοι, θα με φώναζαν στην βλαχόφωνη διάλεκτο να τους κοντέψω, για να δουν την πραμάτειά μου. Αγόραζαν οι άνθρωποι, με λαχτάρα που φαινόταν στα μάτια τους.
Άλλωστε, πόσες φορές το έκαναν αυτό; Άντε μια δυο φορές τον χρόνο. Πολλοί με συμπαθούσαν και με φιλοξενούσαν και στα σπίτια τους, η ζεστασιά τους ήταν απαράμιλλη.
Γι’ αυτό κι εγώ φεύγοντας, τους άφηνα πολλά και καλά δώρα. Από μακριά τα βλέπαμε, φαινόταν ονειρικά, όμορφα αυτά τα χωριά. Πότε φτάναμε, πότε καθόμασταν και πότε φεύγαμε ούτε που το καταλαβαίναμε!

Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, αρχές Ιουνίου του 1796, σηκωθήκαμε πολύ πρωί, μόλις χάραξε ο ήλιος. Γύρω στο απόγευμα και ενώ είχε καλοκαιρία, ξαφνικά άλλαξε, μαύρισε πολύ ο ουρανός, μας έπιασε ένα δυνατό ανεμόβροχο, προτού φτάσουμε στο χάνι που θέλαμε. Σταθήκαμε άτυχοι, καλά που είχα τα εμπορεύματά μου προστατευμένα. Αγριεύτηκαν όμως τα άλογα από τις αστραπές, τις λάμψεις και τις βροντές, είδαμε και πάθαμε να τα ηρεμήσουμε. Κοιμηθήκαμε το βράδυ κατάκοποι κι όταν σηκωθήκαμε, μάθαμε τα κακά μαντάτα: οι Τούρκοι που κατοικούσαν στην περιοχή των Τεμπών στην Λάρισα, στα καλά καθούμενα επιτέθηκαν αρματωμένοι στα Αμπελάκια για πλιάτσικο. Ευτυχώς δεν κατάφεραν και πολλά πράγματα γιατί φυλαγόταν καλά το χωριό. Οι τουρκικές αρχές μάλιστα, για τα μάτια του κόσμου, τιμώρησαν αρκετούς Τούρκους που επιτέθηκαν έτσι, χωρίς καμιά αφορμή. Φύγαμε πρωί. Βαδίζουμε τώρα με ηλιόλουστη μέρα, οι Αρβανίτες μου που άλλοτε είναι αμίλητοι και ανέκφραστοι, σήμερα δείχνουν κάπως διαφορετικοί. Μάλιστα ο ένας τους, με τα αεικίνητα μάτια, τραγουδά κιόλας.
Ένας δασωμένος λόφος φάνηκε σε λίγο που τον ήξερα καλά. Σε λίγο θα πλησιάσουμε στον ναό της Παναγιάς που βρίσκεται λίγο έξω από ένα όμορφο χωριό που σταματώ πάντα. Δεν με ενδιαφέρει και πολύ εδώ να πουλήσω, άλλο είναι το μαράζι μου σε τούτο τον τόπο. Μεσημεριάζει όμως, θα ξαποστάσουμε λίγο κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια της Παναγιάς, πριν πάμε στο χωριό. Να και η κεραμοσκεπή της, φτάσαμε! Όταν χτυπούσε η καμπάνα της, ακουγόταν μέχρι πολύ μακριά. Σήμερα δεν χτυπούσε, μα γυάλιζε από τον ήλιο.
Όμορφη εκκλησιά, χτισμένη πάνω σε χαμηλό ύψωμα που αγναντεύει όλη την γύρω περιοχή. Ήταν και περίφημα εικονογραφημένη από Χιοναδίτες ζωγράφους, μα έχει και ωραίες φορητές εικόνες. Μπήκα να προσκυνήσω, ακολουθούν και οι βοηθοί μου, οι άλλοι (οι Αρβανίτες) κάθονται και κοιτάνε ασάλευτοι. Έκανα κρυφό τάμα και βγήκα.
Σκέφτομαι, κοιτάω, μια αγκαλιά σπίτια σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού ήταν αυτό το χωριουδάκι, αλλά μπήκε για τα καλά στην ζωή μου. Εκεί την πρωτοείδα στην μικρή πλατεία, όταν κοντοστάθηκα να γευτώ λίγο από το κρυστάλλινο νερό της πηγής και μπήκε το άγριο σαράκι της αγάπης μέσα μου, σκίρτησε η καρδιά μου. Όμορφη και λυγερή, προχωρεί σαν ελαφίνα, τέτοια κοπέλα δεν ματαξανάδα σε κανένα ταξίδι μου. Σαν τον ελπιδοφόρο ήλιο ξεπρόβαλε και με έκαψε. Με γυαλιστερά μαύρα μακριά μαλλιά, με λείο και λαμπερό πρόσωπο. Με μάτια απονήρευτα που είχαν τέτοια ομορφιά που ζαλιζόσουν άμα τα κοιτούσες πολύ ώρα κι όλα αυτά, μαζί με μια αρχοντική καταδεκτικότητα που με ξετρέλανε.
Μαγεύτηκα όταν την πρωτοείδα και από τότε μαγεμένος είμαι. Γι’ αυτήν δεν σταματούσα τα ταξίδια μου, αυτήν είχα στο μυαλό μου. Ξεκίνησε η συμπάθεια μας από τα μάτια, χωρίς λόγια. Μα ο κύρης της όσο και αν επέμενα στα προηγούμενα ταξίδια μου, δεν μου την έδινε, γιατί έμενα μακριά στα ξένα. Χρυσάφι του έριξα στα πόδια και πράγματα γι’ αυτόν και την οικογένειά του που δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ τους. Μετάξια και άλλα πολλά. Μα τίποτα δεν κατάφερα, μόνο το φωτεινό χαμόγελο της πήρα μαζί μου και έφυγα, θα σε περιμένω πάλι του χρόνου, μου μήνυσε κρυφά. Πέρασα και την άλλη χρονιά και πιο λαβωμένος έφυγα. Από τότε χάθηκε και ο ξάστερος νους μου. Οι άντρες μου ξέρανε και μου λέγανε να την κλέψουμε ή να την ατιμάσεις ένα βράδυ για να σου τη δώσουνε, μα εγώ τέτοια πράγματα δεν έκανα, εγώ ήμουν σπιτικός άνθρωπος, δεν έκανα ατιμίες. Αφού με μήνυσε ότι θα με περιμένει, την πίστεψα.
Έτσι περνούσα τώρα, για τέταρτη χρονιά και η καρδιά μου σκιρτούσε πάλι από έρωτα. Μα σαν να μου φάνηκε πως την είδα κατά το ξημέρωμα στον ύπνο μου με δακρυστό χαμόγελο να φεύγει μακριά μου. Προσπάθησα να ξεχάσω το όνειρο μου. Αγκάλιασα με την ματιά μου την μικρή πλατεία, μην τυχών και τη δω να ξεπροβάλει από κάπου. Είχα ξεδιαλύνει τα συναισθήματά μου από καιρό. Σε αυτό το ταξίδι μου, θα την έπαιρνα μαζί μου ο κόσμος να χαλούσε.
Το φως της μέρας λιγόστευε, ο ερχομός της νύχτας ήταν κοντά, σε λίγο θα φώτιζε το φεγγάρι. Έχουμε ώρα πολύ που φτάσαμε στο χωριό, μα αυτή πουθενά δεν φαινόταν. Άλλες χρονιές μόλις γινόταν γνωστό πως ο έμπορας ήρθε, πρώτη ερχόταν. Άλλοτε με στρατοκαρτερούσε, πού να ναι τώρα; Πότε θα ερχόταν η πενταδρόσερη να με ξεδιψάσει μια και καλή από τον έρωτά μου.
Στην φωτιά μου που θα ανάβαμε σε λίγο, θα ερχόταν αρκετοί να μάθουν νέα από τους άλλους τόπους, όπως γινόταν χρόνια τώρα. Το εμπόριο και το παζάρεμα σταμάτησε. Για την ώρα, απλώθηκε απέραντη σιωπή. Πριν έρθουν πολλοί, με πλησίασε ο πατέρας της κοπέλας που με τόση αγωνία και λαχτάρα καρτερούσα. Δεν τον είχα δει, με πλησίασε αθόρυβα. Τρόμαξα.
– Συμπάθα με, αν σε τρόμαξα, έμπορα! Μα πρέπει να σου πω!
Ακούγοντας τον πως έχει κάτι να μου πει, ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και γρήγορα. Μα αργά μου μιλά και πολύ δευτεροσυλλογιέται.
– Αυτό το χρόνο αν περνούσες και μου ζητούσες την κόρη μου θα σου την έδινα.
Έτσι αποφασίσαμε και εγώ και εκείνη που σε περίμενε, συνέχισε. Μα η μοίρα αλλιώς αποφάσισε. Την έκλεψε άλλος έμπορας, την πήρε το βράδυ με το στανιό και το πρωί ήρθε και μου την ζήτησε, για να την στεφανωθεί. Το χωριό μας απομονωμένο, ο νόμος μακριά. Αυτός είχε επτά αρματωμένους και άγριους άντρες, τι να έκανα; Δεν μπορούσα να αντισταθώ, είχα και μικρά παιδιά στο σπίτι. Συγνώμη έμπορα έφταιξα, για σένα ήταν το κορίτσι μου, φαινότανε στα μάτια σου πόσο την αγαπούσες.
Αυτά μου είπε και έφυγε γρήγορα σαν κυνηγημένος. Άκουγα και δεν πίστευα, πώς να του δώσω δίκιο; Τα λόγια του όμως είχαν τόση ζέση που πείστηκα. Ναι έτσι θα γινόταν αν προλάβαινα, αν ερχόμουν πιο γρήγορα. Μα με χτύπησε η ζηλόφθονη μοίρα. Πάγωσε η ψυχή μου, πάγωσε η καρδιά μου. Φώναζα δυνατά, αλλά από μέσα μου, φώναζα από τα βάθη της ψυχής μου. Οι υπόλοιποι της παρέας μου με κοίταξαν σαν να μου έλεγαν: είδες, είχαμε δίκιο; Δεν μίλησα καθόλου, δεν είπα τίποτα. Κράτησα τον πόνο μου για μένα, για τον εαυτό μου. Κρατήθηκα, δεν έδειξα τα πονεμένα μου συναισθήματα. Όσο και αν πόνεσα, όσο και αν ραγίστηκε η καρδιά και με ζάλισε η ζήλεια μου, η περηφάνια μου ήταν μεγαλύτερη. Ο πρωινός ήλιος μας χτυπούσε αλύπητα, μα προχωρούσαμε. Μόλις χάραξε η αυγή φύγαμε από το χωριό. Άλλοτε καθόμουν μέρες, τώρα έφυγα σε μια νύχτα.
Περνούσαμε τις πεδιάδες και τα φαράγγια, τα πράσινα λιβάδια, μα τώρα μου έμοιαζαν όλα ίδια. Τίποτα δεν μου φαινόταν ωραίο. Δεν μεθάω πλέων από τις μυρωδιές των λουλουδιών. Ερημιά νιώθω, σαν να δεν υπάρχει τίποτα γύρω μου, φθινοπώριασαν όλα ξαφνικά, δεν με εντυπωσίαζε τίποτα ούτε καν τα σταροχώραφα που είναι κιτρινισμένα πια. Όλα αυτά που με γοήτευαν άλλοτε, τώρα μου φαινόταν ασήμαντα. Τι να χαρώ με την καρδιά κλεισμένη; Αποφάσισα να τελειώσω πρόωρα τη περιοδεία μου. Θα πήγαινα το εμπόρευμα που μου έμεινε για απολύμανση στο λοιμοκαθαρτήριο, όπως ήταν υποχρεωτικό να γίνει, όταν μπαίναμε σε μια μεγάλη πόλη και θα τα έδινα όλα, όσο, όσο…
Η απελπισία με κυρίεψε ολόκληρο, σαν κύμα, πονούσα από έρωτα. Σαν χείμαρρος με συνεπήρε ξαφνικά ο καημός της αγάπης. Κακοτυχία ήταν άραγε ή φταίξιμο δικό μου; Δεν θα το μάθαινα ποτέ αυτό. Οι σκέψεις μου άδειασαν, τα συναισθήματά μου έγιναν κενά. Πώς θα αντέξω; Τη γυναίκα που την ήθελα για αρχόντισσα στο αρχοντικό μου, άλλος έμπορος παρόμοιος με εμένα, μου την άρπαξε με δόλιο τρόπο. Γιατί αυτός; Γιατί όχι εγώ; Άτιμος δεν ήμουν ποτέ ούτε ο έρωτας μπόρεσε να με κάνει. Από που θα βρω όμως παρηγοριά τώρα; Χάθηκαν τα καρδιοχτύπια, χάθηκε η γλυκιά προσμονή να τη ξαναδώ. Η φλογέρα κάποιου τσοπάνη ακούστηκε, ο σκοπός της και αυτός θλιβερός μου φάνηκε.

Ο ήλιος έγερνε προς την δύση του, ο ερχομός της νύχτας ήταν κοντά. Δεν θα πήγαινα σε χάνι, δεν ήθελα πολλά λόγια και φασαρία σήμερα. Ήθελα ησυχία και σιωπή, μόνο η απόλυτη σιωπή μου ταίριαζε τώρα. Ήθελα να κοιμηθώ κάτω από τον έναστρο ουρανό. Να κοιτάω ψηλά, ίσως έτσι να ξεχνούσα τη θλίψη μου. Πόσο μεγάλη μου φαινότανε η νύχτα; Σιγά, σιγά αφέθηκα στη αγκαλιά της. Ίσως τη δω στα όνειρα μου. Ίσως γευτώ τη φρεσκάδα των χειλιών της που δεν γεύτηκα ποτέ. Ο ψίθυρος του νυχτιάτικου αέρα ερχόταν στα αυτιά μου κι αυτός θλιβερός και λυπητερός μου ακουγόταν. Χάθηκε η αγάπη μου, χάθηκε σαν όνειρο.

ΑΕΤΟΜΑΧΟΣ

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.gr.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και Φρουτίνο4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας Σερίφη
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουPelota, Σταμάτη ΓιακουμήΕν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Άννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη