«Τολμώ να σκεφτώ πως αυτό που κέρδισε φέτος την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας των Γραμμάτων, είναι αυτή η παράξενη πραγματικότητα και όχι μόνο η λογοτεχνική έκφρασή της. Μια πραγματικότητα που δεν περιορίζεται στο χαρτί, αλλά ζει μαζί μας και καθορίζει κάθε στιγμή τους αναρίθμητους καθημερινούς θανάτους μας και που τροφοδοτεί μια ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας, γεμάτη δυστυχία και ομορφιά, της οποίας αυτός εδώ ο περιπλανώμενος και νοσταλγικός Κολομβιανός δεν είναι παρά ένας ακόμα αριθμός που ευλογήθηκε περισσότερο από την τύχη. Ποιητές και ζητιάνοι, μουσικοί και προφήτες, πολεμιστές και κατεργάρηδες, όλα τα πλάσματα αυτής της εξωφρενικής πραγματικότητας, δε χρειάστηκε να ζητήσουμε παρά κάτι ελάχιστο από τη φαντασία, γιατί για μας η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η ανεπάρκεια των συμβατικών μέσων προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιστευτή. Αυτός είναι, φίλοι μου, ο κόμπος της δικής μας μοναξιάς». Ο ένας και μοναδικός του πλήθους.
Την Κυριακή 6 Μαρτίου 1927, στις εννέα το πρωί, στο παραλιακό χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας γεννιέται ο Γκάμπριελ, που στην πορεία έμελλε να γίνει ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς στον κόσμο. Μεγαλώνει με τον παππού, τη γιαγιά και την αδερφή του, καθώς οι γονείς του απουσιάζουν. Οι καθημερινές βόλτες με τον παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς, αποτελούν τη βάση του «μαγικού ρεαλισμού» των μετέπειτα συγγραφικών χρόνων. Οι επισκέψεις στο τσίρκο και στον κινηματογράφο, οι ιστορίες από τον πόλεμο των Χιλίων Ημερών (τον εμφύλιο του 1899), ήταν τα σπουδαία μαθήματα που παρείχε ο παππούς στο μικρό Γκάμπριελ. Τα βράδια, οι ιστορίες της γιαγιάς με φαντάσματα, μύθους και θρύλους βουτημένους στην καρδιά της Λατινικής Αμερικής, έδιναν τα κατάλληλα ερεθίσματα ώστε να συνδυάσει το φανταστικό και το πραγματικό στον πλούσιο κόσμο της συγγραφικής του φαντασίας.
Το 1948 δημοσιεύει το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η Τρίτη παραίτηση» και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και στην Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα «Τα νεκρά φύλλα» (1955) ακολούθησαν η νουβέλα «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» (1961) και το μυθιστόρημα «Κακιά ώρα» (1962).
Περνάει τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα ως κειμενογράφος, κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος. Όταν οι συνάδελφοί του σχολάνε, εκείνος μένει και γράφει τη λογοτεχνία του, συντροφιά με το θόρυβο από τις λινοτυπικές μηχανές: «Μου άρεσε. Ακουγόταν σαν βροχή. Όταν σταματούσαν δεν μπορούσα να συνεχίσω το γράψιμο». Η θητεία του στη δημοσιογραφία επηρεάζει τη γραφή του, που χαρακτηρίζεται από θαυμαστή ακρίβεια και αφηγηματικό στυλ που δανείζεται στοιχεία από το ρεπορτάζ.
Το βιβλίο του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» μεταφράζεται σε όλες τις χώρες του κόσμου, διαβάζεται από εκατομμύρια αναγνώστες και θεωρείται πια κλασικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Με παροιμιώδη φαντασία, που εμείς οι Ευρωπαίοι ονομάσαμε μαγικό ρεαλισμό και ένα μοναδικό ταλέντο να φανερώνει με απαράμιλλες υπερβολές τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ζωγράφισε μια ανεπανάληπτη τεχνική ενός χειμαρρώδους ύφους, ένα μυθικό λογοτεχνικό σύμπαν, μια πολύχρωμη τοιχογραφία μεγάλων διαστάσεων. Απεικόνισε πρώτη φορά την υπαρξιακή αγωνία της Λατινικής Αμερικής στη γεμάτη αντιθέσεις σκληρή πραγματικότητά της, στον αγώνα που έδινε και συνεχίζει να δίνει ενάντια στην καταπίεση και τη βία. Η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής ταυτίζετε, πλέον, με το όνομά του.
Ακολουθούν τα βιβλία του «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1975), το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), το «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985), τα «Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα» (1992) και το «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» (1994). Μέσα στη γραφή του βρίσκονται ο έρωτας και ο θάνατος, τα βαγιενάτα, τα μπολέρο, οι κούμπιες, η χαρά της ζωής και η πιο απερίγραπτη μιζέρια, τα ορμητικά βουερά ποτάμια, τα οροπέδια και οι μπανανοφυτείες, το Ελδοράδο και τα άγνωστα βότανα, η μαγεία των απάτητων βουνών, οι πεταλούδες και οι καϊμάνες, η μοναξιά ενός ολόκληρου λαού, οι ανατριχιαστικές περιγραφές της εικόνας της πατρίδας του, που ο λαός της, έρμαιο και θύμα της βίας τους ασύστολου εμπορίου ναρκωτικών και των επιπτώσεών του, έχανε τα καλύτερα παιδιά του για να ικανοποιεί βασικά τις ανάγκες των ναρκομανών άλλων χωρών. Όμως υπάρχει και μία άλλη άποψη της ίδιας αυτής εικόνας, που δεν πρόβαλλαν συνεχώς τα μέσα επικοινωνίας. Υπάρχει ένας λαός που δεν αντέχει άλλο. Οι πνευματικοί άνθρωποι, με επικεφαλής τον Γκάμπο, συσπειρωμένοι, με άρθρα και ομιλίες, στιγματίζουν τους ανίκανους πολιτικούς, αγωνίζονται να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση, να αποτρέψουν την αδιαφορία στην οποία οδηγούνται οι πολίτες όταν η φωνή τους δεν ακούγεται, οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται και η ποιότητα της ζωής τους αλλοιώνεται.
Βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου. Είναι η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της σπουδαίας λατινοαμερικανικής «γενιάς της έκρηξης», ένας συγγραφέας ο οποίος, σύμφωνα με τον ομότεχνό του Κάρλος Φουέντες, δεν ξεπερνά άλλος στην ισπανική γλώσσα παρά μονάχα ο Θερβάντες.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του χάνεται από προσώπου γης, σταματάει τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιορίζει τις συναντήσεις με τους φίλους του γράφει πυρετωδώς τα απομνημονεύματά του. Λίγες εβδομάδες μετά τα γενέθλιά του, στις 17 Απριλίου 2014, ο κόσμος αποχαιρετά τον πατριάρχη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Όχι οριστικά. Προς το παρόν. «Αναπαύσου εν ειρήνη, Γκάμπο, θα συναντηθούμε στο Μακόντο», έγραφε ένα από τα χιλιάδες μηνύματα του κόσμου, στο μυστικό χωριό που εκείνος επινόησε.