Το κείμενο του Μιχάλη Μερακλή επισημαίνει, από το 1962, το βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη: «Είναι ο μόνος που, μετά τον Σολωμό, έδωσε, κατά τρόπο καλλιτεχνικά ακέραιο και στερεό, την εξαλλαγή του ανθρώπινου πόνου σε μεταφυσική δίψα». Η μεταφυσική αυτή διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας, μαζί με τη χρήση του «εμείς» αντί του «εγώ», την τοποθέτηση του συνολικού ανθρώπινου προβλήματος στη θέση του προσωπικού στο έργο του, εξηγούν ίσως τη σημαντική δημοτικότητα που έχει αρχίσει να αποκτά στους νεότερους ποιητές αλλά και σε όλο και ευρύτερο κοινό.
Κοντά σε αυτό πρέπει να σημειωθεί το χαρακτηριστικό που του δίνει την ιδιαίτερη δυναμική του: είναι η, μοναδική για τη νεοελληνική ποίηση, αίσθηση της οικείωσης με το σύμπαν, που φέρνει το μυστήριο του κόσμου στο επίπεδο του ανθρώπου: όλα τ’ αστέρια ακούμπησαν στον ώμο/το δικό μου/και ζήτησαν να’ ρθουν μαζί μου. Ο ουρανός με κοιτάει σαν να έρχεται μαζί μου/ και να μοιραζόμαστε τη σιωπή για να μην πέσει.
Είναι ποιητής με αυτή την πνευματική καθαρότητα που αφορά την ποίηση, όταν μέσα από αυτήν αναζητούμε το όλον, την καθολικότητα, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, διακρίνοντας την Ποίηση από την Ιστορία και τοποθετώντας πρώτη την Ποίηση. Ο Οδυσσέας Ελύτης έλεγε αναφερόμενος στον Σαραντάρη: «Δεν έχω γνωρίσει, θέλω να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση». (Οδ. Ελύτη, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος 1987, σ. 344).
Φαίνεται πως από την εφηβεία του ήταν ήδη ώριμος, διάβαζε πολύ και μπορούσε να περιγράψει πετυχημένα τον ψυχολογικό χαρακτήρα των φίλων του ή άλλων προσώπων που συναναστρεφόταν, όπως μαρτυρεί το βιβλίο του «Οι γνωριμίες και η φιλία». Ερχόμενος από την Ιταλία και παρά τη νεαρή του ηλικία μπόρεσε να προβλέψει το δρόμο που θα έπαιρνε η Ευρώπη στα χρόνια που θα έρχονταν και το μεταφυσικό κενό που γρήγορα θα καταλάμβανε τους λαούς και τα κράτη, ένα κενό που ανάμεσα στα άλλα οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους και σήμερα στη λεγόμενη «Οικονομία της Αγοράς», δηλαδή έναν τρόπο να ζεις για να αγοράζεις και να καταναλώνεις.
Όντας άνθρωπος ιδιαίτερα προικισμένος, προέβλεπε την απώλεια της ποιητικής αίσθησης της ζωής και την προσέγγιση ή ερμηνεία της ελευθερίας αποκλειστικά μέσα από ένα πλέγμα πολιτικής, κοινωνίας και οικονομίας. Ο ερχομός του στην Ελλάδα τον ώθησε να περιγράψει το βαθύ καημό της ύπαρξής του, να τραγουδήσει με τους στίχους του τον πόνο των ανθρώπων, το τραγικό συναίσθημα της ζωής, αλλά πλάι σε αυτά τη χαρά του και την πνευματική του αίσθηση, την τρυφερότητά του, την αγάπη του, την πρότασή του για μια επιστροφή στις πηγές της παράδοσης. Υπογράμμιζε έντονα την υψηλή αξία της ανθρώπινης ζωής και θεωρούσε ότι όσο η πρώτη θέση ανήκει στον Θεό, στα πλαίσια της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, άλλο τόσο ανήκει και στον άνθρωπο και ότι ο άνθρωπος αποκτά την αληθινή και πλήρη αξία του μονάχα μετά την ενανθρώπιση του Χριστού.
Αν μιλούσαμε λίγο για τη φιλοσοφική του όραση θα λέγαμε ότι ο Σαραντάρης επέμεινε κυρίως στη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης και τη συναίσθησή της ως μεγάλης αξίας, ως μιας ενέργειας απαραίτητης ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να ζήσει αληθινά, ποιητικά, πνευματικά και υπεύθυνα. Είναι απόλυτα προσανατολισμένος στην αναδημιουργία του ανθρώπου στη βάση της αγάπης, της θυσίας και της Ανάστασης. Μας καλεί να κινηθούμε πέρα από την πραγματικότητα, σε ένα είδος υπέρβασης της φύσης και κάθε νατουραλισμού, για να φτάσουμε στην πλήρη ακεραίωση μέσα στο φως της πίστης και της αγάπης. Συνακόλουθα, μας καλεί να αντικρίσουμε θαρρετά και πραγματικά το γεγονός του θανάτου και την υπέρβασή του. Να βρούμε μια προσωπική σχέση με την ουσία της ζωής και του κόσμου και προπαντός, με τα μυστικά ρεύματα μέσα από τα οποία το μύχιο και εν πολλοίς αβέβαιο εγώ μας ανεβαίνει στην επιφάνεια.
Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908. Από το 1912 έως το 1931 έζησε στην Ιταλία όπου και σπούδασε νομικά στην Μπολόνια και στη Ματσεράτα. Στην ιταλική γλώσσα έγραψε και τα πρώτα ποιήματά του. Έγραψε επίσης στα γαλλικά. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα, μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και κυκλοφόρησε τις συλλογές: Οι Αγάπες του χρόνου (1933), Τα ουράνια ποιήματα (1934), Αστέρια (1935), Στους φίλους μιας άλλης χαράς (1940). Επίσης δημοσίευσε τα δοκίμια Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης (1937), Η παρουσία του ανθρώπου (1938), και Δοκίμιο Λογικής σα θεωρία του απόλυτου και του μη απόλυτου (1939). Ο Γιώργος Σαραντάρης πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας το 1940. Στο μέτωπο, μετά από κακουχίες, αρρώστησε από τύφο και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1941.