Αιμιλίας Πλατή
Έμεινε να κρατάει το ακουστικό στο χέρι. Από το τηλέφωνο η φωνή του ακουγόταν ακόμα, σαν να μη είχαν ποτέ, χωρίσει. Σαν να μην είχε μπει άλλος άντρας στην ζωή της. Τι είχε κάνει; Τι έπρεπε, να είχε πει, σε αυτήν την ξαφνική πρόσκληση;
Εκείνη και ο Χριστόφορος είχαν τελειώσει. Του το είχε πει ξεκάθαρα στην τελευταία τους συνάντηση. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να ζει μετέωρη ανάμεσα σε δύο δεσμούς, ούτε βέβαια να κοιμάται με δύο άντρες. Προτίμησε την ειλικρίνεια. Από την στιγμή που ο Αλέξανδρος ήρθε σαν καθαρό φως στην ζωή της κι έσβησε όλες τις σκιές, είπε την αλήθεια στον Χριστόφορο και έδωσε ένα τέλος σε αυτή την σχέση, που τόσο την βασάνιζε. Προς μεγάλη της έκπληξη ο Χριστόφορος δεν αντέδρασε άσχημα. Με την συναισθηματική νοημοσύνη του ερωτευμένου άντρα, θα πρέπει να είχε ήδη κάτι νιώσει…
Τον σκεφτόταν τώρα, τόσο εκτεθειμένο και αβοήθητο, χωρίς την αγκαλιά της, χωρίς την αγάπη της, να βρίσκει παρηγοριά στις γνωστές του και αναπόφευκτες αδυναμίες, ποτό και όχι μόνο. Και αισθάνθηκε ότι εξ’αιτίας της τώρα βούλιαζε εκεί, από όπου προσπάθησε, με τόσο μόχθο, τόσα χρόνια, να τον τραβήξει.
Καλά έκανε και είπε, ναι. Ήθελε να τον δει, να τον παρηγορήσει. Δεν μπορούσε να τον αφήσει στην ερημιά του. Τον είχε αγαπήσει πολύ. Αν δεν ήταν το ποτό και όλα τα άλλα, οι ουσίες, οι σκόνες και τα τσιγάρα, αν ο Χριστόφορος δεν ήταν τόσο αδύναμος χαρακτήρας, αν δεν ήταν τόσο οξύθυμος, αν… κανείς και τίποτα δεν θα τους είχε χωρίσει…
- «Καλησπέρα, Μελίνα» της είπε, και με σχεδόν ιπποτικό τρόπο, της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του.
Κάθισε στη θέση σου συνοδηγού, όπου τόσες φορές πριν είχε καθίσει. Της χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο, που κάποτε ήταν λευκό φως και ήλιος. Έσκυψε απαλά πάνω της και πήγε να την φιλήσει στο στόμα, όπως συνήθιζε στα ραντεβού τους, αλλά η Μελίνα τραβήχτηκε. Δεν το θεωρούσε σωστό. Εκείνος, τότε, έσκυψε το κεφάλι, σήκωσε το βλέμμα στο παρμπρίζ κι έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου.
- «Πάμε μια βόλτα εκεί;» τη ρώτησε.
- «Ναι, γιατί όχι» προσπάθησε να φανεί άνετη εκείνη.
Κι έτσι ο Χριστόφορος βγήκε στην εθνική οδό προς Χαλκίδα. Το πάταγε. Του άρεσε η ταχύτητα.
Στην διαδρομή, σιωπή. Σε λίγο εκείνος προσπάθησε να φανεί ευγενικός και άνετος. Την ρώτησε πως πήγαιναν οι σπουδές, πως τα πέρναγε στην δουλειά, τι έκανε η οικογένειά της… Έβλεπε στο προφίλ του, όπως την κοίταζε, όλη του την παράκληση και την προσμονή. Στα χείλη του έβλεπε όσα φιλιά είχε κρατήσει για εκείνη. Μέσα του έκλαιγε -ήταν φανερό. Η Μελίνα άρχισε να νιώθει το λάθος για αυτήν την συνάντηση.
Σταμάτησαν παράλληλα στην κεντρική οδό, δίπλα στην γέφυρα του ποταμού. Εδώ έρχονταν πολύ συχνά την άνοιξη και το καλοκαίρι, εδώ δίπλα στο ποτάμι είχαν ζήσει δυνατές στιγμές, στιγμές έρωτα. Ήταν το αγαπημένο τους μέρος. Και ήταν και τώρα όμορφα, κι ας ήταν προχωρημένο φθινόπωρο.
- «Μελίνα, θα προσπαθήσω πολύ. Δώσε μου για τελευταία ευκαιρία. Θα τα διορθώσω όλα», της είπε. Και στα λόγια του αυτά ήταν κρυμμένη μια τιτάνια προσπάθεια.
- «Θα αλλάξω, θα δεις. Θα κόψω το ποτό και όλα τα άλλα. Δεν θα ξαναπάρω τίποτα. Στο υπόσχομαι. Και θα βρω δουλειά. Μίλησα με τους γονείς μου. Θα μου δώσουν λεφτά να ανοίξω κάτι δικό μου. Θα δεις Μελίνα, θα γίνω κάτι. Θα γίνω αυτό που θες. Για σένα. Για να είμαστε μαζί!»
- «Χριστόφορε, δεν γίνεται να είμαστε πλέον μαζί. Υπάρχει κάποιος άλλος στην ζωή μου τώρα. Η δική μας ιστορία έχει τελειώσει», του εξηγούσε εκείνη τα αυτονόητα.
- «Μην μου λες ότι έχουμε τελειώσει. Πώς γίνεται αυτό που είχαμε εμείς, να έχει τελειώσει;» της γύρισε.
Την πήρε αγκαλιά και άρχισε να την φιλάει γλυκά στο πρόσωπο, στο στόμα, στα μαλλιά. Όπως οι πιστοί φιλάνε μια εικόνα. Η Μελίνα ένιωθε τα δάκρυά του, το τσακισμένο αντρικό κορμί.
Ένιωθε να λιώνει κάτι μέσα της. Αβάσταχτο… αλλά έπρεπε να επιμείνει, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.
- «Χριστόφορε, λυπάμαι αλλά αγαπώ κάποιον άλλο. Δεν μπορώ να είμαι πια μαζί σου. Η δική μας σχέση έχει τελειώσει από καιρό», επέμεινε με σταθερή φωνή και τον έβαλε σε μια απόσταση.
- «Είσαι μια ψυχρή πουτάνα! Αυτό είσαι.» άρχισε να θυμώνει εκείνος.
Την πλησίασε απειλητικά. Άπλωσε τα χέρια του όχι πια σε αγκαλιά, αλλά σε κλοιό γύρω από τον λαιμό της. Τι πήγαινε να κάνει;
Η Μελίνα είχε στο μυαλό της μόνο τον πόνο, που του είχε προκαλέσει. Τον έβλεπε να υποφέρει και σκεφτόταν, πώς να τον προστατεύσει. Όταν ένιωσε, όμως, τα χέρια του Χριστόφορου να την πνίγουν, το ένστικτο της επιβίωσης ξύπνησε μέσα της. Πώς να ξεφύγει;
Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Δεν είχε νόημα να φωνάξει. Θα τον ερέθιζε περισσότερο. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια με προσταγή και όχι με παράκληση. Ο κλοιός γύρω από τον λαιμό της ξέσφιξε. Όταν ο Χριστόφορος κατέβασε τα χέρια του, σαν παιδί που έκανε μια αταξία και τώρα μετάνιωνε, τον έσπρωξε δυνατά πάνω στο αυτοκίνητο. Εκείνος παραπάτησε, έπεσε για λίγο κάτω. Δεν το περίμενε. Αυτό της έδωσε τον χρόνο, να φύγει τρέχοντας προς τον κεντρικό δρόμο.
Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να σκέφτεται, και προσπάθησε να βρεθεί στα σημεία του δρόμου που φωτίζονταν από τις λιγοστές λάμπες και τα φώτα των αυτοκινήτων. Να σταματήσει ένα από τα αυτοκίνητα που περνούσαν…
Λιγοστή η κίνηση αυτήν την ώρα, είχε πια βραδιάσει για τα καλά, αλλά από μακριά άκουσε ένα θόρυβο από αυτοκίνητο, που ερχόταν προς το μέρος της. Του έκανε σήμα να σταματήσει. Ένας μεσόκοπος άντρας το οδηγούσε και παραξενεύτηκε που την είδε, μόνη, στη μέση του δρόμου.
- «Σας συμβαίνει κάτι δεσποινίς; Θέλετε βοήθεια;» τη ρώτησε, σταματώντας.
- «Το αυτοκίνητό μου χάλασε. Δεν μπορώ να το βάλω μπροστά. Το έχω προσωρινά παρκάρει έξω από τον δρόμο. Μπορείτε να με πάτε μέχρι την Αθήνα;» ρώτησε με την σειρά της, προσπαθώντας να πει μια πιστευτή ιστορία, με όσο πιο ήρεμο τρόπο μπορούσε.
- «Μα φυσικά» της απάντησε ο άγνωστος άντρας. «Περάστε.»
- «Μελίνα αγάπη μου, το αμάξι μας πήρε μπροστά. Μια απλή ασφάλεια ήταν και την άλλαξα», άκουσε την φωνή του πίσω της και ένιωσε τα χέρια του, να την κλείνουν σε μια επιτακτική αγκαλιά.
- «Ευχαριστούμε πολύ κύριε», τον άκουσε να λέει. «Ζήτησα από την κοπέλα μου να γυρίσει σπίτι μας κι εγώ να μείνω εδώ με τον αυτοκίνητό μας μέχρι να δω τι να κάνω. Η οδική βοήθεια στοιχίζει ακριβά. Αλλά, τελικά, δεν ήταν τίποτα. Το έφτιαξα. Μια ασφάλεια μόνο…».
Κοιτούσε το μαύρο Corolla να φεύγει και το μυαλό της είχε παγώσει. Έτσι θα τελείωναν λοιπόν; Θα τους έγραφαν οι εφημερίδες; Και ο Αλέξανδρος τι θα σκεφτόταν για εκείνη; Πόσο χαμηλά θα είχε πέσει; Και τι; Θα έκανε τον Χριστόφορο φονιά; Θα τον έκλεινε για πάντα στην φυλακή; Ένα παιδί που είχε τόσο πόνο στη ζωή του και που την είχε, με τον δικό τρόπο του, αληθινά αγαπήσει;
Γύρισε μεταβολή και άρχισε να τρέχει, για να πάρει φόρα. Σκαρφάλωσε στο στηθαίο της γέφυρας, που ήταν κάμποσο ψηλό, μετά έκλεισε τα μάτια, κράτησε την ανάσα της και αφέθηκε. Η επαφή με το παγωμένο νερό του ποταμού ήταν συγκλονιστική. Δεν είχε να πιαστεί από πουθενά. Η ροή του ποταμού ανεξέλεγκτη, παντοδύναμη, την παρέσυρε, χωρίς να μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα. Έκλεισε τα μάτια… Άξιζε τον κόπο. Ω, ναι… Αυτό είναι ένα πιο αξιοπρεπές τέλος…
Δεν κατάλαβε τι την βοήθησε να βρει ξανά τις αισθήσεις τις. Είδε πως κρατούσε αγκαλιά ένα μεγάλο κλωνάρι από ένα δέντρο. Αυτό την κράτησε. Και η τυχαία ροή του ποταμού την έβγαλε στην όχθη. Όταν πάτησε τα πόδια της στο χώμα της όχθης, έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, τα άπλωσε στα δέντρα γύρω της και προσπάθησε να τα στεγνώσει. Τα ρούχα της μόνο, όχι τα δάκρυά της. Έμεινε εκεί μέχρι το χάραμα. Με κάπως στεγνά ρούχα, και με όσο γίνεται πιο κόσμια εμφάνιση, περπάτησε ως τον κοντινότερο κεντρικό δρόμο και έκανε ωτοστόπ προς την Αθήνα. Αυτή τη φορά, ένα φορτηγό σταμάτησε, δεν χρειάστηκε να πει πολλά. Οι φορτηγατζήδες, μάλλον, είναι πιο εξοικειωμένοι με ανθρώπους, που μοιάζουν χαμένοι στους δρόμους.
Έφτασε στο φοιτητικό της διαμερισματάκι, εξουθενωμένη. Έβγαλε τα ρούχα της και έκανε ένα ζεστό μπάνιο, για να διώξει από πάνω της τον φόβο. Ύστερα βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο-λήθαργο. Να μην σκέφτεται για λίγο τίποτα. Μετά, πιο ήρεμη, θα τα σκεφτόταν όλα.
Το βράδυ, πίεσε τον εαυτό της να φάει κάτι χαζεύοντας μπροστά στην τηλεόραση. Κι εκεί, στο δελτίο ειδήσεων, το είδε. Το θέμα για την γέφυρα καρμανιόλα κοντά στην Χαλκίδα. Εκεί, που ένα νέο παιδί -Χριστόφορος Τάδε ήταν το όνομά του- έχασε την ζωή του, πέφτοντας με το αυτοκίνητο, από την γέφυρα, μέσα στον άγριο ποταμό. Ευτυχώς δεν υπήρχε εμπλοκή άλλου αυτοκινήτου. Εξετάζεται βέβαια και το ενδεχόμενο ο νεαρός να ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών… Οι τοξικολογικές εξετάσεις θα έριχναν άπλετο φως στην τραγική υπόθεση.
Το δελτίο έκλεισε με ένα κοντινό πλάνο στον ρεπόρτερ, που είχε σχεδόν δακρύσει και μονολογούσε με σοφία:
- «Θερίζουν τα τροχαία, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, τους νέους στην εποχή μας που έχουν τόσο αλλοτριωθεί…»
🌹
Αιμιλία Πλατή
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.