Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Ο σκύλος μου είναι ένα ζωντανό που δε δέχεται στο σπαθί του μύγα που λένε. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει σπίτι μου κάποιος που να είναι γι’ αυτόν ανεπιθύμητος ή άγνωστος και να μην αρχίσει το σκυλοκράξιμο. Ναι μεν τον έχω εκπαιδεύσει να μην ορμάει αλλά είναι τόσο εύγλωττο το γάβγισμά του που δεν αφήνει περιθώρια να νομίσεις ότι μπορεί να δελεαστεί με χάδια ή λιχουδιές για να τον εξευμενίσεις. Απλά δεν δωροδοκείται το έξυπνο σκυλί. Περίεργο, μα τα ζώα ακόμα αντιστέκονται σε συμπεριφορές για τις οποίες τα αφεντικά τους κάθε άλλο παρά μπορούν να υπερηφανεύονται ότι τα έχουν καταφέρει. Γι’ αυτό και εκείνο το βράδυ, για το οποίο θα σας μιλήσω, μου έκανε εντύπωση το low voice γρύλισμά του, κάτι σαν σιγανό κλάμα, σαν παράπονο. Δεν τον είχα ξανακούσει να γρυλίζει έτσι.
Ο σκύλος μου είναι ένα ζωντανό που δε δέχεται στο σπαθί του μύγα που λένε. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει σπίτι μου κάποιος που να είναι γι’ αυτόν ανεπιθύμητος ή άγνωστος και να μην αρχίσει το σκυλοκράξιμο. Ναι μεν τον έχω εκπαιδεύσει να μην ορμάει αλλά είναι τόσο εύγλωττο το γάβγισμά του που δεν αφήνει περιθώρια να νομίσεις ότι μπορεί να δελεαστεί με χάδια ή λιχουδιές για να τον εξευμενίσεις. Απλά δεν δωροδοκείται το έξυπνο σκυλί. Περίεργο, μα τα ζώα ακόμα αντιστέκονται σε συμπεριφορές για τις οποίες τα αφεντικά τους κάθε άλλο παρά μπορούν να υπερηφανεύονται ότι τα έχουν καταφέρει. Γι’ αυτό και εκείνο το βράδυ, για το οποίο θα σας μιλήσω, μου έκανε εντύπωση το low voice γρύλισμά του, κάτι σαν σιγανό κλάμα, σαν παράπονο. Δεν τον είχα ξανακούσει να γρυλίζει έτσι.
Με είχε πάρει πολύ νωρίς ο ύπνος, γιατί ήμουνα κατάκοπος, λιώμα, όταν γύρισα σπίτι, μην έχοντας όρεξη μήτε να φάω μα ούτε για τα χάδια που συνήθως έδινα στον τετράποδο φίλο μου τον ΑΘΗΝΑΙΟ -έτσι τον αποκαλούσα δεν ξέρω πώς μου ήρθε να τον βαφτίσω έτσι- και που εκείνος θεωρούσε σαν κεκτημένο του και όλη την μέρα περίμενε τον ερχομό μου για να τα απολαύσει. Γι’ αυτό όταν το χαμηλόφωνο γρύλισμά του με ξύπνησε εν τη αφελεία μου υπέθεσα στην αρχή ότι κλαίει γιατί τον παραμέλησα. Ένα pit bull άγριο μα και τρυφερό ήταν ο Αθηναίος μου. Ξέρετε δα πόσο τρυφερά είναι όλα τα πιστά σκυλιά με τα αφεντικά τους. Στην προσπάθειά τους να ανταποδώσουν την αγάπη και τη στοργή που τους προσφέρεται, νομίζεις ότι κάνουν προσπάθεια ακόμη και να σου μιλήσουν με ανθρωπολαλιά έτσι και δεν καταφέρουν να σε κάνουν να αποκωδικοποιήσεις αυτά που θέλουν να σου πουν είτε με τα γαβγίσματά τους είτε και με τη γλώσσα του σώματός τους. Όταν λοιπόν τον είδα να με κοιτάζει επίμονα ήταν ηλίου φαεινότερο ότι κάτι προσπαθούσε να μου πει, κάτι πολύ σοβαρό. Συνειδητοποίησα δε με τρόμο ότι το pit bull μου πέθαινε. Το κουλούριασμά του στα πόδια μου ήταν τέτοιο, που προς τα εκεί παρέπεμπε. Χωρίς δυνάμεις, με μάτια θολά με κοίταξε, έβγαλε μια αδύνατη φωνούλα και έμεινε ακίνητο. Είχε ξεψυχήσει.
Τρελάθηκα. Αγαπούσα πολύ το φίλο μου τον Αθηναίο. Η έκπληξή μου, η θλίψη και η απορία μου για το τι έφταιξε, με είχε παραλύσει. Τσιμπήθηκα να δω μήπως και βλέπω κανέναν εφιάλτη απ’ αυτούς που συχνά πυκνά με βασανίζουν σε σημείο να ξυπνάω από τις ίδιες μου φωνές στον ύπνο μου μέσα, όπως μου λέει το κορίτσι μου οσάκις κάνει την κουτουράδα να θελήσει να μοιραστεί τον ύπνο της στο δικό μου κρεβάτι! Μα όχι. Η τσιμπιά μου ήταν δυνατή, με πόνεσε και διαπίστωσα ότι δυστυχώς ήμουνα ξύπνιος.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου επιτέλους, σιγοβλαστημώντας. ΌΜΩΣ τη στιγμή που το έκανα αυτό, σαν να πήρε το μάτι μου ένα ανεπαίσθητο κούνημα της κουρτίνας από την μπαλκονόπορτα στην άλλη άκρη του στούντιο όπου ήταν και το υπνοδωμάτιό μου. Και βέβαια δεν ήθελα και πολύ να καταλάβω ότι δεν ήμουνα μόνος στον χώρο και ότι κάποιος είχε παρεισφρήσει σ’ αυτόν.
Πόσο το μετάνιωσα που παράβλεψα τις συμβουλές του φίλου μου του διάσημου detective Στέφανου Μακρή, που μετ’ επιτάσεως με παρότρυνε είτε να βγάλω μία άδεια οπλοφορίας, είτε να μάθω μία από αυτές τις πολεμικές Γιαπωνέζικες τέχνες για να μπορώ να αντιμετωπίζω κινδύνους σαν αυτούς καληώρα που απειλούσαν τη ζωή μου. Είχα ανοήτως αρνηθεί, γιατί το έβρισκα υπερβολικό, πράγμα που για εκείνον ήταν αυτονόητο λόγω της φύσης της δουλειάς του σαν πρώην αστυνομικού και νυν διάσημου ιδιωτικού ερευνητή. Εγώ δεν ήμουνα παρά ένας απλός ημιεπιτυχημένος συγγραφέας ιστοριών που άπτονται του κλάδου του "Φανταστικού". Ίσως λοιπόν να ήταν η φαντασία μου τώρα που μου έπαιζε παιχνίδια έτσι όπως ήμουνα και συγκινησιακά φορτισμένος με το θάνατο του Αθηναίου μου.
Σκέφτηκα: «Λες μωρέ να μου τον δηλητηρίασαν για να τον βγάλουν από τη μέση και αυτοί ελεύθεροι πια να επιδοθούν στο έργο τους χωρίς να απειλούνται;» Φως φανάρι ότι εγώ δεν μέτραγα σαν απειλή γι’ αυτούς.
Την θλίψη μου ήρθε να την συντροφεύσει ο θυμός. Μετά, ο θυμός είδα να μεταλλάσσεται σε οργή και ήμουνα πια το ίδιο επικίνδυνος όσο ένα pit bull σαν το συγχωρεμένο μου!… Σκότωνα άνθρωπο σίγουρα…
Σηκώθηκα στα σκοτεινά. Δεν άναψα τα φώτα. Είχα ένα πλεονέκτημα έναντι του όποιου εισβολέα. Γνώριζα σπιθαμή προς σπιθαμή το χώρο μου και μπορούσα να κινηθώ με τα μάτια κλειστά. Ο άλλος όχι. Αν ήθελε να κινηθεί έπρεπε να ανάψει είτε το φακό του είτε να απλώσει τα ξερά του και να ανάψει το ηλεκτρικό. Γιατί, για να κινηθεί στα τυφλά αδύνατον. Και όμως δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ναι μεν θα είχε αντιληφθεί την ξύπνια παρουσία μου, δεν μπορούσε όμως να ξέρει τις δικές μου προθέσεις, αν οπλοφορούσα, τι όπλο κρατούσα. Ήταν ένα είδος τυφλής μονομαχίας στο Ελ Πάσο, ή έστω σαν μια παραλλαγή της!
Εντωμεταξύ, φρόντισα να παρεμβάλλω μεταξύ εμού και του λωποδύτη (τι άλλο θα ήταν;) το σιδερένιο τραπεζάκι με το ογκώδες στερεοφωνικό μου συγκρότημα που ήταν πλέον άχρηστο το άλλοτε καμάρι μου. Είχα ξοδέψει μισθούς και μισθούς να το αγοράσω και τώρα δεν ήταν παρά ένα μουσειακό είδος πια… Είχε παραχωρήσει τη θέση του σε ένα σούπερ ντούπερ CD PLAYER και αυτό έμεινε να στολίζει το στούντιό μου σαν αντίκα για να θυμίζει τουλάχιστον σε μένα, μέρες και κυρίως νύχτες λαμπρές, τότε που σάρωνα στις DISCO διαγωνισμούς με το πρώτο βραβείο πάντοτε δικό μου. Και για δες την τωρινή του κατάντια! Ενείχε τη θέση αναχώματος έτσι όπως βάζουν τους κάδους απορριμμάτων οι γνωστοί άγνωστοι ταραξίες στις γειτονιές της Αθήνας παίζοντας τους κλέφτες και αστυνόμους. Ήλπιζα ότι το όποιο μαχαίρι ή η όποια σφαίρα εξακοντίζονταν εναντίον μου θα εξοστρακίζονταν πάνω του.
Η σκέψη μου είχε μουδιάσει φαίνεται, γιατί, πώς αλλιώς να δικαιολογήσω την αφέλειά μου να ελπίζω σε μια ασπίδα φτιαγμένη από πλαστικό!
Σε κάθε περίπτωση, ενεργούσα χωρίς μέθοδο, χωρίς λογική, χωρίς να αμύνομαι σωστά, οδηγημένος μόνον από ένα τυφλό μίσος, όσο ένιωθα και τον Αθηναίο νεκρό εκεί δίπλα μου.
Αναμφίβολα η σκιά που νόμιζα ότι είδα θα ανήκε σε αυτόν που δηλητηρίασε και τον σκύλο μου και τώρα επιβουλευόταν και τη δική μου ζωή. Σίγουρα αύριο όλο το χωριό θα είχε να κάνει με το σπιτικό μου και τον νεκρό, είτε αυτός ήμουν εγώ είτε ο άλλος που θα επιζούσε της ιδιότυπης μονομαχίας.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ήρθα ο έρμος να μείνω στο χωριό το ήσυχο, όπου ευελπιστούσα να μου προσφέρει την άνεση να συγκεντρωθώ και να ολοκληρώσω το αριστούργημά μου για το οποίο σίγουρα θα μιλούσε με ενθουσιασμό η Λογοτεχνική Κοινότητα της Χώρας!...
Και ο δόλιος ο Αθηναίος μου είχε τις ίδιες προσδοκίες για ηρεμία. Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα pit bull που έτρεμες να το πλησιάσεις, είχε καταφέρει να κάνει δύο πλάσματα να τον λατρέψουν. Το ένα ήμουνα βέβαια εγώ και το άλλο ο τρελός του χωριού, ο Μανολιός.
Ο Αθηναίος όταν τον έβλεπε μόνο του φοβισμένο και αξιοθρήνητο να προσπαθεί να γλυτώσει από τα πειράγματα των παιδιών (γιατί άραγε τα παιδιά, αυτές οι αγνές ψυχούλες, γίνονται τόσο σκληρά με πάσχοντα πλάσματα;) έσπευδε κοντά του, γινόταν ο φύλακας άγγελός του και τότε όχι παιδί δεν τολμούσε να τον πειράξει μα ούτε και μεγάλος, που είναι το ίδιο σκληρός με τη χλεύη απέναντι σε ό,τι είναι πιο ανήμπορο, ό,τι πιο αδύνατο, από τον ίδιο. Και βέβαια, ο τρελός που σε πολλά πράγματα τα είχε τετρακόσια, τον Αθηναίο μου τον λάτρευε ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι τον αγαπούσα εγώ.
Αυτά περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό μου καθώς ένιωθα το σκυλί μου ακίνητο κάπου δίπλα μου.
ΑΚΙΝΗΤΟ είπα; Σαν να μου φάνηκε ότι λίγο μετατοπίστηκε από την πρότερη θέση του… Να τα μας τώρα. Μόνο οι παραισθήσεις μου έλειπαν. Διάλεξαν την ώρα να με επισκεφτούν κι αυτές. Έλα όμως που ξαφνικά και παράλογα πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα μήπως και ο Αθηναίος μου δεν ήταν και πολύ πεθαμένος!
«Α, όχι φίλε, όχι συναισθηματισμοί και φρούδες ελπίδες τώρα! Εδώ κινδυνεύεις να γίνεις και συ παρελθόν και αντί να αντρειωθείς μου κάθεσαι και κλαψουρίζεις;» είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα στον αγαπητό συγγραφέα εαυτό μου(!) που δεν έγινε βέβαια τυχαία συγγραφέας "του φανταστικού".
Και όμως, η φαντασίωση μου αυτή μαζί με μιαν ανείπωτη ελπίδα με οδήγησε στο να σπεύσω να ανάψω τα φώτα και να κάνω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να εξουδετερώσω τον ληστή, για να έχω την ευκαιρία να σπεύσω με τον Αθηναίο μου αγκαλιά στο κτηνιατρείο λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου. Βέβαια η γιατρός δεν θα ήταν εκεί νυχτιάτικα, όμως το σπίτι της ήταν εκεί δίπλα και ήλπιζα να την βρω.
Απίθωσα ένα χάδι στο ιδρωμένο κεφάλι του σκυλιού (Θεέ μου ήταν όντως ιδρωμένος και αυτό δεν ήταν αποκύημα φαντασίας) και άναψα τα φώτα.
Να, κάτι τέτοια γίνονται και το χάνεις το μυαλό. Δεν θέλει και πολύ…
Στη γωνιά της κουζίνας στο πλάι της μπαλκονόπορτας, ζαρωμένος και διπλωμένος στα δυο, ο φίλος μας ο Μανολιός, μόλις και μετά βίας ανέπνεε. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά ένα μεγάλο κομμάτι πίτσας. Ε, να μην το πω; Αποτρελάθηκα κι εγώ… Ο Μανολιός διαρρήκτης; Αυτό να αποδειχτεί και θα τα έχω δει στη ζωή μου όλα. Όπως και να ’χει, διαρρήκτης ή μη, χρειαζόταν γιατρό ΤΩΡΑ.
Βραδάκι καλοκαιρινό και πολλοί χωριανοί κάθονταν βεγγέρα στην ξώπορτα του σπιτιού τους όπως και μεις συνηθίζαμε να κάνουμε στις γειτονιές της Αθήνας προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά στις δικές μας ξώπορτες των μονοκατοικιών.
Έβαλα τις φωνές και σε κλάσματα του δευτερολέπτου μαζεύτηκε στο σπίτι μου πλήθος και λαός. Έτρεξαν οι Χριστιανοί να δουν τι συμβαίνει, και να προσφέρουν την αμέριστη βοήθειά τους.
Δυο νεαροί έπιασαν τον Μανολιό παραμάσχαλα και ήταν γι’ αυτούς παιχνιδάκι έτσι σκελετωμένος που ήταν, θαρρείς και γεννήθηκε χωρίς σάρκα πάνω στα κόκαλά του αυτός ο άνθρωπος. Πήρα και εγώ τον σκύλο μου αγκαλιά, γεμάτος παραληρηματική προσδοκία ότι μπορεί και να τον σώσω και του σκοτωμού τρέξαμε για βοήθεια.
Η κτηνίατρος με το που είδε τους δύο πάσχοντες και επιπλέον τον Μανολιό να κρατάει το κομμάτι πίτσας από το οποίο έλειπε αρκετό μέρος, κατάλαβε αμέσως τι θα πρέπει να έχει συμβεί. Μα δεν ήταν ώρα για κουβέντες. Ούτε για εξηγήσεις. Πήρε την πίτσα από το χέρι του τρελού που την κρατούσε σφικτά, και αφού εξέτασε και τους δύο, είπε σοβαρά: «Κατ’ αρχήν να βεβαιώσω ότι κανείς εκ των δύο δεν κινδυνεύει. Για δε, την κατάστασή τους ΙΔΟΥ Ο ΈΝΟΧΟΣ» και μας έδειξε τη μισοφαγωμένη πίτσα. «Εκείνο που χρειάζεται ο Μανολιός είναι ένα κρεβάτι και κάτι ανάλογο ο Αθηναίος. Αμφότεροι θα ξυπνήσουν ΑΥΡΙΟ, ανάλογα με την ποσότητα υπνωτικού που κατανάλωσαν μαζί με την πίτσα η οποία ήταν εμποτισμένη με αυτό. Θα ήθελα ειλικρινά να ξέρω ποια άρρωστα μυαλά σκαρφίστηκαν αυτό το αστείο εις βάρος του άτυχου αυτού ανθρώπου, γιατί αυτός ήταν ο στόχος. Και αν ποτέ συλληφθούν σίγουρα θα πουν ότι το έκαναν χάριν αστεϊσμού!
»Ο Μανολιός σκέφτηκε φαίνεται να μοιραστεί τη λιχουδιά με το φίλο του τον σκύλο. Άθελά του λοιπόν του προσέφερε ανεπιθύμητο ύπνο. ΌΤΑΝ ΠΙΘΑΝΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΙ ΕΊΧΕ ΣΥΜΒΕΙ, βάζοντας όλες του τις δυνάμεις, έσπευσε στο σπίτι του συγγραφέα μας κρατώντας την πίτσα, να του την δώσει να εξεταστεί και έτσι να δουν αν οι υποψίες του είχαν βάση. Τέτοια νοημοσύνη ο τρελός», είπε η κτηνίατρος κουνώντας το κεφάλι της.
Και βέβαια, αυτό αποδείχτηκε ότι συνέβη. Ήρθε σπίτι μου, μα το ναρκωτικό τον νίκησε και κουλουριάστηκε στην κουζίνα μου στη θέση που τον βρήκα. Μπήκε από την μπαλκονόπορτα που ήταν ανοικτή γιατί, αφού κτύπησε το βαρύ ρόπτρο της εξώπορτας και δεν το άκουσα για να του ανοίξω έτσι όπως κοιμόμουν βαθιά, δεν είχε άλλη επιλογή. Η έγνοια του δεν ήταν για τον εαυτό του αλλά για τον Αθηναίο και κατ’ επέκταση για μένα που δεν θα ήξερα τι συμβαίνει με το σκυλί και θα ανησυχούσα φρικτά.
Και ερωτώ: Τελικά ποιοι είναι οι παράφρονες; Οι ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΜΈΝΟΙ ΩΣ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΣ, Ή ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΧΈΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΉ τους ΜΕΣΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΑ, και τα χρησιμοποιούν χάριν αστεϊσμού ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΟΙ, οπόταν τους κάνει κέφι;
Μην το κουράζετε φίλοι μου.
ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΒΡΗΚΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΑΚΌΟΟΜΑ!
Τ Ε Λ Ο Σ
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η πόρτα στα δεξιά», εκδόσεις Το βιβλίο.
Γ' Έπαινος Πνευματική συντροφιά Λεμεσού, Κύπρος.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Alicia VanNoy Call με τίτλο Kelpie-Oakey
Από την ίδια:
Πρώτη αγάπη
Τα χρόνια της αθωότητας