Ερασμία
Αυτό το ποιηµάτιον το έγραψα εδώ και τώρα
ίσως ποτέ παρόµοιον να µην έχει γραφεί
μου ήλθε θεία έµπνευση και πήρα φόρα
πριν ο έρωτάς μας παραγραφεί!
Ω! αξιαγάπητη Ερασμία
Εις την ωχράν µορφήν σου
γλιστρούν καθέτως δέσµαι ακτίνων αργυρών
και οι γαλανοί οι οφθαλµοί σου
µοιάζουν µε αστερόεντα, καθάριον ουρανόν!
‘Ω, πάγκαλος, αξιέραστη Ερασµία
εράσµιον όναρ φλογερής νυκτός
σε είδον ως όνειρον θερινής νυκτός
πίπτουσα επί των ώµων σου χρυσός αναλυτός
η κόµη σου η ξανθεία!
Ω, ευειδής και ευγενής Ερασμία
ασύλληπτο ιδεώδες του ωραίου
προϊόν ενός έρωτα μοιραίου
χαίρε, κλάψε και ευδαιµόνοι
επί τέλους μείναμε μόνοι!
Ω, πανέμορφη κι’ αξέχαστη Ερασμία!
Έφυγες κι’ έσβησε το παν µεσ’ την ψυχή µου
για πάντα απλώθηκε η γκρίζα συννεφιά
νιώθω πως είναι άδεια τώρα η ζωή µου
αφού µου λείπει η δική σου συντροφιά
Χωρίς εσένα είναι αδύνατο να ζήσω
γύρισε πίσω, γύρισε πίσω...
Έρωτα ακατανίκητε...
Ω! Έρωτα, αθάνατε πολεμιστή, ακατανίκητε,
εσύ του πάθους δυνάστη αδιαφιλονίκητε,
εσύ που τους θνητούς τους ξετρελαίνεις
και την ψυχή και το κορμί ευφραίνεις!
Εσύ που ζεις μεσ’ το μυαλό, τον νου, ωιμέ,
κυρίαρχε, αξεπέραστε του πάθους καημέ,
πόθο δυνατό μεσ’ τα γυμνά τα στήθη μας
ανάβεις μονομιάς και μας χαλνάς τα ήθη μας
και κάνεις τον ισχυρό και τον γερό
αδύναμος κι’ ανήμπορος να δείχνει,
τον παρασέρνεις άσπλαχνα σε ξέφρενο χορό,
και ξέπνοο τον παρατάς χωρίς ν’ αφήσεις ίχνη!
Ω! έρωτα ανίκητε, παιδεραστή, μοιχέ,
της Πάνδημης της Αφροδίτης δοξασμένε γιέ,
ρίξε το βέλος σου σε κόρη αφρογέννητη,
πανέμορφη, θεά, ωραία, νεραϊδογέννητη,
κάνε την καρδιά της μ’ έρωτα να σκιρτήσει
και την έρημη καρδιά μου να την λεηλατήσει
Βάλε με στον κόρφο της, κάνε με θεριό ανήμερο,
συντροφιά με τον αγαπημένο σου θεό τον Ίμερο,
τον άξιο αδελφό του Έρωτα και του Αντέρωτα,
τον γιό της Αφροδίτης και του θεού του Άρη,
κάνε με να ζήσω μαζί σου βράδια αξημέρωτα
πριν ο Χάροντας μαζί του να με πάρει!
Ω! Έρωτα ανίκητε που μυστικά φωλιάζεις
στων κοριτσιών τα μάγουλα τα τρυφερά
και τον πλούσιο, τον παραλή τον ξελογιάζεις
και σε καλύβες μπαίνεις κρυφά και φανερά,
εσύ που σε θάλασσες αλαργινές ταξιδεύεις,
πετάς γοργά σαν χελιδόνι και γίνεσαι αετός
ακόμα κι’ όλους τους θεούς πλανεύεις
κι’ ούτε που μπόρεσε ποτέ θνητός
από τα βρόχια σου την μοίρα να γλυτώσει
κι΄ όποιον η σαΐτα σου τρανά θενά πληγώσει
ω! έρωτα τρανέ, γίνεται τρελός, θεριό ανήμερο,
της Αφροδίτης δούλος, σαν τον θεό τον Ίμερο
Συ και το δίκιο στ’ άδικα στη μοίρα του το σέρνεις
και τόνε ρίχνεις άσπλαχνα σε πορφυρά ποτάμια.
Ακόμα και την έχτρα σου στη λησμονιά την φέρνεις,
σε κοραλλένιους κάμπους, σε σκοτεινά θαλάμια
Ο πόθος όμως της όμορφης της κόρης νικάει,
νικούν τα μάτια τους νόμους και τις προσταγές
γελάει η Πάνδημη Αφροδίτη που τους πατάει
κι’ ορθώνεται ανίκητη, με πάθος και με οιμωγές,
όλα της γης τα πλάσματα με δόξα κυριεύει
και την ψυχή του ανθρώπου διαφεντεύει !
Σαπφώ
Βασίλεψε η σελήνη και η πούλια,
μεσάνυχτα, σκοτάδι, σιγαλιά
Οι ώρες φεύγουνε σαν νυχτοπούλια
κι’ εγώ κοιμάμαι δίχως αγκαλιά…
Το λάρυγγά σου με κρασί βρέχε,
τι τ’ άστρα γέρνει
και είναι βαριά η ώρα αυτή
κι’ όλα διψούν στο κάμα.
Γλυκοβουίζει ο τζίτζικας
κρυμμένος μεσ’ τα φύλλα,
και κάτω απ’ την φτερούγα του
χύνει πυκνή φωνούλα
όντας του ήλιου απάς της γης
όλα τα καίει η λαύρα.
Ανθίζει τώρα ο κόλυμπρας
κι’ είναι οι γυναίκες λάγνες
κι’ οι άντρες απ’ τα κάματα
του Σείριου αποσωμένοι.
Βασίλεψε η σελήνη και η πούλια,
μεσάνυχτα, σκοτάδι, σιγαλιά
Οι ώρες φεύγουνε σαν νυχτοπούλια
κι’ εγώ κοιμάμαι δίχως αγκαλιά…
Στο καπηλειό του Καλλικλή
Στο καπηλειό του Καλλικλή
θα βρεις διαβάτη μερακλή
ό, τι ποθεί η ψυχή σου…
δίποδα ξόανα και σκεύη ηδονής
που δεν τα έχει άλλος κανείς
κι’ ότι φίνο κι’ εκλεκτό
τραβάει το κορμί σου
Πάρε κόσμε τις μαρίδες
που πουλάει η Ευτέρπη
φρέσκο ψάρι που ευφραίνει
σας χορταίνει και σας τέρπει
νόστιμη, καλή μαρίδα
κάθε μια και μια μερίδα…
Πάρε κόσμε απ’ την φτερού
τα ωραία της τα σύκα
σύκα του καλού καιρού
όλο νοστιμιά και γλύκα
μια πεντάρα το κομμάτι
που χορταίνουν δυό νομάτοι
σύκα καποιανού μπερμπάντη
που τον βγάλαν συκοφάντη
Πάρε κόσμε απ’ την φτερού
τα φτερά του παγωνιού!
Ω, Ευάτα, ώ Ευάτα
με τ’ «αυτά» σου τα βαρβάτα
βάλθηκες να με λωλάνεις
έλα γύρε στο πλευρό μου
να μερέψεις τον καϋμό μου
και τον πόνο μου να γειάνεις…
Ολύμπια παράκληση
Ο Δίας ο πολύτροπος
στα ερωτικά τζιμάνι,
που σκόρπισε αμέτρητο
στον κόσμο παιδομάνι
κι’ ωστόσο σεβαστός
στο ερωτικό κρεβάτωμα
ας έρθει βοηθός
Και η Αφροδίτη η πάνδημη
των εταιρών προστάτις
που ως και η Φρύνη φαίνεται
σαν ξόανο μπροστά της
κι’ ύμνος λαμπρός της πρέπει
απ’ τα ψηλά της δώματα
πρόθυμα να μας σκέπει…
Παρακαλώ ευλαβικά
και την θεά μας Ήρα
που τόσο βασανίζεται
σκληρά η κακομοίρα
απ’ τον μουρντάρη άντρα της
να μας βλογάει στοργικά
απ’ τα Ολύμπια άντρα της.
Τον Ηρακλή παρακαλώ
και τον Ερμή τον κούρο
να μου τον έχει ντούρο
τον πόθο, κι’ αξεθύμαστο
το ερωτικό μου μένος
Καλώ και τον πολυμήχανο
κερδώον τον Ερμήν
να μου χαρίσει σθένος
να με γεμίσει με χρυσόν
και άργυρον…
Αμήν!
Παράκληση
Ω! Εσύ κόρη του Δία,
αθάνατη κι’ ωριόθρονη Αφροδίτη,
συ, δολοπλόκα, ξάκουσε τον πόνο μου
και κάνε στις λύπες και τις κακοτυχιές
χωρίς λυγμούς μέσα στα στήθια μου
η καρδιά αδάμαστη να μείνει
κι΄ έλα σιμά μου πάλι,
στη ζεστή μου αγκάλη
θέλω, σαν μια φορά κι έναν καιρό,
την θεϊκή μορφή σου να θωρώ
Σαν άκουσες την φωνή μου να καλεί
και την καρδιά μου να αηδονολαλεί
άφησες του Δία το λαμπρό παλάτι,
και, καβάλα στο φτερωτό σου άτι,
οδήγησες τ’ ολόχρυσο άρμα σου
ακολουθώντας αθέλητα το κάρμα σου
με την καρδιά σου την αγνή ν’ ακροβατεί
ενώ πουλιά, αηδόνια, γοργόφτεροι αετοί
και όμορφοι σπουργίτες έσκιζαν τον αιθέρα
ακολουθώντας το φύσημα του αγέρα
σ’ έφερναν με δυνατό φτερούγισμα
στο δικό μου, ανυπόμονο κάλεσμα.
Και τότε παρουσιάστηκες αετόμορφη
και σαν θεά αρχοντική, πανέμορφη,
σε καλοδέχτηκαν οι άξιοι Κένταυροι
πάνω στη άκαρπη γη, την μαύρη
Και τότες, αθάνατη εσύ Θεά, ευγενικά
με ρώτησες αν την ντροπή μου την νικά
πόθος απρόσμενος, ακατανίκητος,
έρωτας τρανός, αδιαφιλονίκητος
αν την καρδιά μου την τυραννούσαν
τύψεις σκληρές που αιμορραγούσαν
σε ποιόν η Πειθώ, η ποθοπλάνταχτη
τα δίχτυα της έριξε αθέλητα η άταχτη.
Σαπφώ μου, πες μου, ποιος βουλήθηκε
να παίξει με τα σένα;
Ποιος τα θέλγητρά σου αρνήθηκε
τα νεραϊδογεννημένα;
Εκείνος που πριν σε απαρνήθηκε
τώρα θαρθεί κοντά σου
και δώρα θα σου φέρει
αυτός, που πριν δεν τα δεχόταν
γλυκά φιλιά στα μάγουλα
κι’ αθέλητά σου ακόμα…
Έλα τώρα και βγάλε τις έγνοιες
απ’ τον νου μου,
χάρισε της καρδούλας μου
την μόνη της λαχτάρα
και γίνε πάλι
θεά συντρόφισσα, οδηγήτρα…
Γέρως...ανίκανε Μάχαν
Όταν πλάι μου περνάς
λικνίζεις και ταρακουνάς
τα ζουμερά σου στήθια,
απαλοτρέμει η καρπερή,
ξέχειλη και ρόδινη κοιλιά,
και λάμπει η όψη σου η φοβερή
μ’ ανάβουνε τα αίματα,
μου τρέμουνε τα γόνατα,
μου κόβεται η μιλιά
και μέσα μου ξυπνούν –
ωιμέ – πάθη αψά και πλήθια
Ποθοπλαντάζεις σύγκορμη
κι’ ως γέρνεις πίσω ολόκορμη
θέλω να σε καλαφατίσω
κι’ όταν αργά λικνίζεσαι
στη δύσκολη φιγούρα
αισθάνομαι μια φοβερή λιγούρα
Κι’ όταν σε βλέπω πως ακκίζεσαι
μούρχεται επάνω σου να ορμήσω
και του κορμιού μου τους χυμούς
και της καρδιάς μου τους καημούς
τους φλογερούς να χύσω…
Ερωτική φωλιά
Ως το λουλούδι άνθισε
ν’ ανθίσει και η κλίνη
κακό ποτέ να μην την βρει
κι’ οι εραστές νάναι αβροί
όπως αβρή είναι εκείνη…
Με βιόλες και γαρύφαλλα
και κρίνα των αβάτων
αγρών στολίζω την ζεστή
ερωτική φωλιά
και εύχομαι από καρδιάς
στον άντρα τον βαρβάτον
πολλές χαρές και άσωστα
παιχνίδια και φιλιά
Και στην εταίρα εύχομαι
να είναι προκομμένη
και να χαρίζει άφθονη ερωτική χαρά
κι’ όταν ο άντρας θα ζητά
και άλλη μια φορά
να μην του λέει: κομμένη.
Αιώνια ομορφιά
Μια εικόνα του κάλλους θα φτιάξω
που θα μείνει στην κόσμο αθάνατη
Της Κνιδίας Αφροδίτης το κεφάλι θα πάρω,
όπως τόφτιαξε ο Πραξιτέλης,
με το μέτωπο, την κόμη και τις
ωραίες γραμμές των φρυδιών
Τα μάγουλα θα λάβω απ’ την Αφροδίτη
την εν κήποις του Αλκαμένη,
καθώς και τις άκρες των χεριών
και των καρπών της, τα εύρυθμα
και στρογγυλά δάχτυλά της…
Απ’ την Λημνία Αφροδίτη του Φειδία
θα πάρω την σύμμετρη μύτη,
την αρμονική σχισμή του στόματος
και τον σβέρκο της Αμαζόνας του.
Απ’ την Σωσάνδρα της Καλάμιδος θα λάβω
την σεμνότητα και το χαμόγελό της
Θα δανειστώ απ’ τους ζωγράφους τα χρώματά τους:
Απ’ τον Ευφράνορα την κόμη της Ήρας,
απ’ τον Πολύγνωτο την γραμμή των φρυδιών
και τ’ απαλό ερύθημα των παρειών,
όπως ζωγράφισε την Κασσάνδρα
στη λέσχη των Δελφών
Από τον ίδιο θα πάρω το φόρεμα,
που κολπώνεται απ’ τον άνεμο
Ο Απελλής θα ζωγραφίσει το άλλο σώμα
όπως ζωγράφισε την Πακάτη,
την ερωμένη του Μεγαλέξαντρου…
Γεγονότα της Αθήνας
Ακούστε πρώτα-πρώτα
το τι έπαθε ένας γέρος:
Τον ετόξευσε ο έρως
για την όμορφη Δροσίδα,
φίνο σκεύος ηδονής,
κι΄όταν βρέθηκε μαζί της
σε απόκρυφο ένα μέρος…
το πνεύμα μεν εφάνη πρόθυμο,
μα η σάρκα ασθενής
Η Γλυκέρα η κακομοίρα
πούγινε εσχάτως χήρα
τον αντρούλη της θυμόταν
κι’ έλεγε με σπαραγμό:
Αχ Λυσία μου, καλέ μου,
σύντροφε ευγενικέ,
αχ η δόλια πως θ’ αντέξω
τον μεγάλο μου καημό.
Αυτά έλεγε η Γλυκέρα
κλαίγοντας αράδα,
και…στις εννιά του μακαρίτη
άλλος μπήκε μεσ’ το σπίτι!
Ο Λυκίνος χρόνια δέκα
έλειπε σε ξένα μέρη
κι’ όταν ήρθε στην Αθήνα
πέρισυ το καλοκαίρι
την ωραία του γυναίκα
π’ούταν σ΄ όλα προκομένη
την εβρήκε…γκαστρωμένη.
Βρε γυναίκα εξήγησέ μου
πως συνέβη αυτό το θάμα;
Στου καλοκαιριού το κάμα
είχα πάει στον μπαξέ μας
για να δροσιστώ λιγάκι
και ξαπλώνω στο παγκάκι
Μα εκεί ο μέγας Δίας,
που γυμνή με είχε δει,
και του θόλωσε το μάτι
με…εστρίμωξε κομμάτι
Κι’ ο Λυκίνος καμαρώνει
πούχει του θεού…παιδί!
Ποια να διαλέξω;
Ω! Δία Πολυσέβαστε,
Θαρρώ πως θα τα μπλέξω
ποιαν δεν ξέρω να διαλέξω
και την μια την λαχταρώ
και την άλλη την ποθώ
με την μια καρδιοχτυπώ
και την άλλη αγαπώ!
Πολύ άσχημα τα έχω μπλέξει
ποια η καρδιά μου να διαλέξει;
Και η μία έχει τόσες χάρες
μα δεν πάει κι’ ή άλλη πίσω
είναι οι δυό τους σαν τρομάρες
ποια λοιπόν να προτιμήσω;
Ω! Δία πολυσέβαστε,
Αρχοντα της γης μας όλης,
που στον έρωτα, όπως λένε,
είσ’ εξώλης και προώλης
πες μου, φώτισέ με
και σωστά οδήγησέ με
ποιά απ’ τις δυό να προτιμήσω
με τον έρωτά μου να τιμήσω:
Την Ζωή που είναι Ωραία
κι’ έχει μορφή εξαισία
ή την Φωφώ την μοιραία
πούχει μούρη απαισία;
Απ’ την τόση μου λαχτάρα
μ’ έχει πιάσει μια τρομάρα
κι’ η ερωτική μου δίνη
μούχει φέρει σκοτοδίνη
και στα νεύρα μου την δίνει...
Ωδή στην Ασπασία (την Αρχαία Εταίρα)
Ω! Ασπασία, Ολύμπια Θεά!
Κόρη που δεν έχεις σπάσει τίποτα
άκουσε τα λόγια αυτά τ’ ανείπωτα:
Στην ομορφιά αξεπέραστη,
λευκή σαν περιστέρα
είσαι καλλονή αξιέραστη
σεμνόπρεπη κι’ ευγενικιά εταίρα!
Είσαι γυναίκα ζουμερή
και μαλακή στου γέρου την μασέλα
κι’ οι δυό μαστοί σου οι καρπεροί
είναι στ’ αλήθεια τρέλλα
Των αθανάτων είσαι η θεία αμβροσία
αξιαγάπητη, γλυκειά μου Ασπασία,
είσαι αψιά σαν το κρασί
σαν το χρυσάφι είσαι εσύ
κι’ άσπρη σαν γομαλάκα
Και η Ασπασία μου απήντησε:
Είσαι ποιητής από το πρόχειρο
που μοιάζει μ’ αγριόχοιρο!
Να σου ξηγήσω θέλω ποιητή
πως αγάπη εγώ προσποιητή
δεν θέλω από...μ@λάκ@!
Ήτανε Άνοιξη...
Ήτανε Άνοιξη, τριγύρω αντηχούσε
μια μελωδία απαλή που μας μεθούσε
κι’ ήσουνα πλάι μου και φιληθήκαμε
κι’ αγάπη αιώνια ονειρευτήκαμε…
Χίλια χαμόγελα σε χείλη αγαπημένα
χιλιάδες όνειρα σε μάτια λατρεμένα
κι’ άξαφνα όλα έσβησαν, χαθήκανε
σαν ρόδα του Απρίλη μαραθήκανε
Το σαββατόβραδο αυτό το τελευταίο
για το ρομάντζο μας στάθηκε μοιραίο
κι’ οι δυό μαζί για λίγο προχωρήσαμε
και ξαφνικά για πάντα χωρίσαμε!
Το φως από τον ήλιο έχεις κλέψει
και λάμπουν σαν ήλιος τα ματάκια σου
Στο στόμα σου λες ρόδα έχεις φυτέψει
κι’ ανθίσανε σαν ρόδα τα χειλάκια σου
Απ’ το ρομάντζο μας μια θύμηση απομένει
μια ανάμνηση πικρή και πονεμένη
πίστεψα στην αγάπη σου μα ύστερα
πέταξαν οι ελπίδες μου σαν αγριοπερίστερα!
Δυο ματάκια
Η νύχτα φεύγει ολόχαρη
νεράιδα μου κοιμάσαι
ή βλέπεις τ’ άστρα κι’ αγρυπνάς
κι’ εμένανε θυμάσαι;
Η θάλασσα την γης φιλά
και τις ιτιές τ’ αγέρι
κι’ εγώ μονάχα δεν φιλώ
τα δυό ματάκια σου
Με χίλια αστέρια ο ουρανός
κι’ εγώ χωρίς αστέρι
κι’ εγώ χωρίς τα δυό ματάκια σου
έμεινα δίχως ταίρι!
Έρως και...Γέρος
Την βλέπω μπρος μου να διαβαίνει,
σκυφτή, άυλη, αιθέρια,
αφήνοντας πίσω της άρωμα λεβάντας,
φρεσκάδας και νιότης
και η φαντασία μου οργιάζει!
Η ψυχή, ο νους και η καρδιά μου
πλημμυρίζουν απ’ τον θεσπέσιο ήχο
μιας οξύφωνης φόρμιγγας,
την μελωδία μιας θριαμβικής,
γλυκόλαλης σάλπιγγας,
την εξαίσια μουσική
που ξεχειλίζει από ουράνια λύρα
που παίζουν Άγγελοι
στου Παραδείσου την αυλόγυρα,
εκεί όπου τον έρωτα εξυμνούν
πανώριες αυλητρίδες
ψάλλοντας ύμνους μαγικούς
σ’ αλλοτινές Πατρίδες...
Αλλ’ αυτή με προσπερνά αδιάφορη
μπροστά στα γερασμένα... κάλλη μου
κοιτάει το ασπρόμαλλο κεφάλι μου,
χαμογελά απόκοσμα, ειρωνικά
και η ντροπή το πάθος μου νικά
Τινάζει ένα φανταστικό θύσανο
απ’ τα ξέπλεκα, μεταξένια μαλλιά
που της πέφτουν στο δεξί της μάτι
και η ψυχή μου αναθαρρεί κι’ αγαλλιά
και καβαλώ ξαρμάτωτος του έρωτα το άτι
Αλλ’ αυτή με προσπερνά με βήμα βιαστικό
με βλέπει σαν ένα ασήμαντο, γέρο περαστικό
και πάει πιο κάτω, παρακάτω, σ’ άλλο λουλούδι
να πει του έρωτα και της αγάπης το τραγούδι!
Σαν μέλισσα ρουφά το νέκταρ από λεμονανθούς
π’ ανθίζουνε σε κάμπους, λιβάδια κι’ ακρογιάλια,
κι’ όχι γερασμένους και μαραμένους χειμωνανθούς
π’ ανθίζουνε στ’ ασπρόμαλλα γεροντικά κεφάλια!
Δυό στίχοι, δυό αγάπες...
Στο βάζο, λίγα λουλούδια,
στο ραδιόφωνο, δυό παλιά τραγούδια
κάθομαι στον καναπέ
πίνοντας έναν μέτριο φραπέ
ανάβω ένα τσιγάρο
και γίνομαι σαν καραβιού φουγάρο
Κοιτάζω ανάμεσα απ’ τους τοίχους
φτιάχνω στα γρήγορα δυό στίχους
για δυό αγάπες που ύστερα
πέταξαν μακριά σαν αγριοπερίστερα
πικρής ζωής χαλάσματα
σαν τ’ ουρανού τα άσματα
και κλαίω από λύπη
για την αγάπη που μου λείπει!
Ω! Ερωτα...Ερωτα...
Ο νους μου, στείρος, ρηχός κι’ άγονος,
κολυμπώντας στου έρωτα τα ορμητικά,
θολά νερά ονειροβατεί κι’ ακροβατεί
στου Παραδείσου τον αυλόγυρο
Ρίχνω μια κλεφτή ματιά μέσα
απ’ τις πύλες της Παράδεισος
και τον βλέπω φτερωτό, κατάλευκο,
απτόητο, να με κοιτά με χαμογελαστό,
περιπαιχτικό, ελαφρώς ειρωνικό, ύφος
Με καλεί ξεδιάντροπα και απροκάλυπτα,
να διαβώ τις άβατες Παραδείσιες πύλες,
να γευτώ τους απαγορευμένους καρπούς
της νιότης απ’ το αθάνατο δέντρο της ζωής
που υψώνεται περήφανο και περίτρανο
στα ανθισμένα λιβάδια της Ουτοπίας
Ω, Έρωτα σφοδρέ και αξεπέραστε
εσύ που ελλοχεύεις στον κόρφο των
δεκατετράχρονων κοριτσιών
ζείς κάτω από τα μεταξένια τα μαλλιά
που τρεμουλιάζουν στου πόθου τ’ αγέρι
μεσ’ το μυαλό, μεσ’ την ψυχή,
κάτω απ’ τα άλικα τα στήθη
Κι’ από κει φτεροκοπάς στης Ανοιξης
το μυρωδάτο αεράκι καβάλα
σε γοργόφτερο χελιδόνι
και πας αλλού, σ’ άλλη φωλιά,
σ’ άλλη διψασμένη αγκαλιά,
σαν πανώρια πεταλούδα που πετά
από λουλούδι σε λουλούδι
καρπίζοντας τα στέρφα αδέρφια μας
σε χιονισμένες βουνοκορφές,
σε ολοπόρφυρα κοραλλένια δάση,
σε ανήλιαγες θαλασσινές σπηλιές,
κάτω απ’ το μούχρωμα του Φεγγαριού,
παίζοντας το αιώνιο παιχνίδι
του έρωτα και της αγάπης
χωρίς σταματημό, χωρίς αναπαμό
και πάλι απ’ την αρχή!
Ο Έρωτας την πόρτα μου χτυπά
Μπήκε η άνοιξη και τα λουλούδια ανθίζουν
μ’ ελπίδες την γέρική μου την καρδιά γεμίζουν
μύρα, γιασεμιά, βασιλικό και μύρτιλλα και δυόσμο
μοσχομυρίζουν και πλημμυρίζουν όλο τον κόσμο
σαν αύρα πρωινή, σαν ζωογόνο δροσερό αεράκι
με κάνουνε να νιώθω νιός, σωστό παλικαράκι!
Ο Έρωτας την ‘Ανοιξη πάντα με καλεί
αλλά η μοίρα με παρακαλεί:
Κάτσε γέρο στα αυγά σου
γιατί θάβρεις τον...καυγά σου!
Ο ‘Ερωτας την πόρτα μου χτυπά
και η ψυχή μου τρελλά καρδιοχτυπά
αλλά εγώ δεν του ανοίγω
απ’ την μοίρα μου ποτέ δεν θα ξεφύγω:
Η γριά μου με περιμένει
και ο Έρωτας να ...μένει!
Κάλλιο να φάω απ’ την γριά μια πίτα
παρά μια κρύα... χυλοπίτα!
Έρωτας, γεροντοέρωτας...
Σαν τον πάτο των τρύπιων μου των παπουτσιών
κι οι τρύπες στα τολμηρά τα τζιν των κοριτσιών
αυγάτισαν, ανδρώθηκαν, θέριεψαν, μεγάλωσαν
σαν Μαγιάτικος ανθός, σαν ανοιχτό μπουμπούκι
τις προσταγές του έρωτα εξύπνησαν και άλωσαν
της ψυχής μου το σφαλιστό κι’ ανήλιαγο σεντούκι
Μεσ’ απ’ τις ορθάνοιχτες πόρτες του Παραδείσου
με προσκαλούν να διαβώ το χείλος της αβύσσου,
να γευτώ τους απαγορευμένους τους καρπούς
της νιότης που ανθίζει σ’ ουράνιους ατραπούς
με ζέση να τρυγήσω το θεσπέσιο, άλικο κορμί
που κρύβεται από κάτω, με πάθος και ορμή!
Τα φύλλα της καρδιάς και της ψυχής αναριγούν
απ’ τον πόθο, το πάθος και την προσμονή ριγούν
μύρα, βασιλικό, δάφνη και μύρτιλλα και δυόσμο
ευωδιάζουν και διαλαλούν σ’ όλο τον κόσμο
σαν αύρα πρωινή, σαν δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι
δίνουν πνοή αθάνατη στης έρημης ζωής τα ράκη!
Κάθε αγάπη είναι και μια ιστορία
Κάθε αγάπη είναι και µια ιστορία
που αρχίζει πάντα µε την λέξη «σ’αγαπώ»,
άλλοτε όμως είναι μια τραυματική εμπειρία
µ’ ένα απότοµο φινάλε τραγικό!
Με χίλιους όρκους και ολόγλυκα φιλιά
αυτό το βράδυ η αγάπη µας αρχίζει
έτσι στον έρωτα συµβαίνει από παλιά
µα το φινάλε µόνο η µοίρα το γνωρίζει
Τα δυό σου χείλη ψιθυρίζουν «σ’ αγαπώ»
µα δυσκολεύοµαι πολύ να το πιστέψω
µε αµφιβολία µεσ’ τα µάτια σε κοιτώ
κι’ όλο πασχίζω την αλήθεια να µαντέψω!
Κάθε αγάπη είναι και µια μαρτυρία
που αρχίζει πάντα µε την λέξη «σ’ αγαπώ»
σε άλλους όμως µια λυπητερή ιστορία
µε φινάλε τραγικό και ποταπό!
Άλλοτε πάλι είναι µια άδολη, αγνή αγάπη
που έχει τέλος απαλό, αισθαντικό,
μα του δικού µας του ροµάντζου το φινάλε
πρέπει νάναι και θα είν’ ροµαντικό!
Ένας μοιραίος έρωτας (old version)
Κάποτε είχα μια περιπέτεια με άδοξο το τέλος
όπως κατέληξεν ο Πάνκαλος και ο Βενιζέλος.
Όταν ήμουν νέος, ευπροσήγορος κι’ ωραίος,
άνδρας γοητευτικός, πραγματικά μοιραίος,
επολιόρκησα ερωτικώς μίαν νεαρή κοπέλα
που ήτανε πανέμορφη, πραγματικά μια τρέλα,
αν και φαινόταν χρησιμοποιημένη κάπως
και κυνική όπως ο Διογένης και ο Μένιππος.
Την κόρη εβελτίωσα με δύναμη και σθένος
στο πρόσωπο, στο στήθος και το σώμα
(εκτός από τα χείλη, τα μάτια και το στόμα),
ώστε έδειχνε σχεδόν κατά το ήμισυ παρθένος
και την επολιόρκησα μ’ επιμονή και μένος,
αν κι’ ήμουν άπειρος κι’ αθώος ο καημένος.
Ένα βράδυ αποφάσισα να τηνε συναντήσω
και, στο στόμα της να την γλυκοφιλήσω.
Στο σπίτι της λοιπόν πήγα μια νύχτα λάθρα
νόμιζα ότι έμενε σε περιοχή αριστοκρατική,
δοθέντος ότι ήταν ευγενής και διακριτική,
αλλ’ αυτή διέμενε κοντά σε μι’ αποβάθρα
και στην πόρτα της έλαμπε ένας φανός
χρώματος ερυθρού αρκούντως ασθενώς.
Το επόμενο πρωί που έφυγα απ’ την οικία
κατάλαβα ότι έκανα μάλλον μια...βλακεία
διότι έκανε φτερά ο μισθός ενός μηνός
που είχα στην κωλότσεπη όλως εμφανώς
Το γεγονός αυτό με γέμισε λύπη και αιδώ
πράγμα που συλλογίζομαι ακόμα και εδώ
γιατί ένας έρωτας πραγματικά μοιραίος
στο τέλος αποδείχθηκε πως ήταν αγοραίος!
Ένας μοιραίος έρωτας (new version)
Διερχόμενος τυχαίως έν σοκκάκιον σκοτεινόν
εις Προάστειον Ανατολικόν των Αθηνών,
είδον νεαράν ευειδή καθήμενην ευθυτενώς
παρά την θύραν πτωχικού τινος οικίσκου
(είχον καταναλώσει ικανήν ποσότητα λυκίσκου),
και ύπερθεν αυτής έφεγγε φανός τις ασθενώς
χρώματος ανοικτού ερυθρού έως πορφυρού,
την οποίαν δεν επρόσεξα ως εκ του πονηρού.
Η κόρη αύτη ήτο πτωχικώς ενδεδυμένη
με μίαν φορεσιάν ουδόλως ενδεδειγμένη,
καθότι ήταν γυμνή κατά το ήμισυ ή όλως,
ώστε της διεγράφετο προκλητικώς ο...μώλος!
Την νεαράν ταύτην κόρην ερώτησα με αιδώ :
βλέπω σας ελαφρώς ενδεδυμένην και εδώ,
και διερωτώμαι εάν ευρίσκεσθε εις αμασίαν,
ώστε αδυνατείτε να έχετε πλήρη ενδυμασίαν.
Η δύστυχος η κόρη απήντησεν καταφατικώς,
ώστε επρότεινα εις αυτήν, ονόματι Ασπασίαν,
να την ενισχύσω, τι άλλο, οικονομικώς,
ίνα αγοράσει συμπληρωματικήν ενδυμασίαν.
Η κορασίς αύτη ήτο σεμνή κι› ευγενεστάτη,
διότι, ως ίστατο κάτωθεν του φανοστάτη,
με προσεκάλεσεν στον πτωχικόν οικίσκον,
όπου και κατηνάλωσα άφθονον λυκίσκον,
και μου επέδειξεν μεγίστην ευγνωμοσύνη
προσφέροντας τα κάλλη της ως δεσποσύνη,
αφού προεκατέβαλα δραχμάς εννεακοσίας,
δια να προμηθευθεί πλήρεις ενδυμασίας!
Αποχωρών την επομένην της νυκτός πρωίαν
της πτωχικής, αλλά φιλοξένου, ταύτης οικίας,
δια να μεταβώ, ως όφειλα, εις τινα εργασίαν,
αντελήφθην ότι έπεσα θύμα μιας βλακείας,
αφού το έμβασμα της μηνιαίας μου συντάξεως,
ήτοι τετρακισχίλιαι και εκατόν δύο δραχμές,
και ένας χρυσούς σταυρός πρώτης τάξεως,
είχαν εξαφανισθεί εις του πάθους τις αιχμές,
και τότε κατάλαβα ότι ο έρωτας αυτός,
τον οποίον ενόμισα πως ήτανε καυτός,
δεν ήτανε αυθόρμητος, αληθινός, μοιραίος,
αλλ' ήταν, δυστυχώς, ψευδής και αγοραίος!
Που κατοικεί ο έρωτας
Ο έρωτας φωλιάζει στα μάτια,
κάτω απ’ τα μισάνοιχτα βλέφαρα
των δεκατετρά - πεντά - εξάχρονων νεανίδων
Κάθετ’ εκεί και καρτερεί
του χρόνου το αδράχτι
κι’ όταν οι ώρες κυλήσουν αργά,
βασανιστικά, το ανήλεο ταξίδι τους
στο άπειρο, στη λύτρωση,
σαν αστραπή αστράφτει και βροντά,
φοράει χρυσοστόλιστο δάφνινο στεφάνι,
κλείνεται σ’ εσθήτα αιθέρια,
χρυσοκέντητη, λούζεται με αστρόσκονη,
κάτω απ’ το φως των κεριών που σιγοκαίνε
στο καντηλέρι της ζωής,
καβαλάει γοργόφτερο, γλυκόλαλο αηδόνι,
κι’ αρχίζει ατέλειωτο, αλαργινό ταξίδι
αναζητώντας την Ιθάκη του...
Αναβλύζει απ’ τα χαμογελαστά,
τρυφερά πρόσωπα των κοριτσιών
που προτάσσουν ανερυθρίαστα
και με τόλμη τα άσπιλα, ολόλαμπρα,
στητά και θαρραλέα στήθη τους,
Ξεχειλίζει σαν ποτάμι από τα ρόδινα,
μισάνοιχτα ηδονικά χείλη κι’ από κει,
συνεχίζοντας την φρενήρη πορεία του,
αναπαύεται για λίγο μέσα στο λακάκι
που κάθεται μοναχό του, το καημένο,
κάπου ένα μίλι κάτω απ’ τα χείλη
Κυλά ύστερα ανάμεσα απ’ τα φιδίσια,
μεταξένια μαλλιά που ανεμίζουν περήφανα
και ξέπλεκα στ’ Αυγουστιάτικο, ζεστό
θαλασσινό αεράκι
Αναπηδά απ’ τους φωταγωγημένους λοφίσκους
που υψώνονται περήφανοι, κυρίαρχοι, δεσποτικοί,
σαν ώριμα γλυκόξινα Απριλιάτικα κερασάκια
στις αδιάβατες κορφές των πανώριων βουνών
που στολίζουν τα υψίπεδα της γυμνής κοιλιάς,
και συνεχίζει ακάθεκτος την κάθετη πορεία του,
πάνω απ’ τα δαιδαλώδη βάθη της ομφάλιας πύλης,
του κέντρου ολόκληρης της γης, του Σύμπαντος!
Στο τέλος, κατάκοπος αλλά ευτυχισμένος,
ξεχύνεται μέσα από τις τρύπες των παντελονιών
που φιλοξενούν τους πάλλευκους, απαλούς,
ελαφρά χνουδωτούς, πολεμοχαρείς μηρούς
κόρης αγνής, πορφυρογέννητης και τρυγά
με δίψα πρωτόγνωρη τα ώριμα σταφύλια
της αγάπης, του πάθους και της αθανασίας
αφήνοντας ξέπνοος τον αγλαό του σπόρο
στα ανθισμένα λιβάδια του Παράδεισου,
και πάλι απ’ την Αρχή!
Ρόδο του Ισπαχάν
Οι ροδαλές της παρειές συναγωνίζονταν
τα κερασόχρυσα πορφυρογέννητα χείλια της,
οι αβροί λοβοί των ωχρορόδινων αυτιών της
λιγοθυμούσαν στο Ανοιξιάτικο αεράκι
τα αιθέρια, κρινένια της δάχτυλα
τρεμόπαιζαν στο αχνό φως των κεριών
που φώτιζαν την αρχοντική της μορφή,
τον ποθοπλάνταχτο σβέρκο,
τους λεπτότριχους, κοντυλένιους μηρούς,
τις αλαβάστρινες κνήμες
Γέννημα αγλαό αρχαίας Ολύμπιας Θεάς,
γοργόνας αλαφροΐσκιωτης σε σκοτεινές σπηλιές,
γαλουχημένη με το νέκταρ θαλάσσιων ανεμώνων,
κορμί θεσπέσιο, βλαστάρι πελαγίσιας αύρας,
θρεμμένο με τους ανθούς των άλικων κοραλλιών
που αναριγούν τα φιδίσια κλαριά τους
στον ελαφρύ, ρυθμικό κυματισμό
του πέλαγους των ανολοκλήρωτων πόθων...
Ω, εσύ νεραϊδογέννητο ρόδο του Ισπαχάν!
Παρθένας νεράιδας κύημα λαμπροστόλιστο,
άυλο όραμα, κουκούλι αιθέριο, ολομέταξο
υφασμένο στοργικά απ’ το πατρικό χάδι
και της μάνας σου το υπερήφανο βλέμμα
Η καρδιά σου διψά για έρωτα και αγάπη,
περιμένει αυτόν που θα τρυγήσει τα δάκρυά σου
στα υψίπεδα του πάλλευκου κόρφου σου,
πάνω από δυό ορθόστητους λοφίσκους,
όπου δυό ώριμα, ολοπόρφυρα κερασάκια
ακροβατούν σε μια απύθμενη χαράδρα
και ριγούν από πόθο και προσμονή!
Εμπρός, Δέσποινα της ψυχής μου!
Ας γίνουμε στίχοι για ένα ποίημα!
Ας καταχτήσουμε χώρο σ’ ένα πίνακα!
Ας γίνουμε μνημείο υπερ των “πεσόντων”
στα δίχτυα του έρωτα!
Ας γίνουμε ένα φιλντισένιο, πανώριο άγαλμα
καταμεσίς στην πλατεία των πεθαμένων πόθων!
Carpe Amor!
Σκοτεινός έρωτας...
Λίγοι νάρκισσοι, στα βάζα,
λίγα κάντρα,
στο πιάνο παίζει αβρά,
ουράνια μελωδία,
ενώ στην διπλανή την μάντρα
αντηχεί οξύφωνη
μια γατοσυναυλία...
Χλωμό φως περνάει
απ’ του παράθυρου τις γρίλιες
και φωτίζει μόλις αμυδρώς
την σιλουέτα ενός ανδρός
που φυλάει με την ψυχή στο στόμα,
τσίλιες
Η μελωδία τέλειωσε
κι’ η κόρη μ’ αγωνία
προσμένει το ροχαλητό
ν’ ακούσει του μπαμπά της
για να καλέσει άφοβα
κι’ ελεύθερα κοντά της
τον νέο απ’ την γωνία
Μεσάνυχτα εσήμανε...
Κι’ η κόρη σκάει μύτη
κρυφά – κρυφά από το σπίτι,
ενώ ο γέρος άρχισε
μέσα στην κάμαρά του
τα μουσικά ...ροχαλητά του!
Η σούπα...
Μια μέρα πήγα την γυναίκα μου στην ίδια την ταβέρνα
τότε που ο έρωτας ο πλάνος
τις καρδιές μας εκυβέρνα,
εκεί που είμαστε σφιχτά αγκαλιασμένοι
τους πρώτους όρκους δώσαμε
σφοδρά ερωτευμένοι
Μαζί με τα ορεκτικά
παράγγειλα και σούπα
κι’ εκεί που έβαζα κρασί
μέσα σε μία κούπα
μου λέει η γυναίκα μου,
που πρέπει να σας πω
πως ήταν παχιά, στριφνή
και λίγο κοντοστούπα:
«Εχω το ίδιο κάψιμο
στο πρόσωπο, στο στήθος
που είχα όταν μου’ λεγες
με πάθος και με ήθος
πριν από εξήντα τόσα χρόνια
πως μ’ αγαπάς ακόμα
με φίλαγες στα χέρια, στα μαλλιά,
στο άλικο το στόμα»
Δεν είναι τίποτα αγάπη μου,
της είπα, έρωτα και λατρεία μου
αν δεν σου τόλεγα εξαρχής
θα ήταν ανανδρία μου:
Αυτό το κάψιμο που αισθάνεσαι
στο στήθος το δεξί
δεν είναι από αγάπη ή έρωτα
για να το πω αυτολεξεί
δεν είν’ απ’ τα γλυκόλογα
που σ’ούλεγα και σ’ ούπα,
αλλ’ απ’ το βυζί σου που’ πεσε
μεσ’ την καυτή την σούπα!
Η στολή του έρωτα
Μια μέρα τη γυναίκα μου γυμνή την αντικρίζω
(το λέω πάλι σήμερα με λύπη και δακρύζω)
ν’ ακκίζεται στου μπάνιου τον καθρέφτη
(αν θέλετε με βγάζετε ελεεινό και ψεύτη)
Οι τρίχες μου σηκώθηκαν,
μου θόλωσε το όμμα
και την ρωτάω έκπληκτος
και μ’ ανοιχτό το στόμα:
Τι κάνεις εκεί, τρελλάθηκες,
την ψώνισες γυναίκα,
γιατί κυκλοφορείς γυμνή,
η ώρα πάει δέκα!
«Εβαλα την φορεσιά του παθιασμένου έρωτα
γιατ’ ήθελα να κάνουμε παιχνίδια αξημέρωτα»
μου απαντά εκείνη πονηρά με συστολή γεμάτη
και μούκλεισε με τσαχπινιά τ’ αριστερό το μάτι.
Εντάξει, κι εγώ της απαντώ
με την ψυχή στο στόμα,
αφού την θέλεις φόρα την,
κι’ ας μοιάζεις μ’ ένα πτώμα,
αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάς
προτού να καμαρώσεις
την φορεσιά του έρωτα
καλά να σιδερώσεις!
Τρύπιος...έρωτας
Σαν τις τρύπες των παλιών μου παπουτσιών
κι’ οι τρύπες στα τζιν των κοριτσιών
ανδρώθηκαν, επλήθυναν, μεγάλωσαν
σαν Μαγιάτικος ανθός, σαν ανοιχτό μπουμπούκι
τις προσταγές του έρωτα ξύπνησαν και άλωσαν
της ψυχής μου το σφαλιστό σεντούκι
Μεσ’ απ’ τις ορθάνοιχτες πύλες του Παραδείσου
με προσκαλούν να διαβώ το χείλος της αβύσσου,
να γευτώ τους απαγορευμένους τους καρπούς
της νιότης που ανθίζει σ’ ουράνιους ατραπούς
με ζέση να τρυγήσω το θεσπέσιο κορμί
που κρύβεται από κάτω, με πάθος και ορμή!
Μια φωνή όμως μέσα μου με συγκρατεί,
κι’ η λογική μου ψιθυρίζει σιγανά στ’ αυτί:
Κάτσε γέρο στα αυγά σου
γιατί θάβρεις τον μπελά σου
από την πολλή την...κάβλ@
θα σε βρούνε, γέρο, τάβλα
Η γριά σου σε περιμένει
και ο Έρωτας ...κομμένη!
Η φαλακρή πεταλούδα
Μια τετράπαχη, αν και κουτσή,
και ελαφρώς καραφλή, πεταλούδα
με συνάντησε ένα μουντό πρωινό
στο ξέφωτο του δάσους των αναμνήσεων,
ανάμεσα στα πεθαμένα χαμόκλαδα
της περασμένης νιότης μου.
Ήρθε, η κακομοίρα,
φτεροκοπώντας τρελά
σαν μεθυσμένος
μετά από ένα τρελό γιορτάσι
της μέρας τον απόηχο,
το φως για να γιορτάσει
και θρονιάστηκε στο φαλακρό,
ξερό καύκαλό μου
σαν γήινη σεληνάκατος
που προσγειώνεται ανώμαλα
ανάμεσα στα βουνά
και τους κρατήρες
ενός ολόγιομου φεγγαριού,
νομίζοντας προφανώς ότι βρήκε μέρος
κατάλληλο να κλωσήσει τα αυγά της
Την κοίταξα λοξά χωρίς να την ταράξω
σκέφθηκα να κάτσω να της πω,
στην άκρη τις σκέψεις μου ν’ αράξω
που με ταρακουνούν σαν άγρια τρικυμία
στο ταραγμένο μου μυαλό, όχι πολλές,
μονάχα μόνο μία:
Τι είναι ο έρωτας;
Έρωτας είναι, άρχισε η πεταλούδα, είναι...
Άσε, θα σου τα πω απ’ την αρχή:
Ο έρωτας φωλιάζει στα φιλήδονα μάτια
των δεκατετράχρονων κοριτσιών
Κάθετ’ εκεί και καρτερεί,
περιπαιχτικός, παιχνιδιάρης και άστατος,
σαν παλιάτσος στην αυλή
του Βασιλιά πανδαμάτορα Χρόνου,
και, σαν καιροσκόπος Πολιτικός,
περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία,
το «θύμα» που θα πέσει στην παγίδα του,
στα δίχτυα του έρωτα και της αγάπης...
Κι’ όταν έρθει η στιγμή να εγκαταλείψει
το πατρογονικό του κάστρο,
φοράει χρυσοστόλιστο στεφάνι,
κλείνεται σ’ εσθήτα χρυσοκέντητη,
λούζεται με αστρόσκονη
κάτω απ’ το φως των κεριών
που σιγοκαίνε στο καντηλέρι της ζωής,
καβαλάει γοργόφτερο χελιδόνι,
κι’ αρχίζει ατέλειωτο ταξίδι
για τον τελικό του προορισμό,
την αγαπημένη του Ιθάκη...
Αναβλύζει απ’ τα χαμογελαστά
πρόσωπα των κοριτσιών,
που προτάσσουν με τόλμη
τα αλαβάστρινα στήθη τους,
Ξεχειλίζει σαν αφρισμένο ποτάμι
μεσ’ απ’ τα μισάνοιχτα, ηδονικά χείλη,
κυλάει στους κυματιστούς λοφίσκους
των καλλίγραμμων ωχρορόδινων παρειών,
πέφτει κατηφορίζοντας μέσα στο λακάκι
που κάθεται μοναχό του, το καημένο,
ρηχό, αλλά γλυκό, κάπου ένα μίλι
κάτω απ’ τα ολόδροσα χείλη
Στέκεται εκεί, ίσα – ίσα να πάρει ανάσα,
κι’ ύστερα μπερδεύεται ανάμεσα
στα φιδίσια, μεταξένια μαλλιά
που ανεμίζουν περήφανα
και ξέπλεκα στ’ Αυγουστιάτικο
καυτό, θαλασσινό αεράκι,
και αναγκάζει τα κορίτσια
να παραμερίζουν μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού
τις δήθεν «ενοχλητικές», μπούκλες
της ατίθασης κόμης που τους κρύβουν
τα μισόκλειστα, υγρά απ’ τον πόθο,
μάτια που αστραποβολούν
από χαρά και προσμονή
Ξεχύνεται μεσ’ απ’ τους ηλεκτρισμένους πόλους
που σπινθηροβολούν δεσποτικοί,
σαν ώριμα Απριλιάτικα κερασάκια
στις κορφές των πανώριων βουνών
που στολίζουν τα υψίπεδα
της γυμνής κοιλιάς τους
Ξετρυπώνει μέσα από τις ξεφτισμένες τρύπες
των παντελονιών που κρύβουν
τα γόνιμα εδάφη του θεϊκού κορμιού τους
απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών
και φιλοξενούν τους πάλλευκους,
απαλούς, χνουδωτούς, αλλά και, καμιά φορά,
δασύτριχους, πολεμοχαρείς μηρούς,
Κι’ από κει, βουτάει ολόκορμος
μέσα απ’ τα βάθη της ομφάλιας πύλης,
στο κέντρο ολόκληρης της γης,
του Σύμπαντος, του αστρικού γαλαξία,
στα έγκατα της μάνας γης
που τον γέννησαν μια έναστρη,
μαγική ανοιξιάτικη νύχτα
Εκεί μέσα, στα σπλάγχνα της μάνας γης,
χωρίς να πάρει ανάσα, κάνει βουτιά
σε καταπράσινα, ανθισμένα λιβάδια,
σ’ απότομους γκρεμούς, θαλασσινά λαγκάδια,
καβαλάει απάτητες, χιονισμένες βουνοκορφές,
φωλιάζει σε σκοτεινές σπηλιές,
σαν ξωτικό, γοργόνα
Φτάνει κατάκοπος, αλλά ενθουσιασμένος,
σε μια «καιόμενη βάτο», σε ένα πυκνό θάμνο
με πολύπλεχτα διαμαντοστόλιστα
κλαριά και φύλλα, τα παραμερίζει
και προχωράει δισταχτικός
σε μια μυστηριώδη, απόκοσμη σπηλιά
όπου αράχνες κεντούν
το λεπτοδουλεμένο δίχτυ τους,
φτεροκοπούν παραδείσια πουλιά,
γλυκόλαλοι κορυδαλλοί, λευκά περιστέρια,
και, σαν πάνοπλος Σταυροφόρος,
ξεκινά αρματωμένος
να κατακτήσει τα ιερά χώματα
Εκεί, συναντάει κόρη πανώρια,
πανέμορφη, άυλη, αιθέρια,
σμίγει μαζί της μ’ ένα φλογερό φιλί
και αφήνει τον γόνιμο σπόρο του,
δίνει ζωή τρανή και κρατερή
σε μήτρα πρόθυμη και καρπερή,
σ’ ένα πανώριο μαύρο μαργαριτάρι
Ο σπόρος του, μαζί με δυό καντάρια ζάχαρη
και χίλιες ουγγιές σιτάρι
(συγκομιδή των πειρατών
στο τελευταίο τους ρεσάλτο)
αφήνει την πατρίδα του και δίνει ένα σάλτο,
μπαρκάρει σε σκούνα τρικάταρτη, πειρατική
πλανιέται σε κόσμους ονειρικούς,
στην Καραϊβική, στους Τροπικούς,
στη Θάλασσα των Σαργασσών,
σε χώρες μαγικές,
σύντροφος μάγων και μαγισσών,
κλείνεται ερμητικά σ’ ολόχρυση κασέλα
κι’ εκεί πλανιέται στ’ ουρανού τα διάσελα
για να στολίσει λάμποντας σ’ ένα ταξίδι
δίχως γυρισμό τα αλαβάστρινα τα στήθη,
τον κρινένιο τον λαιμό,
κόρης αγνής αθώας, πορφυρογέννητης,
πανέμορφης, αιθέριας, νεραϊδογέννητης
και πάλι απ’ την αρχή!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έρωτα ακαταμάχητε, μοιχέ, παιδεραστά,
ελλοχεύεις αδιάντροπα στον κόρφο
των άγουρων κοριτσιών
Ζεις κάτω απ’ τα στήθη τους τα πάλλευκα
που τρεμουλιάζουν στου πόθου τ’ αγέρι,
κατοικείς μεσ’ το μυαλό, μεσ’ την ψυχή
μέσα στα καρδιά, στα σπλάγχνα
Βάζεις φωτιά στης ψυχής τα ξερόκλαδα
και πεταρίζεις σαν πληγωμένη πεταλούδα
που αγωνίζεται να φθάσει στο φως
για ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή
στην Παράδεισο, στην Γη της Επαγγελίας
Φωλιάζεις σε μια σπηλιά
όπου πετάνε παραδείσια πουλιά,
και γλυκά φτεροκοπούνε, φέρνοντας
ένα μήνυμα με τα χελιδόνια:
Δεν είσαι μόνος, δεν είσαι δυστυχής:
ο έρωτας είναι παντού, να είσαι ευτυχής,
κάθεται μόνο λίγο κι’ αναπαύεται
και σαν ίσκιος αφουγκράζεται
σε σοκάκια και σε δρόμους
βάζει φτερά στους ώμους
και το αιώνιο παιχνίδι αρχινά
σε μονοπάτια φωτεινά
της αγάπης και του πάθους
χωρίς σταματημό,
χωρίς αναπαμό,
απ’ την στάχτη του ξαναγεννιέται,
και πάλι απ’ την Αρχή!
Χαμένη αγάπη...
Στον τοίχο δυό παλιές γκραβούρες,
στο πιάνο, κάποιες ξεχασμένες παρτιτούρες
στο βάζο, λίγα μαραμένα λουλούδια,
στο ραδιόφωνο, δυό λυπητερά τραγούδια
μια παλιά κορνίζα με ραγισμένο τζάμι
σαν την ζωή μου που πήγε χαράμι!
Κάθομαι αραχτός στον καναπέ
πίνοντας έναν μέτριο φραπέ,
απλώνω τις αρίδες
σα νάμαι στις Βαλεαρίδες
κι’ ανάβω ένα σέρτικο τσιγάρο
και γίνομαι σαν καραβιού φουγάρο
Κοιτάζω σκεφτικός τις ζωγραφιές στους τοίχους
θυμάμαι δυό αγάπες, δυό στίχους
τότε που η αγάπη πέταξε σαν περιστέρι
και έχω την μοναξιά για ταίρι
και κλαίω με μαύρο δάκρυ
για την ζωή μου που έφτασε στην άκρη!
Ανοίγω το παλιό, σκοτεινό ντουλάπι
εκεί που κρύβω μια ξεχασμένη αγάπη,
δυό κλειστά, ξεθωριασμένα γράμματα
που με κοιτούν σαν άψυχα αγάλματα
κι’ αναστενάζω από λύπη
για την αγάπη που μου λείπει!
Χαμένη νιότη...
Εξήντα δυό απτούς και πλήρεις ενιαυτούς
έχει γνωρίσει η Λιλή, ήτοι έτη εξήντα δύο,
κι’ απ’ αυτά εξόδεψε ακριβώς σαράντα δύο
στην κάμαρα του φτωχικού της του σπιτιού,
κι’ εκεί, στην κόχη του ξύλινου παραθυριού,
δίπλα στο τζάκι κάθεται κι’ ολημερίς υφαίνει
την τύχη της την θλιβερή άδικα εξυφαίνει!
Εκεί περιμένει η Δεσποινίς Λιλή, η κακομοίρα,
τον καλό της, αυτόν που της στέρησε η μοίρα,
τον αρραβωνιαστικό της, τον άτυχο Λεωνίδα,
της ζωής της την χαρά, το θάρρος, την ελπίδα
αυτόν που χάθηκε πριν από μισόν αιώνα
προτάσσοντας τα στήθη του στον ιερό αγώνα
στη Μέση Ανατολή, στην έρημο, στον πόλεμο
και την ζωή της σκόρπισε σαν χαρτοπόλεμο!
Εκεί τον περιμένει ακόμη, αδέσμευτη και μόνη
σφυροκοπώντας μνήμες στου χρόνου το αμόνι
πιασμένη στου έρωτα το στοιχειωμένο αδράχτι
τον Χάροντα τον σκληρό, τον άδικο έχει άχτι
Εκεί, με τ’ άσπρα της τα μαλλιά λυτά,
σαν αδέσποτο σκυλί η ψυχή της αλυχτά
και η σκυφτή, βουβή, θλιμμένη της μορφή
την λύπη απροσμέτρητη έχει γι’ αδερφή
Εκεί καρτερεί την ιερή τούτη την ώρα
αυτόν που χάθηκε στου πόλεμου την μπόρα
σαν ήρωας στεφανωμένος και λαμπρός
να ξαναγεννηθεί στα μάτια της εμπρός
μέσα απ’ τους αθάνατους τριακόσιους
Εκεί λαχταράει να τον δει
νάρχεται στου δρόμου την στροφή
γλυκό φιλί στο στόμα να της δώσει,
την ψυχή του σ’ αυτήν να παραδώσει
και νύφη αιθέρια, λαμπροστόλιστη
να διαβεί της εκκλησιάς την πόρτα!
Εκεί, καθώς αναπολεί τα περασμένα η Λιλή,
σκύβει βαρύ κι’ ασήκωτο τ’ ασπρόμαλλο κεφάλι,
αφήνει να κυλήσει αργά το δάκρυ στο περβάζι
και μ’ ένα πικρό παράπονο βαριά αναστενάζει :
«Αχ, που είσαι νιότη, αθώα αλλά και ψεύτρα,
της καρδιάς και της ψυχής πλανεύτρα,
εσύ δεν μούλεγες πως θα γινόμουν άλλη;...»
Η αγάπη έφυγε ένα βράδυ
Καθώς μέσα στα μάτια με κοιτούσες
- την νύχτα εκείνη που σε πρωτογνώρισα -
κι’ αδιάκοπα γι’ αγάπη μου μιλούσες
το ψέμα απ’ την αλήθεια δεν ξεχώρισα
Μα η καρδιά σου η σκληρή, αγαπημένη
λες κι’ από πέτρα είναι ολότελα φτιαγμένη!...
πίστεψα στους όρκους σου, μα ύστερα
οι ελπίδες μου πέταξαν σαν αγριοπερίστερα
Σαν άγγελος μου φάνηκες γλυκιά μου
την νύχτα εκείνη που σε πρωτογνώρισα
κι΄ όταν σε κράτησα στην αγκαλιά μου
το ψέμα απ’ την αλήθεια δεν ξεχώρισα
Έφυγες κι’ έφυγε η χαρά μου
κι’ έμεινα μόνος στην κάμαρά μου
όλες τις νύχτες άγρυπνος μένω
και με λαχτάρα σε περιμένω!
Απ’ το μοιραίο εκείνο βράδυ
μ’ έχει τυλίξει βαθύ σκοτάδι
Θολή απ’ τα δάκρυα η ματιά μου
κι’ ο πόνος σφίχτηκε μεσ’ την καρδιά μου!
Γύρισε πίσω
Αναπολώ κάθε στιγμή τα περασμένα
του έρωτά μας ξαναζώ κάθε στιγμή
βλέπω τα μάτια σου τα τόσο αγαπημένα
και ξανακούω την γλυκιά σου την φωνή
Ένα πορτραίτο σου και μια φωτογραφία
και σ’ ένα βάζο μαραμένα γιασεμιά
να τι έχει μείνει απ’ την παλιά μας ιστορία
στης κάμαράς μου την αβάσταχτη ερημιά.
Έφυγες κι’ έσβησε το παν μεσ’ την ψυχή μου
για πάντα απλώθηκε η γκρίζα συννεφιά,
νοιώθω πως είναι άδεια τώρα η ζωή μου
αφού μου λείπει η δική σου συντροφιά
Χωρίς εσένα είναι αδύνατο να ζήσω
μ’ αγάπη και ελπίδα σε περιμένω
η καρδιά μου είναι κάρβουνο αναμμένο,
γύρισε πίσω, αγαπημένη, γύρισε πίσω...
Τ’ ειν’ αυτό, τ’ ειν’ αυτό;
Ίσως νάναι της τρέλας το χάπι
και της μοίρας τ’ ανθρώπου γραφτό
Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη;
Τ’ είν’ αυτό που το λένε φιλάκι;
Σε παρθένας δροσάτο χειλάκι
έχει γλύκα σαν νάναι καυτό…
Τ’ είν’ αυτό που το λένε φιλάκι;
Τ’ είν’ αυτό που ονομάζουνε πόθο;
Του κορμιού μου αφέντη τον νοιώθω
της καρδιάς μου τρελόν οδηγό…
Τ’ είν’ αυτό που ονομάζουνε πόθο;
Τ’ είν’ αυτό, τ’ είν’ αυτό;
Ζαρατούστρα
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.