Για κάποια για την η οποία η ύπαρξη μου είναι λίγο πιο ενδιαφέρουσα απ’ αυτή μιας μύγας. Υποθέτω.
Μου τη δίνει που κάποιοι μπορούν να είναι αυτοί που θέλουν σε αυτό το αστείο ονόματι ζωή. Μ’ ενοχλεί που η δική μου εμπειρία είναι μια μόνιμη σεξουαλική παρενόχληση απ’ τις ανασφάλειές μου. Κι αυτές να μην είχα δεν έχω παράπονο. Έχω την αποτυχία και την απελπισία στο κρεβάτι (εγώ ανάμεσα), τον θάνατο να αυτοϊκανοποιείται στην καρέκλα και τα όνειρά μου να βαράνε πρέζα στη ντουλάπα.
Φυσικά κι όλα ξεκίνησαν από μια κοπέλα. Όσα χρόνια να περάσουν όλα θα ξεκινούν από μια «εκείνη». Τι να κάνω, δεν έχω αντίδοτο στη ζωή.
Είμαι όμως κορυφή στη δουλειά μου. Όλοι οι συνάδελφοι, αν και μπάσταρδοι και ωχαδερφιστές, ξέρουν ότι είμαι crème de la crème. Μου φορτώνουν δικά τους πράγματα κι εγώ αποδεικνύω την ανωτερότητά μου. Πάντα θα ‘μαι στην κορυφή εκεί όπου δε μου καίγεται καρφί.
Έχω και φίλους ξανά μετά το γυμνάσιο. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η έκπληξη.
Ξέρω το ιστορικό μου και τι να κάνω για να τα πυρπολήσω όλα. Μετά θα κάτσω, κλαμένο σκυλί, να αγναντεύω στάχτη και ακρωτηριασμένη εμπιστοσύνη. Τη μυρωδιά της αποτυχίας μόνο ξέρει η μουσούδα μου. Της αναξιότητας, της απόλυτης αναξιότητας την εμφιάλωσα και την φοράω γι’ άρωμα.
Έχω ό,τι θέλω παραμυθιάζω τον εαυτό μου. Αλλά όχι εκείνη. Άρα έχω ακριβώς… τίποτα, συν κάτι ψιλά. Δε θα την έχω ποτέ και με παρηγορεί(;) ότι μάλλον ποτέ δεν την είχα. Τι έννοια το ποτέ, τι σιγουριά και βεβαιότητα χαρίζει. Μια θεότητα που ξέρει ν’ αγκαλιάζει..
Τα 1899 καθαρά που βγάζω παρηγορούν με τον τρόπο τους. Αν μπορούσα να κάνω σεξ μαζί τους… Το κακό είναι ότι θα μπορούσα να βρω οποιοδήποτε «εργαζόμενο κορίτσι» και να λειτουργήσω. Πάει ο μύθος του ρομαντισμού.
Χάνω πολλή ώρα στο πλυντήριο γιατί το απορρυπαντικό μου μιλάει. «Γλείψε με, μωρό μου. Το ξέρω ότι το θέλεις. Γλείψε με». Χάνω πολλή ώρα όταν ξυρίζομαι γιατί το ξυραφάκι με χαϊδεύει για να μ’ ερεθίσει. Ευτυχώς δεν πάω άλλο στο παππού μου γιατί σίγουρα θα προσπαθούσα να κάνω στοματικό στη καραμπίνα.
«Εκείνη», όχι δε βολεύει, μετά θα βασιλεύει επί όλων. Αγγελική τη λένε. Δεν τη λένε έτσι αλλά προφέροντας έστω το όνομά της σα να ζαλίζομαι. Μακάρι επαναλαμβάνοντας το ηλίθιο όνομά της τρεις φορές σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο να εμφανιζόταν. Τρεις εκατομμύρια φορές θα το ‘λεγα. Αλλά θα ‘χανα το μέτρημα και θα εμφανιζόταν κάνας άλλος.
Η Αγγελική είναι ο βασανιστής μου λοιπόν. Το ξέρει; Όχι, βέβαια. Τη περισσότερη ζωή τη ζω στη φαντασία μου οπότε δυσκολεύομαι να διακρίνω τι ξέρουν οι άλλοι και τι όχι. Η Αγγελική όμως υπάρχει σίγουρα, όπως σίγουρα υπάρχει και η ανάγκη μου να με πονάει πάση θυσία, αν μόνο έτσι επικοινωνούμε.
Προφανώς η Αγγελική -επειδή είναι αυτή που είναι- δε θα μπορούσε ποτέ να ερωτευτεί ή να αγαπήσει έστω, εμένα. Να αγαπήσει μία εκδοχή μου με διαφορετικό σχήμα ίσως. Να ερωτευτεί όμως με τίποτα. Μας χωρίζουν πολλά παραπάνω από αυτά που ούτε εκείνη αλλά ούτε και ‘γω δεν κουβαλάμε ανάμεσα στα πόδια μας και αυτά που λυμαίνονται τα κεφάλια μας.
Οπότε η Αγγελική δε μου δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον κι έχει γίνει θεότητα. Ανησυχώ γιατί το αξίζει. Έβαζα τις άλλες διοικήτριες στην περιφέρειά μου για να ‘χω με κάτι να ασχολούμαι. Δεν ξέρω τι θα πει χαρά ή ζωή οπότε θέλω να νιώσω οτιδήποτε αρκεί να είναι στο 100. Με τη μετριότητα να ‘χει λιώσει στο δέρμα μου σαν εκείνο το τοπ που έχω σχεδόν δεκαετία, μάλλον στο 68 φτάνω.
Μετά, τι έχω για να αξίζω την καλή ζωή; Γοητεία; Όχι. Πνευματώδη φύση; Αρνητικό. Ομορφιά ή σπιρτάδα; Γελάω. Έστω ένα ειλικρινές προτέρημα όχι για τα μάτια των άλλων; Θεός φυλάξοι! Οπότε ζω και θα ζω για πάντα στον πρώτο κι απ’ τα πάνω διαμερίσματα θα ακούω φωνές και βογγητά και γέλια και φαντάσματα. Θα ακούω και θα φαντάζομαι.
Πήρα σκυλί. Τελείως συνηθισμένο και ψιλοάρρωστο. Ήθελα να ‘χουμε κοινά βιώματα. Ήθελα κάποιον να μην απαντάει αλλά ν’ αναπνέει. Να μπορώ να τον προσέχω. Να μπορώ…
Η Αγγελική είναι απ’ τους ανθρώπους που μπορεί να θέλει ανθρώπους ολόδικούς της ή καθόλου γιατί η ζωή της το επέτρεψε. Η Αγγελική είναι απ’ τους ανθρώπους που απλώς υπάρχει και την ερωτεύονται. Είναι πλασμένη απ’ την ίδια ύλη που είμαι κι εγώ, διαθέτει τα όργανα που διαθέτω κι εγώ -μάλλον- απλώς έχει κάτι μέσα ή μπροστά ή γύρω της που την διαφοροποιεί αρκετά ώστε να υπάρχει στην διάσταση της πραγματικότητάς μου αλλά να μην είναι απτή. Λούζει την ύπαρξή της κάπου αλλού, δίνει υποσχέσεις γι’ άλλα μέρη.
Μπορεί να επιλέξει να ‘ναι όποια θέλει και ακόμη να τη λατρεύουν. Ποτέ δε θα μάθει μάλλον τι θα πει μοναξιά. Τι θα πει να θες να βγεις και να μην έχεις κανέναν να καλέσεις. Τι θα πει να μην έχεις ποτέ αυτό που θέλεις. Μα ποτέ. Οι καλές σύριγγες είναι ελάχιστες και πάντα άλλων.
Υπό μία έννοια είμαστε το ίδιο πλούσιοι αλλά σε διαφορετικό συνάλλαγμα. Το δικό της έχει αποχρώσεις, εκλεπτύνσεις, ομορφιά και κίνηση το δικό μου τραχύτητα, γωνίες, απόλυτα κι έλη. Ό,τι έχει ο καθένας…
Μα, πώς να σταματήσεις να αγαπάς κάποιον επειδή δε σ’ αγαπάει. Μα, δεν την αγαπάω περιμένοντας να μ’ αγαπήσει. Θα ‘ταν ένα ευτυχές διάλειμμα απ’ τη ζωή μου η αλήθεια είναι. Την αγαπάω γιατί είναι αναπόφευκτο. Την αγαπάω γιατί δε μπορώ να μην την αγαπάω. Στην τελική άλλοι βάζουν σκοπό την ευτυχία άλλοι την οικογένεια (δηλαδή το αντίθετό της) κι άλλοι μη βάζοντας κανέναν φιλοδοξούν να γίνουν πεφωτισμένα αδέσποτα. Εγώ βάζω τον έρωτα που μέχρι στιγμής σημαίνει θάνατος, χειρουργεία, αγωνία. Το σώμα μου έχει περισσότερα φερμουάρ και ραφές από οποιοδήποτε κακοραμμένο ρούχο.
Την αγαπάω κιόλας φουλ εγωιστικά γιατί είναι όσα ποτέ δε θα γίνω. Την αγαπάω γιατί έχει όσα ποτέ δε θα έχω. Γιατί έχει δει την αγριότητα της ζωής κι ενώ μπορεί να γίνει ατζέντης της, ακουμπάει όσο πιο απαλά μπορεί. Κι όταν χρειάζεται σε κάνει να μη μπορείς να περπατήσεις.
Γράφτηκα και σε τμήμα ζωγραφικής. Ο δάσκαλος μιλάει για διαστάσεις. Όλα τα αντικείμενα έχουν τρεις κι εγώ καμία. Προσπαθώ να επαναστατήσω με σύμμαχο μία υπόσχεση για τα «αλλιώτικα» που χάνω ενώ έχω χάσει ήδη περισσότερα. Πόσα βάζα, Θεέ μου, ακόμα;
Είναι ενδιαφέρον πλάσμα η Αγγελική. Σκέφτομαι πώς θα ήταν ο κόσμος αν ο καθένας είχε την Αγγελική του. Για το διαβολικό χιούμορ που αχνοφαίνεται μέσα της αλλά ποτέ δε θα ενηλικιωθεί και καλύτερα. Για τα μάτια της που ξέρει πώς να χρησιμοποιεί και το ίδιο τη γλώσσα της.
Δε θα μάθει ποτέ τι είναι αυτό που την κάνει ακαταμάχητη. Ίσως αυτό να καταλογίζω στις Αγγελικές του κόσμου. Νομίζουν όλα γίνονται φυσικά και με λίγη προσπάθεια.
Μα ο κόσμος της είναι διαφορετικός απ’ τον δικό μου. Δεν αγκομαχάει, έχει βεβαιότητα για οξυγόνο γιατί το κλίμα το επέτρεψε. Ο κόσμος της έχει βλάστηση και παραλίες και δρόμους μπερδεμένους που αν και πάντα οδηγούν αλλού γι’ αλλού, οδηγούν κάπου.
Μαθαίνω και να μαγειρεύω άλλα φαγητά. Καλός είναι ο σανός αλλά χρειάζομαι εγρήγορση. Δυστυχώς η ενέργειά μου δεν πέφτει ποτέ, παρά μόνο στη δουλειά. Σίγουρα το ότι κοιμάμαι πέντε ώρες και πίνω δεκαοχτώ καφέδες κάνει καλό στην υγεία μου. Η μέρα έχει υπερβολικά πολλές ώρες για ανθρώπους σαν κι εμένα. Πολλά χρόνια και βασανιστικά πολλά βράδια Παρασκευής και Σαββάτου.
Η Αγγελική ξέρει πότε να ζητήσει συγγνώμη και πότε να σιωπήσει. Ξέρει να ερωτεύεται και ξέρει και ν’ αγαπάει μάλλον. Είναι τόσο πηγαία και ικανή που μπορεί να χαθεί οπουδήποτε και εύχεσαι να χαθείς μαζί της. Για λίγο νόμιζα ότι χαθήκαμε μαζί και θα πέθαινα από υπερβολική δόση ευτυχίας.
Είναι από τους ανθρώπους που θα περνούσες ζωές μαζί της. Ή μόνο δυο στιγμές και τέλος. Ο χρόνος είναι έννοια ξενόφερτη στην αντίληψή της. Ενώ κοιτάω το γλυκό και σκέφτομαι μήπως είναι δηλητηριασμένο εκείνη το’ χει καταβροχθίσει ήδη και μ’ ένα φιλί αφήνει λίγη σοκολάτα απ’ τα χείλη της.
Την τελευταία διετία ξεκίνησα και kick boxing. Θα ‘χα σκοτώσει άνθρωπο αλλιώς. Αυτό κι αν θα ‘ταν είδηση. Ξεχνιέμαι και κακοποιώ τον σάκο και με κοιτάνε ξαφνιασμένοι. Δεν έχω δικούς μου σάκους όμως.
Δεν ξέρω αν πρέπει να την αγαπάω. Δε μ’ ενδιαφέρει κιόλας γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Δε νομίζω καν να λέγεται αγάπη αυτό το πράγμα αλλά ό,τι κι αν προσπαθώ να μεταφράσω με λέξεις το μαχαιρώνω και φεύγει.
Ίσως καλά κάνω που την αγαπάω ή ό,τι είναι αυτό που κάνω. Γιατί δε θα ήθελα να ‘ναι μαζί μου. Όχι ότι θα κατέληγε ποτέ μαζί μου, αυτό θα παραβίαζε τους νόμους της ζωής. Αλλά στην κατάμαυρη περίπτωση που θα ‘μασταν μαζί, ξέρω ότι θα ανταλλάζαμε τόσο κακό που θα ‘ταν μπανάλ. Και μόνο μπανάλ δεν είναι αυτή η κοπέλα.
Θα έπρεπε να την παραμορφώσω για να χωρέσει στο κρεβάτι μου που ξαπλώνουν τόσοι ακόμη. Θα ‘πρεπε να κυκλοφορεί μονίμως με στολή αστροναύτη στο διαμέρισμά που έχτισα με τη λάσπη που χρόνια προμηθευόμουν. Δεν ήταν πάντα λάσπη.
Το πρόβλημα του φιλιού. Για να τη φιλήσω θα έπρεπε να μάθει στην ασφυξία κι αυτό δεν ξέρω για πόσο θα μπορούσα να της το κάνω. Το δέρμα της παραείναι διαφορετικό απ’ το δικό μου και όταν θα πλησίαζα θα πάγωνα κι εκείνη θα μάτωνε ακουμπώντας το δικό μου. Η καρδιά μου με τις αρρυθμίες της δεν ξέρω πως θα ακολουθούσε τη δική της. Εκείνη θα χόρευε swing και twist, εγώ ηπειρώτικη bachada.
Βλέποντας την Αγγελική σκέφτομαι ότι κάποιοι μεγαλώνουν και άλλοι γερνάνε. Βλέποντάς την σκέφτομαι αν έζησα ποτέ νεότητα. Αυτό με πονάει πιο πολύ απ’ όλα. Άρα με ηδονίζει. Δεν έχει πολύ καιρό που το ‘μαθα -η νεότητα είναι ποσοτική μονάδα μέτρησης, πόσο νέος υπήρξε κανείς.
Δε χρειάζεται να βλέπω την ηλεκτρονική της εικόνα καθημερινά (πια), μου αρκεί η σκέψη. Τα βράδια απλώς σκέφτομαι ποιον πηδάει. Σε ποιον χαμογελάει. Όλα τα στερεότυπα για κάποιο λόγο γίνονται τέτοια. Κυρίως σκέφτομαι σε ποιον χαμογελάει και αν φοράει εκείνο το κίτρινο σουτιέν που λάτρευα. Τις μονές μέρες σκέφτομαι το σώμα της, τις ζυγές το μέλλον που δε θα ζήσουμε.
Πήρα καινούρια απλώστρα και σιδερώστρα και στεγνωτήριο. Πρέπει να κάνω και κάτι άλλο απ’ το να σκέφτομαι. Άπλωμα/ στέγνωμα/ σιδέρωμα/ δίπλωμα, άπλωμα/στέγνωμα/ σιδέρωμα/ δίπλωμα. Δε ξέρω γιατί όλα αυτά μου θυμίζουν τη συνείδησή μου.
Όταν την κοιτάω, όταν τολμάω, παγώνω. Με αγκαλιάζει ο θάνατος. Φοράει άλλη ζακέτα. Και μάσκα. Μόνο όταν την κοιτάω. Τον αναγνωρίζω από το άρωμα και την περίεργη παγωμένη ζεστασιά που ανέκαθεν μου χάριζε. Δεν ξέρω γιατί και δε θέλω να μάθω.
Δε μαθαίνω πλέον, μονάχα κολυμπάω. Και ξέρω πόσο οξυγόνο δεν έχω αλλά πάω πιο βαθιά. Πετάω το μαγιό και βουτάω. Είναι μάλλον η προτελευταία βουτιά. Αλλά ο βυθός έχει τόσα να δω. Είναι διαφορετικός από πριν. Τα ψάρια είναι ίδια, η άμμος ίδια, η βλάστηση ίδια. Αλλά όλα είναι σε διαφορετική απόχρωση. Δε βλέπω πλέον απ’ τα μάτια. Δεν ρωτάω όμως, κουράστηκα, δεν έχει νόημα.
Σταδιακά αδυνατώ να φτιάξω σκέψεις. Οι εικόνες μία μετά την άλλη κάνουν καρέ και μπορώ να ξαναζήσω την καθεμιά απ’ την αρχή για όσο κράτησε. Θα νόμιζα ότι έχω παγιδευτεί αλλά νιώθω να θέλω να ξεράσω ένα απόκοσμο συναίσθημα. Και τότε θα ζήσω για πάντα εδώ κάτω.
Μέχρι τότε όμως ανεβαίνω για την τελευταία ανάσα.. Αλλά κατηγορώ τις λέξεις για την κατάντια. Τελευταία αναπνοή απ’ αυτό τον αέρα και μέσα. Τώρα είμαι για τα καλά μέσα. Κοιτάω προς τα έξω και το έξω δεν υπάρχει. Δεν εύχομαι να μην υπήρχε ούτε και το αναπολώ. Απλώς το φως αποφασίζει ότι τελείωσε ο χρόνος του έξω και συνεχίζω.
Θα ήθελα μόνο να ξέρω αν είμαι στην αρχή, στη μέση, στο τέλος. Ο κύκλος είναι ωραίο σχήμα αλλά από μακριά και μόνο για τους βολεμένους. Δεν αντέχω αυτήν την κυκλικότητα, τη δική μου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο πέρα απ’ το να σπάσει. Το χάμστερ κάποτε θα κουραστεί να τρέχει. Το καρότο θα είναι πάντα μακριά και το μαστίγιο θα χαϊδεύει το σώμα που έχει μάθει μόνο στο δικό του άγγιγμα.
Κουράστηκα. Πόσες Αγγελικές ακόμη πρέπει να υποστώ πριν βγάλω τα μάτια μου;
Μπορώ κιόλας να εγγυηθώ ότι δεν τα ‘βγαλα ήδη; Κι αν αυτή ήταν η δική μου Αγγελική;
Θα δω τηλεόραση. Τουλάχιστον εκεί, αργά ή γρήγορα όλοι καταλήγουν να πηδάνε όλους.
Φωτεινή Scotus
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.