Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ερωτευμένα γράμματα

Ειρήνης Κωτσίδου
Δεν ξέρω τι μέρα ήταν, πόσες πέρασαν από την τελευταία φορά που νοιάστηκα. Ήμουν κουρασμένη, εξαντλημένη. Ήταν σαν να βρισκόμουν στον ψηλότερο πύργο τούτης της πόλης. Περιτριγυρισμένη από πέτρινους τοίχους και μερικά ξύλινα παράθυρα ως δείγμα διαφυγής. Η νύχτα είχε πέσει, το φεγγάρι με τ’ άστρα κυριαρχούσαν στον ουρανό και η πόλη είχε τυλιχτεί με το μαύρο της πέπλο. Μου άρεσε η νύχτα, δεν χρειαζόταν να κρύβομαι, να κρύβω αυτά που νιώθω, αυτά που τόσο με πονούν, αυτά που τόσο με γεμίζουν, αυτά που τόσο με φοβίζουν... Οι ήχοι ήταν διαφορετικοί αυτή την ώρα, κρατούσαν πολλά μυστικά κι αυτό τους έδινε μια αλλιώτικη πνοή, μια πνοή αγωνίας, πάθους και πόνου. Μια πλήρης αρμονία που έβρισκε εμένα ξυπόλυτη επάνω στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Όλα ήταν σκοτεινά, είχα συνηθίσει ωστόσο και μπορούσα να διακρίνω τα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν στο χώρο. Ένας καθρέφτης, ένα γραφείο, μια καρέκλα και εγώ, ήταν αρκετά για να γεμίσουν τον χώρο. Έκανα κύκλους αγγίζοντας τον τοίχο με τις άκρες τον δαχτύλων μου, ήθελα να νιώσω πως ήμουν ακόμα ζωντανή.
Βρέθηκα να κοιτώ μια φιγούρα, μια φιγούρα που με τρόμαξε πολύ. Μαλλιά μπερδεμένα, ρούχα κουρελιασμένα, αδύναμη ματιά. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Το μαύρο φόρεμα έφτανε ως τα γόνατα, γόνατα φθαρμένα, σαν να πάλευε, ίσως πάλευε με τον χρόνο. Σήκωσα το χέρι να τραβήξω τα μαλλιά προς τα πίσω, σκούρα μακριά μαλλιά, κοίταζα τη φιγούρα να αντιγράφει κάθε μου κίνηση. Το πρόσωπο φαινόταν πιο καθαρά τώρα, τα μάτια ήταν πρησμένα, μελαγχολικά, ίσως πέρασε άυπνες νύχτες, ίσως είχε καιρό να φανεί στο φως του ηλίου, ίσως δεν είχε σκοπό. Ξέσπασα σε λυγμούς, ο καθρέφτης μου έδειχνε την αλήθεια, μου έδειχνε πως είχα πιαστεί στον ιστό ενός Έρωτα που ζούσε μοναχικός. Είχα πιαστεί, αυτός με τύλιγε όλο και πιο πολύ και εγώ μαγεμένη στα δίχτυα του δεν αντιδρούσα. Έπεσα με τα γόνατα στο πάτωμα, τα χέρια μου έγιναν μια χούφτα να αγκαλιάσουν το μουσκεμένο μου πρόσωπο.
Ήλπιζα πως θα το’ χε νιώσει και εκείνος. Ήλπιζα πως θα τον έβλεπα ξανά. Ήλπιζα κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Η νύχτα άκουγε τις φωνές μου, τη φωνή γεμάτη ελπίδα, γεμάτη λαχτάρα για να τον φέρει κοντά. Η λογική μου έστρεψε το κεφάλι ξανά. Μου είπαν πως δεν είναι, πως δεν είναι αυτός για μένα. Μα ποιος ορίζει την εγκυρότητα των συναισθημάτων; Ποιος ξέρει να πει τι είναι σωστό και τι όχι; Μπουσούλησα προς το γραφείο που βρισκόταν πλάι στο παράθυρο, εκεί όπου ο μοναδικός μου φίλος έβρισκε τη δική του ηρεμία. Μια στοίβα από γράμματα, σκέψεις βαθιά ριζωμένες μέσα μου, μυστικά που δεν μπορούσε κανείς να γνωρίζει. Ίσως μια μέρα, ίσως... ίσως μόνο εκείνος.

«Το πρώτο άκουσμα»

Αγαπημένε,

Η πρώτη μας συνάντηση στην τελευταία πανσέληνο του καλοκαιριού. Σε μια πανσέληνο που ανέτρεψε όσα πίστευα. Αναρωτήθηκα πως μπορεί μια καρδιά να δοθεί ολοκληρωτικά, πως μπορεί μια φωνή να αγγίξει κάτι τόσο εύθραυστο και να μην το σπάσει. Να το ακουμπήσει απαλά, όπως ένα πούπουλο πέφτει αθόρυβα στο πάτωμα. Τόση αρμονία. Ο δρόμος μου ξαφνικά άνοιξε, θυμήθηκα πως η αγάπη δεν είναι μια λέξη, πως ο κόσμος δεν είναι ψεύτικος, υπάρχουν τα αγνά αισθήματα, άνθρωποι που δεν εξαπατούν, είναι αληθινοί σε κάθε τους λόγο, σε κάθε τους βλέμμα. Δεν χρειαζόταν να σκέφτομαι το βλάψιμο πια. Θυμήθηκα πως αξίζει να παλεύεις για μια αγάπη, για ένα χάδι, για όσα πιστεύεις, για όλα τα όνειρα, αξίζει. Αξίζει να είσαι ζωντανός. Όλα. Τα ένιωσα όλα, στο πρώτο άκουσμά σου. Κατρακύλησα, έπεσα. Μια γλυκιά πτώση, ένα ταξίδι με οδηγό τις νότες. Το πρώτο άκουσμα ήταν σαν ηλεκτρισμός. Οι παλμοί ανέβηκαν και ξεχύθηκαν πυροτεχνήματα, ξεχύθηκαν όλα όσα προσπαθούσα να πνίξω.

Ο νους μου άρχισε να ταξιδεύει, να γυρνάει πίσω στο πρώτο καρδιοχτύπι. Τα μάτια έκλεισαν, η αναπνοή ηρέμησε κι εγώ τρικύμιζα στα κύματα εκείνων των πρώτων λεπτών, της στιγμής που ο κόσμος μου έγινε δικός του, έγινε φωτεινός. Έμοιαζαν να ‘ναι όλα χαραγμένο σε τούτο το γράμμα μα ήταν όλα μέσα μου, άγγιζαν την καρδιά μου σαν ένα μικρό καρφάκι που ανακαλύπτει τη χρησιμότητα του για πρώτη φορά. Τι όμορφα συναισθήματα ξεχείλισαν ξάφνου από μέσα μου; Είχα γίνει μια φτωχή μικρή ονειροπόλος, έπλεα εκεί που η ευτυχία συχνά φωλιάζει. Μια στιγμή που κρατεί για πάντα, μια στιγμή ευτυχίας είναι αρκετή. Παραμένει αλάβωτη κάτω από κάθε κακουχία, από κάθε σκληρή πραγματικότητα.
Έγειρα το κορμί μου απάνω στο ξύλινο πάτωμα αγκαλιά με τα γράμματα μου. Ο μόνος ειλικρινής φίλος. Διάβαζα αυτά που εγώ η ίδια είχα γράψει, διάβαζα και άλλοτε βούρκωνα, άλλοτε χαμογελούσα και άλλοτε χανόμουν σε εικόνες που είχα ζήσει. Ή και όχι.

«Αναμονή»

Θλίψη γύρω μου.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιος θα βρεθεί να αγγίξει τη δική μου σάρκα, να απαλύνει τον πόνο που τόσο βαθιά έχω όντας μακριά σου. Προσπαθώ να τα ζυγίσω μέσα μου, να φύγω από τις κλειδωμένες σκέψεις αλλά τι μπορεί να συγκριθεί με την ηρεμία που με κυριεύει όταν η αλήθεια μου έρχεται αντιμέτωπη με τα μάτια σου; Όταν χάνομαι εκεί μέσα, στο δικό σου κόσμο, έναν κόσμο φτιαγμένο από όλα τα όμορφα που επιθυμώ. Τίποτα δεν μπορεί. Τα νικάς όλα σαν σπαρτιάτης πολεμιστής κι εγώ μένω να περιμένω. Περιμένω εσένα και καταριέμαι τα όσα με δένουν με τη σκιά σου.
Είναι άδικο. Είναι άδικο να είσαι σε κάθε μου σκέψη, σε κάθε μου χτύπο. Σε θέλω. Διψάω για σένα, διψάω για μια σου λέξη. Διψάω για ένα σου βλέμμα.
Μπορεί να υπάρξει αυτός ο Έρωτας; Μπορεί αυτός ο Έρωτας να ζει μονάχος; Πόσο ακόμα θα αντέξει; Πόσο ακόμα θα αντέξει να ζει έτσι; Μισός. Αρνούμαι. Το αρνούμαι ότι είναι μισός, αρνούμαι ότι μπορεί να πεθάνει τόσο απλά. Χωρίς να ζήσει. Η καρδιά μου άλλη μια φορά έτοιμη να δραπετεύσει, να τρέξει, να έρθει να σε βρει. Δεν το νιώθεις; Δεν το έχεις νιώσει ποτέ σου; Αρνούμαι. Το αρνούμαι να το ζω μόνο εγώ. Δεν το αντέχω. Πόσες φορές μπορεί κανείς να πιστέψει; Υπάρχει κάποιο όριο; Υπάρχει κάποιος να μου πει πότε η ελπίδα παύει να υπάρχει; Τα μάτια μου ένας βούρκος. Για σένα. Όλα γίνονται για σένα. Η χαρά, η λύπη. Όλα για σένα. Κλείνω τα μάτια είσαι εκεί. Ανοίγω τα μάτια είσαι εκεί. Είσαι πάντα εκεί. Σαν μια αρρώστια δίχως γιατρειά. Ο κόσμος μου φλέγεται, ένα ηφαίστειο συναισθημάτων, έτοιμο να εκραγεί. Δεν ξέρω που μπορεί να φτάσει. Δεν ξέρω εάν η λάβα του με κάψει, εάν μας κάψει. Πόσες λέξεις να σου πω; Πόσες φορές να σου φωνάξω;
Αστείο. Μιλώ για σένα, μιλώ σε σένα, δίχως εσένα.

Η ματιά μου στράφηκε σε κάποια γωνιά του δωματίου, άσκοπη προσπάθεια, τα έβλεπα όλα θαμπά. Άρχισα να γελάω νευρικά, άρχισα να γελάω με την αφέλεια των πράξεων και των όσων είχα μέσα στην καρδιά μου. Μα πως μπορούσα να πιστεύω ότι θα έρθει ξανά για εμένα. Πως μπορούσα να πιστεύω ότι τα παραμύθια μπορούν να ζωντανέψουν κι εγώ να είμαι μια νέα ηρωίδα αυτών; Αλήθεια, δεν ξέρω. Τσαλάκωσα το γράμμα που κρατούσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Γάντζωσα το χέρι μου στην άκρη του γραφείου και ανασηκώθηκα. Στεκόμουν στα πόδια μου ήξερα πως ήταν ώρα να αλλάξω. Ώρα να προχωρήσω. Ακούμπησα πάνω στο γραφείο ότι χαρτί είχε απομείνει στο χέρι μου και στάθηκα εκεί για λίγο.
Η πόλη ήταν ακόμα ντυμένη στα μαύρα, ήταν διαφορετικά τώρα. Πλησίασα τον καθρέφτη του δωματίου και αυτό που κοιτούσα ήταν μια ανάλαφρη φιγούρα. Τα σκούρα μου μαλλιά έπεφταν πάνω στο άσπρο μακρύ φόρεμα που είχα επιλέξει να φορέσω. Το αγαπούσα πολύ, ήθελα να το πάρω μαζί μου. Χαμογέλασα. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου για να του γράψω το τελευταίο γράμμα.

«Αποχαιρετισμός»

Αγαπημένε,

Είπα πως θα σε αφήσω, θα ξεχάσω. Πολλές φορές το προσπάθησα. Βλέπεις μου είχες τάξει πως θα έρθεις. Εγώ σε περίμενα. Περίμενα πως θα έρθεις, μέσα στην αθωότητα μου πίστεψα πως μπορούσα να αγγίξω λίγο από το όνειρο. Τα όνειρα όμως δεν είναι για όλους τα ίδια και τα δικά μας δεν συναντήθηκαν ποτέ τους.
Ο κόσμος μου είναι φτιαγμένος από πολύχρωμα σύννεφα, πολλά γέλια, φτιαγμένος από αγάπη. Σε πήρα σ’ αυτόν τον κόσμο , με βοήθησες να τον εμπλουτίσω. Μου έμαθες να αγαπώ τη ζωή, να μπορώ να πετώ ακόμα και με ραγισμένα φτερά. Ίσως αγάπησα και σένα. Ίσως να ήσουν μόνο μια ιδέα. Εγώ όμως μεγάλωσα. Βλέπεις ερωτεύτηκα τη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, τα άστρα που φωτίζουν την νύχτα, τα κιτρινωπά φύλλα του φθινοπώρου που αφήνουν την τελευταία τους πνοή με τους πιο λυπηρούς ήχους. Αλλάζανε οι εποχές κι εγώ ένιωθα την πληρότητα, την ευγνωμοσύνη και την τύχη να απολαμβάνω αυτά, να παρατηρώ τη ζωή ενός μικρού άνθους, να ακούω τα πουλιά να κελαηδούν . Πιο πολύ από όλα, ερωτεύτηκα τον απέραντο ουρανό. Εκεί όπου υπάρχει χώρος για όλους, για όλες τις σκέψεις, για όλα τα όνειρα, εκεί όπου ο φόβος δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχουν όρια. Σε είχα μαζί μου σε όλα, σε είχα εκεί. Και σε περίμενα.
Μου είπες πως θα έρθεις. Και εγώ περίμενα.
Ο κόσμος μου γνώρισε τους κεραυνούς, τις μπόρες, τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν οι ανάσες μου πάλευαν να χαθούν στα μαξιλάρια. Ο πόνος μου τόσο αληθινός όσο και ο έρωτας μου για σένα. Ένα κενό μέσα στο στήθος, σκοτάδι που εξαπλώνεται σαν θανάσιμος ιός. Τι κι αν πεθάνω από αυτό, θα ‘ναι γλυκός ο θάνατος.
Είσαι περισσότερα από αυτά που μπορούν να φανερώσουν οι λέξεις. Κι εγώ είμαι χαρούμενη που μπόρεσα να αισθανθώ έστω για λίγο πως μου ανήκεις. Χαρούμενη που μπόρεσα να χαθώ μέσα στα μάτια σου για μερικά μικρά λεπτά. Η ανατριχίλα που άφησε επάνω μου το απαλό σου χέρι, μια ανατριχίλα θησαυρός.
Ίσως να σ’ αγάπησα.
Ίσως να ήσουν απλά μια ιδέα.

Άφησα τη πένα επάνω στο χαρτί. Δεν μπορούσα να του γράψω άλλο, δεν μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να βυθιστεί στο δικό του παραμύθι. Πλησίασα προς το παράθυρο, κοιτούσα τα κίτρινα φώτα της πόλης σαν να ήταν η τελευταία φορά. Η ησυχία της την ώρα αυτή, επικρατούσε πια και μέσα μου. Δεν με ένοιαζε πια. Ήμουν πλήρης, είχα αποδεχτεί την πραγματικότητα. Άνοιξα το παράθυρο και σκαρφάλωσα. Στεκόμουν εκεί όρθια με γυμνά πόδια και ένιωθα το καλοκαιρινό αεράκι να χτυπά ανελέητα το πρόσωπο μου. Το απολάμβανα.
Κοίταξα ψηλά, να χαθώ στο σκούρο του ουρανό που τόσο αγαπούσα, να γίνω ένα πουλί της νυκτός, να είμαι ελεύθερη. Άνοιξα διάπλατα τα χέρια και πέταξα.

🌹

Ειρήνη Κωτσίδου

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα