Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Έρωτας· η τρέλα του νου

Άννας Λαΐτσα
«Δε με ενδιαφέρει, καλή μου, δεν έχει καμία σημασία το γιατί έλειπες, αλλά το αποτέλεσμα», τσίριζε η εργοδότρια της Ειρήνης. «Κουβέντα δεν ακούω, ούτε πιστεύω σε όσα λες, ακόμα κι αν σκαρφιστείς κάτι πολύ καλό αυτή την φορά». Έτσι, ύστερα από ένα σύντομο μονόλογο, της έδειξε την πόρτα του λογιστηρίου της εταιρείας όπου βρισκόταν η απόλυσή της, με ζεστό ακόμα το μελάνι στην υπογραφή της στυγνής εργοδότριας. Παρόλο που είχε ανάγκη τη δουλειά, η Ειρήνη περήφανη όπως πάντα, δεν είπε κουβέντα, μα δεν της χαρίστηκε. Πήγε στο λογιστήριο, μέτρησε τα τελευταία χρήματά της και αποχώρησε με το κεφάλι ψηλά κοιτάζοντας κλεφτά τους συναδέλφους της που φαίνονταν να τη ζηλεύουν λίγο!

Γυρίζοντας στο σπίτι και βρεγμένη ως το κόκκαλο, πέταξε τα παπούτσια που ξερνούσαν από δυο γουλιές νερό σε κάθε βήμα στην κεντρική σκάλα και προχώρησε στην είσοδο του διαμερίσματός της. Οι χάλκινες μπούκλες της είχαν λιώσει στους ώμους της πια και τα ρούχα είχαν κολλήσει στο κορμί της. Έστυψε το κάτω μέρος της μπλούζας και έβαλε το κλειδί στην πόρτα της εισόδου.

Στο χωλ μία βαλίτσα ακουμπισμένη στο πλάι, τακτοποιημένα. Πάνω της ένα καπέλο και μια ομπρέλα τάραξαν το μυαλό της. Ποιος άφησε εδώ τις αποσκευές αυτές; Είναι του Νικολιού μου; Δικά του είναι αυτά τα πράγματα; Γιατί τις ετοίμασε; Αναρωτήθηκε.
Η καρδιά της χτυπούσε ασταμάτητα, μόνο και μόνο στην ιδέα πως ο αγαπημένος της Νικολιός την είχε εγκαταλείψει.
- Νικολιό; Φώναξε, με λιγοστή δύναμη που απέμεινε στη φωνή της.
Η Ειρήνη άρχισε να περπατά με βήμα αβέβαιο και φοβισμένο.

Με έχει εγκαταλείψει, να δεις, δεν εξηγείται αλλιώς, σκεφτόταν καθώς το νερό έσταζε απ’ τα ρούχα της και σημάδευε το πάτωμα με πίκρα. Κι ο Νικολιός άφαντος. Ο φόβος έγινε αγωνία και το βήμα της πιο ταχύ. Κι αφού έψαξε όλο το σπίτι κι ο Νικολιός δεν ήταν πουθενά, στάθηκε όρθια να κοιτά στον καθρέφτη τον εαυτό της και να φαντάζεται ότι τον φτύνει. Εσύ φταις, το ξέρεις; Τον κατηγορούσε. Αν το παιδί ζούσε ακόμα ο Νικολιός δε θα σε εγκατέλειπε. Εσύ φταις με τις απερισκεψίες σου και την ατσουμπαλιά σου. Ο Νικολιός δε ζήτησε τίποτα ποτέ. Μόνο εκείνο το μωρό ήθελε, τίποτ’άλλο. Εσύ, όμως, τι έκανες; Τόσο ερωτευμένη μαζί του και αντί να του χαρίσεις τον καρπό του έρωτά σας, έπεσες κι έχασες το μωρό μέσα σε μια στιγμούλα. Η Ειρήνη πήρε μια ανάσα μελαγχολική και χάιδεψε την κοιλιά της. Ύστερα κατευθύνθηκε στον καναπέ, στη γωνιά της, χωρίς να βγάλει το χέρι της από εκεί και με σκέψεις θολές.
Δεν την ένοιαζε πια το πόσο βρεγμένη ήταν. Για την ακρίβεια εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν την ένοιαζε. Έχασε το μωρό, τη δουλειά και ίσως τον Νικολιό. Πώς θα τ’ άντεχε;

Οι τελευταίες μέρες ήταν οδυνηρές, αλλά όλα μπορούσε να τ’ αντέξει αν πλάι της στεκόταν εκείνος. Η βροχή τής έφερνε στο μυαλό θύμησες από εκείνο το φθινόπωρο που δεν δεν σταμάτησαν καθόλου και τα σκαλιά γλιστρούσαν μόνιμα. Το παιδί είχε φτάσει πέντε μηνών στην κοιλιά της όταν έγινε το ατύχημα. Συνήθως κρατούσε το κάγκελο, όμως εκείνη τη μοιραία μέρα κρατούσε δυο σακούλες από λίγα ψώνια του σούπερ μάρκετ και δεν τα κατάφερε.

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και ο θώρακάς της χόρευε πάνω κάτω στα αναφιλητά της για τον χαμό του παιδιού της. Σαν άφησε τα μάτια της να ανοίξουν, ένα μικρό χαρτάκι διέκρινε να μισοφαίνεται κάτω από το παπούτσι της που έμοιαζε σκισμένο από φάκελο ταχυδρομείου. Το βούτηξε γρήγορα από το πάτωμα και το κοίταξε προσεκτικά στην ανοιχτή παλάμη της. Ήρθε κάτι από το ταχυδρομείο και πότε; Ψέλλισε. Ποιος το παρέλαβε; Εγώ γιατί δεν το είδα ποτέ; Μήπως ήταν ένα γράμμα; Μήπως επιστολή; Μήπως ο φάκελος απαντήσεων από τις αναλύσεις του παιδιού; Κι άλλες χιλιάδες ακόμα ερωτήσεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της. Το δίπλωσε προσεκτικά και το έκρυψε στην τσέπη της. Αν γυρνούσε ο Νικολιός, σίγουρα θα τον ρωτούσε. Αν, όμως, δε γυρνούσε ποτέ, τότε θα ερχόταν η στιγμή που θα βρισκόταν ο φάκελος, θα ταίριαζε με το κομμάτι απόλυτα και το μυστήριο θα λυνόταν.

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές. Η Ειρήνη έτρεξε γρήγορα να το προλάβει, μα έκλεισε. Ύστερα χτύπησε το κουδούνι και βρέθηκε στην πόρτα με δυο δρασκελιές.
Ήταν η θεία Γιούλη.
- Καλά, πού είστε σήμερα και δεν απαντάτε στα τηλέφωνα καλέ;
- Α! εσύ είσαι θεία;
- Απογοητεύτηκες; Εγώ φταίω, η δόλια, που ανησύχησα.
- Όχι θεία μου, με συγχωρείς. Ήταν μια τρελή μέρα και είμαι αναστατωμένη. Πέρασε.
- Τι συνέβη Ρινιώ μου; Και γιατί είσαι ολόγρη;

Κάθισαν στον καναπέ και η Ειρήνη εξήγησε στη θεία τι συνέβη με κάθε λεπτομέρεια. Η συζήτηση σήκωνε ζεστό καφέ. Η θεία Γιούλη πήγε ως την κουζίνα να φτιάξει δυο καφεδάκια, δίνοντάς της χρόνο να ηρεμήσει. Εκείνη σηκώθηκε, στάθηκε στο παράθυρο του σαλονιού και κοίταξε απ’ έξω.

Είχε τόσο αέρα που λύγιζε τα κλαδιά των δέντρων και τα κουνούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Η βροχή είχε κοπάσει σαν ξέπλυνε τα φύλλα. Στον δρόμο περπατούσε λιγοστός κόσμος με μισοσπασμένες ομπρέλες, παλτά και καπέλα. Άνοιξε το παράθυρο να μυρίσει τη βροχή. Με ανοιχτό το παράθυρο ο θόρυβος ήταν πιο μεγάλος. Βουητό αέρα και φωνές που δυσκολεύονταν να ακουστούν, γαλότσες που έπεφταν με μανία στα νερά και δυνατό θρόισμα φύλλων.

- Ο Νικολιός δεν είναι κακός άνθρωπος. Στηρίζει πάντα το σπιτικό σας και το τροφοδοτεί με αισιοδοξία, είπε η θεία Γιούλη ακουμπώντας τα δύο καφεδάκια τους στο τραπέζι.
- Ναι, σωστά. Μέχρι εκείνη τη μέρα, θεία. Τον πείραξε πολύ ο χαμός του παιδιού. Είχε ονειρευτεί κάθε στιγμή μαζί του. Να το νανουρίζει, να το κάνει μπανάκι, να το ταΐζει. Ύστερα να του μαθαίνει γραμματάκια. Την αποφοίτησή του. Τον γάμο του. Μέχρι εγγόνια είχε φανταστεί ο Νικολιός. Μα το μωρό πήρε όλα τα όνειρα μαζί του. Γυρίζοντας από το νοσοκομείο δε χαμογελούσε διόλου. Για την ακρίβεια με δυσκολία μιλούσε.

Η Ειρήνη άρχισε να κάνει τρελές σκέψεις. Μπορούσε, άραγε, αυτή η θλίψη να τον οδηγήσει στη φυγή; Γιατί δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ζωής εδώ και τέσσερις περίπου ώρες; Μήπως δεν την εγκατέλειψε αλλά είχε πάθει κάτι; Γούρλωσε τα μάτια, σκούπισε τα δάκρυά της και κοίταξε απότομα τις αποσκευές του. Μέσα σε αυτές τις αποσκευές πιθανώς να υπήρχαν όλες οι απαντήσεις.
- Θεία, τι κάνω; Ταράχτηκε. Γιατί δεν κοιτώ τι έχουν μέσα οι αποσκευές; Κι αν μου στέλνει κάποιο μήνυμα αφήνοντάς τες εδώ;
Η θεία Γιούλη την κοίταξε έντρομη και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Η Ειρήνη σηκώθηκε, σουλούπωσε λίγο τα ρούχα της κι έτρεξε στις αποσκευές του. Πέταξε όπως όπως την ομπρέλα και το καπέλο και γύρισε γύρω γύρω τη βαλίτσα για να δει από πού ανοίγει.

Η βαλίτσα ήταν καινούργια, δεν την είχε ξαναδεί. Γκρι με μπλε ρίγες και μπεζ περιμετρικά. Από πάνω είχε το χερούλι και δεξιά κι αριστερά τις κλειδαριές με τους κωδικούς. Έπρεπε να ανοίξει γρήγορα τις αποσκευές. Το λουκέτο είχε μόνο αριθμούς. Ψύχραιμα άρχισε να πληκτρολογεί όλες τις χρονολογίες. Της γνωριμίας τους, του αρραβώνα, του γάμου. Καμία δεν ταίριαζε. Να την έσπαγε; Το σκέφτηκε, μα αν έμπαινε μέσα ο Νικολιός εκείνη την ώρα και την έβλεπε σπασμένη θα γινόταν έξαλλος. Κι εντάξει, πίστευε στ’ αλήθεια πως την είχε εγκαταλείψει. Παρόλ’ αυτά πάντα υπήρχε μέσα της η ελπίδα ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα τον δει. Σκέφτηκε πολλούς τρόπους και τους δοκίμασε όλους, μα η βαλίτσα δεν άνοιγε. Η Ειρήνη κάθισε δίπλα της σκεπτική.

- Δε θ’ ανοίξει ποτέ, θεία. Όλες τις σημαντικές ημερομηνίες έβαλα, αλλά δεν είναι αυτός ο συνδυασμός.
- Όλες όλες; Δεν μπορεί. Μόνο αριθμοί υπάρχουν σε αυτήν την κλειδαριά, κάποια ημερομηνία ξεχνάς. Σκέψου.
- Όλες τις έβαλα νομίζω. Μα… στάσου.
Η Ειρήνη κι η θεία Γιούλη κοιτάχτηκαν με νόημα. Η Ειρήνη σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε προς το γραφείο της. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι κι άρχισε να ψάχνει με μανία, πετώντας δεξιά κι αριστερά όσα πράγματα είχε μέσα. Ύστερα το δεύτερο. Έπειτα το τρίτο.
- Αυτό είναι, το βρήκα! Το εξιτήριο του νοσοκομείου. Η μέρα που τελείωσαν όλα και είπαμε να κάνουμε νέα αρχή. Αυτόν τον κωδικό θα δοκιμάσω.
- Πώς δεν το σκέφτηκες, Ρινιώ; Κάνε γρήγορα.
Η Ειρήνη έτρεξε προς το μέρος της χωρίς να την νοιάζει αν πατούσε αμέτρητα χαρτιά που ήταν πεταμένα.
- Για να δω! Δύο, πέντε, ένα, ένα. Αυτό θα δοκιμάσω.
Δυο, πέντε, ένα, ένα πληκτρολόγησε και ξεκλείδωσε! Αυτό ήταν. Έλειπε μόνο ν’ ανοίξει τη βαλίτσα και θα όλο το μυστήριο θα λυνόταν μπροστά στα μάτια της.

Τα χέρια της ίδρωσαν. Κοίταξε τη θεία μια φορά ακόμα κι έπειτα το ρολόι της. Είχαν κιόλας περάσει τέσσερις ώρες και πενήντα πέντε λεπτά που έλειπε Νικολιός.
Αμίλητη, άνοιξε τη βαλίτσα.

Τη σιωπή και την αγωνία διέκοψε το τηλέφωνο που χτύπησε ξανά. Τρεις φορές πάλι.
Κι ύστερα πάλι έκλεισε. Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο. Κι αφού η θεία ήταν σπίτι, ποιος άραγε καλούσε και το έκλεινε πριν απαντήσουν;
Η Ειρήνη σφράγισε τα μάτια της με τα χέρια σαν να ήθελε να διακόψει την εικόνα που είχε μπροστά της.
- Τι; Τι έγινε κοριτσάκι μου; Πες μου, μη με σκας.
- Θεία, τι είναι αυτά που βλέπω; Τι είναι ακριβώς; Δεν είναι δικά του αυτά, θεία. Δεν είναι!
- Κάτσε βρε κοριτσάκι μου, ένα λεπτάκι. Για ποια πράγματα μιλάς;
Η Ειρήνη σηκώθηκε όρθια και στάθηκε δίπλα στη βαλίτσα κάνοντας νόημα στη θεία Γιούλη να κοιτάξει μόνη της τι είχε μέσα.
- Τι είδες κοριτσάκι μου και κάνεις λες και έχεις δει φάντασμα; Ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο, ένα φορεματάκι και δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα αντρικό, ένα γυναικείο. Πού είναι το περίεργο δηλαδή;
- Δεν με καταλαβαίνεις, θεία, καθόλου. Δεν κάνω έτσι για τα ρούχα! Τα ρούχα δεν είναι δικά του, ούτε δικά μου. Δεν με νοιάζει, όμως, ρούχα είναι. Το πρόβλημα είναι άλλο. Σήκωσέ τα για να δεις τι έχει από κάτω.
Και σαν σήκωσε η θεία Γιούλη τα ρούχα, έμεινε έκπληκτη. Ένα δισκάκι με τραγούδια της δεκαετίας του ’80, ένα μαντήλι άσπρο, μία ταυτότητα ενός άντρα με μουστάκι, ένα κλειδί και έναν σουγιά κλεισμένο σε διαφανές σακουλάκι. Τι τα ήθελε όλ’ αυτά;

Η Ειρήνη με τη θεία κάθισαν στον καναπέ ξανά, με τον καφέ στο τραπέζι να έχει παγώσει και μερικές χαρτοπετσέτες χρησιμοποιημένες παραδίπλα. Μίλησαν για χιλιάδες σενάρια. Το πιο τρομακτικό, όμως, ήταν πως ο Νικολιός είχε, λέει, πλαστή ταυτότητα και πως, για να εκδικηθεί για τον θάνατο του παιδιού του, θα την σκότωνε και θα μετέφερε το πτώμα σε ένα σπίτι που νοίκιασε πρόσφατα.

Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Η Ειρήνη εκνευρισμένη πια, εκτινάχθηκε από τον καναπέ, ψελλίζονταν πέντε παλιοκουβέντες και έπιασε το τηλέφωνο πριν εκείνο ολοκληρώσει τρία κουδουνίσματα.
- Επιτέλους, ποιος είναι και αφήνει να χτυπήσει το τηλέφωνο μόνο τρεις φορές; Πρέπει δηλαδή να γκρεμοτσακιστούμε για να σηκώσουμε τ’ ακουστικό; Μ’ ακούτε; Ποιος είναι;
- Ρινάκι;
- Νικολιό; Νικολιό εσύ;
- Βρε Ρινάκι προσπαθώ να σε βρω τόσες ώρες και η βροχή κόβει τη γραμμή. Έμεινα με το αμάξι και προσπαθούσα να σε ειδοποιήσω για να μην ανησυχείς που θ’ αργήσω.
- Α, μάλιστα. Και τώρα; Θα έρθεις σπίτι;
- Εμ, πού θα πάω ρε Ρινιώ; Έρχομαι. Έχε το νου σου στο τηλέφωνο και μη φύγεις γιατί κάτι σε θέλω.

Η Ειρήνη κοκάλωσε. Έκλεισε το τηλέφωνο απότομα και γύρισε στον καναπέ της. Πέρασαν μερικά λεπτά που δε μιλούσε καμία. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το πιο τρομακτικό σενάριο που σκέφτηκαν. Μήπως τελικά το πολύ καλό παιδί, ο Νικολιός, δεν είναι τόσο καλό όσο νόμιζαν και είναι κανένας δολοφόνος; Μήπως της έχει στήσει ενέδρα και γι’ αυτό ήθελε να τον περιμένει να γυρίσει;

Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσαν το κλειδί στην πόρτα. Κοιτάχτηκαν κι ένιωσαν το αίμα να αδειάζει από το κεφάλι ως τα πόδια. Στο επόμενο δευτερόλεπτο πετάχτηκαν στα πόδια τους, έκλεισαν όπως όπως τη βαλίτσα και την έβαλαν πίσω στη θέση της.
- Επιτέλους, σπίτι! Είπε ο Νικολιός. Θεία; Κι εσύ εδώ; Δεν ήξερα πως θα έρθεις, καλωσόρισες! Ρινάκι, τι συμβαίνει; Γιατί είναι όλα άνω κάτω στο σαλόνι; Εσύ, τι έχεις; Δε σε βλέπω καλά. Ανησύχησες; Προσπάθησα να σε ειδοποιήσω αλλά ο καιρός, βλέπεις, το έκανε αδύνατο.
- Δεν πειράζει, δε φταις Νικολιό, δε φταις.
- Ρινάκι, έλα κάθισε μαζί μου στον καναπέ και πες μου τι συμβαίνει γιατί με τρομάζεις.
Ο Νικολιός την έπιασε απ’ το χέρι και την οδήγησε στον καναπέ όπου έκατσε κοντά της. Η Ειρήνη δε μιλούσε καθόλου.
- Ξέρω τι έχεις, Ρινάκι. Όλα όσα περάσαμε δεν ήταν λίγα. Πρώτα το μωρό, ύστερα η δουλειά σου. Κι εγώ, Ρινάκι, βυθίστηκα το πένθος και δεν σου φέρθηκα καλά. Μ’ εμένα τα ‘χεις και με το δίκιο σου. Δε σου αξίζω.
- Δηλαδή, για να μη πολυλογούμε, ήρθες εδώ να μου πεις ότι δεν αξίζεις για μένα τάχα μου, για να μου πεις αυτό που θέλεις να πεις κομψά, έτσι δεν είναι;
- Τι εννοείς; Πώς ξέρεις τι θα πω;
- Εννοώ πως θέλεις να χωρίσουμε, Νικολιό. Απλά θέλεις να μου χρυσώσεις το χάπι!
- Τι λες Ρινάκι; Παράξενα φέρεσαι σήμερα. Πώς πίστεψες ότι εγώ θα σ’ άφηνα και μάλιστα με αυτόν τον άνανδρο τρόπο;
- Δηλαδή… δεν;
- Είναι δυνατόν να αναρωτιέσαι; Σ’ αγαπάω, δεν είμαι τυχαία μαζί σου. Απλά τον τελευταίο καιρό με όσα συνέβησαν δε στο δείχνω όσο θέλω. Μα πώς πίστεψες ότι εγώ…
- Κι οι αποσκευές αυτές;
- Α, μάλιστα. Οι αποσκευές. Τώρα κατάλαβα τι έχει συμβεί. Είδες τις αποσκευές και θεώρησες ότι σ’ εγκαταλείπω! Δεν έχεις εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έτσι;

Ο Νικολιός έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε έναν φάκελο. Μέσα στον φάκελο υπήρχε μία απόδειξη με πληρωμένα τα έξοδα διαμονής ενός ξενοδοχείου. Η Ειρήνη ανακουφίστηκε αμέσως από τον φόβο της εγκατάλειψης. Έσκυψε το κεφάλι και έκατσε ν’ ακούσει τι είχε να της πει ο Νικολιός.
- Λοιπόν. Σκέφτηκα όλα όσα συνέβησαν και αποφάσισα να τ’ αφήσω πίσω μου, όπως κάποτε συμφωνήσαμε. Έτσι, λοιπόν, αγόρασα ένα κουστούμι για μένα και ένα φόρεμα δικό σου και έκλεισα τραπέζι σε ένα πετρόχτιστο αρχοντικό στο Μέτσοβο που ήθελες τόσο πολύ να πας. Την ίδια μέρα αγόρασα και τη βαλίτσα. Δε θέλω τίποτα να θυμάμαι από τα παλιά. Θέλω να κάνουμε νέα αρχή.
- Αλήθεια λες;
- Αλήθεια κορίτσι μου. Ο Πέτρος νοικιάζει ένα δωμάτιο εκεί. Μου έδωσε το κλειδί και την ταυτότητά του, μη μας περάσει για διαρρήκτες η σπιτονοικοκυρά. Έλεγα να μείνουμε εκεί λίγες μέρες.

Η Ειρήνη ένιωσε να διαλύονται όλες οι αμφιβολίες που είχε πρωτύτερα. Η μόνη ερώτηση που δεν είχε απαντηθεί ήταν το τι γύρευε στη βαλίτσα ο σουγιάς. Δεν έμενε άλλη λύση από το να προφασιστεί πως θέλει να δει το φόρεμα, να φανερωθεί ο σουγιάς και να ρωτήσει προσποιούμενη πως τον βλέπει για πρώτη φορά. Η θεία, που κρυφάκουγε, μπήκε στο σαλόνι για να προστατεύσει την Ειρήνη, αν χρειαζόταν. Ο Νικολιός άνοιξε τη βαλίτσα μπροστά στα μάτια και των δυο κι όταν τον ρώτησαν για τον σουγιά έκπληκτες και οι δυο, γέλασε.
- Παλιό αρχοντικό είναι!! Όλο και κάποιο ζωύφιο μπορεί να πεταχτεί μπροστά μας. Μη γίνουμε γνωστοί και στο Μέτσοβο με τις φοβίες σου, έτσι Ρινάκι;

Και οι τρεις γέλασαν με την καρδιά τους! Με λίγο κρασί γιόρτασαν την έκπληξη του Νικολιού! Η Ειρήνη πήγε ξανά στο παράθυρο του σαλονιού. Παιχνίδια που παίζει ένα ερωτευμένο μυαλό καμιά φορά, μονολόγησε. Και γύρισε στην παρέα της ευτυχισμένη.

🌹

Άννα Λαΐτσα

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα