Ουδέποτε εκμυστηρεύτηκα όλα όσα αγάπησα ή μίσησα πάνω σου. Δεν εξομολογήθηκα σε κανέναν τον ασίγαστο πόθο που έτρεφα για σένα, τη λαχτάρα που έκανε το κορμί να τρέμει και να πονά στην έλλειψη σου. Δεν μίλησα ποτέ, όσο κι αν επιθυμούσα να ξεφορτώσω λίγο από το βάρος που κουβάλαγα, για να μην ακούσω συμβουλές που γνώριζα και δεν μ’ ενδιέφεραν.
Θα ‘θελα ωστόσο να είχα τη δυνατότητα ν’ αφηγηθώ τα πάντα σε κάποιον που να μπορεί να με νιώσει. Κάποιον που να ‘χει ζήσει το απόλυτο πάθος, που να ‘χει ηττηθεί ολοκληρωτικά κι όμως να αισθάνεται πλήρης, που να έχει κλάψει από ηδονή κι επιθυμία, που να ‘χει μηδενίσει το εγώ του και να το έχει δημιουργήσει εξαρχής, μόνο και μόνο για να μπορεί να συνυπάρχει με το υποκείμενο του πάθους του..., όπως έκανα εγώ.
Θα ‘θελα, αντί ν’ ακούω τα λόγια μου να σκορπίζονται στον αέρα, να μοιραστώ το βάρος του μυστικού που καταχώνιασα κι έμεινε κρυμμένο ως τα σήμερα.
Από σένα, όμως, τίποτα δεν κράτησα κρυφό. Τα συναισθήματα μου όλα, πολύχρωμα και ζεστά, τ’ άπλωσα μπροστά σου, σαν θαυμαστή πραμάτεια, εξ αρχής, όταν η λάβρα της αγκαλιάς σου μ’ εκμηδένισε πυρπολώντας με. Μια έκσταση πρωτόγνωρη, ένα θαύμα που έπρεπε να εξηγηθεί, ένα ερωτηματικό που έπρεπε ν’ απαντηθεί, και σου μιλούσα για το κάθε τι που ένιωθα από ανάγκη να το μοιραστώ, να το ανιχνεύσω και να το καταλάβω.
Μόνο εγώ μιλούσα, εσύ μόνο άκουγες. Άκουγες, κι όσο επιβεβαιωνόσουν έπαιρνες αποστάσεις. Μ’ άφηνες μόνη να βυθίζομαι στην άβυσσο, να χάνομαι στο άγνωστο, ν’ ανιχνεύω τους φόβους, τα θέλω μου, τους σπασμούς του σώματος... Μ’ άφηνες να σε ποθώ και να μην σ’ έχω, να δοκιμάζω τις αντοχές μου, την επιστροφή στο πριν από σένα. Πάλευα να βρω τη δύναμη να σου αντισταθώ, να σε βγάλω απ’ τη ζωή μου για να μην υποφέρω.
«Δεν μπορώ σήμερα...», πίεζα τον εαυτό μου ν’ αρθρώσει στην προσπάθεια να σε κρατήσω μακριά, περισώζοντας όση αξιοπρέπεια μου ‘χε απομείνει. «Έχω...», δεν προλάβαινα να συμπληρώσω την πρόταση, έκλεινες φουρτουνιασμένος στην άρνηση, κι έμενα εγώ με το νεκρό ακουστικό στο χέρι να μετανιώνω για την αποκοτιά μου και ν’ αγωνιώ για το αν θα μ’ αποζητούσες ξανά. Λησμονώντας αυτοσεβασμούς και σωστές συμπεριφορές ικέτευα το σύμπαν να σε φέρει πάλι κοντά μου, όσο πιο γρήγορα γινόταν, το επόμενο λεπτό αν ήταν δυνατό. Γιατί το σώμα -κόντρα στο μυαλό που άλλα μου υπαγόρευε- γνωρίζοντας τη βίαιη και κατακτητική εισβολή που θ’ ακολουθούσε άνοιγε προκαταβολικά, έτοιμο να δεχτεί τη λεηλασία σου.
Υποταγμένη με ήθελες κι εγώ δεν είχα καμία αντίρρηση, φτάνει η εξουσία σου να περιοριζόταν στα όρια της κρεβατοκάμαρας. Εκεί, με ευχαρίστηση γινόμουν η λεία σου. Με καταβρόχθιζες ολόκληρη και μ’ άφηνες διαλυμένη, κατασημαδεμένη, ανίκανη να σαλέψω, ένας ακόμα τεράστιος λεκές στο κρεβάτι, μέχρι την επόμενη φορά. Άκουγα το κλείσιμο της εξώπορτας πνίγοντας τη φωνή που ήθελε να σε καλέσει να γυρίσεις πίσω, σε μένα. Σε μένα, που όριζες την αρχή και το τέλος μου. Κι έτριβα το πρόσωπο μου στα σεντόνια, τα ποτισμένα τη μυρωδιά του μούστου που ανέδυες, προκειμένου να διατηρήσω την ψευδαίσθηση της παρουσίας σου. Σε μύριζα και ξεγελιόμουν, παραμυθιαζόμουν πως ήσουν ακόμα εκεί, μαζί μου, πως η αγκαλιά μου δεν είχε αδειάσει, πως δεν θα χρειαζόταν να περιμένω...
Κόλαση και παράδεισος ο έρωτας μας, οδύνη κι ηδονή, απογείωση κι εκμηδενισμός, το τίποτα και τα πάντα, το τώρα και το ποτέ, το όλον κι ο κατακερματισμός του... Στα άκρα ακροβατούσαμε, στο μηδέν και στο άπειρο... Κι εγώ πάλευα να περιορίσω την αδιανόητα τεράστια κατάληψη που ‘χες κάνει στη σκέψη μου, για να μπορώ να λειτουργώ ολοκληρωτικά, όχι αποσπασματικά όπως έκανα. Γιατί αποσπασματικά δούλευα, αποσπασματικά ζούσα κι ανέπνεα.
Σ’ έδιωχνα από το νου μου ξανά και ξανά, όμως εσύ πάντα επέστρεφες. Πεισματικά κι επίμονα ερχόσουν να διεκδικήσεις το απόλυτο.
Ήσουν ο κατακτητής και ζητούσες πλήρη παράδοση! Απαιτούσες και θύμωνες όποτε θεωρούσες πως ξεγλιστρούσα. Φούσκωνε η φλέβα που διέσχιζε κάθετα το μέτωπο, σκοτείνιαζαν τα μάτια, αποκτούσε ένταση η φωνή. «Γιατί θυμώνεις αγάπη μου;», ρωτούσα χαϊδεύοντας τρυφερά το πρόσωπο σου να πάρω την κάψα, κι ο τόνος χαμήλωνε μέχρι που έσβηνε. Έμενες ακίνητος, ανέκφραστος, ενόσω εγώ προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω ένα μικρό ρήγμα στα ψηλά τείχη που ‘χες ορθώσει, ώστε να καταφέρω να πλησιάσω την ψυχή σου που ασφυκτιούσε φυλακισμένη. Είχα νιώσει, βλέπεις, το τρέμουλο της, τον κόμπο από τ’ ανέκφραστα συναισθήματα που σ’ έπνιγαν, είχα αφτιαστεί τον τριγμό των δεσμών σου. Αλλά όποτε δημιουργούσα μια μικρή δίοδο, επέλαυνες στο κορμί μου υπενθυμίζοντας πως τη σχέση την όριζες αποκλειστικά εσύ.
Όλο αξίωνες, δίχως να παραλείπεις να υπενθυμίζεις πως δεν ήθελες δεσμεύσεις.
«Μα δεν ζήτησα τίποτα», απολογιόμουν.
«Ζήτα μου λοιπόν, γιατί δεν ζητάς! Ζήτα!», με προκαλούσες όλο ένταση και τα μάτια σου, δυο πυρακτωμένες σφαίρες, μ’ έκαιγαν. Κι ήταν οι μόνες στιγμές που στα μάτια μου μίκραινες, γινόσουν ένα αγόρι με κοντά παντελόνια που ζήταγε από τη μαμά του να το βγάλει από τη δύσκολη θέση. Όσο κι αν σ’ αγαπούσα όμως αυτό δεν θα το έκανα ποτέ, λατρεία μου, γιατί αν είχαμε μια ελπίδα, μια ευκαιρία να είμαστε μαζί, έπρεπε ν’ αναλάβεις την ευθύνη της απόφασης. Εσύ, όχι εγώ. Κι ας μου έλειπες την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή!
Να ‘ξερες πόσο υπέφερα στην απουσία σου! Έτριβα το πρόσωπο μου στα σεντόνια, τα ποτισμένα από τη μυρωδιά σου, κι ονειρευόμουν πως κάποτε θα καταφέρναμε να ξεκολλήσουμε απ’ το μεταίχμιο του μούστου που ανέδυες, θα κατορθώναμε να μεταλλαχτούμε σε κάτι ολοκληρωμένο, σε κρασί ή σταφύλι. Θα επιτυγχάναμε να βρεθούμε εκεί όπου δεν υπάρχουν κανόνες και πρέπει, φόβοι και φοβίες κρυφές κι ανείπωτες, διαλυμένα εγώ που γυρεύουν να ολοκληρωθούν καταπίνοντας ανθρώπους...
Γεμάτα από συζεύξεις τα όνειρα μου, συζεύξεις που δεν ευοδώθηκαν...
Στο κοιμητήριο πηγαίνω πάντα στη δύση του ήλιου. Κάθομαι και χαϊδεύω το μάρμαρο με το ίδιο πάθος που κάποτε χάιδευα το κορμί σου κι ένα ρίγος με διαπερνά, είσαι ακόμα τόσο ζωντανός μέσα μου! Πιάνομαι από τις τελευταίες ακτίνες του Φοίβου ικετεύοντας τες να με φέρουν κοντά σου, μ’ άσπλαχνες εκείνες μ’ εγκαταλείπουν μόνη, όπως μ’ εγκατέλειψες κι εσύ... Εσύ, που δεν ανήκες ποτέ σε καμία γυναίκα κι εγώ, που ανήκα αποκλειστικά σε σένα.
Άραγε, υπάρχει περίπτωση η ανάμνηση σου ν’ ατονήσει κάποτε; Αναρωτιέμαι..., κι αυτό το θολό, δυσανάγνωστο «κάποτε» με τρελαίνει. Με το ζόρι κρατιέμαι να μην περάσω από το σπίτι σου, να μην πάω να μιλήσω στους δικούς σου. Αυτούς που μου έδειχνες στις φωτογραφίες βυθίζοντας το δάκτυλο στην πληγή μου, να δεις αν πονούσα.
Πονούσα, κατάφερνα ωστόσο να το κρύβω! Κατόρθωνα να δείχνω ενδιαφέρον, να σε παρακολουθώ χαμογελώντας επειδή ουσιαστικά δεν σ’ άκουγα. Έκλεινα τ’ αφτιά νοερά δημιουργώντας άμυνες. Αλλά τώρα, τώρα που ο μεγαλύτερος μου φόβος έγινε πραγματικότητα κι εσύ με άφησες οριστικά και τελεσίδικα, τώρα, θ’ αποδεχόμουν το μεγαλύτερο εξευτελισμό φτάνει να ‘μουν κοντά σε κάτι δικό σου. Να ζω, ν’ αναπνέω μέσα απ’ αυτό κι ας ήταν η γυναίκα σου αυτή..., το παιδί σου...
Γιατί ό,τι δικό σου έχω πλέον εγώ, βρίσκεται μονάχα στη μνήμη, και στις χαραγμένες από σένα αισθήσεις. Και δεν μου αρκεί! Δεν μου φτάνει! Με χαράζει η απώλεια, με πονά! Με πονά αφόρητα, αγάπη μου!
ΕΡΜΙΟΝΗ
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.