Ελένης Χριστοφοράτου
«Εδώ Κέντρο. Πράκτωρ 777, μ’ ακούς;»
Ο Έρικ τρίβει τα μάτια του. Μια χαραμάδα φωτός έχει εισβάλλει απρόσκλητη απ’ το παντζούρι. Η φωνή του αρχηγού ακούγεται μακριά, σαν να πνίγεται στο υπερπέραν. Αναρωτιέται μήπως ακόμα κοιμάται και βλέπει όνειρο.
«Πράκτωρ 777! Ακούς; Απάντα, που να πάρει!»
Το χέρι του Έρικ πιάνει μηχανικά τον πομπό. Για όνειρο παραείναι ζωντανό.
«Έλα, αρχηγέ…» Η φωνή βγαίνει απ’ το λαρύγγι του βραχνή. Τον πιάνει παροξυσμός βήχα. Όλο λέει να ελαττώσει το τσιγάρο, αλλά το αναβάλλει για αργότερα. Όσο για το αλκοόλ, ούτε διανοείται να μπει σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Αντί για νερό πίνει ουίσκι.
«Έλα, αρχηγέ…» επαναλαμβάνει μονότονα. Το ένα του μάτι δυσκολεύεται ν’ ανοίξει από μια επίμονη τσίμπλα. Το τρίβει με δύναμη, μέχρι που κοκκινίζει.
«Ένα θα σου πω, ηλίθιε: Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου, ώρα έντεκα το βράδυ».
Ο Έρικ τινάζεται όρθιος. Συνειδητοποιεί ότι είχε κοιμηθεί με τα ρούχα και τα παπούτσια.
«Τι μέρα είναι; Όχι, που να πάρει!»
«Τρίτη, πανάθεμά σε. Τρίτη! Καλά, είσαι τρελός; Άφησες τον νεαρό να δολοφονηθεί;»
Χθες ήταν η αποστολή του. Χθες! Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου, ώρα έντεκα το βράδυ ακριβώς, ούτε λεπτό νωρίτερα ή αργότερα. Έπρεπε να είναι στο συμφωνημένο σημείο να αποτρέψει μια δολοφονία. Κι αυτός έγινε σκνίπα κι αποκοιμήθηκε. Φταίει, δεν το αρνείται, αλλά έχει ένα ελαφρυντικό. Χθες ήταν η επέτειος της απώλειάς της.
«Αρχηγέ… Δεν ξέρω τι να πω… Χθες ήταν η επέτειος του θανάτου της, καταλαβαίνεις… Μέθυσα και…»
«Κόψε τις φτηνές δικαιολογίες, Έρικ! Η ΥΠΕ[1] δεν δέχεται ψυχολογικά προβλήματα κι άλλες τέτοιες μπούρδες. Παίζονται ζωές εδώ. Έχουμε εδώ κι ένα μήνα προβλέψει τη δολοφονία του νεαρού από πρεζόνι στη συμβολή των οδών Μάρλεϋ και Στερν. Έκανα τη βλακεία να το αναθέσω σε σένα, για να σου δώσω μια ευκαιρία. Κανονικά έπρεπε να ’σαι σε δυσμένεια».
«Αρχηγέ, σε παρακαλώ…»
«Τι παρακαλάς, ξεφτιλισμένε; Νέα ευκαιρία;»
«Εκτός απ’ αυτό…»
Ο Έρικ ανάβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν.
«Να γυρίσεις τον χρόνο πίσω να τη γλιτώσει το παλικάρι».
«Ξέρεις καλά πως δεν μπορούμε να κάνουμε καταχρήσεις στις χρονικές επιστροφές, γιατί διασαλεύεται η ισορροπία του σύμπαντος. Ωστόσο, θα το κάνω κι αυτή τη φορά, όχι για να μπαλώσω τις μαλακίες σου, αλλά γιατί ο θρήνος της μάνας του νεαρού λύγισε και πέτρες. Θ’ αναθέσω όμως σε άλλον πράκτορα την εκ νέου αποτροπή της δολοφονίας του. Εσύ έχεις άλλη δουλειά».
«Τι… δουλειά;»
«Αύριο, 15 Νοεμβρίου, ώρα πέντε και τρία λεπτά το απόγευμα στη γέφυρα Χέρνυ, σημείωσέ το στο ξεροκέφαλό σου».
Ο Έρικ κρατά μια βιαστική σημείωση. Τα χέρια του τρέμουν χειρότερα από πριν.
«Θα δολοφονηθεί μια κοπέλα. Περιγραφή: Ψηλή. Μακριά ξανθά μαλλιά.
Μάτια καστανά, σχήμα προσώπου ωοειδές, δέρμα λευκό. Θα φοράει κοντό μαύρο φόρεμα. Όνομα: Ίρις. Αυτός που θα τη σκοτώσει, θα κρατάει ένα κουζινομάχαιρο. Είναι η τελευταία ευκαιρία που σου δίνω να σώσεις την παλιά σου φήμη που κινδυνεύει να γκρεμοτσακιστεί».
«Ευχαριστώ… Γιατί θα τη σκοτώσει;»
«Θα της επιτεθεί να της πάρει την τσάντα. Η κοπέλα θ’ αντισταθεί και πάνω στην πάλη...»
«Κατάλαβα…»
«Πρόσεξε, κακομοίρη μου, μην τα θαλασσώσεις πάλι. Δεν μπορώ να σε καλύπτω συνέχεια στην κυβέρνηση. Έχω ευθύνη».
«Μάλιστα…»
«Και πού ’σαι: Τσιμουδιά σε κανέναν για την ΥΠΕ. Ούτε στον εαυτό σου δεν θα λες την ύπαρξη της υπηρεσίας».
«Μα…»
«Τι μα; Οι αλκοολικοί έχουν ένα κακό: μιλάνε πολύ. Γι’ αυτό, κράτα τη γλώσσα σου δεμένη στο στόμα, εξηγήθηκα;»
«Ναι… Όβερ!»
Αφήνει στην άκρη τον πομπό. Το βλέμμα του είναι θολό. Ο Έρωτάς του, η Μαρίσια, είκοσι εφτά χρονών μόλις, όταν του την άρπαξε ο Χάρος. Το σπίτι του άδειασε σαν φωλιά ορφανεμένη πουλιών. Εκείνη ξαπλωμένη στο φέρετρο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι αυτός από πάνω της να σκουπίζει ένα δάκρυ με την ανάστροφη του χεριού του. Τόσο πέτρινη… Σαν τους μαρμάρινους αγγέλους των νεκροταφείων. Ικέτεψε τον αρχηγό για γύρισμα του χρόνου. Του είχε πει πως είναι μάταιο, αλλά του ’κανε τη χάρη, για να γλιτώσει απ’ τις ικεσίες του. Με το που γύρισε ο χρόνος, η Μαρίσια ξανάπαθε λευχαιμία. Τα χρονικά γυρίσματα έχουν αποτέλεσμα μόνο σε περίπτωση δολοφονίας, γιατί το έγκλημα προβλέπεται και αποτρέπεται. Με την αρρώστια είναι αλλιώς. Κι όλοι οι πράκτορες της ΥΠΕ να επιστρατευθούν, δεν μπορούν να την αποτρέψουν. Τρία χρόνια από τον θάνατό της, τον οποίο αναγκάστηκε να βιώσει δύο φορές, κι είναι σαν να μην πέρασε μέρα. Εκείνη η κοπέλα, η Ίρις, ξέχασε να ρωτήσει την ηλικία της, αλλά σίγουρα θα μοιάζουν στη Μαρίσια τα μαλλιά και το δέρμα της. Αύριο πρέπει να βάλει τα δυνατά του. Αύριο θα είναι σαν να σώζει την Αγάπη του.
Η γέφυρα Χέρνυ προσφέρεται για ρομαντικούς περιπάτους. Θα πάει λίγο νωρίτερα να την περπατήσει, να θυμηθεί την ξεγνοιασιά της ανέμελης βόλτας, να χαζέψει διακριτικά την κοπέλα μόλις φτάσει. Πόσο πολύ θα μοιάζει στη Μαρίσια! Είναι σίγουρος για κάποιο αόριστο λόγο. Θα είναι ίδιες. Κάπου είχε διαβάσει πως όλοι έχουμε σε κάποιο σημείο του πλανήτη έναν σωσία. Η Ίρις θα είναι ο σωσίας της Μαρίσιας, λυγερόκορμη, με μια μακριά χαίτη μαλλιών. Η Μαρίσια είχε μαλλιά που της έφταναν στη μέση κι εκείνος φανταζόταν πως τα ’ριχνε απ’ τον Πύργο της σαν άλλη Ραπουνζέλ, για να τον βοηθήσει να πιαστεί απ’ αυτά και να σκαρφαλώσει στις βουνοκορφές του στήθους της.
Δεν θα επιτρέψει σ’ έναν παλιάνθρωπο να ποδοπατήσει την ομορφιά. Θα τον πλησιάσει από πίσω, θα τον γραπώσει απ’ το λαιμό, αυτός μες στον πανικό του θ’ αφήσει το μαχαίρι -πρέπει να τ’ αφήσει, είναι ζωτικής σημασίας- και θα το βάλει στα πόδια. Η κοπέλα θα κλάψει απ’ το σοκ, θα τον ευχαριστήσει, μπορεί και να τον αγκαλιάσει. Αυτός θα την παρηγορήσει, θα της προσφέρει ένα απ’ τα ηρεμιστικά που κουβαλάει πάντα στις τσέπες του, θα τη διώξει ευγενικά με την ευχή να ’χει καλή τύχη. Θα τηρήσει ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Έρωτά του με το μαχαίρι του ληστή στο χέρι. Η λύση ήταν μπροστά του τόσο καιρό, θα τη δει στην κοφτερή λάμα του μαχαιριού. Η ΥΠΕ οικτίρει τους αυτόχειρες, αλλά σέβεται την απόφασή τους.
Παραμονή της 15ης Νοεμβρίου.
Η πρώτη νύχτα που κοιμάται γαλήνια.
🌹
Ελένη Χριστοφοράτου
[1] ΥΠΕ = Υπηρεσία Πρόβλεψης Εγκλήματος
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.