Κωνσταντίνου V. Νικολόπουλου
Η Ελβίρα αναζήτησε την επιστήθια φίλη της που της είχε προτείνει τη δικαιολογία του σινεμά και του συγκεκριμένου έργου. Νωρίς το απόγευμα είχε βρέξει, στη συνέχεια ψιχάλιζε αλλά κατά την έξοδό της ήδη είχε καθαρίσει ο ουρανός και όταν γύρισε σπίτι είχε γλυκιά ξαστεριά με ελαφρύ αεράκι, παρότι η ίδια ένιωθε βρεγμένη ως το κόκαλο.
Η φίλη της δεν είχε καταφέρει να πάει το σαββατοκύριακο στο σινεμά και να δει το συγκεκριμένο έργο γιατί ο άντρας της τελευταία στιγμή τής το ακύρωσε και οι συνεννοήσεις μέσω των σταθερών τηλεφώνων, τη δεκαετία του ’70, εκτός του ότι ήταν οι μοναδικές λύσεις επικοινωνίας εκ του μακρόθεν, συνάμα ήταν περιορισμένες όσο και επικίνδυνα επισφαλείς με τα ντούμπλεξ. Καθόλου εύκολο επομένως να απομονωθεί σε κάποιο δωμάτιο ο ένας από το ζευγάρι χωρίς ο άλλος να υποψιαστεί συνωμοσία. Η Ελβίρα ανέτρεξε σε εφημερίδες και περιοδικά αλλά εις μάτην. Ελάχιστη αναφορά στην υπόθεση του έργου είχαν τα έντυπα και το internet ήταν επιστημονική φαντασία. Η μόνη της ελπίδα ήταν ο άντρας της, ο Ιωσήφ, να μην αρχίσει ξανά τις ερωτήσεις. Όμως ο διάβολος έσπασε το ποδάρι του και ο Ιωσήφ έκανε κανονική ανάκριση. Με επιμονή και έντονο, προσβλητικό ύφος ζητούσε την περιγραφή του έργου που η Ελβίρα υποτίθεται πως είδε. Σκέφτηκε να του το περιγράψει σε μια δική της φανταστική ροή, εξάλλου ο σύζυγός της δεν το γνώριζε επακριβώς, ούτε είχε δει την ταινία στο σινεμά. Όμως οι ενοχές της, ο φόβος της και η απαιτητική, αποφασιστική στάση του Ιωσήφ της δημιουργούσαν την πεποίθηση πως ό,τι κι αν του εξιστορούσε θα φαινόταν γελοίο και θα μαρτυρούσε γυμνό το ψέμα της αυτοστιγμεί. Εξάλλου το μόνο που θα κέρδιζε με μια εικονική παράθεση του δράματος θα ήταν λίγος χρόνος, το πολύ μέχρι τη Δευτέρα. Τότε ο Ιωσήφ, αν δεν είχε πειστεί, θα μάθαινε την υπόθεση που κάποιος σεναριογράφος σε συνεργασία με κάποιον σκηνοθέτη είχαν σκαρφιστεί, αγνοώντας την Ελβίρα και κάθε Ελβίρα που χρησιμοποιούσε το σινεμά σαν πρόσχημα, μιας και οι ανάγκες που εξυπηρετεί ένα έργο δεν είναι απαραίτητα η τέχνη καθαυτή. Μπορεί ένα έργο να αποτελεί κοινωνικό λειτουργό συμβουλευτικής πρακτικής για μερικούς, που ο τρόπος ζωής τους ταλανίζεται ασταθής και μετέωρος και χρειάζονται ένα χέρι βοηθείας ειδικού ώστε να πάρουν μπρος. Μπορεί για άλλους να είναι μια ψυχαγωγική τέρψη για να καλμάρει τις καταιγίδες της ψυχής, μπορεί να αποτελεί ευκαιρία να προσποιηθεί κάποιος τον διανοούμενο στον περίγυρό του, μπορεί χίλια δυο πράγματα όπως και άλλοθι για έναν κρυφό έρωτα. Όλα αυτά άραγε δεν πρέπει να τα σκέφτονται οι δημιουργοί για να ολοκληρώνουν ένα πολύπτυχο εγχείρημα ώστε να μπορείς να το χαρακτηρίσεις ακόμα και αριστούργημα;
Στην πραγματική ιστορία της Ελβίρας και του Ιωσήφ, παρότι άλλες ήταν οι αιτίες, το ψέμα του σινεμά έγινε η αφορμή για το τέλος της συζυγικής τους σχέσης. Αυτό απέμεινε ως η μοιραία απάτη που τους χώρισε ευθύς εξ’ αρχής από εκείνο το βράδυ, μόλις γύρισε και ξεντυνόταν στο υπνοδωμάτιό τους. Αυτή η σκηνή που η Ελβίρα γέρνει αντίκρυ στον Ιωσήφ κατακόκκινη, βουρκωμένη ασφυκτιώντας και παλεύοντας να μαντέψει μια οποιαδήποτε απάντηση για το σινεμά, έμεινε σαν εικόνα και στους δύο. Το σινεμά εκείνης της Κυριακής του Οκτώβρη τους χώρισε. Δεν είχε πάει την Κυριακή το απόγευμα σινεμά και για τον Ιωσήφ ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι, σε εκείνο το οριακό σημείο που το Εγώ νιώθει τόσο στραπατσαρισμένο, γεμάτο αγανάκτηση ώστε διορίζει, εξουσιοδοτώντας εν λευκώ, ένα Υποκείμενο να επαναστατήσει επί δικαίων και αδίκων, εξ ονόματός του.
Τις μέρες που ακολούθησαν την μοιραία Κυριακή κανείς τους δεν πίστευε ότι θα χώριζαν. Κάπου μέσα τους είχαν εναποθέσει ελπίδες αλλόκοτων μεταβολών, που θα συνέβαιναν δήθεν στα εσώψυχα του άλλου και την τελευταία στιγμή ένας από μηχανής θεός θα τακτοποιούσε το φουρτουνιασμένο πέλαγος, θα έδιωχνε την αντάρα και θα δικαίωνε παρηγορητικά το θιγμένο Εγώ του καθενός, χωρίς να φτάσουν στα συζυγικά άκρα. Ακόμα και ο εραστής της Ελβίρας δεν πολυπίστευε ότι αυτή η μπόρα θα άλλαζε το κλίμα, ανατρέποντας τη βολική του ερωτική χαλάρωση, αλλά θα ήταν ένας προσωρινός ακκισμός του καιρού. Οι νόθες προσδοκίες για προσωρινότητα ήταν εμφανείς και στο ότι τα πράγματα της τα μάζεψε σπαστά, νωχελικά μέχρις ότου άδειασε το σπίτι προίκα του άντρα της. Φαίνεται ότι το Εγώ τους είχε κάνει καλή δουλειά και η οργή δεν άφησε περιθώρια διαπραγμάτευσης, ούτε η συνήθεια μπόρεσε να σπείρει αδράνεια στις εξελίξεις. Έτσι, οι διαδικασίες επιβλήθηκαν και μετά από μερικούς μήνες η Ελβίρα και ο Ιωσήφ χώρισαν από ζευγάρι και ο γάμος τους λύθηκε όπως είχε καθορίσει εκείνη η κυριακάτικη βραδιά.
Σήμερα η Ελβίρα δε θα χώριζε για μια ταινία του σινεμά που δεν είδε ως φυσική παρουσία στην κινηματογραφική αίθουσα. Σήμερα θα μπορούσε να διαβάσει στο Google την υπόθεση αναλυτικά, ή να «κατεβάσει» την ταινία και να την δει σε κάποιο κινητό τηλέφωνο είτε σε ένα tablet, ακόμα και επί τροχάδην στη δουλειά της είτε σε ένα μέσο μεταφοράς ώστε να την διανθίσει πειστικά στην απατηλή της διήγηση. Εξάλλου θα μπορούσε έγκαιρα να έχει ειδοποιηθεί με sms από τη φίλη της και να άλλαζε τη δικαιολογία πριν γίνει μη αναστρέψιμη. Ωστόσο ούτε ο Ιωσήφ θα πειθόταν τόσο εύκολα εφόσον θα ήταν κι αυτός ανάλογα υποψιασμένος για τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής του. Παρόλα αυτά οι αμφιβολίες θα αμβλύνονταν ώστε η οργή θα συγκρούονταν σε στεγανά της λογικής και δε θα μετατρεπόταν σε μαινάδα, που εν θερμώ κατεβάζει θεούς και δαίμονες. Αναμφισβήτητα στα χέρια κάθε Ιωσήφ, ιδιαίτερα αν πρόκειται για άτομο βυθισμένο στα θολά νερά της ζήλειας και στο βάλτο που σχηματίζουν οι ανασφάλειες και τα χρόνια τραύματα της ψυχής κάθε κατατρεγμένου, θα βρίσκονταν εξίσου προσβλητικά κι αποτελεσματικότερα εργαλεία όπως συσκευές
παρακολούθησης στο διαδίκτυο εύκολα, φθηνά και διακριτικά. Ακόμα και drone θα μπορούσε να επιστρατεύσει για να ίπταται η ματιά του στο κατόπι της πλανερής Ελβίρας. Τόσα πολλά σύνεργα του διαβόλου διαθέσιμα για την αδηφάγα εμμονή υπάρχουν που δεν θα μπορούσε ούτε η Ελβίρα αλλά ούτε και η δική του ψυχή να βρουν μια ήσυχη γωνιά να ξαποστάσουν και να γαληνέψουν, ούτε για μερικές ώρες νηνεμίας και άπνοιας. Στην ουσία, η κάθε πράξη, απατηλή ή όχι, εξελίσσεται σε ένα χάος πιθανοτήτων, σε κάποιο κβαντικό περιβάλλον ενδεχομένων, σε κάποιον άλλον παράλληλο είτε τεμνόμενο κόσμο, ανεξάρτητα από τη γνώση, την πραγματικότητα ή την αλήθεια και απλώς σήμερα η τεχνολογία καταδεικνύει αυτόν τον πολυδιάστατο κόσμο κυνικά και απροκάλυπτα.
Έτσι οργανώνεται και η πίστη στον αντίποδα κάθε τεχνολογίας, καθώς υποδεικνύει έναν δρόμο, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι ο μοναδικός. Και εφόσον έχει κανείς την πεποίθηση του μοναδικού δρόμου τότε για αυτόν θα είναι και ο αληθινός. Εντούτοις, έτσι καταφέρνει ο άδολος να πορεύεται με ικανοποίηση και ευθυμία απέναντι σε απειλές όπως η προδοσία, η αδικία, η ανελευθερία ακόμα κι ο θάνατος.
Ο φόβος παρών, καλύπτει τα κενά της έλλειψης πίστης και γνώσης σαν τη μοναδική μονωτική ύλη στο σύμπαν, όπως ο στόκος αρμόζει χαραμάδες που άφησε το σαράκι στο παράθυρο που ακουμπάει τώρα τους βραχίονες της και με μισάνοιχτα μάτια από το αγουροξύπνημα και το πρωινό φως αγναντεύει κάτι άγνωστο στον ορίζοντα, απροσδιόριστο σαν χελιδόνι, σαν ξεχασμένη αποβραδίς νυχτερίδα, σαν νοσταλγική ανάμνηση.
Ούτε και ξέρει τι ακριβώς πετάει εκεί, ακόμα κι αν δεν υπάρχει καν, αλλά το φαντάζεται γνήσιο τόσο όσο να πιστεύει πως γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό που παρασύρει το βλέμμα της, που πραγματικά βλέπει στον ουρανό τώρα, ωστόσο δεν έχει σημασία να γνωρίζει εφόσον ζει και νομίζει.
Η Ελβίρα, που σήμερα είναι ηλικιωμένη, άφησε τα βυσσινί παντζούρια ανοιχτά και μπορούσα να διακρίνω την ιστορία της. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, στον επάλληλο γεωμετρικό τόπο, απ’ την αρχή νέα και δροσερή και μου έστειλε mail για μια υπέροχη ταινία, όπως έγραψε, υποψηφία για πολλά Όσκαρ, με ηθοποιούς που ίσως έχουν πεθάνει, που πραγματικά ήθελε να τη δει μαζί μου στο σινεμά απόψε.
Η μετεωρολογική υπηρεσία με ενημέρωσε με newsletter ότι υπήρχε πιθανότητα υετού το απόγευμα που θα έφτανε το πολύ σε ένα ψιλόβροχο.
🌹
Κωνσταντίνος V. Νικολόπουλος
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.