Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Εκείνη... Εκείνος

Αν δεν σε αναγνωρίζει κανείς, δεν υπάρχεις.
Αν δε σε βλέπει κανείς, είσαι φάντασμα, μία σκιά, ένα αιθέριο ον, μπορεί σκοτεινό, μπορεί στρατιώτης του φωτός, για αυτούς που βλέπουν και έχουν αισθήσεις όμως... η ύπαρξή σου τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Η νεαρή κοπέλα και ο νεαρός άντρας που κάθονταν αντικριστά στη σιωπηλή και άδεια καφετέρια υπήρχαν γιατί αναγνώριζαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί μαζί τους να το επιβεβαιώσει και κανείς από τους δύο δεν έκανε τον παραμικρό ήχο που να υποδεικνύει ότι δύο ζώντα πλάσματα κάλυπταν κάποια τετραγωνικά χώρου εκεί μέσα.
Ούτε καν κοιτάχτηκαν.
Εκείνος καθόταν στο τρίτο τραπέζι με το που μπαίνεις από την είσοδο. Φορούσε ρούχα, φυσιολογικά καθημερινά ρούχα και παπούτσια, αυτά που φορά ένας νέος που βγαίνει για μεσημεριανό καφέ.
Εκείνη καθόταν δύο τραπεζάκια απέναντί του, όχι πελάτισσα, αλλά σερβιτόρα και διαχειρίστρια της καφετέριας, ντυμένη απλά, ελάχιστα βαμμένη, μην έχοντας τίποτα να κάνει -η καφετέρια ήταν ολοκάθαρη και σφουγγαρισμένη, τα τραπέζια γυαλισμένα, οι καρέκλες τακτοποιημένες, το πλυντήριο με τα ποτήρια άδειο.
Δεν κοιτάχτηκαν ούτε στιγμή.
Κοιτούσαν κάτω.
Ο κόσμος έξω ίσως κινούνταν -υπήρχε μια τεράστια τζαμαρία στην είσοδο του μαγαζιού- αλλά κανείς από τους δύο δεν πρόσεχε. Δεν παρατήρησε. Δεν άκουσε.
Ένας καφές πάνω στο τραπεζάκι μπροστά στον άντρα ήταν η μοναδική απόδειξη ότι υπήρχαν. Εκείνη πρέπει να τον είχε φτιάξει και να του τον είχε φέρει κι αυτός πρέπει να τον είχε παραγγείλει και να της είχε υποδείξει πώς τον θέλει.
Τι τους ξεχώριζε από δύο κούκλες που κάποιος άλλος είχε τοποθετήσει εκεί;

Το μυαλό της κοπέλας άρχισε να λειτουργεί.
Ήταν σαν να κοιμόταν -μόνο που όταν κοιμάσαι, θυμάσαι τον εαυτό σου να ξαπλώνει... και γενικά θυμάσαι- εκείνη δεν θυμόταν τίποτα. Σαν να ξεκίνησε μόλις η ζωή της, σαν να πλάστηκε από κάποιον και να τοποθετήθηκε στον ρόλο της σερβιτόρας αυτής της καφετέριας, με γνώσεις αυτού του κόσμου κι εμπειρίες ετών.
Δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα μέχρι να ξεκαθαρίσει τι σκεφτόταν.
Αναρρωτήσου πόσο τρομακτικό πρέπει να είναι να ξυπνάς ξαφνικά σε έναν κόσμο χωρίς ήχο και κίνηση. Με κανένα δείγμα ότι υπάρχει κάτι πέρα από σένα.
Αναγνώριζε την ύπαρξη του αντρός απέναντί της. Υπήρχε η αίσθηση, απλά η επίγνωση ότι αυτός ήταν εκεί... Δύο τραπεζάκια μακριά της.
Είναι δυνατόν κάποιος να μην έχει συναίσθημα;
Ναι φυσικά και είναι. Αν δεν υπάρχει.

Σήκωσε το βλέμμα και το μετάνιωσε. Εκείνος, ναι, ήταν εκεί, υπήρχε η φιγούρα ενός νεαρού αντρός, με γένια και ίσιο μαλλί. Και την κοιτούσε. Της χαμογελούσε.
Λίγο.
Μόνο που δεν κινούνταν.
Ο καφές δίπλα του ήταν γεμάτος.
Δεν της πήρε παραπάνω από δύο δευτερόλεπτα οπτικής επαφής για να φωλιάσει η ανατριχιαστική σκέψη ότι δεν κοιτούσε κάτι που ήταν άνθρωπος, αλλά έμοιαζε με άνθρωπο. Η απουσία ζωής ήταν τόσο... τόσο ξεκάθαρη.
Κι αν αυτός δεν ήταν... απλά δεν ήταν... εκείνη τι ήταν;
Είχε σηκώσει τα μάτια αλλά όχι το σώμα της. Ήταν καμπουριασμένη, σαν να μετάνιωνε για κάτι, σαν λυπημένη για κάποιο σφάλμα, τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της κάλυπταν την περιφερειακή της όραση και το κεφάλι της έμοιαζε να θέλει να μπει σε κάποιο καβούκι.
Δεν ήξερε γιατί ήταν έτσι, τώρα όμως ήξερε ότι φοβόταν να σηκωθεί να αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Η αίσθηση της έλλειψης αναμνήσεων είναι απερίγραπτη, τίποτα που να μπορεί ένας λογικός άνθρωπος να φανταστεί. Ήταν ένα ον χωρίς ταυτότητα αλλά με την αμέριστη νοημοσύνη ενός ενήλικου ανθρώπινου πλάσματος.
Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει παρά να κοιτάξει ξανά.
Αυτός ήταν πάλι εκεί. Πάντα εκεί θα είναι. Πάντα θα χαμογελά, με το χαμόγελο που έχει ο πιο "ζεστός" άνθρωπος που υπήρξε ποτέ.
Ήταν όμως πιο κοντά. Αντί για δύο τραπεζάκια μακριά της, ήταν πλέον στο αμέσως επόμενο. Στην ίδια ακριβώς στάση. Στο τραπεζάκι ήταν το νερό στα αριστερά του και το ποτήρι με τον καφέ στα δεξιά του. Ανέγγιχτα και τα δύο. Ακόμα και το καλαμάκι είχε ακριβώς την ίδια θέση, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Το μυαλό της ξεκίνησε τους υπολογισμούς, πόση ώρα θα του έπαιρνε να το κάνει αυτό, αθόρυβα και με τέτοια ακρίβεια, όμως το ένστικτο ήξερε. Πριν ήταν εκεί πιο μακριά. Τώρα ήταν εδώ πιο κοντά. Έτσι απλά. Έτσι ήταν.
Τον κοιτούσε. Δεν ήθελε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του γιατί ήξερε ότι την επόμενη φορά θα έρθει, όχι, θα είναι ακόμα πιο κοντά της, στο ίδιο τραπεζάκι μαζί της και μετά ποιός ξέρει...
Δεν μπορούσε να τον κοιτάζει για πολλή ώρα ακόμα. Χωρίς να διαλυθεί η λογική της και να γίνει σκόνη που θα αφεθεί στα γυαλιστερά πλακάκια. Κοιτούσε κάτι που δεν υπήρχε. Μια πολύ καλή απομίμηση ενός ανθρώπινου πλάσματος φτιαγμένη από σάρκα και οστά που κάποιος ξέχασε να του βάλει ψυχή. Κάποιος απλά τον παράτησε εκεί μαζί της, να της χαμογελά και να την πλησιάζει, ενώ εκείνη ακόμα παλεύει να ξεθάψει τις πτυχές του μυαλού της που της δίνουν ταυτότητα, γιατί ένα πλάσμα χωρίς ταυτότητα μπορεί να υπάρχει... αλλά δε μπορεί εύκολα να ορίσει τη μοίρα του.
Μπορεί να είναι μαριονέτα κάποιου εγγαστρίμυθου.
Τελικά πήρε τα μάτια της από πάνω του. Τα μετέφερε στο τραπεζάκι της. Κοίταξε ότι υπήρχε. Ένα κινητό κι έναν δικό της καφέ. Αναγνώριζε τι είναι και τα δύο. Ήξερε τι είναι και τα δύο, τι κάνουν, αλλά δεν είχαν καμία χρησιμότητα για εκείνη. Πάντα υπήρχε ένα αδιέξοδο, ένας τοίχος μπροστά της όταν πλησίαζε σε οτιδήποτε έμοιαζε με ζωή.

Όπως η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Η επαφή με άλλη ζωή.
Όχι, δεν ήταν τοίχος. Ήταν πόρτα.
Αμφισβητούσε το ότι ζούσε η ίδια. Οι έννοιες της άλλης ζωής, του πνεύματος, του φαντάσματος, του παραδείσου και της κόλασης, όλες υπήρχαν στο μυαλό της κι όλες ήταν πιθανότητες. Ίσως ήταν λάθος να θεωρεί ότι ζει, ότι αυτός ο κόσμος ήταν ο κόσμος των ζωντανών κι ότι έπρεπε να περιμένει ότι θα συναντήσει ζωντανούς. Ότι διέθετε καν ύλη, ένα σώμα, εφόσον δεν ένιωθε ότι μπορούσε να το κινήσει καν.
Το μυαλό έφτιαχνε αυτά τα σενάρια, το ένστικτο πάντα ήξερε.
Ήξερε ότι τα χέρια της ήταν εκεί, ο κορμός της, τα πόδια της απλά κάτι τα συγκρατούσε, είχε χαθεί η σύνδεση μαζί τους, ή δεν υπήρχε λόγος να κινηθούν.
Το μόνο που υπήρχε ήταν αυτός που δεν υπήρχε.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να τον κοιτάξει και πάλι στα μάτια.
Κι αυτό έκανε.
Κι ήταν μπροστά της.
Στο ίδιο τραπεζάκι μαζί της, με τον καφέ του μπροστά από τον δικό της, το νερό του μπροστά από το κινητό της, εκείνος ακριβώς μπροστά της σε απόλυτη ευθυγράμμιση.
Χαμογελώντας.
Τώρα μπορούσε να εξερευνήσει καλύτερα αυτά τα μάτια. Ήταν σκούρα. Τα βλέφαρα δεν ανοιγόκλειναν καν.
Δεν υπή...
Όχι!
Όχι!
Εκεί μέσα στα μάτια του. Η εικόνα στα μάτια του.
Ήταν εκείνη. Αλλά μια άλλη.
Όχι εκείνη, εκεί, εκείνη την στιγμή. Εκείνη σε έναν άλλον κόσμο, μια γελαστή εκείνη, μια ζωντανή εκείνη, η πραγματική εκείνη.
Ξαφνικά η όλη του εικόνα άλλαξε. Το χαμόγελό του απέκτησε νόημα. Ήταν χαμόγελο θαυμασμού και λατρείας. Ένα ταπεινό χαμόγελο απλής αλλά ατέρμονης χαράς.
Επειδή έβλεπε εκείνη. Την πραγματική εκείνη.

Και εκείνη χαμογέλασε. Με το ίδιο απλό απαλό χαμόγελο.

Ήταν αρκετό το να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν σαν να βρισκόταν κάτω από το νερό για μερικά δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος την ενόχλησε για μια στιγμή. Η δυνατή μουσική, οι ομιλίες, τα οχήματα που περνούσαν συνεχώς απ’ έξω. Η αίσθηση της γεύσης του σάλιου της με μια ανεπαίσθητη πινελιά καφέ.
Δίστασε για μια στιγμή να κινήσει το χέρι της, το οποίο τελικά κινήθηκε με φυσιολογική ευκολία.
Το μυαλό της φώναζε ότι κακώς ανησυχεί γιατί όλα ήταν φυσιολογικά.

Βρισκόταν και πάλι στην ίδια καφετέρια, στην ίδια θέση με πριν. Ένας καφές και το κινητό ήταν μπροστά της.
Και δίπλα της βρισκόταν η αδερφή της. Και μπροστά της ο σύντροφός της. Κι οι δύο την κοιτούσαν παραξενεμένοι. Και τελικά ρώτησαν τι τρέχει.
Δεν ήξερε τι να τους απαντήσει. Ήπιε νερό (της αδερφής της) παρόλο που δεν δίψαγε. Τους είπε ότι πνίγηκε στο σάλιο της. Μια πρόχειρη δικαιολογία γιατί το μυαλό της ήταν πολύ απασχολημένο με το να επεξεργάζεται αυτό το όραμα που μόλις τελείωσε.
Όραμα το αποκαλούσε το μυαλό της. Το ένστικτο διαφωνούσε.
Το ένστικτό της τής έλεγε ότι πραγματικά είδε αυτά που είδε.
Ο σύντροφός της τής έπιασε το χέρι. Ξαφνιάστηκε. Τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό της δεν έμοιαζε σε τίποτα με το χαμόγελο που έδειξε σε εκείνον. Ο οποίος παρέμενε μια θολούρα. Τον ήξερε, ήταν σίγουρη ότι τον ήξερε, αλλά για λίγο η πόρτα της ταυτότητάς του παρέμενε ακόμα κλειστή. Ο άντρας που αναγνώριζε ως σύντροφο και εραστή, έσφιξε κι άλλο το χέρι της. Τον κοίταξε και πάλι στα μάτια.
Βαθιά στα μάτια... βαθιά στα μάτια...
Ώσπου μόνο τα μάτια του υπήρχαν.
Το απότομο φρενάρισμα που έκανε το μηχανάκι ακριβώς έξω από το μαγαζί δεν το άκουσε. Οι φωνές των δύο ανθρώπων που ήταν ακριβώς δίπλα της έπαψαν. Το άγγιγμα του συντρόφου της έγινε ανεπαίσθητο. Το ίδιο το χέρι της έγινε ανεπαίσθητο.
Η ίδια έγινε μόλις μια αχνή ιδέα του εαυτού της...

Καθόταν πάλι. Στην καφετέρια. Οι ήχοι είχαν σωπάσει.
Όχι, κάτι άκουγε.
Άκουγε το όνομά της. Κάποιος, κάτι, επαναλάμβανε το όνομά της. Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά....
Η φωνή ήταν απόκοσμη, ανατριχιαστική. Μια φωνή που πλημμύριζε λαχτάρα, μια δαιμονική ασυγκράτητη σαρκική επιθυμία. Και δε σταματούσε.
Δεν ήθελε να την ακούει άλλο.
Τα χέρια υπάκουαν και τα πόδια υπάκουαν. Σηκώθηκε από τη θέση της και απομακρύνθηκε από την τζαμαρία από όπου έμοιαζαν δεκάδες χείλη να ψιθυρίζουν το όνομά της.
Έτρεξε πίσω από τον πάγκο όπου ετοίμαζε τους καφέδες. Γονάτισε κι η αίσθηση με το που άγγιξε το πάτωμα την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν γυμνή. Άνοιξε τα μάτια κι είδε ότι ήταν όντως γυμνή. Από πάνω μέχρι κάτω.
Άκουσε πάλι το όνομά της. Αυτή η φωνή όμως ξεχώριζε. Ήταν πιο δυνατή. Και γνώριμη.
Ήταν η φωνή του συντρόφου της.
Χάρηκε. Δεν ήξερε πού ήταν και γιατί ήταν πάλι σε έναν κόσμο... άλλο... αλλά τουλάχιστον ήταν αυτός εκεί. Άπλωσε τα χέρια και τον φώναξε.

Στην αρχή ταράχτηκε όταν είδε ότι κι αυτός ήταν γυμνός. Αλλά δέχτηκε ότι αυτοί ίσως ήταν οι κανόνες αυτήν την φορά.
Το ένστικτό της τής φώναζε ότι εθελοτυφλούσε.
Ο σύντροφός της, ο ψηλός, τριχωτός, μελαχρινός της σύντροφος εδώ και τρεις μήνες τής χαμογελούσε. Όπως κι εκείνος ο άγνωστος πρωτύτερα.
Όχι, καμία σχέση με εκείνον πρωτύτερα.
Είχαν μία ομοιότητα. Αυτός, ο σύντροφός της, δεν υπήρχε. Ήταν το κέλυφος του συντρόφου της, μια υπόσταση που έμοιαζε με εκείνον.
Το χαμόγελό του όμως δεν ήταν ήρεμο. Αν κοιτούσε βαθύτερα την αντανάκλαση των ματιών του ήξερε ότι δεν θα έλαμπαν με μια ευχάριστη αντανάκλαση της ίδιας.
Δεν ήθελε καν να κοιτάζει το χαμόγελό του. Ούτε κατά διάνοια να τον πλησιάσει.
Έτρεμε αυτό που θα έβλεπε στην αντανάκλαση των ματιών του.
Γιατί ήξερε.
Αυτός, αυτό, ήθελε το κορμί της και μόνο, ήθελε τη σάρκα και το δέρμα, προς ικανοποίηση σαρκικών ορέξεων.
Κι αυτό ήταν κακό;
Ήταν τρομακτικό ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο.
Οι φωνές από την τζαμαρία, οι απόκοσμες φωνές ήταν δικές του.
Η ατμόσφαιρα την έπνιγε κι ένιωθε βεβηλωμένη και μόνο από τη ματιά του.
Το σώμα της κινούνταν μόνο προς ικανοποίησης των διαθέσεών του.
Κι εκείνος πλησίαζε. Κι εκείνη ήταν στριμωγμένη.
Οι αναμνήσεις της, τα δεδομένα του μυαλού της περιείχαν μόνο εκείνον. Θυμόταν μόνο ότι αφορούσε εκείνον. Πότε τον πρωτογνώρισε, τι είπαν, πότε έγιναν ζευγάρι, πότε έκαναν έρωτα πρώτη φορά... μόνο στιγμές με εκείνον.
Και κάτι άρχισε να συνειδητοποιεί. Τη φύση αυτών των συμβάντων. Την φύση αυτών των "οραμάτων"...
Τι ήταν αυτοί οι δύο κόσμοι. Αυτός με αυτόν, κι ο προηγούμενος με εκείνον.
Αλλά ήταν πολύ τρομαγμένη για να ολοκληρώσει οποιονδήποτε συλλογισμό.
Αυτό που ήταν ο σύντροφός της πλησίαζε. Αργά. Με ύφος διαστρεβλωμένο από ηδονή. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πάνω του.
Και δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσε να κάνει εκείνη εκτός από το να τον κοιτάζει.
Κι αυτό που θα ακολουθούσε;
Σκεφτόταν αυτά που μπορεί να ακολουθούσαν για ώρα. Πολύ ώρα. Κάθε διεστραμμένο σενάριο το ένα χειρότερο απ’ το άλλο. Για ώρα. Για ώρα...
Κι η πραγματικότητα κινούνταν τόσο αργά. Αυτός, αυτό, κινούνταν τόσο αργά...
Υπάρχει ένα όριο στον τρόμο. Ο άνθρωπος φτάνει σε ένα σημείο που απλά σταματά να φοβάται.
Κι η άλλη όψη του τρόμου είναι η οργή.
Η όψη της με κάθε σκέψη, με κάθε φανταστικό σενάριο, άλλαζε, γινόταν πιο σφιχτή, ώσπου τα δόντια της έκλεισαν, τα χείλη της σφίχτηκαν, τα μάτια της μισόκλεισαν κι έγιναν κοφτερά, συνοφρυώθηκε και σηκώθηκε να αντικρίσει το ον που τολμά να απαιτεί το σώμα της αρνούμενο κάθε ιδέα ψυχής.

Ίσως ήταν η ιδέα της προδοσίας που την εξόργισε πιο πολύ. Η επίγνωση της απουσίας συναισθήματος.
Τον κοίταξε τελικά στα μάτια. Η αντανάκλαση στα μάτια του ήταν αυτό ακριβώς που φανταζόταν. Εκείνη να φωνάζει από ηδονή... και τίποτα άλλο.
Έτρεμε.
Η εικόνα μεγάλωνε όσο εκείνος πλησίαζε.
Την έσβησε μπήγοντας τους αντίχειρές της και στα δύο του μάτια.

Η αδερφή της τήν χάιδευε στο μάγουλο προφανώς ανήσυχη.
Τα μάτια της δεν είχαν φύγει από τα μάτια του συντρόφου της. Η έκφρασή της όμως πρέπει να είχε αλλάξει γιατί τα δικά του μάτια έδειχναν επιφυλακτικότητα.
Σαν να τον είχε τσακώσει για κάτι...
Έβγαλε μια βαθιά ανάσα κι έκανε επανεκκίνηση το μυαλό της.
Στις επίμονες ερωτήσεις των παρευρισκόμενων απάντησε ότι θυμήθηκε κάτι που αφορούσε την εργασία για την σχολή της και θα ήθελε να την διορθώσει.
Άμεσα.
Μια καλοφτιαγμένη δικαιολογία ανάμεσα στο τοπίο πολέμου που ήταν η ψυχή της.
Τελικά με μπόλικη πειθώ... οι δύο έφυγαν. Κι έμεινε εκείνη.
Κι εκείνος.
Ξαφνιάστηκε όταν τον είδε. Δεν τον πρόσεξε πριν γιατί το σώμα του συντρόφου της τον κάλυπτε. Είχε μπροστά του το λάπτοπ του και πληκτρολογούσε.
Δεξιά του ένα νερό. Αριστερά του ένας καφές. Μισογεμάτος.
Δεν συνειδητοποίησε πόση ώρα τον κοιτούσε. Το συνειδητοποίησε κι εκείνος και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Τα μάτια του έμοιαζαν ήρεμα και ξαφνιασμένα κι όταν συναντήθηκαν με τα δικά της αμέσως γύρισαν πάλι στην οθόνη.
Εκείνη ασυναίσθητα του χαμογελούσε.
Γιατί ήξερε.
Ο κόσμος του μυαλού του, ο πρώτος κόσμος, ήταν ένας κόσμος μοναξιάς, ένας άδειος κόσμος που υπήρχε ένα μοναδικό πράγμα. Εκείνη. Εκείνος κι εκείνη.
Ο δεύτερος κόσμος, ο κόσμος του μυαλού του συντρόφου της... ας πούμε ότι δεν θα ξαναντίκριζε αυτά τα μάτια ποτέ ξανά.

Μετά από δύο ώρες εκείνος κατέβασε την οθόνη του λάπτοπ και ετοιμάστηκε να φύγει.
Όταν σήκωσε το κεφάλι υπήρχε ένα κομμάτι κέικ. Κι εκείνη καθισμένη μπροστά του.
«Δε συστηθήκαμε ποτέ... Φαίδρα...», του είπε εκείνη.
«Γιάννης», της απάντησε εκείνος.


FIERCE

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα