Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Κυκλοφορούσε έντονα η φήμη, μεταξύ των κατοίκων του χωριού, ότι μία ευρείας έκτασης παράνομη υλοτομία βρισκόταν στα σκαριά από κακοποιά στοιχεία, που απέβλεπαν φυσικά στο παράνομο κέρδος. Τα επαπειλούμενα δέντρα ήταν αιωνόβιες δρύες, το καμάρι του γειτονικού δάσους, όπου έρχονταν για το κυνήγι της αλεπούς οι ρέκτες του είδους.
Δεν ήταν πολλές. Καμιά εκατοντάδα όλες κι όλες και αποτελούσαν μια πανέμορφη νησίδα φυλλοβόλων δέντρων ανάμεσα σε πυκνοβέλονα πεύκα. Μύθοι και παραδόσεις ήταν συνδεδεμένες με τούτο το ασημοπράσινο "νησί" που Άνοιξη και Καλοκαίρι ήταν χάρμα ιδέσθαι.
Άγνωστο γιατί, οι χωρικοί το είχαν ονομάσει "το νησάκι των πέπλων". Αποτελούσε δε το μοναδικό αξιοθέατο της περιοχής, όντας περίεργη η διεργασία της Φύσης για να το δημιουργήσει. Ως γνωστόν η φαντασία της Φύσης σε σκηνοθετικό επίπεδο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη και από τα πιο άριστα ανθρώπινα στάνταρτς. Οι κορυφές των δέντρων, όταν τις κοιτούσες, σου έδιναν την αίσθηση ότι τρυπούσαν τα σύννεφα που ήταν πάντα άφθονα στον ουρανό της περιοχής, Χειμώνα, Καλοκαίρι. Οι παραδόσεις και οι Μύθοι έλεγαν ότι 'κει πάνω ζούσαν τα αερικά του δάσους, αόρατα για το ανθρώπινο μάτι και κατέβαιναν από ψηλά συχνά πυκνά παίρνοντας ανθρώπινη υπόσταση μα που οι χωρικοί δεν τα ξεχώριζαν μέσα από τους τουρίστες που κατέκλυζαν την περιοχή τους, που έρχονταν να θαυμάσουν το "νησάκι των πέπλων" που όμοιό του δεν υπήρχε στον Πλανήτη, καθώς έλεγαν οι ειδικοί. Πρωτοεμφανίστηκαν πολύ παλιά, αφετηρία που χάνεται στο βαθύ του Χρόνου, και που ποτέ καμιά αντίξοη καιρική συνθήκη, όπως παγωνιά ή ξηρασία, είχε δυσμενή επίπτωση πάνω τους. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τούς απέδιδαν μαγικές ιδιότητες και ιερές συνάμα, με τους χωρικούς να τις λατρεύουν σαν θεϊκές οντότητες, τρόπω τινά.
Αυτές λοιπόν οι πανέμορφες δρύες, βρίσκονταν αντιμέτωπες με έναν θανάσιμο κίνδυνο στο πρόσωπο παράνομων υλοτόμων που μπροστά στο κέρδος που θα αποκτούσαν από την πώληση της υπερπολύτιμης ξυλείας δεν λογάριαζαν ιερά και όσια και συναισθηματισμούς, αερικά και κουραφέξαλα όπως χαρακτήριζαν τους μύθους, μην υπολογίζοντας παράλληλα ότι καταστρέφοντας την νησίδα θα κατέστρεφαν και τον μοναδικό πόλο έλξης τουριστών που αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων της φτωχής Κοινότητας.
Ο Μιχαλιός, ένα 15χρονο αγόρι, με τους φίλους του, τα παιδιά όλα του χωριού δηλαδή, σχημάτισαν μια ομάδα περιφρούρησης. Αλλά αμούστακα παιδάκια ήσαν, σαν πώς να προφυλάξουν τις δρύες τους, η αγάπη τους δεν αρκούσε να τις γλυτώσει από τον χαμό. Απέναντί τους είχαν κακοποιούς, μαχαιροβγάλτες, δραπέτες φυλακών και δεν συμμαζεύεται. Ουτοπία η σκέψη να τα βάλουν μαζί τους. Ναι, μα ούτε και μπορούσαν να μείνουν απαθείς θεατές στην επερχόμενη καταστροφή. Έβαλαν λοιπόν κάτω το κοφτερό μυαλό τους να βρουν μια αποτελεσματική μορφή προστασίας και άμυνας που θα είχε επίπτωση στον ψυχισμό των κακοποιών.
Παραλείψαμε να πούμε και είναι ζωτικής σημασίας, ότι εκεί κοντά βρισκόταν η ερειπωμένη καλύβα του πεθαμένου δασοφύλακα που όπως έλεγε ο κόσμος, όσο ζούσε, δεν τολμούσε μήτε άνθρωπος μήτε ζωντανό να πειράξει ούτε κλαδάκι από τα πανέμορφα δέντρα που τα αγαπούσε σαν παιδιά του. Φύλακας άγγελός τους ήταν και θαρρείς αυτά, γευόμενα τούτην την άδολη αγάπη, τρέφονταν καλύτερα, δυνάμωναν και μεγάλωναν χωρίς κινδύνους. Γιατί, ας μην νομίζουμε ότι τα φυτά δεν καταλαβαίνουν… Όλα τα καταλαβαίνουν, τόσο τον κίνδυνο, όσο και την Αγάπη, κυρίως αυτή, το κυρίαρχο συναίσθημα πανίδας και χλωρίδας του Πλανήτη Γη.
Ο δασοφύλακας στην καλύβα αυτή που την έκτισε ο ίδιος, έμενε μόνος, ούτε συνάφεια είχε με τους χωρικούς. Τον άκουγαν να μιλάει με τα πουλιά, με τις φυλλωσιές των δέντρων και όπως προείπαμε, οι Δρύες ήταν οι λατρεμένες του. Μα όταν οι μέρες του τέλεψαν, τέλεψε και η ακεραιότητα της καλύβας που δεν θέλησε κανείς να την φροντίσει μα ούτε και να πάρει τη θέση του δασοπροστάτη. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΡΩΤΑΣ, ΠΑΘΟΣ γι’ αυτήν τη δουλειά και κανείς δεν διέθετε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Το ενδιαφέρον των κατοίκων θαρρείς και μειώθηκε, παρά την γνώση τού τι πρόσφερε στο χωριό τους η νησίδα. Και είναι περίεργο αυτό, γιατί και ένα μικρό παιδί καταλάβαινε την "προσφορά" τής εν λόγω νησίδας. Αυτά όλα τα γνώριζαν οι παράνομοι υλοτόμοι και στο ελλιπές ενδιαφέρον των χωρικών και στον ωχαδελφισμό τους στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο για να κόψουν και να θερίσουν μα και να αφανίσουν τα μυθικά δέντρα, μη βρίσκοντας σθεναρή αντίσταση.
Και μια αποφράδα ημέρα ήρθαν. Καμιά 10ριά νοματαίοι, όλο χαμόγελα και καλοσυνάτες μάσκες στο μασκαρεμένο μούτρο τους. ΣΤΑΛΜΕΝΟΙ, λέει, ΑΠΟ "ΨΗΛΑ".
Κάποιος θέλησε να ειδοποιήσει τον Κοινοτάρχη, μα αλήθεια ψέματα, (ή επί τούτου;), αυτός απουσίαζε από την κοινότητα για "δουλειές", όπως είπε ο αντ’ αυτού. Και σαν ποια δουλειά μπορούσε να είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη μελλούμενη καταστροφή;
Άρχισαν να μαρκάρουν με κόκκινη μπογιά και αριθμημένα πώς θα άρχιζαν την "σφαγή" από την επομένη κιόλας ημέρα.
ΜΑ, αν και κατακαλόκαιρο, πιάνει μια καταιγίδα, ένα χαλάζι σε μέγεθος κάστανου, που θαρρείς και το έριχναν από τα σύννεφά τους, του δάσους τα αερικά, μην αντέχοντας το ανοσιούργημα των ανθρώπων και την ανομία τους. Ήταν σαν να τους πετροβολούσαν και πολλοί ήσαν εκείνοι που έτσι ερμήνευσαν την οργή των νεφών, κάνοντας τον σταυρό τους με δέος για το ολοφάνερο σημάδι.
Αλλόφρονα τα συντρόφια δεν ήξεραν πού να πάνε να προφυλαχτούν αφού ως γνωστόν οι κεραυνοί που έπεφταν ήταν ακόμη πιο επικίνδυνοι αν κρυβόντουσαν κάτω από τα πεύκα.
Κάποτε κόπασε το κακό και βλέπουν όλοι έκπληκτοι να βγαίνει καπνός από την καλύβα. Ο επικεφαλής μαφιόζος ρωτάει τον Μιχαλιό που όλως "τυχαίως" βρέθηκε εκεί:
«Από τούτα τα μέρη είσαι φίλε; Μπας και ξέρεις γιατί βγαίνει καπνός από την καλύβα τού αποθαμένου δασοφύλακα, μένει κανείς σε αυτό το ερείπιο;»
«Α, πώς και δεν το ξέρεις μάστορα; Είναι το φάντασμα του δασοφύλακα που έρχεται στο καλύβι του, ανάβει το τζάκι του, και περιμένει να εκδικηθεί τον όποιο ή τους όποιους κάνουν κακό στα αγαπημένα δέντρα του. Μπρ μπρ σκιάχτηκα. ΕΊΧΑ ΑΚΟΥΣΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΛΛΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΧΑ ΔΕΙ.
»Φαίνεται πήρε χαμπάρι τού τι πρόκειται να κάνετε και ήρθε ξανά. Οι δικοί μου λένε, ότι είχε χρόνια να φανεί. Ήταν τότε που ένας υλοτόμος ήρθε να κάνει τα ίδια και του πήρε τη μιλιά. Μιλάει πια με κραυγές που δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο. Μα δεν βαριέσαι, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Να σκεφτείς ότι ο πάππος μου μου είπε μιαν άλλη περίπτωση. Το φάντασμα τού δασοπροστάτη έκανε λέει μια έτσι με το άυλο χέρι του και τύφλωσε το γιο τού αρχιεργάτη που ήρθε να κόψει όχι τα δέντρα ολάκερα μα λίγα κλαριά για το τζάκι του. Εννοείται ότι αυτός όχι μόνο δεν ξαναπέρασε από το δάσος, μα ούτε και από το χωριό μας, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εξιλεωθεί και να ζητήσει συγγνώμη από το φάντασμα. Το οποίο λένε, είναι δίκαιο και δέχεται να συγχωρεί. Γι’ αυτό και το παιδί που τυφλώθηκε, έχει βρει μεγάλο μέρος από το φως του. Από τότε, ο πατέρας του παιδιού έχει γίνει και ο ίδιος απηνής διώκτης των παντός είδους υλοτόμων νόμιμων και παράνομων αδιακρίτως. Πώς και δεν σάς πήρε μυρουδιά ακόμη, δεν το ξέρω. Σίγουρα όμως σαν δει τον καπνό θα καταλάβει ότι υπάρχει απειλή και θα αριβάρει. Τον νου σας λοιπόν μην έχουμε αιματοχυσίες εν καιρώ ειρήνης. Μα είμαι να απορήσω πώς και δεν τα γνωρίζεις όλα αυτά που τα ξέρουν ως κι οι πέτρες!
»Άντε γεια σας. Εγώ και η παρέα μου συνήθως βοηθάμε τους υλοτόμους όταν πρόκειται για νόμιμη υλοτομία. Η δική σας βγάζει μάτι ότι δεν είναι. Ποιος ηλίθιος θα έδινε άδεια να καταστραφεί "το νησί των πέπλων"; ΟΧΙ ο Κοινοτάρχης, μα ο Θεός αυτοπροσώπως που λέει ο λόγος δηλαδή, να το επέτρεπε, ΕΜΕΙΣ δεν θα τολμούσαμε να βοηθήσουμε, ούτε καν σαν σκέψη από το μυαλό μας».
Αυτά είπε ο Μιχαλιός και μα τω Θεώ ήταν τέλειος ηθοποιός στην εκφορά του λόγου του, σε σημείο να προβληματίσει τον επικεφαλής τού… αποσπάσματος.
Όμως ένα μούτρο από το ασκέρι, του σκοινιού και του παλουκιού, που δεν χαμπάριαζε από μύθους και φοβίες είπε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό της καλύβας. Οι υπόλοιποι περίμεναν με αγωνία να τους πει τι είδε, χεσ@@@@@ από το φόβο τους. Όχι για λίγα χρήματα να έχαναν και τη μιλιά τους ή τα μάτια τους… Αμ δεν τα ‘ξεραν αυτά. Τώρα που τα έμαθαν θα το αποτολμούσαν;
Μπαίνει που λέτε το μούτρο στην καλύβα και αχνοδιακρίνει στη σκοτεινιά μια ανθρώπινη φιγούρα καθισμένη μπροστά στο αναμμένο τζάκι, να υποδαυλίζει τη φωτιά με μια τεράστια μασιά, τσουγκράνα, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Καλυμμένο το κεφάλι με μια μυτερή κουκούλα και το σώμα επίσης καλυμμένο από κορφής μέχρις ονύχων με μία κάτασπρη κελεμπία.
Στις δύο σχισμές του μέρους που θα έπρεπε να είναι λογικά το πρόσωπο άστραφταν δύο κάρβουνα για μάτια και στη θέση του στόματος ένα άνοιγμα από το οποίο έβγαιναν βρυχηθμοί απειλητικοί. Σηκώθηκε το φάντασμα από όπου καθόταν και προτείνοντας τη μασιά που είχε πυρωθεί από τη φωτιά απείλησε να σουβλίσει αυτόν που τόλμησε να αμφισβητήσει την παρουσία του. Το μούτρο, έμενε άφωνο στην τρομερή θέα του πεθαμένου δασοφύλακα και συνειδητοποιώντας ότι έχασε τη φωνή του έκανε μεταβολή, βγήκε από το καλύβι και ακόμη και τώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές λένε ότι τον είδαν να τρέχει όσο γίνεται πιο μακριά από το στοιχειωμένο χωριατόσπιτο!
Βλέποντας την σκηνή της άτακτης φυγής του, τα συντρόφια άφησαν πριόνια και εργαλεία και όπου φύγει φύγει…
Η "νησίδα των πέπλων" χάρις την τόλμη και την φαντασία 15χρονων παιδιών είχε σωθεί.
Και τώρα, χρόνια μετά, οι περήφανες δρύες υψώνουν τις πανύψηλες κορφές τους και τρυπούν τα σύννεφα και πολλοί λένε ότι το τρύπημα αυτό είναι ζωογόνο γιατί φέρνει απρόσμενη βροχή σε περιόδους καύσωνα και ποιοτική ποτιστική βροχούλα χωρίς χαλάζια και πλημμύρες, τον χειμώνα.
Το όνομα του χωριού μόνον δεν αναφέραμε, μα δεν νομίζουμε ότι αυτό έχει και τόση σημασία!...
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Vincent Van Gogh
Της ίδιας:
Για το άγνωστο
Να γινόταν λέει
🌲
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Vincent Van Gogh
Της ίδιας:
Για το άγνωστο
Να γινόταν λέει