(spoiler alert)
Μου αρέσει να διαβάζω ένα βιβλίο και μετά να βλέπω την ταινία που γυρίστηκε βασισμένη σε αυτό, μα τελευταία μου αρέσει κατά περιπτώσεις να κάνω και το αντίστροφο. Ετούτο το δεύτερο συνέβη και με την ταινία «Δρ. Ύπνος» καθώς πρώτα απόλαυσα τα επί οθόνης και στο μέλλον θα διαβάσω το βιβλίο.
Τι εστί καταρχήν «Δρ. Ύπνος»;
Είναι η άτυπη συνέχεια του βιβλίου «Η Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ από το μακρινό 1977 που αποτελεί ένα βιβλίο σταθμό (τόσο για τον συγγραφέα όσο και για πολλούς αναγνώστες του). Το βιβλίο «Η Λάμψη» το 1980 κινηματογραφήθηκε από τον οραματιστή «δάσκαλο» Στάνλεϊ Κιούμπρικ και έγραψε τη δική του ιστορία παραμένοντας ανεξίτηλο στο πάνθεον των ταινιών τρόμου, αποτυπώνοντας πρωτότυπες λήψεις και ιδέες που σκιαγραφούν το κλειστοφοβικό συναίσθημα του έργου (και των ηρώων του), τη φύση της τρέλας μέσω των εξαρτήσεων, τα πάθη, τις λαβυρινθώδεις επεκτάσεις του νου, την παιδική κακοποίηση και άλλα. Δυστυχώς, πέρασε στις συνειδήσεις πολλών και για τις μνημειώδεις ενστάσεις του συγγραφέα Κινγκ που έχει δηλώσει πως δεν απόλαυσε το αποτέλεσμα της ταινίας καθώς έγιναν πολλές αλλαγές στο έργο του που του άλλαξαν τη φύση του νοήματος.
Το βιβλίο λοιπόν και η ταινία «Δρ. Ύπνος» αφηγείται στο σήμερα, τη ζωή του Ντάνι Τόρανς (γιου του Τζακ Τόρανς που στην ταινία του 1980 υποδύθηκε μαγικά ο Τζακ Νίκολσον) και τους άσχημους ψυχολογικούς σταθμούς του, σκιαγραφώντας πόσο ταλαιπωρήθηκε ένα παιδί με βαριά ψυχικά τραύματα αντιμέτωπο με έναν διαταραγμένο πατέρα που επιχείρησε να το δολοφονήσει μαζί με τη μητέρα του στο χιονοσκέπαστο και απομονωμένο ξενοδοχείο «Θέα», όταν αναρρώνοντας από αλκοολισμό, έλαβε μια θέση ως επιστάτης και συντηρητής του ξενοδοχείου και εντέλει καταλήφθηκε από το κακό των φαντασμάτων που ζούσαν εκεί και του ξύπνησαν τον χειρότερο του εαυτό.
Ο Ντάνι Τόρανς από παιδί διαθέτει το χάρισμα (τη «Λάμψη») να μιλάει τόσο με τους νεκρούς (καλούς και κακούς) όσο και με τους ζωντανούς μέσω της σκέψης του. Στο «Δρ. Ύπνος» μαθαίνουμε πως ο Ντάνι δεν είναι το μόνο παιδί με αυτό το χάρισμα και πως υπάρχουν κι άλλα τέτοια παιδιά, τα οποία παράλληλα βλέπουμε να εντοπίζονται και να σκοτώνονται από μια συμμορία ατόμων που «ρουφούν» τη «Λάμψη» τους. Ο Ντάνι σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, έχει συμβιβαστεί με τους δαίμονές του, εργάζεται σε μια κλινική ως φροντιστής ενώ μέσω του χαρίσματός του συνειδητοποιεί πως μπορεί να απαλύνει τον τρόμο του ετοιμοθάνατου για το αμετάκλητο πέρασμά του στον θάνατο. Ένα κορίτσι (η Άμπρα Στόουν) που κατέχει το χάρισμα της «Λάμψης», μιλάει μαζί του μέσω σκέψης επί χρόνια και πλέον ζητάει τη βοήθειά του για να εντοπίσουν και να αφανίσουν τη συμμορία που σκοτώνει τα χαρισματικά παιδιά· ετούτο θα συμβεί –που αλλού;– στη «Θέα», το μέρος όπου όλοι οι εφιάλτες του Ντάνι Τόρανς ζωντανεύουν, και εκεί θα τον οδηγήσουν για ένα επικό φινάλε.
Όταν λοιπόν έχεις αγαπήσει την ταινία του Κιούμπρικ με τα δεκάδες κρυφά περάσματά της, γνωρίζεις πως πηγαίνεις σήμερα στον κινηματογράφο δίχως να προσδοκάς πολλά και περιμένοντας να δεις μία ακόμη ταινία του Χόλιγουντ, σκηνοθετημένη στα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς. Ειδικά μετά τα τίμια (αν και πολυδιαφημισμένα) «IT» και «IT: Chapter 2» αλλά και ενθυμούμενος την πίκρα που εισέπραξα στο «Dark Tower» και στο ριμέικ του «Pet Sematary», ομολογώ πως είχα χαμηλωμένα τα φτερά των προσδοκιών μου καθώς, πέρα από την αγάπη στον Στίβεν Κινγκ, έχουμε καιρό να δούμε άξια αποτύπωση έργου του –και δη μιας συνέχειας βιβλίου του.
Ο σκηνοθέτης Μάικ Φλάναγκαν (με μικρό βιογραφικό στις ταινίες τρόμου και ερχόμενος από «Το παιχνίδι του Τζέραλντ», ένα ακόμη έργο του Κινγκ) απέφυγε (και μπράβο του) τη χρήση ψηφιακών μέσων για να «ζωντανέψει» έναν νεότερο Τζακ Νίκολσον και ούτε δανείστηκε εικόνες από την ταινία του Κιούμπρικ, κατάφερε όμως να αποδώσει τον ανάλογο φόρο τιμής στον master Στάνλεϊ. Πώς; Ενίοτε με την αναβίωση κάποιων ρετρό αναφορών (παρόμοια γραφεία, ρούχα και τοποθεσίες, ιπτάμενες λήψεις προς το «Θέα», τον μεγάλο Ντάνι που φωτίζει το ξενοδοχείο και βηματίζοντας επιστρέφει σε κάθε μέρος του ώσπου να φτάσει σ' εκείνη την τσακισμένη από το τσεκούρι πόρτα, και άλλα) ενώ ο σκηνοθέτης θέλοντας να επιτύχει τη σύνδεση παρελθόντος-παρόντος κινηματογράφησε από την αρχή όποιες σκηνές της «Λάμψης» θέλησε να χρησιμοποιήσει και το έκανε επιχειρώντας (και πετυχαίνοντας θαρρώ) να αποτυπώσει σχεδόν ατόφια κάποιες σκηνές (του ασανσέρ με το αίμα, της τσεκουριάς στην πόρτα και άλλες) αλλά και στις ερμηνείες των ηθοποιών του 1977 που σήμερα μέσω άλλων ηθοποιών που τους μοιάζουν εμφανισιακά (και ερμηνευτικά φυσικά διότι πού να βρεις άλλον Τζακ Νίκολσον;) κλείνουν υπέροχα και νοσταλγικά το μάτι σε εκείνη την ταινία-έπος.
Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ ως ενήλικας Ντάνι Τόρανς βρήκα ότι απλώς εκτέλεσε σωστά τον ρόλο του (μην περιμένετε να δείτε μια «Trainspotting» ερμηνεία) καθώς ενώ προσπαθεί να διαπεράσει τον πόνο και τη θλίψη ενός ατόμου με ψυχικά τραύματα ετούτο δεν «περνάει» στον θεατή (μήτε καν ως αλκοολικός που κέρδισε πίσω τη ζωή του). Εντέλει τα μόνα λεπτά που σε κερδίζει είναι λίγο πριν το φινάλε της ταινίας που νικημένος από τα φαντάσματα που μια ζωή τον καταδιώκουν, μεταστρέφεται (όπως και ο πατέρας του σαράντα χρόνια πίσω) σε ένα δολοφονικό κουτσό τύπο με τσεκούρι. Η Ρεμπέκα Φέργκιουσον από την άλλη ως Ρέζα (η χίπισσα αρχηγός της συμμορίας «ενεργοβόρων» ατόμων που ρουφάνε από παιδιά το χάρισμα της «Λάμψης» προς διατήρηση της αθανασίας τους) ξεπερνά στις ερμηνείες της τον Μακ Γκρέγκορ (μάλλον αγάπησε περισσότερο τον ρόλο της και διψούσε για αυτόν).
Η Άλεξ Έσσο ως μητέρα του Ντάνι (Γουέντι Τόρανς) έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε όμως –ας είμαστε ειλικρινείς!– ούτε η ερμηνεία της Σέλεϊ Ντιβάλ στην ταινία του Κιούμπρικ ήταν η καλύτερη επιλογή. Δεν μπορώ όμως να μην σταθώ στον εξαιρετικό Χένρι Τόμας (ναι, ναι ο πιτσιρίκος από το Ε.Τ. μεγάλωσε!) που ως νέος Τζακ Τόρανς δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία, ακόμα και με μόνο πέντε λεπτά συμμετοχής, όχι απλώς φέρνοντας στον επικό Τζακ Νίκολσον αλλά έχοντας μελετήσει κάθε ικμάδα εκείνης της ερμηνείας του και έχοντας μια εξαιρετικά ηλεκτρισμένη σκηνή με τον ώριμο πλέον γιο του προσφέροντάς του ένα ποτό-πειρασμό ως άλλος μπάρμαν Λόιντ (παρόμοια σκηνή με την ταινία του 1980) και επιβεβαιώνοντας σε εμάς τους φανατικούς την ύπαρξή του σε εκείνη τη φωτογραφία του Τζακ Τόρανς ανάμεσα στους θαμώνες-φαντάσματα του «Θέα».
Η ταινία είχε κάμποσα κενά (τα οποία εύχομαι να μου συμπληρωθούν στην ανάγνωση του βιβλίου) όμως ως θεατής ενός έργου κακών ενεργειών και φαντασμάτων αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό να συμβαίνει κατά συνθήκη μιας παράλληλης πραγματικότητας (a.k.a Dark Tower, Google it!) και το προσπερνάς.
Διαθέτει μια διάχυτη βαμπιρική ατμόσφαιρα (ως προς το ρούφηγμα της «Λάμψης» από τη συμμορία της Ρέζα) καμία διάθεση να συγκριθεί με τη «Λάμψη» (επουδενί δεν αγγίζει την ταινία του 1980) αλλά να επιχειρεί να μετριάσει τις όποιες διαφορές είχαν οι Κιούμπικ-Κινγκ.
Τι θα μπορούσε να είναι λιγότερο; Η δράση που δεν δίνει χώρο και χρόνο σε επεξηγήσεις ή μυστήριο και αναπόφευκτα οδηγεί σε κενά της ιστορίας, οι ελάχιστες gore σκηνές που δείχνουν αχρείαστες και περισσότερο διασκεδαστικές παρά τρομακτικές, η σκληρότητα της πιτσιρίκας Άμπρα που λειτουργεί περισσότερο σαν ενήλικας παρά ως ένας φοβισμένο παιδί που έχει να κάνει με δολοφόνους.
Τι έλειπε; Το ατμοσφαιρικό σκηνοθετικό μεγαλείο, οι άριστα ζυγισμένα σκηνές και ερμηνείες, η μελαγχολική νοσταλγία της ταινίας του 1977, η μελαγχολία των όποιων εξαρτήσεων, τα δεκάδες μυστικά που υπονοούνται, η απειλητική μακαβριότητα και (για να γίνουμε λίγο πιο γραφικοί) το πέρασμα του Κινγκ από μία ακόμη ταινία του.
Τι έλειπε; Το ατμοσφαιρικό σκηνοθετικό μεγαλείο, οι άριστα ζυγισμένα σκηνές και ερμηνείες, η μελαγχολική νοσταλγία της ταινίας του 1977, η μελαγχολία των όποιων εξαρτήσεων, τα δεκάδες μυστικά που υπονοούνται, η απειλητική μακαβριότητα και (για να γίνουμε λίγο πιο γραφικοί) το πέρασμα του Κινγκ από μία ακόμη ταινία του.
Πάντως βλέποντας το «Δρ. Ύπνος» αν και δεν μένεις με το στόμα ανοιχτό, τουλάχιστον απολαμβάνεις μια ταινία που βαστάει παραπάνω από δυο ώρες (χωρίς να χασμουρηθείς) και στο εν κατακλείδι σου τη βρίσκεις μετρημένη (αν και σε κάποια σημεία φτωχή ερμηνευτικά) και κυρίως όχι τραβηγμένη από τα μαλλιά λιβανίζοντας τα κόκαλα του παρελθόντος. Είναι γεμάτη easter eggs για τους φανατικούς τόσο του Κινγκ όσο και του Κιούμπρικ και είναι σίγουρα σε ένα καλύτερο επίπεδο από άλλες μεταφορές βιβλίων του Κινγκ. Προσωπικά αγαπημένα μέρη στην ταινία; Η πινελιά του αγέραστου φαντάσματος του Ντικ Χάλοραν από τη «Λάμψη» που βοηθά τον Ντάνι να προστατευτεί από τα δικά του καταδιωκτικά φαντάσματα, ο Κάρεν Στρόικεν (ο ηθοποιός αμίλητο-τέρας της Οικογένειας Άνταμς), το cameo πέρασμα του Ντάνι Λόιντ (που υποδύθηκε στην ταινία του 1977 τον μικρό Ντάνι) και φυσικά –τι άλλο;– το REDЯUM!
Βρείτε τον Γεώργιο Τζιτζικάκη στο Facebook και Facebook page