Αντωνίου Ευθυμίου
Κάθε πληγή κι ένας λάκκος ανοιχτός
για ν’ ανασαίνει το κορμί μας.
Κάθε κραυγή κι ένα μοιρολόι να ηχεί δίπλα στα σύννεφα,
στους λευκούς τάφους των ονείρων μας.
Δεν είμαστε πλέον εραστές,
αλλά κλειδούχοι μιας βραδείας αμαξοστοιχίας.
Η ζωή μας μοιάζει με καράβι
που κυοφορεί το ναυάγιό του.
Πάψε να τροχίζεις τις ατέλειές σου
με το ακόνι της ματαιοδοξίας σου.
Θέλω να γαντζώνομαι πάνω σου,
να σκεπάζομαι με τις αμφιβολίες σου.
Αγαπώ τη βροχή μες απ’ τα μάτια σου,
τον πλεονασμό στην περπατησιά σου.
Εγώ σου χάρισα ένα μπουκέτο αισθήματα,
κι εσύ τα άφησες να ξεραθούν.
Το βλέμμα μου κουλουριάζεται σα φίδι
γύρω από τις αντανακλάσεις της παρουσίας σου.
Εισπνέω τον καπνό από τις αναθυμιάσεις
των αποτεφρωμένων υποσχέσεών σου.
Αφήσαμε την ανία να χτίσει φωλιά στην κάμαρά μας,
καταχωνιάσαμε τους πόθους μας σε μια ψυχρή συσκευασία.
Δεν μπορούμε πια να μυρίσουμε το ξεθυμασμένο άρωμα
εκείνης της πρωτόγνωρης ασέλγειάς μας.
Όταν κλείνεις τα μάτια σου στο ηλιοβασίλεμα,
αναβάλλεις το ραντεβού σου με την ευτυχία.
Η ελπίδα είναι ένα βλέφαρο στην απόγνωσή μας,
ένα ξέφωτο μέσα στην ατελεύτητη καταχνιά.
Έλα να πλαγιάσουμε πάνω στις ξεφτισμένες επιθυμίες μας,
να φλερτάρουμε για λίγο με το απείθαρχο άπειρο.
Η σιωπή είναι μια βελούδινη χειραψία με το θάνατο.
Διάλογος λοιπόν, για να συναντηθούμε πάλι.
🌹
Αντώνιος Ευθυμίου
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.