Πίνοντας και την τελευταία γουλιά καφέ σε ένα από τα ξύλινα κιόσκια της καφετέριας στο άλσος, έχοντας χαλαρώσει όσο δεν πάει άλλο μετά από μια κουραστική μέρα, αισιόδοξη για τις επόμενες που θα έρθουν, ένας θόρυβος μου χάλασε την ηρεμία.
Μηχανή πολλών κυβικών μου φάνηκε.
«Κανά 18χρονο θα είναι και θα δείχνει το μπόι του, ή κανένας 45άρης που ξανανιώνει εφηβεία..»
«Γύρνα να δεις, εγώ δεν χάνω για κανέναν τη θέα της θάλασσας, όσο μακριά και να είναι, και ειδικά της συγκεκριμένης. Έναν χρόνο Θα κάνω να την δω».
«Και να…»
«Και να θαυμάσω τον πρίγκιπα, Κάτια»
«Τον ξέρεις;»
«Χμμ… Θα τον μάθω».
«Το νου σου».
Δεν την άκουσα. Μόνο κοίταγα το νόημα που μου έκανε και διάβαζα τα χείλη του.
Εδώ θα κάτσω κορίτσι, είπε, όταν τελειώσεις έλα.
Η συνάντηση αυτή είχε κανονιστεί από την Θεσσαλονίκη. Μου έχει ζητήσει κάτι το οποίο κατέληξε στα χέρια του ως δώρο.
Δώρο θεού και ότι μου μίλησε εκείνη τη βραδιά. Ήταν απόμακρος και σιωπηλός -όλοι το έλεγαν. Το ένιωσα και εγώ στο πετσί μου. Τη φωνή του μια φορά την είχα ακούσει κι η λέξη ήταν «όχι». Χρόνια πριν. Χαμόγελο πρώτη φορά είδα στο καλωσόρισμα όταν σηκώθηκε από την καρέκλα και μου έδωσε το χέρι. Εργατικό χέρι. Αυτό που λες «εδώ είμαστε» και δεν το αφήνεις. Βαρύ, όμως, όπως, κι ο αέρας του. Η εικόνα του πάνω στη μηχανή μού είχε καρφωθεί στο μυαλό -ενώ τον είχα μπροστά μου. Όπως κι η αίσθηση που μου άφησε εκείνο το καλωσόρισμα. Καρφωμένο στο μυαλό ακόμη και τώρα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να εξαφανιστώ γιατί θα την πατήσω. Να αρνηθώ ευγενικά την πρόσκληση με μια καλή δικαιολογία. Αλλά γιατί να μην ζήσω μια πρόκληση;
«Έχω αντιμετωπίσει πολλές», μονολόγησα. Που να ήξερα όμως…
Αν ήξερα σκάκι θα τον κέρδιζα. Θα με κοίταγε όπως με κοιτούσε τότε, καθισμένη στην καρέκλα. Εκεί που το κονιάκ κατέβαινε γλυκόπιοτο χωρίς να το καταλαβαίνω. Έτσι μαεστρικά θα μετακινούσα το άλογό του. Θα έχανε η βασίλισσα την προστασία της. Θα την έκανα δική μου. Θα γινόμουν για μια μέρα η βασίλισσά του. Εκείνος θα κατέβαινε από το άλογό του, αλλά μια τρικλοποδιά με τα μάτια μου θα τον άφηνε ανίκανο να κερδίσει. Ή όχι; Η ιστορία δυστυχώς δεν συνεχίστηκε, για εκείνο το βράδυ τουλάχιστον.
Κι εγώ κοιμήθηκα με μια ζακέτα που δεν ήτανε δική μου. Θα πρέπει να την παραδώσω αύριο.
Κράτα την όσο θες, έγραφε το μήνυμα που με καληνυχτούσε.
Μετά την πρώτη καλημέρα που είπα στον εαυτό μου, άρχισα να σκέφτομαι δικαιολογίες για να τον δω και σήμερα. Τι πιο απλό από το να πάω στο ίδιο μέρος... Αν περάσει, πέρασε. Μετά από ένα ανιαρό πρωινό, περίμενα πώς και πώς το απόγευμα-πρόκληση.
Κάθισα σε μία καρέκλα και ξεκίνησα να μεταφέρω τις σκέψεις μου στα χαρτί.. Απέναντι μου διαδραματιζόταν μία σκηνή πολέμου. Αξιωματικοί, πύργοι πιο πέρα τα στρατιωτάκια που περικύκλωναν τον βασιλιά και τη βασίλισσα, κάτι άλογα τρέχανε σε ένα κάμπο και τα λοιπά και τα λοιπά. Η σκακιέρα στο τραπέζι είχε στηθεί από νωρίς. Ο ένας ήταν ένας κύριος εξ Ανατολής ερχόμενος, με σπασμένο το ένα χέρι και ραγισμένο το άλλο. Η αντίπαλος του μία φίλη που περίμενα πώς και πώς να τελειώσει την παρτίδα για να της παραγγείλω ένα τσίπουρο με μεζέ, μιας και εργαζόταν εκεί.
Κέρδιζε, έχανε, εγώ το τσίπουρο μου ήθελα. Κουράστηκα να γράφω αλλά από την άλλη, εδώ ο κύριος να παίζει σκάκι με σπασμένο χέρι και εγώ δεν μπορώ να γράψω δυο αράδες.
Θα μου πεις είναι και ο πρίγκιπας που έχει αφήσει τη μηχανή του αυτοκίνητου αναμμένη επί δέκα ολόκληρα λεπτά και με έχει αποσυντονίσει. Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Ή έτσι τουλάχιστον φαντάστηκα. Γιατί σε μια ώρα ήταν πίσω. Άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι μου. Χαιρετηθήκαμε ταυτόχρονα χωρίς «χαίρεται». Εγώ είπα «κάτσε» κι αυτός, «σε σένα ερχόμουν».
«Σήμερα θα κεράσω εγώ».
«Αποκλείεται».
«Τότε θα κεράσω στην πόλη».
«Θα δούμε».
«Θα δούμε, εννοείς, αν θα κεράσω ή αν θα πάμε γενικότερα την βόλτα στην πόλη που λέγαμε;»
«Τη βόλτα εγώ στην πρότεινα, εγώ στην υποσχέθηκα. Άρα θα πάμε. Να ξέρεις, ό,τι σου πω θα γίνει. 9 το πρωί να είσαι εκεί» και μου έδειξε το δέντρο που στεκόταν δίπλα στην ταμπέλα με το όνομα του χωριού.
9 το πρωί μου είπε, 9 παρά ήμουν στη σωστή θέση, με το σωστό φόρεμα, τη σωστή κολόνια, το σωστό μακιγιάζ, και ένα ποτήρι πλαστικό με καφέ σκέτο στο χέρι. Είχα φροντίσει να μάθω τη δοσολογία ζάχαρης -σωστό φαρμάκι.
«Ορίστε, δικό σου είναι», είπα και θαρρείς στα μάτια του ζωγραφίστηκε ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
«Πρώτη φορά προσφέρουν καφέ χωρίς να το ζητήσω. Να δούμε εγώ τι θα σου προσφέρω».
Την απάντηση την ήξερα αλλά την άφησα για το τέλος. Είχαμε εξάλλου μια ολόκληρη μέρα μπροστά μας κι ήταν ηλιόλουστη, αλλά ο αέρας δε σώπαινε. Πιο πολύ μιλούσε ο αέρας παρά εμείς. Περπατήσαμε στο κάστρο πιασμένοι χέρι-χέρι, «για να μην χτυπήσω». Πιο σταθερό βήμα δεν είχα κάνει ποτέ μου σε τέτοιο ανώμαλο έδαφος. Όλα ήταν ομαλά. Ένας γίγαντας με προστάτευε. Οι σκέψεις μου είναι σαν και εκείνες που κάνουν οι πριγκίπισσες. Τώρα θα έρθει να με κατεβάσει από το αμάξι. Και το έκανε. Τώρα θα μου ανοίξει την πόρτα. Θα με κεράσει.
«Σαν πριγκίπισσα σε έχω».
«Της καρδιάς σου;»
Δε το άκουσε.
Άκουσε όμως τις ανάγκες μου για ασφάλεια. Εκεί την πάτησα. Ερωτεύτηκα.
Ειδικά όταν ήρθαμε κοντά -όταν στα χέρια του κρατούσε το κινητό του για να φωτογραφίσει τη θέα από το κάστρο.
Φωτογραφία με εμπόδια έβγαζε και σάστισε πώς θα τα κόψει. Ένα καλώδιο της ΔΕΗ, το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Εδώ έκοβε ανάσες όταν κοιτούσε τα μάτια μου που τον κοιτούσαν. Πήρα τα χέρια του στα χέρια μου και του μάθαινα τον τρόπο. Πάταγε τα κουμπιά με σιγουριά, όπως πάταγα εγώ πάνω στις πέτρες του κάστρου. Και πάλι τα χέρια μας είχαν γίνει ένα. Πότε το δεξί μου με το αριστερό του και πότε το ανάποδο.
Θυμόμουν ξανά τις σβούρες που με έφερνε γύρω του στο κάστρο, πότε δεξιά και πότε αριστερά, για να είμαι ασφαλής. Λες και θα με έχανε.
«Για λίγες μέρες ακόμη θα είμαι εδώ. Υπάρχουν κι άλλα κάστρα απόρθητα. Αυτά θα παραμείνουν εδώ. Εμένα θα με βγάλεις σαν τα εμπόδια; Θα μου κόψεις την ανάσα; Έλα κοντά» του είπα και τον φίλησα στο στόμα. Γεμάτη πλέον και σίγουρη. Δήλωσε διστακτικός -αλλά τα μάτια και τα χέρια του άλλα έδειχναν.
Εκείνος, με τη σειρά του, την πρώτη μέρα που ξυπνήσαμε αγκαλιά φρόντισε να μου προσφέρει καφέ από τα χέρια του.
«Έναν φτιάξε να τον πιούμε παρέα».
Ξεβίδωσε το βαζάκι του καφέ με τελετουργία, λες και χρησιμοποιούσε κλειδί. Έριξε το φαρμάκι στο ποτήρι και ξανά πάλι κλείδωμα. Ξεκλείδωσε τις σκέψεις του τις οργανωμένες. Τον περιμένει μία μέρα χαρτούρας. Αφού βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει την ταυτότητά του, φωτοτυπία της επικυρωμένη και μη, κλείδωσε τους δύο χαρτοφύλακες: του μυαλού του και τον χάρτινο. Ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού και του αυτοκίνητου. Έβαλε το κλειδί στη μηχανή και κλείδωσε ξανά τις σκέψεις - εφόσον ήταν βέβαιος ότι τα είχε φροντίσει όλα.
«Μέχρι να βάλεις και πάλι το κλειδί στο μυαλό σου εύχομαι να θυμάσαι την καλημέρα που σου είπα και τις ματιές που σου έριχνα κουκουλωμένη στην κουβέρτα, ενώ εσύ έπινες τον καφέ σου».
Έτσι αποχαιρετιστήκαμε. Εγώ χαρούμενη και εκείνος με μια τυπική καλημέρα. Και μετά αναμονή μέχρι τις 8 το βράδυ ακριβώς. Δεν είναι φάση ιδανική αυτή. Συνέβη και τα επόμενα δέκα πρωινά… Αλλά έτσι είναι η ζωή που ονειρεύτηκα στο πρώτο στάδιο. Το δεύτερο αργεί και μάλλον δεν θα έρθει... Να μαζεύω κλικ προσπαθώ αλλά στο τέλος θα μου μείνουν στο ποτήρι με τα παγάκια που αυτός μου πρόσφερε το πρωί-και θα λιώσουν τα κλικ κι άντε τώρα να τα ξαναμαζεύεις.
Μίλησα μόνο για το πρωί… Το βράδυ τι συμβαίνει; Ένα ποτήρι τσίπουρο κι ίσως κάπου εμφανιστεί ένα κλικ και μέσα στη θολούρα του πιοτού το αντικρίσει. Το τρίτο και καλύτερο στάδιο θα το σπάσει αυτός με τα χέρια του τα δυνατά, μαζί με το ποτήρι. Θρύψαλα παντού. Κομμάτια μικρά, αιχμηρά σαν την ματιά του.
Αιχμηρές κι οι κουβέντες του. «Εγώ δεν σε κοίταξα ποτέ», έλεγε. «Σου έδωσα ποτέ δικαίωμα εγώ»; «Εσύ με προκάλεσες». Η απάντησή του ήταν αυτή ενώ η δικιά μου «Εσύ θα μου πεις, για ψάξε». Ρε, να είχα έναν καθρέφτη όπως με κοίταγε, να έβλεπε μέσα από την ματιά του…
Μου αρέσει να παίζω με καθρέφτες. Θα ήθελα λοιπόν να βάλω έναν καθρέφτη μπροστά του την ώρα που πίνει. Όταν τελειώνει το τσιπουράκι του, τα μάτια του με κοιτούν και όχι μόνο τα μάτια του. Δεν λέω ότι αλληθώριζε από την ομορφιά μου, αλλά το σέξι -θα έλεγα- χαμόγελο μου, το κούρεμα μου και το χρώμα στο κραγιόν μου κάτι του κάνει που μοιάζει με κλικ... Το λέει κι ο καθρέφτης. Συνήθως λέει την αλήθεια. Κι ειδικά το πρωί στις 6 ίσως και στις 7.
Κι αν εκείνος είναι ειλικρινής, ίσως η απάντηση του να τα κάνει όλα άνω κάτω. Να τον σπάσει. Κι ίσως εγώ κοπώ. Αλλά το ξέρω. Με έχει προετοιμάσει, κι έτσι κι αλλιώς το γνώριζα από την αρχή. Έξυπνες συντρόφους δεν θέλει.. Θέλει κάποιες με τα κλικ του, τα ιδανικά.
«Πρόσεξε όμως», του είπα. «Όταν ψάχνεις πολλά κλικ, το πιο πιθανό είναι να μείνεις με το τικ. Μην κάθεσαι και τα μετράς. Όλοι ξέρουμε,δεν είσαι καλός στα μαθηματικά. Γιατί αν ήσουν, θα είχες καταλάβει ότι απλά ένα και ένα κάνουν δύο και θα χαμογελούσες πιο συχνά. Στη γραμματική θαρρώ είσαι καλύτερος. Τη λέξη "φαντασία" λες και η γλώσσα σου πάει ροδάνι. Συνήθως κοροϊδευτικά ή έστω χιουμοριστικά, καμιά φορά και ειρωνικά. Πρόσεξε όμως μην από το κλικ σου φύγει το κάπα και το λάμδα και μείνεις με το τικ. Ένα ταυ σίγουρα βρεθεί. Αν είσαι τυχερός θα υπάρχει στο όνομά σου. Υπάρχει στη λέξη "φαντασία", να το δανειστείς από ‘κει. Την χρησιμοποιείς συχνά. Εκείνη μπορεί να περιπλανιέται με ένα γράμμα λιγότερο. Εσύ μπορείς;»
Δεν μίλησε.
Μπόρεσα εγώ την άλλη μέρα, παρόλο που το κεφάλι μου ήταν βαρύ -να σηκωθώ χαράματα για να ετοιμαστώ και να τον αποχαιρετίσω. Του έδωσα υπόσχεση ότι θα είμαι στο τάδε μέρος 6 και 45 ενώ εκείνος μου είπε να είσαι 6 και 47. Με αυτά τα δύο λεπτά μπορεί να κερδίσω ένα κλικ. Ετοιμάζω πρωινό για να του δώσω απλόχερα και τελευταία βάζω παπούτσια και κραγιόν. Τρέχω στα σοκάκια, σκοντάφτω, χτυπώ. Δεν κοιτώ ποιος ή τι ήταν αυτό που προκάλεσε το χτύπημα. Κοιτώ το στόχο. Τα λεπτά όμως περνούν. Καθυστέρησα και χωρίς ειδοποίηση έφυγε. Έτσι ήταν η συμφωνία. Πρέπει να
φύγω..
ΣΒΟΥΡΑ
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.