«Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» είναι ένα μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη που δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα «Καθημερινή» (1931-1932) και στη συνέχεια κυκλοφόρησε ως βιβλίο (1933). Ο Λεωνής Δρίβας επιστρέφει από το μικρασιατικό μέτωπο στη Μυτιλήνη και επιστρέφει στη δασκάλα Σαπφώ τα προσωπικά αντικείμενα του συζύγου της που έπεσε υπέρ πίστεως. Η γνωριμία αυτή θα εξελιχθεί σε δυνατό έρωτα όμως οι τύψεις του Λεωνή από τη μια που αγάπησε τη χήρα του καλύτερού του φίλου και η κοινωνική κατακραυγή από την άλλη είναι εμπόδια που πρέπει να τα υπερκεράσουν. Τελικά θα πρυτανεύσει η λογική ή το συναίσθημα;
Το συναρπαστικό και σημαντικό αυτό μυθιστόρημα ζωντανεύει τώρα στη σκηνή του θεάτρου Βέμπο με πολύ ωραίες ερμηνείες, καταπληκτική μουσική και ευρηματικές εναλλαγές σκηνών. Το σύνολο είναι άρτιο και παραμένει πιστό στην ατμόσφαιρα και τις καταστάσεις του μυθιστορήματος. Βέβαια, η αγωνία των κατοίκων του νησιού για το τι θα κάνουνε «με τόσους πρόσφυγες» έρχεται και κουμπώνει στη σημερινή κατάσταση της νησιωτικής και όχι μόνο χώρας με την άφιξη ανθρώπων από
μαχόμενα μέρη. Έτσι το συναίσθημα και η ένταση που δημιουργείται από τα γεγονότα κάνουν τον θεατή να ριγήσει λίγο περισσότερο, ακριβώς επειδή βιώνει μια αντίστοιχη συνθήκη στο σήμερα. Πέραν αυτού όμως, η διαταραχή μετατραυματικού στρες που κυριεύει τον Λεωνή, κάποια μυστικά της κλειστής κοινωνίας που καλύτερο θα ήταν να έμεναν για πάντα θαμμένα, η τάση του ελληνικού λαού για εμφύλια διαμάχη και η ξεκάθαρη αντικομουνιστική στάση του κειμένου είναι κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά που κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Η παράσταση ξεκινάει με μια ευρηματική συμπυκνωμένη καταγραφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας ως τη μάχη του Εσκί-Σεχίρ, οπότε και έχουμε τη νοσηλεία του Λεωνή και του Στρατή Βρανά. Γνωρίζουμε καλύτερα τους δυο άντρες και βιώνουμε τη φρίκη και την ήττα των τελευταίων στιγμών του ελληνικού στρατού.
Στη συνέχεια, διάφορα ταμπλώ και έξυπνα σκηνικά τεχνάσματα ζωντανεύουν το εσωτερικό και το εξωτερικό του χωριού στο οποίο επιστρέφει ο Λεωνής, με αγαπημένο μου σημείο την ακροθαλασσιά. Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια παρουσιάζει μια ανήσυχη κοινωνία με τα κρυφά της αμαρτήματα, τις αγωνίες, τους έρωτες, τα λάθη και τα πάθη, εναλλάσσει με σωστό ρυθμό τα επεισόδια, χρησιμοποιεί όλη την έκταση της σκηνής, παίζοντας ακόμη και σε διπλό επίπεδο την ίδια στιγμή ενώ η διασκευή του ιδίου έχει κρατήσει τα σημαντικότερα κομμάτια του μυθιστορήματος και τα έχει δέσει αρμονικά χωρίς κενά ή ασάφειες. Πρόκειται επομένως για μια πιστή και ταυτόχρονα καθόλου κουραστική διασκευή ενός σημαντικού κειμένου που πραγματεύεται αξίες διαχρονικές και επίκαιρες.
Η Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της Σαπφούς καλείται να υποδυθεί μια γυναίκα παγιδευμένη σ’ έναν γάμο που δεν ήθελε, υποταγμένη σ’ έναν άντρα που δεν αγάπησε. Η γέννηση ενός τερατόμορφου παιδιού και τώρα η χηρεία την κρατούν κλεισμένη στο σπίτι, παρόλο που η ίδια ακολουθεί μια «αντικανονική» συμπεριφορά. Βλέπει την εμφάνιση του Λεωνή ως αφορμή να ξαναρχίσει να ζει, να στυλώσει τα παιδιά και να γυρίσει την πλάτη της στην κοινωνία. Έχει «μορφή μικρού παιδιού αλλά σκέφτεται σα μεγάλος πονεμένος άνθρωπος», έτσι τη χαρακτηρίζει ο Λεωνής, που τη βλέπει αντιμέτωπη «με την ακούραστη κατασκοπεία του χωριού» να αγωνίζεται να τινάξει από πάνω της την ταμπέλα της «χήρας». Είναι σεμνή και μετρημένη, οργισμένη και θυμωμένη, ερωτευμένη και δυνατή, κι όλα αυτά η Λένα Παπαληγούρα τα ερμηνεύει με μέτρο και χωρίς υπερβολές ή ακρότητες. Τα συναισθηματικά ξεσπάσματα εύκολα μπορούν να γίνουν μια καρικατούρα, όμως η ηθοποιός έχει την πείρα και την κατάλληλη σκηνοθεσία για να αποφύγει κάθε ερμηνευτικό σκόπελο. Μου άρεσε ως αιθέρια μορφή που έρχεται στα όνειρα του άντρα της, όταν εκείνος παραληρεί από τον πυρετό και αργότερα ως ανέμελη κοπέλα που αφήνεται σε αυτό που έχει ανάγκη: τον έρωτα και το γέλιο.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στον ρόλο του Λεωνή ήταν μια πραγματική έκπληξη. Έχω παρακολουθήσει τη θεατρική του πορεία και σε κάθε επιλογή του γίνεται όλο και καλύτερος ερμηνευτικά και εκφραστικά. Εδώ έχουμε επίσης μια ποικιλομορφία εκφράσεων και συναισθηματικών διαβαθμίσεων, πάλι με μέτρο και όριο. Από την απελπισία και τη μοναξιά, το κενό που νιώθει κάποιος όταν γυρίζει ζωντανός σ’ ένα τόπο που άλλαξε («Πού να πάω να αφήσω το τομάρι που κουβαλάω;») περνάει όλα τα βήματα του έρωτα αλλά και θυμώνει όταν προσπαθούν να τον μυήσουν στον κομμουνισμό, μια ιδεολογία που τον βρίσκει αντίθετο και επιχειρηματολογεί σωστά εναντίον του. Είναι πολύ έντονος όταν δέχεται τις επισκέψεις του οράματος του Στρατή και δημιουργεί ολόκληρες σκηνές που για τους γύρω του είναι εντελώς αόρατες μιας και τον βλέπουν να πολεμάει με σκιές. Είναι ανέμελος όταν ζει τον έρωτά του με τη Σαπφώ και γεμάτος ενοχές όταν μένει μόνος του.
Η Γιουλίκα Σκαφιδά στον ρόλο της Αδριανής Δρίβα, αδελφής του Λεωνή, είναι η κοπέλα που αφήνει στην άκρη τις δικές της επιθυμίες για να αφοσιωθεί στον αδελφό της. Έχει ένα δυνατό ξέσπασμα όταν ανακαλύπτει την αλήθεια γύρω από το παιδί της Σαπφούς, που αντί να την καταρρακώσει ψυχολογικά ενισχύει μια δυνατή φιλία με τη γυναίκα αυτή. Είναι μια πολύ δυνατή φυσική παρουσία στο πλάι της Λένας Παπαληγούρα και οι σκηνές τους μαζί είναι πολύ έντονες συναισθηματικά.
Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης στον ρόλο του Στρατή Βρανά είναι πολύ καλός. Υποδύεται έναν άνθρωπο που νομίζει πως έσωσε το πόδι του, που περιμένει πώς και πώς να γυρίσει στη γυναίκα του κι όταν τελικά πεθαίνει έρχεται να στοιχειώσει τη ζωή του φίλου του. Αυστηρός, κοφτός, άψογα σκηνοθετημένος όπως περπατάει ανάμεσα στον κόσμο «των ζωντανών» είναι μια τραγική φιγούρα που γυρνοβολάει σα να ζητάει δικαίωση.
Η Χριστίνα Τσάφου και ο Γιώργος Κωνσταντίνου στους ρόλους των Σπανών είναι οι νονοί του Λεωνή και της Αδριανής, καλόκαρδοι άνθρωποι που θ’ αντιμετωπίσουν όμως ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ως δήμαρχος είναι η διακριτική κωμική νότα μέσα στο έργο αλλά μου έφερε ανατριχίλα όταν, μάρτυρας σε μια άδικη αιματοχυσία, κραύγασε: «Τι κάνετε, μωρέ; Έλληνες είμαστε όλοι!».
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, σε έναν ρόλο χαιρέκακο με τα δεινά των ηττημένων από τη μικρασιατική καταστροφή μιας και πλούτισε από τον πόνο τους και ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης, ως γιος του, φοιτητής, κομμουνιστής, ιδεαλιστής, εκπροσωπεί τη νέα γενιά που ελπίζει ακόμη, έχουν μια πολύ δυνατή σκηνή όταν διαπιστώνει ο μεν πως ο δε όχι μόνο δεν εκπληρώνει τα δικά του όνειρα αλλά ακολουθεί τον κομμουνισμό! Δίπλα τους, η Αλεξία Μουστάκα υποδύεται μια αδύναμη παρουσία, υποτακτική του αντρός, ανήμπορη να πατήσει πόδι και σωστή ερμηνευτικά όταν διαπιστώνει πως δε θα ξαναδεί το παιδί της.
Ο Αλμπέρτο Φάις στον ρόλο του δασκάλου Ξυνέλη που αφήνει υπονοούμενα για την προσωπική ζωή της Σαπφούς, η Άννα Κωνσταντίνου και η Αλίκη Ζαχαροπούλου ως οι κόρες του δημάρχου Λούλου και Ασπασία που γλυκοκοιτάνε τον Λεωνή, ο Πατρίκιος Κωστής ως αυστηρός γιατρός, ο Ντίνος Σπυρόπουλος, ο Σταύρος Μερμήγκης ως κυρ-Γιαννάκης, ξάδελφος του Γιώργου Κωνσταντίνου με νοητικά προβλήματα, η Ευφροσύνη Σακελλαρίου που υποδύεται μια τραγική φιγούρα και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ζωντανεύουν μια πανδαισία χαρακτήρων που μπαινοβγαίνουν στις ζωές των πρωταγωνιστών και αλλάζουν την πορεία τους προς το καλύτερο ή και προς το χειρότερο.
Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή είναι ανύπαρκτα αλλά οι καμβάδες και τα παραπετάσματα που ανεβοκατεβαίνουν δείχνουν σωστά τις εναλλαγές των σκηνών.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη είναι τα κατάλληλα για την εποχή και τις σκηνές του έργου. Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι ατμοσφαιρική αλλά όχι αρκετά δυνατή, δε γεννάει συναισθήματα και εντυπώσεις ούτε δημιουργεί τις εικόνες που ξέρουμε από προηγούμενα δείγματα δουλειάς της.
«Έρωτας θα πει μονομαχία» πρεσβεύει το κείμενο του Στρατή Μυριβήλη που αποδίδεται σωστά και μετρημένα σε μια παράσταση γεμάτη ωραίες σκηνές, διαχρονικά νοήματα και πολύ καλούς ηθοποιούς. Υπάρχει αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας, η οποία καταλήγει λυτρωτικά και συγκινητικά κι έφυγα από το θέατρο ικανοποιημένος από τη σωστή απόδοση ενός σημαντικού μυθιστορήματος.
Συντελούν:
Συγγραφέας: Στρατής Μυριβήλης
Διασκευή-σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Πρωταγωνιστούν: Λένα Παπαληγούρα, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Γιούλικα Σκαφιδά, Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Χριστίνα Τσάφου, Γιώργος Γιαννόπουλος, Μιχάλης Λεβεντογιάννης
Στο ρόλο του Δημάρχου, ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Στο ρόλο του Δημάρχου, ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Μαζί τους: Αλμπέρτο Φάϊς, Ντίνος Σπυρόπουλος, Σταύρος Μερμήγκης, Πατρίκιος Κωστής, Αλεξία Μουστάκα, Χρήστος Ζαχαριάδης, Ευφροσύνη Σακελλαρίου, Βασίλης Λέμπερος, Βαγγέλης Κρανιώτης, Όλγα Σκιαδαρέση, Άννα Κωνσταντίνου, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Αντρέας Λόντου.
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Φωτισμούς: Λευτέρης Παυλόπουλος
Χορογραφίες: Φώτης Διαμαντόπουλος
Video design - προβολές: Κάρολος Πορφύρης
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαριάννα Τουντασάκη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
Οργάνωση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will