Σοφίας Κραββαρίτη
Είναι καιρός πια που λείπεις και δεν είσαι εδώ. Και ούτε θα είσαι ποτέ ξανά. Όχι, δεν είσαι νεκρός, ευτυχώς. Απλώς, δεν είσαι πια κοντά μου. Κι ενώ εγώ θέλω να σου μιλήσω έτσι όπως είχα μάθει να κάνω, δε γίνεται γιατί λείπεις. Κι έτσι, όλα όσα θέλω να σου πω, θα τα μαρτυρήσω στα μαύρα πλήκτρα που δέχονται στωικά το ξέσπασμά μου, αλλά και τα δάκρυά μου που γλιστράνε μέσα στις σχισμές τους. Θα σου φανεί αστείο, αλλά νιώθω να υποφέρουν κι αυτά μαζί μου. Ο ήχος τους μοιάζει διαφορετικός τούτη τη φορά. Κούφιος, άδειος. Ακριβώς σαν την άδεια μου ζωή. Ναι, ζωή, όχι ψυχή. Αυτή είναι γεμάτη, αλλά ανήκει σε σένα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε, να κρατήσω πίσω κάτι δικό σου;
1η μέρα
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο όπως κάθε μέρα. Την προηγούμενη θύμωσες επειδή σε αμφισβήτησα για ένα γελοίο λόγο, ενώ γνώριζα πως δε μου λες ψέματα. Είναι και μένα τα νεύρα μου τεντωμένα. Όταν σε άκουσα κάπως θυμωμένο, κατάλαβα ότι είχα γίνει πάλι υπερβολική. Διάολε, πότε θα ελέγξω επιτέλους τις εκρήξεις μου; Φυσικά, ζήτησα συγνώμη. Εντάξει, ξέρω πως είναι σχεδόν δυο μήνες τώρα που κάνεις υπομονή και είσαι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Ένα από τα στοιχεία σου που αγαπώ πολύ.
Ξαφνικά, η κουβέντα σοβάρεψε. Μα, για στάσου… περίμενε, περίμενε… μου κάνεις πλάκα, έτσι; Ναι, μου κάνεις πλάκα. Μου είπες ότι σκέφτεσαι τον χωρισμό. Η ειρωνεία είναι ότι δεν το είπες. Απάντησες στη δική μου ερώτηση! Μα, τι σκεφτόμουν; Αν το είχα βουλώσει, ίσως να το έσωζα. Όχι, δε σώζεται, είσαι ανένδοτος. Όχι, όχι, κάτι έχω καταλάβει λάθος. Τι εννοείς όταν λες ότι σ’ έπνιξα; Κάτι συμβαίνει, μάλλον απέκτησα κάποιο πρόβλημα αντίληψης, ναι, αυτό είναι, αποκλείεται να εννοείς αυτό που κατάλαβα. Και τί κατάλαβα; Μα δεν κατάλαβα καν! Νομίζω πως είσαι ερωτευμένος με κάποια άλλη. Ή σ’ ενδιαφέρει τέλος πάντων κάποια άλλη. Πιστεύω πως μάταια προσπαθείς να μου εξηγήσεις, δεν ξέρω αν μπορώ να δεχτώ αυτό που μου λες. Ναι, ξέρω πως δεν μπορούμε να βλεπόμαστε κάθε μέρα, όμως δεν είναι δα και τόσο σπουδαίο να σε αποζητώ και ν’ αναρωτιέμαι αν μπορούμε να βρεθούμε. Δεν είναι απαίτηση, παρά η ανάγκη μου για σένα. Τώρα αλήθεια, αυτός είναι ο λόγος;
Θύμωσες που δεν σε πίστεψα. Ωραία, έκανα βεβαιότητα τον χωρισμό. Είχες αφήσει κι ένα ποσοστό να μη γίνει, αλλά βλέπεις δε μου αρέσουν οι μισοτελειωμένες δουλειές. Έβαλα τα χέρια μου και έβγαλα τα μάτια μου.
Σε παρακάλεσα. Τίποτα. Έκλαψα γαμώτο, ενώ είχα ορκιστεί ότι αν συνέβαινε, θα διατηρούσα την αξιοπρέπειά μου. Τίποτα. Σου είπα ότι είσαι σκληρός (πόσο κατίνα Θεέ μου!) μήπως και σε λυγίσω έστω και λίγο. Τίποτα. Είχες επιχειρήματα, σε άκουσα, υποκρίθηκα πως σε πιστεύω. Αν και δεν έχω λόγο να μη σε πιστέψω, ποτέ δε μου έδωσες το αντίθετο δικαίωμα. Όμως, να… είναι αυτός ο αφόρητος πόνος που μου σκίζει τα σωθικά. Έτσι νιώθω τουλάχιστον. Ξέρω πως δεν είναι αυτό το τέλος του κόσμου, δεν έχασα άνθρωπο για να πενθήσω, όμως και οι χαμένες αγάπες μήπως δεν πονάνε; Μου ζήτησες να μείνουμε φίλοι, με παρακάλεσες για την ακρίβεια. Είπες πως δε θέλεις να χαθεί η φιλία μας. Ρώτα κι εμένα που νιώθω πως χάνω τον καλύτερό μου φίλο. Να τι αγαπούσα τόσο πολύ σε σένα. Την ασφάλεια και σιγουριά που ένιωθα κοντά σου. Όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί, υπήρξες το στήριγμά μου, δεν υπήρχε κάτι που να μην το ήξερες, δεν υπήρχε κάτι για το οποίο να μη νοιαστείς, να μην προσπαθήσεις να με βοηθήσεις. Και τώρα… αλήθεια, το εννοείς; Μπορούμε και αύριο να το συζητήσουμε. Όχι; Αλήθεια, όχι; Ήσουν απόλυτος. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ άλλο. Μα πως ήταν δυνατόν όμως να παραιτηθώ; Δεν ήθελες είπες, να μείνεις από οίκτο. Αλίμονο κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο! Μ’ έχεις ψηλά συνέχισες, δε μου αξίζει να σταθείς δίπλα μου επειδή με λυπάσαι. Νομίζω σταμάτησα ν’ ακούω για το υπόλοιπο της ώρας που μιλούσαμε. Ή μιλούσα συνέχεια; Δε θυμάμαι. Ένα θυμάμαι, ότι τελικά δεν κατάλαβα τι συνέβη. Μήπως αν κοιμηθώ, ξυπνήσω από ένα άσχημο όνειρο; Όμως όχι, δεν θέλω να κοιμηθώ.
Πήρα την κολλητή μου και βγήκαμε έξω. Ήπια πολύ. Πάρα πολύ. Και; Σάμπως πνίγεται ο καημός μέσα σε μερικά ποτήρια αλκοόλ; Αυτός, ο δεινός κολυμβητής, αυτός ο, των πάντων υπεράνω, ξέρει πάντα να επιβιώνει. Πόνος. Μέγας πολεμιστής, ακούραστο θεριό στη μάχη, δε θα σταματήσει να παλεύει αν δε βγει νικητής. Και σιγά τη νίκη δηλαδή. Να χτυπήσει ένα ματωμένο κορμί που είναι ολόκληρο ανοιχτή πληγή. Αυτό λες εσύ μάχη; Έλα να σου δείξω εγώ πως πολεμούν με σφιγμένα δόντια και σφιγμένη καρδιά να μην ουρλιάξουν “ΜΕΙΝΕ!”. Έλα να σου δείξω πως είναι να παλεύεις να τιθασεύσεις μυαλό, κορμί, καρδιά, έλα να τα βάλεις με ολόκληρο το είναι. Αυτή θαρρείς πως είναι η δική σου μάχη; Να με ρίξεις κάτω;
Παραληρώ. Το ποτό μπορεί να μου θόλωσε το μυαλό, αλλά εσύ εκεί. Να μου λες ότι χωρίζουμε. Κι εγώ να προσπαθώ, με το ουίσκι να συναγωνίζεται το αίμα στις φλέβες μου, να το αποδεχτώ. Όχι, όχι να το αποδεχτώ. Να ελπίζω. Ναι, ελπίζω πως θ’ αλλάξεις γνώμη. Ποιον κοροϊδεύω; Ξέρω πως δε θα γίνει αυτό. Εντάξει, θα το προσπαθήσω, θα πολεμήσω. Εκτός… εκτός κι αν κοιμάμαι και είναι ώρα να ξυπνήσω. Δεν το θέλω άλλο αυτό το όνειρο, με πονάει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα.
Να, ξάπλωσα. Όχι, δεν κοιμάμαι, δεν ονειρεύομαι. Μα τότε, πώς γίνεται να βλέπω αυτό τον εφιάλτη; Τα δάκρυα τρέχουν ελεύθερα κι ευτυχισμένα, απολαμβάνουν τη νίκη τους, κάνουν το γύρο του θριάμβου με φωνές και πανηγυρικούς αλαλαγμούς κι εγώ ντρέπομαι για την συντριπτική μου ήττα. Πονάω. Αχ, και να ‘ξερες πόσο πολύ πονάω! Ας κοιμηθώ τουλάχιστον, μήπως πάψω να σκέφτομαι. Κλείνω τα μάτια ελπίζοντας να με λυπηθούν οι έγνοιες και να φύγουν. Παραμένουν μέσα στο κεφάλι μου αδίστακτες. Φοβάμαι μήπως με κατασπαράξουν έτσι πεινασμένες που τις βλέπω. Παρατήστε με ήσυχη λοιπόν! Ένας άδειος άνθρωπος είμαι, πόσο θα σας χορτάσω;
Ένας πόνος στο στήθος. Είναι πολύ δυνατός και φοβάμαι. Δεν μπορώ να τον πολεμήσω κι έτσι, τον καλοδέχομαι κι ελπίζω μόνο να μην είναι αρμένικη η βίζιτα. Κοιτάζω τα παράθυρα και παρακολουθώ το φως να δίνει τη δική του μάχη να εισχωρήσει μέσα στο δωμάτιο. Τα παντζούρια κρατάνε γερά, αλλά οι γρίλιες ξελιγωμένες από το παιχνίδισμά του, συνομωτούν μαζί του και η μάχη έχει νικητή. Πότε ξημέρωσες θεέ μου και με τι μούτρα θα με αντικρίσει η καινούρια μέρα;
2η μέρα
Ξανά στο τηλέφωνο. Δεν έχεις πρόβλημα μου λες, μπορώ να σε παίρνω όποτε θέλω. Αναρωτήθηκες άραγε μήπως πεθαίνω σε κάθε τηλεφώνημα, μήπως η ελπίδα μου ματώνει και με παρακαλάει να σταματήσω; Όχι, δεν το αναρωτήθηκες γιατί… δεν ξέρω γιατί. Δεν αγάπησες ποτέ σου ή δεν αγάπησες εμένα; Εντάξει, ξέρω πως δεν είχαμε τα ίδια αισθήματα. Δε σε καταδίκασα ποτέ. Η αγάπη μου ήταν ελεύθερη, δεν έψαχνε αντάλλαγμα, δε ζητούσε ανταπόδοση, άλλωστε δεν ήσουν αδιάφορος. Όταν σε χρειαζόμουν για τα ουσιαστικά, ήσουν πάντα εκεί. Κι όταν μου έκανες έρωτα, πολλές φορές σε κοιτούσα στα μάτια. Όχι, δεν έβλεπα αδιαφορία εκεί μέσα. Δε χρειαζόταν να με αγαπήσεις. Δε χρειαζόταν; Ίσως και να το ήθελα. Ίσως και να το λαχταρούσα. Ίσως και να το επιθυμούσα απελπισμένα. Δε θα στο ζητούσα ποτέ όμως. Ήθελα να το νιώσεις από μόνος σου, όχι να το απαιτήσω. Ζητούσα τη μαγεία των συναισθημάτων, αλλά μόνο αν μου το έδινες ο ίδιος. Και ξέρεις γιατί δεν στο ζητούσα; Επειδή δεν ήταν δική σου ευθύνη το να νιώσεις. Δεν κατάλαβα ποτέ τους ανθρώπους που κλαίνε, οδύρονται ή απλά αναρωτιούνται, γιατί δεν τους αγάπησε κάποιος ή κάποια. Αυτό ή το βγάζεις στον άλλο, ή όχι. Εγώ μάλλον δε στο έβγαλα.
Αλλά… αχ, Θεέ μου! Μόνο εσύ γνωρίζεις πόσο πολύ το επιθυμούσα. Ας μείνει μεταξύ μας σε παρακαλώ, δε χρειάζεται να μάθει κανείς και κυρίως ο ίδιος, την ανάγκη μου για την αγάπη του. Σε παρακαλώ Θεέ μου, ακόμα κι αν μου θυμώσεις κάποια στιγμή, μην του το φανερώσεις ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ πόσο πολύ ήθελα να με αγαπήσει. Του έλεγα πως δεν πειράζει, μου έφτανε η αγάπη που ένιωθα εγώ γι’ αυτόν, μου αρκούσε που είχε πλημμυρίσει την καρδιά μου, όμως ποτέ, μα ποτέ δεν παραδέχτηκα πόσο πολύ επιθυμούσα την αγάπη του, τον έρωτά του. Να γίνω πόθος, πάθος, ανάγκη, ανάσα, όλα όσα ήταν για μένα. Μην του τα πεις λοιπόν Θεέ μου, σε ικετεύω. Και δεν είναι πως δε θέλω να με λυπηθεί. Όμως, να… δε θέλω να σκέφτομαι πως θα νιώσει άσχημα, πως θα στενοχωρηθεί. Ξέρω πως του είναι δυσάρεστο που πονάω, μου το είπε άλλωστε ο ίδιος, δεν ξέρω όμως πως θα ένιωθε αν ήξερε πως πεθαίνω. Αν ήξερε πως με άφησε με μια καρδιά νεκρή. Όχι, δεν είναι σωστό. Τα συναισθήματά μας, είναι πάντα δική μας υπόθεση, οφείλουμε να τα διαχειριζόμαστε. Τουλάχιστον το θάνατό τους. Γι’ αυτό λοιπόν Θεέ μου, σ’ εκλιπαρώ, δεν πρέπει να μάθει το μέγεθος της απώλειας. Άσε να γνωρίζει απλά ότι πονάω με αυτό τον πόνο που ο χρόνος γιατρεύει.
Πήρα αναρρωτική άδεια από τη δουλειά. Πως θα μπορούσα άλλωστε να απαντώ στο τηλεφωνικό κέντρο, αφού η φωνή κλειδώθηκε στα έγκατα της ψυχής μου να μην τη δει κανείς έρμαιο των λυγμών, που της ρούφηξαν μέχρι και την τελευταία της ανάσα; Είμαι όλη μέρα στο κρεβάτι. Κλαίω συνεχώς. Μουσκεύω το μαξιλάρι. Το σεντόνι. Την ψυχή που κινδυνεύει να πνιγεί από το ανάκατο μείγμα λυγμών και αίματος, από την πληγή που άνοιξε. Φωνάζει, παρακαλάει να τη σώσω, όμως… λυπάμαι ψυχή μου, δε θέλω να σωθείς. Κάνε μου τη χάρη ν’ αυτοκτονήσεις. Θεωρώ πως θα με βαραίνει λιγότερο η ηθική αυτουργία από τη δολοφονία. Παραληρώ και σήμερα. Οι σκέψεις μπερδεμένες, τα πάντα ένα κουβάρι, ένας μίτος που θα έφερνε δάκρυα στα μάτια της Αριάδνης. Πονάω τόσο πολύ! Κι αυτός ο αλήτης πόνος στο στήθος, πηγαινοέρχεται δίχως να δώσει καμία αναφορά. Πότε με κοιτά με οίκτο, πότε με βλέμμα βλοσυρό, έτοιμος να μου χιμήξει. Χτύπα λοιπόν αν θέλεις, αλλά μη με βασανίζεις κι εσύ, έχω άλλο πόνο να παλέψω.
Όσο κι αν σε ακούω στο τηλέφωνο, δε με παρηγορεί ούτε η φωνή σου, ούτε η έννοια σου για μένα. Δε θέλω να μιλήσω μαζί σου για τα προβλήματά μου, δε γίνεται να είσαι ο φίλος που είχα, γιατί δεν το καταλαβαίνεις; Ήσυχη θέλω να με αφήσεις, μπορείς; Πονάω στην κάθε επαφή χωρίς να σ’ έχω, λιώνω σε κάθε ήχο που βγαίνει από το στόμα σου, υποφέρω διάολε! Δε σου μαρτυρώ τη σύγχυσή μου, αλίμονο όμως αν δεν ήξερες εσύ. Εσύ, που δε χρειαζόταν καν να μιλήσω όταν σήκωνες το τηλέφωνο. Εσύ, που μέχρι και την ανάσα μου γνώριζες. Προτείνεις να μείνεις μακριά μου επειδή ίσως είναι καλύτερα για μένα. Ακούς άραγε αυτά που λες; Ναι, ξέρω πως τ’ ακούς. Ήσουν πάντα μετρημένος στα λόγια, ποτέ δεν έλεγες κάτι άσκοπο και κυρίως ποτέ δεν έλεγες κάτι λάθος, που να σε πάρει ο διάολος! Όχι, όχι, να μη σε πάρει, συγνώμη, μη με ακούς, μη μου μιλάς, μάλλον όχι, μίλα μου, μίλα μου, μήπως και μου απαλύνεις τον πόνο, μίλα μου μήπως με λυπηθεί ο καημός και μ’ εγκαταλείψει. Όχι, ψέματα. Μίλα μου για να γεμίσω την ανάγκη μου για σένα. Μίλα μου μήπως κοιμηθώ απόψε. Μίλα μου μήπως φοβηθεί ο εφιάλτης να φανεί.
Αχ, θεέ μου! Πάλι βράδιασες; Δε σου έχουν πει ότι οι ραγισμένοι άνθρωποι είναι εύθραυστοι και σπάνε από τη σιωπή της νύχτας;
3η μέρα
Η απουσία σου κερδίζει όλα τ’ άλλα με μεγάλη διαφορά. Ανεβασμένη στο βάθρο των νικητών, σηκώνει ψηλά το κύπελλο με δάκρυα στα μάτια από τη συγκίνηση της νίκης. Τα δάκρυά της όμως δεν μπορούν να συναγωνιστούν το κλάμα που έχει τυφλώσει τα μάτια μου. Η ανάγκη μου σέρνεται στα πατώματα ματωμένη, ικετεύει βουβά για μια γιατρειά που θα την κρατήσει στη ζωή. Τα συναισθήματα πενθούν το χρόνο που μοιραστήκαμε κι εγώ… εγώ ανήμπορη παρακολουθώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι με μια καρδιά που έχει πέσει σε κώμα. Πρέπει να συνέλθω, το ξέρω, δεν το επιδιώκω όμως. Κάποιος πρέπει επιτέλους να κλάψει τις στιγμές που χάθηκαν. Μάλλον, όχι. Κάποιος πρέπει να κλάψει τις στιγμές που δε θα γυρίσουν πίσω. Όχι, δεν είναι αυτή η λύση. Πρέπει να παλέψω να μη σε χάσω. Ξέρω ότι νοιάζεσαι για μένα, δεν μπορεί, θα σε πείσω. Προσπαθώ να κατανοήσω το μέγεθος της πίεσης που δέχτηκες, όπως λες. Ζήτησα συγνώμη (απελπισία), υποσχέθηκα πως δε θα σε κουράσω πάλι (απόγνωση) σε παρακάλεσα (εξευτελισμός). Τίποτα δεν ήταν αρκετό. Μου είχες κρούσει τον κώδωνα κινδύνου ξανά και ξανά. Ήσουν δίπλα μου, ανέχτηκες το κάθε ξέσπασμά μου πάλι και πάλι. Ζήτησες συγνώμη που δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά. Υποσχέθηκες πως πάντα θα είσαι κοντά μου, η σχέση ήταν αυτή που έλαβε τέλος, τη φιλία σου δε θα την έχανα ποτέ. Οτιδήποτε και να συνέβαινε, εσύ θα ήσουν εκεί.
Η καυτή λάβα των δακρύων μου, κατηφόριζε απειλητικά στο πρόσωπό μου, απειλώντας να το χαράξει στο άκουσμα της κάθε λέξης σου, οποιαδήποτε σκέψη έκανε βουτιά θανάτου ακροβατώντας άπειρη σε τεντωμένο σχοινί, δίχως δίχτυ προστασίας. Το σπίτι δε με χωρούσε, η παρουσία μου εκεί μέσα στριμωχνόταν βάναυσα και ασφυκτικά. Τι ήταν τάχα έξω, μέρα ή νύχτα; Το ρολόι δείχνει πως είναι ακόμα μέρα. Αχ, νύχτα... κάνε κάπου μια στάση και διανυκτέρευσε γι’ απόψε σε παρακαλώ! Έτσι κι αλλιώς και που θα ‘ρθεις, κανένα όφελος δε θα ‘χεις. Πάλι ξάγρυπνη θα μείνω. Κάνε μου λοιπόν, εσύ τουλάχιστον τη χάρη!
Ζήτησα να σε δω. Δεν είχες αντίρρηση φυσικά, όμως ήμουν σίγουρη; Θυμόσουν τα λόγια μου όταν ήμασταν ακόμα μαζί. “Αν τελειώσουμε, δε θέλω να ξανάρθεις. Γιατί όσο κι αν θα πονάω από την έλλειψή σου, δε θ’ αντέξω να σε χάνω ξανά και ξανά. Άλλωστε, δεν έχει νόημα. Αν δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, ποιος ο λόγος να ξαναβρεθούμε;”. Ναι, τα είχα πει και τα πίστευα ακράδαντα. Ήξερα πως θα πατώματα θα φιλοξενούσαν τον πόνο μου, αφού εκεί θα ξεχυνόταν σε μία τέτοια περίπτωση, όμως η αξιοπρέπειά μου θα μ’ εμπόδιζε να σε καλέσω σε μία αδύναμη στιγμή μου. Όλα αυτά φυσικά, όσο θα παρέμενες ελεύθερος. Σεβόσουν πάντα τις επιθυμίες μου κι έτσι, απλά μου το θύμισες. Το σκέφτηκα. Ναι, είχες δίκιο, δε θα το άντεχα. Όμως… γαμώτο, νιώσε με σε παρακαλώ! Κάνε κάτι, μόνο εσύ μπορείς να νικήσεις αυτό τον πόνο! Όχι, όχι, δεν πρέπει να σε δω. Ας κρατήσω όλα όσα μοιραστήκαμε, τα τόσο πολύτιμα, ας ευγνωμονώ τη ζωή που φάνηκε γενναιόδωρη μαζί μου και σε συνάντησα και ας προσπαθήσω να το ξεπεράσω.
Αλλά πάλι, δεν πειράζει. Γιατί να μη σε δω για μία τελευταία φορά; Μου ζήτησες να χωρίσουμε από το τηλέφωνο, έχω δικαίωμα λοιπόν να σε δω μία τελευταία φορά. Κοιτάζω την ταυτότητά μου, να εξακριβώσω την ηλικία μου. “Δεν έχει ηλικία ο καημός” ακούω μια κοροϊδευτική φωνή μέσα μου και αναπηδώ ξαφνιασμένη, την ίδια στιγμή που η φρίκη ξεσπά σε γέλια τρανταχτά.
Μιλάμε στο τηλέφωνο ασταμάτητα. Είσαι απόλυτος και αμετακίνητος, αυτό όμως δε σ’ εμποδίζει να είσαι τρυφερός, δείχνοντας κατανόηση. Μου είχες πει πως αν χρειαστεί να με βοηθήσεις να νιώσω καλύτερα, θα το κάνεις. Μου είχες πει πως δε θα εξαφανιστείς από τη ζωή μου για κανένα λόγο, παρά μόνο αν το επιθυμούσα εγώ. Γιατί τα εννοούσες πανάθεμά σε; Γιατί δεν είσαι σκληρός, αδιάφορος, γιατί απλά δε με παρατάς στη μιζέρια μου και τη μοιρολατρεία μου; Αστεία ερώτηση. Πώς αλλιώς θα σε αγαπούσα αν δεν ήσουν ακριβώς όλα αυτά; Πώς θα ήσουν τόσο πολύτιμος για μένα, αν δεν ήσουν αυτός ακριβώς ο άνθρωπος;
Τα μάτια μου σκοτείνιασαν από το πολύ κλάμα. Το σπίτι πνίγεται από την παρουσία μου, μπορώ να το νιώσω. Κάνω μια απόπειρα να βγω λίγο στο μπαλκόνι, μήπως και το φως της μέρας τραβήξει την καταχνιά των ματιών μου. Ανακαλύπτω πως δε φταίνε τα δάκρυα.
Α, ρε νύχτα! Δε μου έκανες το χατήρι. Και τώρα που κατέφθασες, πως θα συναγωνιστεί το σκοτάδι σου τη μαυρίλα της ψυχής μου;
4η μέρα
Δεν κατάφερα να κοιμηθώ ούτε απόψε. Όλο το βράδυ με παρακαλούσε η νύχτα, όμως ήμουν αμείλικτη. Της το είχα ξεκαθαρίσει άλλωστε. Άδικα θα ερχόταν. Εφόσον δε μου έκανε τη χάρη, με τι θράσος ζητούσε υπακοή; Ο καθρέφτης τρόμαξε όταν με αντίκρισε. Νομίζω κιόλας, πως με παρακάλεσε να μην πλησιάσω πάλι. Βέβαια, μπορεί να έχω και παραισθήσεις, δεν ξέρω. Αν και, πλησιάζοντάς τον, νόμιζα πως υπήρχε κι άλλος άνθρωπος στο σπίτι. Ανέφικτο φυσικά, μιας και ζω μόνη. Εγώ είμαι λοιπόν αυτή; Ας είναι, δε με νοιάζει. Σάμπως αν ομορφύνω θα τον φέρω πίσω; Ναι, ναι, ξέρω. Πρέπει να το κάνω για μένα πρωτίστως. Τα γνωρίζω τα κλισέ, γνωρίζω και βασικές αρχές ψυχολογίας, ξέρω τη σημασία του να φροντίζουμε και κυρίως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας, αλλά παρατήστε με. Όχι, δε γουστάρω μάθημα διαλογισμού, ούτε σεμινάρια υποστήριξης, ούτε ανώνυμους αλκοολικούς, ούτε ομάδες απεξάρτησης ναρκωτικών, ούτε τα κέρατά μου. Χρειάζομαι ΑΥΤΟΝ! ΑΥΤΟΝ ΜΟΝΟ! Στο διάολο λοιπόν όλες οι σκέψεις θετικής ενέργειας, στο διάολο και το σαβουάρ βιβρ. Θέλω να γίνω μια κυράτσα που κάθεται και κλαίει για τον γκόμενο που έχασε. Εντελώς λαϊκά και κατινίστικα. Μέσα στο σπίτι μου δεν ενοχλώ κανέναν. Και όλοι αυτοί με τις ηλίθιες συμβουλές, να πάνε πρώτα ν’ αγαπήσουν, να πονέσουν, να ραγίσει η καρδιά τους και να έρθουν μετά να μαζέψουν τα κομμάτια μου, όταν πρώτα θα έχουν ολοκληρώσει το παζλ με τα δικά τους συντρίμμια. Και άντε στο διάολο κι εσύ για καθρέφτης. Έρχομαι κοντά. Πόσο χάλια να είμαι; Χειρότερα από την κουρελιασμένη και ματωμένη μου ψυχή;
Μάλιστα. Δεν είχα κι άδικο. Μακάρι να ήταν το μέσα μου σαν το έξω μου. Στέκομαι και με παρατηρώ λίγη ώρα. Τα μαλλιά μου είναι άλουστα και λαδωμένα. Συμπεραίνω πως τα δάκρυα δεν κάνουν καλή μάσκα σε συνδυασμό με κάποιες μύξες (μπλιαχ) που έχουν μπλεχτεί έτσι που γίνομαι ένα με πάτωμα, σεντόνια, μαξιλάρι, τον λούτρινο αρκούδο που παίρνω αγκαλιά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Το πρόσωπό μου είναι κατάχλομο. Σχεδόν λευκό. Οι μαύροι κύκλοι δεσπόζουν επιβλητικά κάτω από τα μάτια μου. Τίποτα από όλα αυτά δε με νοιάζει, παρά ένα: η θλίψη που με κοιτάει κατάματα. Την κοιτάζω κι εγώ. Καθώς παραμένω καρφωμένη πάνω της, νομίζω πως είναι το μόνο αληθινό βλέμμα που έχω νιώσει. “Λυπάμαι που δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο”, μου λέει βουρκωμένη, “δεν μπορώ όμως να φύγω. Ήρθα για να εγκατασταθώ, συγνώμη”.
“Καλώς όρισες”, αποκρίνομαι κουρασμένα και απομακρύνομαι γυρνώντας της την πλάτη, γνωρίζοντας πως δεν είναι πίσω μου πια, αλλά βαθιά μέσα μου. Κουλουριάζομαι στο κρεβάτι. Κλαίω. Πονάω. Ματώνω ξανά και ξανά. Σε παίρνω πάλι τηλέφωνο. Είσαι πάντα τρυφερός. Ξέρω τι κάνεις. Το εκτιμώ αφάνταστα. Όχι, σε μισώ. Δε θέλω να με λυπάσαι. Όχι, δε σε μισώ. Ξέρω ότι δε με λυπάσαι, αλλά με νοιάζεσαι. Ξέρω ότι στ’ αλήθεια θέλεις να με βοηθήσεις, βλέπω ότι προσπαθείς και σε αγαπώ γι’ αυτό που κάνεις. Όμως δε με βοηθάς, αντιθέτως μου κάνεις κακό. Με ρωτάς πως είμαι και γίνομαι κυνική, σου λέω πως δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς, είμαι μια χαρά. Θυμώνεις και απαντάς κάπως απότομα πως, είναι δικαίωμά σου να ενδιαφέρεσαι και δε θα στο στερήσω. Μαλακώνω. Είχες πάντα τον τρόπο να με ηρεμείς. Εξάλλου, ήμουν άδικη μαζί σου. Πλέον, μου είναι πολύ δύσκολο να σου μιλάω. Ακόμα χειρότερα, να σε ακούω. Ο πόνος χειροτερεύει γιατί οι μέρες περνάνε και η πιθανότητα να γυρίσεις έχει προηγηθεί κατά πολύ, δεν έχω καμία ελπίδα να την προλάβω. Έχω; Όχι, απαντάς, δεν έχω.
Άσε με λοιπόν. Δε σε χρειάζομαι, δε θέλω κάτι από σένα, θέλω ένα τρόπο να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Αλλά σε χρειάζομαι, δε θέλω να φύγεις, θέλω να υπάρχεις στη ζωή μου. Μου λες πως δε σου αρέσει όλες αυτές τις μέρες που έχω σταματήσει να σου μιλάω για τη ζωή μου, για τη δουλειά μου, για οτιδήποτε με απασχολεί τέλος πάντων. Κάνω δώρο στα χείλη μου ένα μειδίαμα. Αναρωτιέμαι φωναχτά πώς στο καλό το κάνεις. Ήμουν τόσο λίγη; Τόσο ασήμαντη που δε σε νοιάζει καθόλου, που δεν πονάς, είσαι τόσο αναίσθητος πια; Επιτέλους τόσον καιρό ήμασταν μαζί! Βάζεις τις φωνές. Δεν μπορώ να ξέρω αν πονάς, ισχυρίζεσαι. Πες το μου λοιπόν! Κάνε με να νιώσω σημαντική, κάτι! Μου παραθέτεις σαν επιχείρημα όλο τον καιρό που υπήρξαμε ζευγάρι. Γαμώτο! Άσε με, δε θέλω να ξέρω τίποτα! Τίποτα, ακούς; Ξέρω μόνο ότι μου ράγισες την καρδιά για πλάκα. Με κατάργησες έτσι απλά. Άκου σ’ έπνιξα! Συγνώμη λοιπόν που σε τράβηξα στα βαθιά μου αισθήματα θέλοντας να σου μάθω κολύμπι και δε σε άφησα στα ρηχά τα δικά σου! Συγνώμη που τόλμησα να σε αγαπήσω και να σου προσφέρω το είναι μου όλο, πέρα από το κορμί μου!
Θυμήθηκα αυτό που μου είπες την πρώτη μέρα. “Ίσως και να μην έχω την ικανότητα να διαχειριστώ το ότι μ’ αγαπάς”. Δεν ξέρω αν θέλω να γελάσω ή να κλάψω με αυτή την μπούρδα. Δε θα την πω ανοησία, παρά μόνο αυτό που είπα. Μπούρδα! Χαθείτε λοιπόν μέσα σε φτηνές ηδονές και ψεύτικες σχέσεις. Χαθείτε μέσα σε επαφές ξερές, στεγνές, κούφιες, επειδή δεν μπορείτε να διαχειριστείτε την αγάπη. Χαθείτε μέσα σε πλαστικές αγκαλιές και σάπια κρεβάτια. Σε αγάπησα πανάθεμά σε! ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ!
Ο θυμός και η οργή μου, σε οδήγησαν στο συμπέρασμα πως τελικά ήταν η καλύτερη έκβαση ο χωρισμός, επειδή θεώρησες πως μου έκανες κακό με τον πόνο που μου έδωσες. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαγριωθώ κι άλλο και να μην μπορώ να το διαχειριστώ. Φυσικά και πόνεσα! Είναι δυνατόν να σε χωρίζει ο άνθρωπος που αγαπάς και να τον ευχαριστείς για τη χάρη που σου έκανε; Μήπως είσαι τρελός τελικά ή είναι απάθεια τα λόγια σου; Μάταια προσπαθείς να με ηρεμήσεις. Μόνο χειρότερα γίνονται τα πράγματα, μιας και τώρα πια ρίχνω ευθύνες στον εαυτό μου επειδή δεν κατάφερα κάτι περισσότερο μαζί σου. Άσε με στον πόνο μου, δεν αντέχω άλλη αντιπαράθεση.
Η υπόλοιπη μέρα κυλάει ακριβώς όπως οι προηγούμενες. Ή μήπως χειρότερα; Μπα, πόσο χειρότερα; Ο ίδιος πόνος, το ίδιο κουβάρι σκέψεων, τα ίδια δάκρυα. Ναι, πράγματι. Μία ακόμα μέρα. Όμως όχι για πολύ ακόμη. Κουρασμένη ετοιμάζεται ν’ αφήσει τη βάρδιά της στη νύχτα που πλησιάζει μελαγχολική.
“Να σου χαρίσω ένα αστέρι απόψε;”, με ρωτά.
“Ναι, σε παρακαλώ”, απαντώ με λαχτάρα.
“Διάλεξε ένα”, μου προτείνει γενναιόδωρα.
Σκύβω στο αυτί της και της λέω την προτίμησή μου. Στο άκουσμα του ονόματός σου, ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια της και τυλίγεται με το πέπλο της σιωπηλή.
“Έλα εδώ”, την καλώ κοντά μου, “έλα για ένα βράδυ να κλάψουμε μαζί”.
5η μέρα
Είμαι εξαντλημένη. Ένα ράκος. Η αϋπνία και ο πόνος μ’ έχουν τσακίσει. Τα μηνύματα και τα τηλέφωνα, δίνουν και παίρνουν. Η σύγχυση, σταθερά εκεί. Θέλω να σε δω, την ίδια στιγμή που σε αρνούμαι κομματιασμένη. Νιώθω θυμό. Μεγάλο, τεράστιο. Πιστεύω πως αν ηρεμήσω, ίσως και να το σκεφτείς πάλι, ίσως να κερδίσω αυτή την άνιση μάχη, που όλα δείχνουν ότι θα εξελιχθεί σ’ ένα πόλεμο που δε θα μου αφήσει τίποτα όρθιο. Και η ειρωνεία είναι πως εσύ δε με πολεμάς. Είσαι με το μέρος μου. Προσπαθείς να χτίσεις πάλι το οχυρό μου. Αλίμονο όμως, μόνο ο φοίνικας ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Δεν τρέφω αυταπάτες, γνωρίζω πως δε θα γυρίσεις πάλι. Μόνο που δεν τη θέλω αυτή τη γνώση. Έχω ανάγκη να ζήσω με την ψευδαίσθηση. Ανώριμο, το ξέρω. Και ποιος θα με κρίνει; Εσύ; Σιγά μη σου το επιτρέψω. Μόνο όποιος ερωτεύτηκε, αγάπησε με όλη του την ψυχή και διαλύθηκε, μπορεί να με κοιτάξει στα μάτια. Μόνο σε αυτόν θ’ απολογηθώ. Σου είναι ξένο όλο αυτό, το κατανοώ. Κάνε λοιπόν κι εσύ το ίδιο και σταμάτα αυτό το γελοίο κλισέ, περί χρόνου και όλα τ’ άλλα.
Όχι αγόρι μου, ο χρόνος δε γιατρεύει. Αντιθέτως είναι σκληρός, σε υποχρεώνει να συνεχίζεις μισός άνθρωπος, σε τραβάει από το χέρι ακόμα κι αν εσύ σέρνεσαι ματώνοντας κι άλλο τις πληγές σου. Δεν τον νοιάζει αν χρειάζεσαι καιρό για να συνηθίσεις στην ιδέα, να συμβιβαστείς, να τα βρεις με τα συναισθήματά σου, με τον ίδιο σου τον εαυτό. Όχι, σε πιάνει από τα μαλλιά και προχωρά. Πολλές φορές τρέχει. Κι εσύ ουρλιάζεις ότι κάτι έχει μείνει πίσω, πρέπει να γυρίσεις, να επουλώσεις τα τραύματα, τίποτα όμως δεν τον συγκινεί. Θέλεις να φωνάξεις με όλη σου τη δύναμη, “ΣΤΑΜΑΤΑ ΡΕ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ! ΚΟΙΤΑ ΛΙΓΟ ΠΙΣΩ!”, αλλά η ανάσα σου είναι κομμένη, γιατί οι ρημάδες οι πληγές ανοίγουν όλο και πιο πολύ και πότε άραγε θα προλάβεις να τις γιατρέψεις;
Κατάλαβες τώρα αγαπημένε μου, τι σου κάνει ο χρόνος; Κι εσύ πίστευες ότι είναι γιατρός, ε; Γι’ αυτό σου λέω, άσε τις γελοίες ρητορείες. Όχι, δε θα μου περάσει. Δε θέλω στο φινάλε να μου περάσει. Αγάπησα, δεν αγάπησα; Άσε να υπάρχει και τίποτα όρθιο σε αυτή τη ζωή που τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί. Άσε να υπάρχει η πραγματική αγάπη κι ας τη διαδέχεται ο πόνος. Δικό μου θέμα δεν είναι στο κάτω κάτω;
Σου έκανα μια πρόταση. Θα βρεθούμε μία τελευταία φορά και μετά δε χρειάζεται να σε ξαναδώ. Δε θέλω ούτε να μιλήσουμε. Δε θέλω ούτε καν εσένα. Το κορμί σου έχω ανάγκη. Επειδή κάθε φορά που τα χέρια σου τυλίγονται γύρω μου, αγκαλιάζεις όλες τις αισθήσεις μου και ζεσταίνεις την καρδιά μου. Επειδή μου κάνεις έρωτα και πλημμυρίζεις κάθε κύτταρό μου. Επειδή με κοιτάς στα μάτια κι εγώ φυλακίζω τη στιγμή και την κάνω φυλαχτό. Επειδή μόνο σε σένα μπορώ να χαρίσω την ψυχή μου μέσα από μία γυμνή αγκαλιά. Τέλος, επειδή σε αγαπώ και θέλω να τ’ αφήσω όλα πίσω, κρατώντας μόνο αυτό. Την ανάμνηση του κορμιού που λατρεύω. Το δέχτηκες, αρκεί να ήμουν εγώ σίγουρη. Σου είπα ψέματα, πως ήμουν. Τα πάντα μπορούσα να σου πω, αρκεί να κέρδιζα μία ακόμα στιγμή κοντά σου. Αναρωτιόμουν γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου, ποιο θα ήταν το κέρδος αυτής της συνάντησης, πέρα από την ικανοποίηση της στιγμής, τον προσωπικό εξευτελισμό και τον ανείπωτο πόνο στη συνέχεια.
Τρεις μέρες είχαν μείνει. Τρεις βασανιστικές μέρες ώσπου να βρεθούμε. Και μετά; Μετά τίποτα. Υποθέτω κενό. Σίγουρα πόνος. Βασανιζόμουν φρικτά. Δεν ήθελα να πάω. Πως διάολο θα έφευγα μετά; Πως θα το άντεχε η ψυχή μου να υπογράψω το τέλος πάνω στο κορμί σου; Δεν έψαχνα λογική σε όλο αυτό, γιατί απλά με είχε εγκαταλείψει. Δεν έψαχνα ούτε την αξιοπρέπειά μου. Υπάκουα στην ανάγκη μου, που με ικέτευε μέσα από τ’ αναφιλητά της, να μην την αφήσω έτσι. Όχι, ηρέμησε. Θα σε γεμίσω από αυτόν, έστω κι αν είναι η τελευταία σου φορά. Όμως, θα σε γεμίσω. Μάλλον όχι. Δε θα σε γεμίσω. Θα σε πλημμυρίσω. Γράψε λάθος. Θα σε ξεχειλίσω ανάγκη μου, θα σε ξεχειλίσω από εκείνον, στο υπόσχομαι. Φύγε νύχτα! Ένα αστέρι σου ζήτησα και δεν μπόρεσες να μου το δώσεις. Φύγε. Ούτε απόψε θα νικήσεις.
6η μέρα
Πέρασαν κιόλας έξι μέρες. Έξι βασανιστικές μέρες, που η ελπίδα φουσκώνει μέσα μου, για να σκάσει με κρότο τη νύχτα, όταν ξαπλωμένη πια, τα δάκρυά μου μουσκεύουν το μαξιλάρι που μάταια προσπαθεί να πνίξει τον πόνο μου. Σκληρή η μοναξιά, όμως δεν είναι αυτό που με τρομάζει, παρά που δε θα χάνομαι πια μέσα στα τόσο αγαπημένα μάτια σου. Είναι που δε θα γελάω με τις αστείες συζητήσεις μας (όχι, το εβιάν δεν είναι σκέτο νερό) και δε θ’ ανακουφίζω τις σκέψεις μου πάνω σου. Είναι που δε θα γίνομαι πια, ένα με το κορμί σου. Είναι που θα χάσω τη θάλασσα. Αχ, η θάλασσα! Τόσο γέμιζε η αγκαλιά μου από σένα που, ακόμα και το νερό της λίγο μου φαινόταν. Τα μπάνια μας… ο έρωτάς μας τυλιγμένος από τον υδάτινο μανδύα. Τα γέλια μας… εσύ κι εγώ… εγώ κι εσύ… μαζί, μια μικρή κουκίδα στην απεραντοσύνη του γαλάζιου.
Συζητούσαμε ατελείωτα. Είμαι σίγουρη πως σε κούραζα κάποιες φορές. Μου άρεσε όμως τόσο πολύ να σου μιλάω για τα πάντα! Ήσουν ο καλύτερός μου φίλος. Μαζί και εραστής, σύντροφος, ο άνθρωπός μου. Τελικά συνειδητοποιώ πως, μάλλον είχες δίκιο. Βαρύ να είσαι τόσα πολλά για κάποιον. Σου είχα πει μια μέρα πως, ίσως δεν έπρεπε να σου μιλάω τόσο, μάλλον δε χρειαζόταν να ξέρεις τόσα πράγματα για μένα. Το αντέκρουσες. Αν δεν μιλούσαμε τόσο, μπορεί και να μην ήμασταν τόσο καιρό μαζί. Μπορεί και να είχαμε τελειώσει πιο νωρίς. Με μπερδεύεις ρε γαμώτο. Πώς στο διάολο με ήθελες επιτέλους; Άστο, άκυρο. Τι νόημα έχει πια το πως με ήθελες; Το θέμα είναι ότι δε με θέλεις άλλο. Όχι, λες, δεν είναι πως δε με θέλεις. Ε, λοιπόν, μου έρχεται να σε χαστουκίσω. Αν δεν είναι αυτό, τότε τί είναι; Κι εγώ πώς πρέπει να είμαι; Έρμαιο των επιθυμιών σου; Ε, όχι δα! Ποιος νομίζεις πως είσαι και κυρίως, τί νομίζεις πως είμαι εγώ;
Θύμωσες πολύ. Δεν ανέχεσαι μου είπες, τέτοια προσβολή. Δε γίνεται μετά από τόσο καιρό να έχω αυτή την εντύπωση. Όχι, δεν πιστεύω κάτι άσχημο για σένα. Ξανά συγνώμες, ξανά κλάματα, ξανά παρεξηγήσεις, ξανά απελπισία, ξανά απόπειρα αυτοκτονίας της καρδιάς, ξανά ένα μπερδεμένο κουβάρι στο κρεβάτι. Νιώθω πως βγαίνω από το σώμα μου και με ατενίζω από ψηλά. Δεν ξέρω τι να ξεχωρίσω από τη θέση που βρίσκομαι. Το κορμί που κουλουριάζεται σαν το έμβρυο αναζητώντας την ασφάλεια της μήτρας που το φιλοξενούσε; Τη δυστυχία που έχει αράξει πάνω μου και δείχνει να βολεύεται και να μην την ενοχλεί καθόλου η στάση μου; Τις σκέψεις που προσπαθούν να ξεδιπλώσουν το κουβάρι και τελικά πέφτουν όλες μαζί πάνω του, μπερδεύοντάς το ακόμα περισσότερο; Κι όμως… υπάρχει κάτι που φαίνεται καθαρά. Εσύ. Πάντα και παντού εσύ. Μέσα σε όλο αυτό τον κυκεώνα συναισθημάτων, η μορφή σου ξεχωρίζει σαν άστρο λαμπερό. Είπα άστρο και βιάστηκες θεέ μου να σβήσεις τα φώτα. Μη μου το κάνεις αυτό, φοβάμαι πλέον το σκοτάδι.
7η μέρα
Θέλω να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να παγώσει σε μία από τις στιγμές μας. Δε με νοιάζει σε ποια. Αρκεί να παγώσει και να μείνω για πάντα στην αγκαλιά σου. Γιατί αύριο τελειώνουν τα ψέματα. Λίγες ώρες έμειναν. Λίγες μόνο ώρες για να σε νιώσω για μία τελευταία φορά, τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά μου. Λίγες ώρες για να γίνει το παραμύθι εφιάλτης. Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρξε μια αγάπη που κάποιος την έθαψε βαθιά, για να μην ξαναβγεί στην επιφάνεια ποτέ. Λίγες ώρες για να σταματήσει η ανάσα μου, μπορεί και η ζωή μου. Θέλω λοιπόν να παγώσει ο χρόνος. Μάλλον, όχι. Δεν το θέλω. ΤΟ ΑΠΑΙΤΩ!
Οι ώρες τρέχουν. Σας μισώ σαδίστριες! Μια πίστωση χρόνου ζήτησα, πόσο θα σας στοιχίσει τάχα; Μα… τι κάνετε; Τι βιάζεστε να προλάβετε; Στο διάολο επιτέλους για ρολόι!
Το σημάδι του τοίχου που μαρτυρά τώρα την άδεια θέση, με κοιτά με παράπονο. Άδικος κόπος, ο οίκτος δε μένει πια εδώ, του έκανα έξωση. Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Α, όχι, νύχτα. Στάσου εκεί, τώρα! Δε θα επιτρέψω να πλησιάσεις. Απόψε θα παλέψω με όλα τα στοιχειά της φύσης αν χρειαστεί, εσύ όμως δε θα έρθεις για να μη χρειαστεί να ξημερώσει.
Ακίνητη νύχτα! Έχω μια αγάπη να κρατήσω!
8η μέρα
Ξημέρωσε και το πρώτο φως της χαραυγής, μαρτύρησε όλη τη θλίψη που χρησιμοποίησε το σκοτάδι για κρυψώνα. Είχα ακόμα την ευκαιρία ν’ αλλάξω γνώμη, να μην πάω και να κρατούσα μια όμορφη επαφή μαζί του. Διάβασα ξανά το μήνυμα που του είχα στείλει: “Σε αγαπώ πραγματικά και θέλω να είσαι ευτυχισμένος όπου κι αν είσαι. Ένα μεγάλο ευχαριστώ είναι λίγο για όσα έκανες και κατάφερες να γίνεις τόσο ξεχωριστός και πολύτιμος για μένα. Και μπορεί η απόφασή μου να με κρατήσει μακριά σου στη συνέχεια, αυτό όμως δε σημαίνει πως, αν χρειαστείς κάτι δε θα μπορέσεις να στραφείς σε μένα. Η αγάπη μου για σένα πολύτιμέ μου φτάνει πολύ μακριά, γιατί είναι αληθινή. Όσα κι αν αλλάξει η τελευταία μας συνάντηση, δε θα καταφέρει να σβήσει τα αισθήματά μου”. Το διάβαζα ξανά και ξανά χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. “Μην πας”, επικοινώνησε τηλεπαθητικά μαζί μου η λογική από την εξορία που την είχα στείλει. “Κοίτα τη δουλειά σου”, της επιτέθηκα με τον ίδιο τρόπο και στράφηκα ξανά και ξανά στα λόγια που του είχα γράψει.
Η ώρα έφτασε. Όταν άκουσα το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι, ένα κομμάτι της καρδιάς μου έσπασε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έμεινε πίσω να κείτεται θρύψαλα στο πάτωμα. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού με την υπόλοιπη καρδιά βαριά από τη θλίψη. Έφτασε μόνο ν’ αντικρίσω το όμορφο πρόσωπό του για να νιώσω το αίμα της πληγής να ρέει ζεστό μέσα μου. Η ζεστασιά του με τύλιξε γι’ ακόμη μία φορά, δίχως να με αγγίξει καν. Αναρωτήθηκα, αν δεν ήταν αυτό αγάπη, τότε τί θα μπορούσε να την ερμηνεύσει;
Πήγαμε στο σπίτι του, στον τόσο γνώριμο και αγαπημένο χώρο. Ώσπου να φτάσουμε, μιλούσαμε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Λατρεμένη συνήθεια που, ακόμα και το τέλος που πλησίαζε, δεν είχε τη δύναμη να τη σταματήσει. Συνεχίσαμε να μιλάμε μέσα στο σπίτι. Υπήρχαν ακόμη τόσα να ειπωθούν! Διατήρησα την ηρεμία μου, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να κερδίσω έδαφος, παρόλο που η ματαιότητα είχε χαραχτεί βαθιά μέσα μου. Προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμη όταν, σε μια απελπισμένη κίνηση, τον ρώτησα αν γίνεται ν’ αλλάξει γνώμη, να μη σβήσουν όλα όσα ζήσαμε, να τα διατηρήσουμε ζωντανά, να μη γίνουν ανάμνηση. Τόσο ανένδοτος θεέ μου, τόσο σταθερός στην απόφαση που είχε πάρει! Παρακάλεσα και πάλι με δάκρυα στα μάτια, υποσχέθηκα, ικέτευσα (πόσο πιο χαμηλά θα μ’ έριχνε άραγε αυτός ο έρωτας;), μιλούσα, μιλούσα ασταμάτητα μέχρι που… τι ήταν αυτό που είδα στα μάτια του, το σκεφτόταν άραγε; Η ελπίδα μου αναπτερώθηκε, κρεμάστηκε στα τρυφερά του χείλη περιμένοντας την πολυπόθητη απάντηση κι εγώ… εγώ κρυφοκοίταζα από μια χαραμάδα της μήτρας, έτοιμη να γεννηθώ ξανά. Πόση δύναμη έχεις έρωτα! Αν μια λέξη σου σκοτώνει και μια σκέψη σου ανασταίνει, πώς γίνεται και χάνεις τις μάχες; Που διοχετεύεις όλη σου την ανδρεία, αν όχι στις αγάπες που τελειώνουν;
Η στιγμή που έμεινε σιωπηλός τελείωσε και ήρθε η ώρα της απάντησης. Η ματιά του ακούμπησε πάνω μου σαν ευεργετικό χάδι και πίστεψα ότι ίσως να είχα ένα μικρό προβάδισμα σε αυτό τον αγώνα. Το λατρεμένο στόμα άνοιξε για να μου πει μαλακά πως δεν μπορεί ν’ αναιρέσει την απόφασή του, δεν μπορεί να γίνει κάποιος άλλος από τον άνθρωπο που είναι και δε θέλει να με κάνει να πονάω, το σιχαίνεται, μην τον φέρνω λοιπόν σε δύσκολη θέση. Μου τόνισε και πάλι πως είναι δίπλα μου, κοντά μου να με βοηθήσει να το ξεπεράσω. Εξακολουθεί να είναι ο φίλος που είχα…
Δεν άκουσα τη συνέχεια, γιατί παρακολουθούσα συντετριμμένη, την ηθελημένη πτώση σε μία ακόμα απόπειρα αυτοκτονίας, της ελπίδας μου που, απογοητευμένη πια, ξεκρεμάστηκε από τα χείλη του και βούτηξε στο απύθμενο χάος της απελπισίας. Το δέχτηκα στωικά. Δε γινόταν να τον πιέσω άλλο, εξάλλου δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο είχαμε βρεθεί. Άλλωστε, η απόπειρα αυτοκτονίας της ελπίδας μου, είχε στεφθεί με μεγάλη επιτυχία.
Το κορμί του έκαψε όλες τις αισθήσεις μου όταν βρέθηκε πάνω μου. Ρουφούσα τον έρωτά του με όλη μου την ανάσα, τα χέρια μου τον τύλιξαν σφιχτά, σε μια προσπάθεια να τον αποτυπώσω πάνω στο σώμα μου. Δεν ξέρω τί μπορεί να ένιωσε από όλο αυτό, ήμουν πολύ απορροφημένη στο να κλειδώσω μέσα στην ψυχή μου το κάθε εκατοστό του κορμιού του, το κάθε δευτερόλεπτο που χανόμουν μέσα στην αγαπημένη μου αγκαλιά. Οι σκέψεις συντρόφευαν την ερωτική πράξη, μουσκεμένες από τα δάκρυα, όμως ούτε σε αυτές έδινα σημασία. Έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένη, δεν έπρεπε να μου ξεφύγει ούτε η ίδια η ατμόσφαιρα που είχε κατακλυστεί από την ανάγκη μου, από την αγάπη μου, από εκείνον μέσα στην αγκαλιά μου και την ψυχή μου.
Η ανάμνηση της στιγμής μετατρέπεται σε δάκρυα που πλημμυρίζουν τα μαύρα πλήκτρα που, δε χωράνε άλλο κλάμα ανάμεσα στις σχισμές τους. Πρέπει να σταματήσω. Δε θα ξοδέψω τις ώρες που πέρασα μαζί του στο, μαραμένο πια, πληκτρολόγιο. Όχι δάκρυα, δε θα μου πάρετε τη μαγεία.
Έλα νύχτα. Απόψε θα κοιμηθώ. Σε προειδοποιώ όμως. Αν δεν τον φέρεις στο όνειρό μου, μείνε εκεί που είσαι.
9η μέρα
Ξύπνησα. Πράγμα που σημαίνει ότι επιτέλους κατάφερα να κοιμηθώ. Δεν ξέρω αν ονειρεύτηκα, δε θυμάμαι τίποτα. Λίγη σημασία έχει, από τη στιγμή που σε κουβαλάω μέσα μου. Τώρα πια, δε με βασανίζει μόνο η θύμησή σου, αλλά και μια σημαντική απόφαση που έχω να πάρω. Ποια είναι αυτή; Αν θέλω να σε ξαναδώ. Για ποιο λόγο; Απλώς δεν μπορώ να σε αποτινάξω από πάνω μου, δεν αντέχω να σε καταργήσω. Τι ωφελεί; Τίποτα. Ποιο θα είναι το κέρδος; Επιπλέον πόνος, αν μπορείς να το πεις κέρδος αυτό. Όχι, πρέπει να μείνω μακριά. Ζητάω τη συμβουλή της κολλητής μου. Έχει την ίδια ακριβώς άποψη. Τελείωσε, δεν τελείωσε; Πρέπει να διατηρήσω την αξιοπρέπειά μου, πριν δηλητηριάσω τελείως την ψυχή μου, η γνώμη της. Την ψυχή μου… μα ζει ακόμα αυτή; Ατελείωτες και οι συζητήσεις μαζί της. Κάπου πρέπει να στραφώ, κάποιος πρέπει να με τραβήξει από τον γκρεμό της λήθης, στον οποίο ετοιμάζομαι να πέσω.
Φυσικά έχω γυρίσει πια στη δουλειά. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω άλλη απουσία μου. Άλλο ένα βασανιστικό κομμάτι, αφού για λίγες ώρες πρέπει να προσπαθώ σκληρά να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο. Σκέφτηκα να πάω ένα ταξίδι, άλλαξα όμως γνώμη. Αν συνεχίσω έτσι, θα με απολύσουν και αυτό δεν είναι κάτι που με αφήνει αδιάφορη. Ανασκουμπώθηκα λοιπόν και ακολούθησα το ρεύμα της καθημερινότητας. Αραίωσα λίγο τα τηλέφωνα σ’ εσένα. Ποιος ο λόγος να σε κουράζω κάθε μέρα; Στο τέλος, θα δυσανασχετήσεις σε κάθε χτύπο που θα σε διακόπτει από τη δουλειά σου, τη σκέψη σου, την ηρεμία σου, οτιδήποτε δικό σου τέλος πάντων. Βέβαια ξέρω τι σκέφτεσαι την κάθε μέρα που περνά χωρίς να έχεις νέα μου. Ότι συνηθίζω στην ιδέα. Νομίζεις. Δεν έχω όμως το κουράγιο να το αναλύσω.
Η ανάγκη μου δεν έχει πάψει ούτε λεπτό να σε ζητάει. Ούτε το κορμί μου φυσικά. Και αυτό με οδήγησε στην πιο απελπιστική απόφαση της ζωής μου. Να κρατήσω έστω αυτό. Τον έρωτά σου. Μου ξεκαθάρισες πως δεν ψάχνεις κάτι άλλο, έχεις απλά ανάγκη να ηρεμήσεις. Ξέρεις κάτι; Τα χείλη μου δε θα στο πουν ποτέ, όμως δεν πρόκειται να στο συγχωρήσω αυτό. Θα είναι πάντα αγκάθι μέσα μου. Καμία σημασία φυσικά δεν έχει για σένα, αλλά ας πάμε παρακάτω. Ήθελα να σε ξαναδώ. Πάντα θα θέλω να σε βλέπω. Όχι, δε θέλω να σε ξαναδώ. Ποτέ πια. Ποιον κοροϊδεύω; Τι θα μπορούσε άραγε να είναι τόσο δυνατό, ώστε να σε ξεκολλήσει από πάνω μου;
Λίγες μέρες μετά, επικοινώνησα πάλι μαζί σου. Δείχνεις πάντα χαρούμενος που με ακούς. Αρκεί να μην κλαίω, να μη θέλω να είμαστε μαζί, να μην είμαι ερωτευμένη μαζί σου, να μην πονάω και νιώθεις άσχημα, να μη σε αγαπάω, να μην είσαι ανάγκη μου, ανάσα μου, χτύπος της καρδιάς μου… εντάξει, φυσικά και όλα αυτά είναι δικές μου σκέψεις, όμως κύριε, με κατάργησες επειδή σ’ έπνιξα, έτσι δεν είναι; Σ’ έπνιξα… από πότε άραγε πνίγει η αληθινή αγάπη; Ας είναι, δε θέλω αυτή τη στιγμή να ψάξω κάτι άλλο. Κι αν εγώ θέλω να καλύψω το συναισθηματικό κενό χρησιμοποιώντας σε, είναι δικό μου θέμα. Κι αν το πληρώνω όλη μου τη ζωή, είναι και πάλι δικό μου θέμα. Εσύ μια φορά, θα ζεις ήρεμος μιας και για μία ακόμη φορά έχω εκπληρώσει την επιθυμία σου, η οποία είναι να σε αφήσω ήσυχο.
Και τελικά, να σου πω κάτι άλλο; Σα να σου απολογήθηκα αρκετά, δε νομίζεις; Είμαι θυμωμένη μαζί σου. Όχι, είμαι θυμωμένη μαζί μου που κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου, αντί να το πάρω απόφαση ότι δε με γουστάρεις άλλο -ναι κύριε, ακριβώς όπως το λέω, δε με γουστάρεις άλλο- και να συνεχίσω τη ζωή μου με αξιοπρέπεια.
Νύχτα έλα. Αυτή τη φορά όμως, σου υπόσχομαι ένα τρελό πιώμα μέχρι το πρωί. Εγώ κι εσύ. Για πάρτη μας. Ρίξε λοιπόν όλα τ’ αστέρια κάτω κι έλα μόνη σου. Απόψε είναι γυναικεία υπόθεση.
1 μήνα μετά
Πέρασε κιόλας ένας μήνας. Δε θα πω ότι πέρασε γρήγορα. Μπορεί τα πλήκτρα να είναι τόσες μέρες στεγνά από δάκρυα, δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με μένα. Απέναντί σου έχω ηρεμήσει, αυτό όμως δε λέει κάτι για τον καημό μου που ακόμα με κατατρώει. Αντιθέτως, τώρα είναι που κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα από την αρχή. Τον τρόπο που ήρθαμε κοντά, την πρώτη μας νύχτα (αυτό εντάξει, πάντα με κάνει να χαμογελώ γλυκά), και όλα τ’ άλλα που ήρθαν στη συνέχεια. Προσπαθώ να σου ρίξω κάποιο δίκιο στην απόφασή σου, όμως δεν μπορώ. Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Ο ερωτευμένος άνθρωπος, είναι ένα πακέτο συναισθημάτων. Θυμώνει, γκρινιάζει, αποζητά τη συντροφιά σου, ζηλεύει κάποιες φορές, θέλει να σε ακούει, να σου μιλάει, να σου γράφει, θέλει να είναι εκεί, επιθυμεί να είσαι κι εσύ εκεί. Δεν έχεις νιώσει ποτέ τη μαγεία του έρωτα;
Σε αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Σου χάρισα τα πάντα μου, δεν υπήρξε στιγμή να μη σου δείξω πόσο πολύτιμος ήσουν για μένα. Αυτά λοιπόν σε κούρασαν; Μα όλα αυτά μαζί σχηματίζουν την αγάπη. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι την ψάχνουν; Κάποιοι θα σκότωναν για να την αποκτήσουν κι εσύ τη δική μου την έχεις ακόμα μέσα σου, γιατί απλά εγώ την τοποθέτησα εκεί. Σου άρεσε μου είχες πει που σε αγαπούσα. Ήταν όμορφο. Κι εγώ χαιρόμουν που την είχες δεχτεί. Μόνο που δεν υπολόγισα ότι την ήθελες κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου. Επεξεργασμένη. Φορεμένη, πότε αλήθεια; Σαν επίσημο ένδυμα, κάτι για το γραφείο, για τη βόλτα, για τη θάλασσα; Μα εγώ δε σου έδωσα ρούχο να φορέσεις. Αόρατο πέπλο την έκανα, να τυλίξει την καρδιά σου. Στην έδωσα να σε ζεσταίνει, όταν σε παγώνει η υποκρισία και η ψευτιά αυτού του κόσμου. Και δε με νοιάζει το ότι άδειασα, δε με απασχολεί που δε μου έμεινε κάτι. Με πειράζει που μου είπες πως, ίσως δεν ξέρεις να τη διαχειριστείς. Δε σου είπαν πως την αγάπη δεν τη διαχειρίζεσαι, παρά την απολαμβάνεις; Τι είναι, περιουσία που πρέπει να μοιράσεις ή μήπως πολυκατοικία που πρέπει να βγάλεις τα κοινόχρηστα;
Πόσο θυμώνω το κάθε λεπτό που σουλατσάρεις στο μυαλό μου! Να ΄ξερες μόνο πόσο με βασανίζει η αμφιβολία, η απόρριψή σου! Να ‘ξερες πόσο, μα πόσο πολύ πονάω κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο και πρέπει να υποκρίνομαι ότι δεν πέθανα, ότι είμαι ακόμα ζωντανή. Να ‘ξερες μόνο πόσο δύσκολο είναι να μαζεύεις σπασμένα κομμάτια που δεν μπορείς να κολλήσεις ξανά! Και δε μου έφτανε τόσος πόνος, σου ζήτησα να βρεθούμε ξανά. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, αλήθεια σου λέω. Περιμένει ο έρμος μήπως και τον αγαπήσω έστω λίγο και τον απαλλάξω από το μαρτύριο αυτό, αλλά εγώ εκεί, σταθερά. Στην αυτοκαταστροφή της αξιοπρέπειάς μου. Να σε αποζητώ και να προσποιούμαι ότι το αντέχω. Ξέρω ότι αν δε φύγω μακριά σου, δε θα βρω γιατρειά. Ξέρω ότι αν κάποιος άντρας εκτιμά κάτι, αυτό είναι μια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της και όχι μια αδύναμη, έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων.
Έχω τόση σύγχυση μέσα μου! Πρέπει να φύγω. Και δεν εννοώ από σένα. Να φύγω μακριά. Όχι για ν’ αλλάξω παραστάσεις, όχι. Τίποτα από όλα αυτά τα ανόητα κλισέ που φαντάζουν τόσο φτωχά όταν η καρδιά πονάει. Να φύγω για να το πάρω απόφαση. Ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω τι με τρομάζει πιο πολύ, να εγκαταλείψω τα πάντα και να δοκιμάσω μια καινούρια αρχή ή ν’ αντιμετωπίσω τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως και καταλάβω τι ακριβώς φταίει και αρνούμαι να προχωρήσω κοντά σε σένα; Γιατί δεν μπορώ να σε αρνηθώ; Γιατί δε σε αφήνω πίσω μου και να συνεχίσω; Γιατί δε μου δίνω τον απαραίτητο χρόνο να βρω εμένα; Κουράστηκα. Κουράστηκα να σκέφτομαι.
Τα πλήκτρα μούσκεψαν πάλι. Ησυχάστε, θα κρατήσω κάτι και για μένα, δε χρειάζεται να σηκώσετε όλο το φορτίο της θλίψης.
Ξεκουράσου λίγο καρδιά μου, η πίκρα δε φεύγει. Θ’ ανταμώσετε με το πρώτο φως της μέρας.
2 μήνες μετά
Ήρθε η αποδοχή. Όχι αυτή που νομίζεις όμως. Ο πόνος παραμένει, η σκέψη μου κάνει τ’ όνομά σου πινέλο και ζωγραφίζει, μελωδία και τραγουδά, ποίημα και απαγγέλει, θρήνο και πενθεί. Η αποδοχή στην οποία αναφέρομαι είναι η ήττα της αξιοπρέπειάς μου. Ο θάνατος των συναισθημάτων μου. Έχουμε ξαναβρεθεί μέσα σε αυτό το διάστημα. Έχουμε κάνει έρωτα, έχουμε κολυμπήσει, έχουμε πιει καφέ, έχουμε συζητήσει… αχ, θεέ μου! Πόσο πολύ έχουμε συζητήσει! Πάνω κάτω τα ίδια. Οι δουλειές μας, οι ζωές μας, η θλίψη μου… Δε γίνεται να λείπει η θλίψη μου. Μπορεί όσο περνάει ο καιρός να είμαι πιο ψύχραιμη απέναντί σου, αρκεί όμως μια μικρή, μια ελάχιστη σκέψη και ένα χάδι στο βλέμμα σου για να συννεφιάσει το μυαλό μου, να αναπολήσει, να νοσταλγήσει, ν’ απαιτήσει, να θελήσει. Πόσο μου λείπεις γαμώτο! Πόσο σκληρό είναι να σε μοιράζομαι με το τίποτα!
Δε μου φταίει κανείς. Εγώ το ζήτησα. Ένιωθα πως είχα κάνει την πιο φτηνή συμφωνία της ζωής μου. Ήθελα να φωνάξω στον εαυτό μου, να τον βρίσω, να τον συνεφέρω. Τι στο καλό σκεφτόμουν; Υπήρξες ο πιο βαθύς μου έρωτας, η πιο συνειδητοποιημένη αγάπη της ζωής μου. Τι πήγαινα λοιπόν να κάνω; Πόσο χαμηλά θα έπεφτα; Ποια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της, κάνει ξεπέτα με το ιδανικό; Καμία. Δεν έχω αξιοπρέπεια; Φυσικά και δεν έχω, αποδείχθηκε περίτρανα. Δε φοβάμαι να μείνω μόνη, όχι δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου, άλλωστε ποτέ δε μου άρεσαν τα βολέματα. Είναι που ζεις τόσο βαθιά μέσα μου και δεν έχω τη δύναμη να παλέψω να σε βγάλω από εκεί. Αναρωτιέμαι γιατί σε τοποθέτησα εξ’ αρχής σε αυτό το βάθος. Μάλλον δε θέλω να σε βγάλω. Και δεν αφήνω και κανέναν να το προσπαθήσει. Εσένα θέλω εκεί. Μόνο εσένα.
Δεν έχω κουράγιο να γράψω, το ξέρεις; Και αυτός ο μήνας πέρασε βασανιστικά αργά σέρνοντας πίσω του την απουσία σου. Κι εγώ να κάθομαι να τη βλέπω να κακοποιείται έτσι βάναυσα και να σπαράζω ολόκληρη. “Μην τη σέρνεις!”, φώναζα, “δε βλέπεις πως ανοίγει η πληγή;”
“Και λοιπόν;”, απαντούσε κυνικά, “μήπως ξέχασες πως εσύ με μίσθωσες για να την κουβαλάω;”
Η απάντηση ήταν γροθιά στο πρόσωπό μου. Συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο. Η κάθε μέρα που περνούσε δίχως εσένα, υπάκουε στις δικές μου επιθυμίες. Όλα όσα κουβαλούσαν ή έσερναν πίσω τους, γίνονταν κατόπιν δικής μου εντολής. Έπρεπε να δώσω ένα τέλος σε αυτό. Έπρεπε; Όχι, όχι ακόμα.
“Συνέχισε λοιπόν”, απάντησα με σκυμμένο κεφάλι και τα δάκρυα έγιναν χαστούκι στο πρόσωπό μου.
Το πρόβλημα ξέρεις ποιο είναι; Ότι ενώ έχουμε μιλήσει τόσο πολύ, αυτά που θέλω στ’ αλήθεια να σου πω, τα κρατάω για μένα. Και μιλάω για τον θυμό μου. Φοβάμαι να σου τα πω, επειδή ξέρω την αντίδρασή σου. Απλώς θα δώσεις ένα τέλος, επειδή πονάω. Θα το κάνεις για μένα κατάλαβες; Κι εγώ θα πέσω στα πατώματα για μία φορά ακόμα, αντί να σου φωνάξω ένα ηχηρό “ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ” που δε θα καταφέρεις να βγάλεις ποτέ από μέσα σου. Παρεκτρέπομαι, το ξέρω. Δε μου αρέσει, όχι με σένα.
Θυμάμαι μια φορά που βγήκα έξω και ήπια και μετά ζήτησα να σε δω. Ξέσπασα σε μία κρίση ζήλιας, αδικαιολόγητης ή όχι, ακόμα δεν έχω βγάλει άκρη. Με άκουσες με προσοχή. Πάντα το έκανες αυτό. Η μνήμη σου είχε αυτό το μαγικό. Κρατούσε πάντα τα ουσιαστικά. Με δικαιολόγησες, απολογήθηκες, έδειξες κατανόηση, πραγματικά μ’ εντυπωσίασες εκείνο το βράδυ. Την άλλη μέρα είχα μετανιώσει φρικτά. Ζήτησα φυσικά συγνώμη, αλλά δε θέλησα ν’ απολογηθώ, θα ήταν ψέμα. Ναι, είχα ζηλέψει, ναι, τα μάτια θα μπορούσα να σου βγάλω. Μετάνιωσα βέβαια που φέρθηκα έτσι. Και πιο πολύ επειδή είχα πιει. Τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσο καιρό, μετανιώνω περισσότερο που δε σου τα είπα νηφάλια όλα αυτά, που δε σου είπα περισσότερα. Μετανιώνω για όλα όσα δε διεκδίκησα, μετανιώνω που δεν έφυγα τη στιγμή που έγινες λόγος ύπαρξης για μένα, ενώ εσύ ήσουν πιο συγκρατημένος.
Περίεργες που είναι οι σχέσεις! Γιατί να επιθυμούμε τόσο πολύ αυτό που δεν μπορούμε να λάβουμε πίσω; Και γιατί δε φεύγουμε όταν καταλαβαίνουμε πως βαδίζουμε σ’ ένα μονόδρομο που οδηγεί σε αδιέξοδο; Πίστευα πάντα στην ελεύθερη αγάπη. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως πρέπει να κάθεσαι εκεί που πιάνεις χώρο. Μη με παρεξηγείς, δεν εννοώ πως έπιανα χώρο στη ζωή σου, ποτέ δε μου έδειξες κάτι τέτοιο. Με τον εαυτό μου τα βάζω. Γιατί δεν έφυγα; Κι αφού έμεινα, γιατί δε διεκδίκησα; Κι εσύ, γιατί φοβάσαι ν’ αγαπήσεις; Και γιατί σε τρομάζει η προσφορά; Και γιατί δε σ’ έπιασα από το λαιμό να σε ταρακουνήσω δυνατά, να ουρλιάξω “ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ, ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ;”, γιατί αρκέστηκα μόνο στη δική μου δύναμη, γιατί πάτησα μόνο εγώ το γκάζι; Γιατί επιτέλους για μία και μόνο φορά δε σου φώναξα, “ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ! ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΜΑΘΩ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΚΙ ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!”, για να μου φύγει και μένα το απωθημένο;
Μέρα, καθώς φεύγεις κάνε μου μια χάρη. Εκεί κάπου στη μέση που θα συναντήσεις τον χρόνο, ρώτησέ τον αν πρόκειται να πάρει πίσω τον καημό και πες μου αύριο σε παρακαλώ. Θα μείνω ξύπνια να προλάβω τον ερχομό σου. Νύχτα, πάμε για ένα ποτό. Νομίζω πως θα χρειαστώ δύναμη για το πρωί.
3 μήνες μετά
Απόψε σε είδα στον ύπνο μου. Ήμασταν αγκαλιά, τα βλέμματά μας ερωτοτροπούσαν κι εγώ ήμουν ευτυχισμένη και χαμένη μέσα στην αγάπη σου. Δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτό το όνειρο. Φυσικά και δε σου το είπα. Ήταν δικό μου, μόνο δικό μου και το κλείδωσα στα βάθη του μυαλού μου. Ήσουν ερωτευμένος στο όνειρό μου. Τα μάτια σου με κοίταζαν με λατρεία. Όλο αυτό που ποθούσα όσο ήμασταν μαζί, το είδα μέσα σε λίγα λεπτά της νύχτας. Ερωτευμένος… σ’ ευχαριστώ νύχτα. Μου χάρισες το πιο όμορφο όνειρο της ζωής μου.
Όσο για την πραγματικότητα; Σε βλέπω όλο και πιο αραιά και το ίδιο αραιά σε ακούω. Πως μου φαίνεται; Να σου πω πρώτα για τις λίγες στιγμές που είχα το θράσος να σου ζητήσω να βρεθούμε; Να σου πω για τα κουρέλια που έχω ντύσει την ψυχή μου; Να σου πω για τα αίματα που καθαρίζω κάθε που γυρνάω πίσω μετά από μια συνάντησή μας; Να σου πω για την καθημερινή επίσκεψη στο νεκροταφείο, που ανάβω το καντήλι της ελπίδας μου; Να σου πω πρώτα αυτά; Και μετά, σου λέω και τα υπόλοιπα. Είχα ζητήσει από τον χρόνο μια απάντηση που δεν έλεγε να μου φέρει. Περίμενα την κάθε μέρα με ανυπομονησία, μήπως επιτέλους μου πει. Και όταν αυτή ερχόταν ανίδεη από τη γνώση που αποζητούσα, περίμενα τη νύχτα. Μόνο που αυτή, έφερνε σκοτάδι και τίποτα άλλο. Βαρέθηκα την αναμονή και αποφάσισα να πάω μόνη μου να τον βρω. Κάποιος έπρεπε να μου πει, τέλος πάντων.
Τη μέρα που αποφάσισα να το κάνω, ανοίγοντας την πόρτα για να φύγω, μαρμάρωσα στο κατώφλι. Ένας γέρος κουρελιασμένος και ρυτιδιασμένος βρισκόταν μπροστά μου και πίσω του… αλήθεια, τι ήταν αυτό το πλήθος πίσω του;
“Σε πρόλαβα”, μίλησε κουρασμένα, “ήρθαμε όλοι μαζί”.
“Ποιος είσαι;” βγήκε μουδιασμένη η φωνή από το λαρύγγι μου, προσπαθώντας να συνέλθω μιας και πίστευα πως είχα παραισθήσεις. Δεν μπορεί να το αντίκριζα στ’ αλήθεια αυτό, μάλλον χρειαζόμουν κάποιον γιατρό.
“Τόσο καιρό με περιμένεις και τώρα δε με γνωρίζεις; Μια απάντηση δε γυρεύεις; Να με συναντήσεις, δεν κίνησες; Ορίστε, ήρθα μόνος μου στην πόρτα σου να σου απαντήσω”.
Στο μυαλό μου, ήρθες κατευθείαν εσύ. Πόσο κακό, μου είχες κάνει άραγε; Δε μου έφτανε τόσος πόνος, τόση μοναξιά, τώρα θα είχα και παραισθήσεις;
“Δεν είμαστε παραίσθηση”, ξαναμίλησε, διαβάζοντας την σκέψη μου μάλλον.
“Είμαστε η δική σου πραγματικότητα. Κοίταξε πίσω μου. Αυτό που βλέπεις, είναι οι μέρες που λάβωσες εσύ. Κοίτα τις πληγές που εσύ η ίδια τους άνοιξες, δες με προσοχή τι πετάς στη λήθη, δες το κατάντημά τους όταν φεύγουν από σένα. Γιατί το κάνεις αυτό; Σου στέλνω το καινούριο, πως τολμάς λοιπόν και το κακομεταχειρίζεσαι; Γιατί με πολεμάς τόσο και δε με αφήνεις να κάνω τη δουλειά μου; Ψάχνεις μια απάντηση, έτσι; Αν περάσει ο καημός δε θέλεις να μάθεις; Ε, λοιπόν, όχι. Δε θα περάσει. Θα βασανιστείς όσο βασανίζεις εσύ τις μέρες που σου στέλνω. Γιατί αντιστέκεσαι με τέτοιο σθένος; Γνωρίζεις άραγε το κακό που έχεις κάνει;”
“Κακό εγώ;” ψέλισσα μέσα από την ταραχή μου.
“Εσύ, ναι. Τι θαρρείς πως κάνεις; Θέλεις να σου δείξω;”
Έκανε στην άκρη και το πλήθος πίσω του, άρχισε να ξεχωρίζει καλύτερα. Τρομακτικές φιγούρες έμοιαζαν να έχουν πέσει πάνω σε κάτι και να το κατασπαράζουν, δεν έβλεπα όμως τι. Ο γέρος, μ’ ένα νεύμα του, τις έκανε να παραμερίσουν και τότε είδα… όχι, όχι, ΌΧΙ! Πως τολμούσαν να το κάνουν αυτό;
“ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ;”, ούρλιαξα, “ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΝ ΗΣΥΧΟ, ΜΗ!”.
“Μη φωνάζεις”, γύρισε προς το μέρος μου ο γέρος, “εσύ τον έριξες βορρά στα νύχια τους. Εσύ τον διαμέλισες και τον σκόρπισες κομμάτι κομμάτι, στην κάθε μέρα που περνούσε”.
Δεν είχα πάρει τα μάτια μου από τη φρικτή εικόνα. Κάποια στιγμή, νόμισα πως η ματιά μου συνάντησε τη δική σου, που με κοίταζε ικετευτικά. Λιποθύμησα εκεί, μπροστά στην πόρτα.
Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Δίπλα μου ήταν η κολλητή μου και μου κρατούσε το χέρι. Τη ρώτησα τι συνέβη. Μου απάντησε πως μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και δε μ’ έβρισκε ούτε στο σταθερό, αλλά ούτε και στο κινητό. Αποφάσισε να περάσει από το σπίτι και με βρήκε πεσμένη κάτω. Προσπάθησε να με συνεφέρει και αφού είδε ότι δε γινόταν, κάλεσε ασθενοφόρο. Με ρώτησε και η ίδια, αλλά και οι γιατροί αν συνέβη κάτι που το προκάλεσε. Τί να τους έλεγα; Έντονο στρες, μου είπαν αφού δεν έβγαλαν άκρη και με άφησαν να φύγω.
Με τάραξε το γεγονός, δε στο κρύβω. Πως στο καλό κατάντησα έτσι; Γιατί ταλαιπωρώ τόσο τον εαυτό μου; Γιατί πρέπει να προσποιούμαι ότι είμαι καλά, τη στιγμή που αυτοκτονώ σε κάθε μας συνάντηση; Πρέπει επιτέλους να το δεχτώ. Σου έδωσα τα πάντα κι εσύ… εσύ επιλέγεις να τ’ αφήσεις στην άκρη. Δικαίωμά σου φυσικά, δεν μπορώ να σου επιβάλω την αγάπη μου. Σου τη χάρισα στο μέγιστο βαθμό και απλά δεν την άντεξες. Νομίζω όμως πως, δεν ήξερες τι ακριβώς σου έδωσα. Κι έτσι, ίσως είναι καλύτερα. Τρομάζει η ικανότητα ν’ αγαπάς. Ποιος μπορεί τάχα να παλέψει με τη δύναμή της; Σίγουρα όχι εσύ. Οπότε, πρέπει να σε δικαιολογήσω.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι θα γινόταν αν ήμουν διαφορετική. Συγκρατημένη. Αν σε νοιαζόμουν, ήμουν δίπλα σου, αλλά διάολε, να μην πέθαινα για σένα. Θα ήμασταν άραγε ακόμα μαζί; Μάλλον. Σε μια σχέση με χλιαρά αισθήματα, όπου κανένας δε ζητάει, κανένας δεν παίρνει και όλα καλά. Ο καιρός θα περνούσε με βόλτες, εκδρομές, μπάνια, σεξ και χαμόγελα ευτυχίας. Θα ήμασταν και οι δύο ευχαριστημένοι επειδή δε θα μας απειλούσε η αγάπη. Τι δουλειά έχει αυτή σε μια εποχή που ο έρωτας πεθαίνει πάνω σε ξερά στρώματα, άδειος από ψυχή; Τι ψάχνει η αγάπη ανάμεσα σε καλλίγραμμα κορμιά που σε καυλώνουν, την ίδια στιγμή που σε αδειάζουν από συναίσθημα; Ε, μωρό μου; Δίκιο δεν έχω;
Σου οφείλω μια συγνώμη λοιπόν. Κατέστρεψα με την αγάπη μου την φαντασίωσή σου. Σε γέμισα με τον έρωτά μου και δεν έμεινε χώρος για τις φτηνές ηδονές ίσως.
Ώρες ώρες, σε λυπάμαι. Ισχυρίζεσαι ότι όλα αυτά τα συναισθήματα, σου είναι ξένα. Εύχομαι να ερωτευτείς. Δυνατά. Τόσο δυνατά, που να νομίζεις πως θα σταματήσει η καρδιά σου. Όχι για να εκδικηθώ. Όχι. Σε αγαπώ πολύ για να θελήσω το κακό σου. Στο εύχομαι για να γεμίσει το βλέμμα σου λάμψη. Για να δεις πως είναι να κλείνεις τα μάτια σου και να βλέπεις με την ψυχή. Για να νιώσεις το συναίσθημα του χαμόγελου στα χείλη με μία και μόνο σκέψη. Για να κάνεις έρωτα με τις αισθήσεις. Για να είσαι έτοιμος να γκρεμίσεις τον κόσμο όλο και να τον ξαναχτίσεις από την αρχή, μόνο και μόνο για να χωρέσει την αγάπη σου. Τέλος, στο εύχομαι για έναν ακόμα λόγο. Να με φέρεις στη σκέψη σου με νοσταλγία, κατανοώντας πια τα αισθήματά μου και την απόγνωσή μου όταν σ’ έχασα. Για να ψιθυρίσεις ένα “λυπάμαι που δεν κατάλαβα”.
Είναι τα τελευταία δάκρυα στα πλήκτρα. Μπορεί να μην υπάρχεις στη ζωή μου, αλλά δε θα πάψεις να υπάρχεις μέσα μου. Ίσως να προχωρήσω, ίσως και όχι. Αν προχωρήσω, θα είσαι κάπου εκεί. Αν δεν προχωρήσω, θα παραμείνεις κάπου εδώ. Ελεύθερος όμως. Γιατί έτσι πρέπει. Καμία σκέψη μου δε θα σε κρατήσει δέσμιο.
Νύχτα, έλα να σου πω τι απόφαση πήρα.
Αρκετά μετά
Ίσως και να είμαι σχεδόν καλά. Απλώς δεν ξέρω αν έχει σημασία πώς νιώθουν οι συναισθηματικά νεκροί.
🌹
Σοφία Κραββαρίτη
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.