Γνωρίζω το έργο του κυρίου Γιώργου Χριστοδούλου και έχω δει αρκετά έργα του στο θέατρο, ξέρω ότι η γραφή του είναι άκρως θεατρική αλλά και σύνθετη ταυτόχρονα. Μόλις πέρυσι είχα την ευκαιρία να δω τη Γκιλοτίνα του και πριν μερικά χρόνια την πετυχημένη παράσταση που αφορούσε στον μεγάλο μας γλύπτη, τον Χαλεπά.
Επίσης έχω απολαύσει τον ηθοποιό Πέτρο Αποστολόπουλο σε πολλές παραστάσεις τα τελευταία δέκα χρόνια. Τον έχω δει να ερμηνεύει τον Χαλεπά, τον Φρόιντ, τον Ρακίτιν και άλλους ρόλους, ξέρω καλά το εύρος της υποκριτικής του δεινότητας: ο άνθρωπος είναι χαμαιλέοντας, μπορεί να ερμηνεύσει το ίδιο καλά κωμικούς και δραματικούς ρόλους και να μεταμορφωθεί από την μια στιγμή στην άλλη.
Για τους δύο ανωτέρω λόγους, έσπευσα να προλάβω την παράσταση «Κύριε Αττίκ… τελειώσαμε!» που έγραψε ο πρώτος και ερμηνεύει ο δεύτερος.
Πρόκειται για έναν μονόλογο με θέμα τη ζωή του Κλέωνος Τριανταφύλλου, που έμεινε γνωστός στην Ελλάδα με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αττίκ. Ο Αττίκ υπήρξε συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των δικών του δημιουργιών. Παρόλο που σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, στράφηκε στην μουσική την οποία λάτρεψε, σπούδασε μουσική στο Παρίσι, όπου και εργάστηκε για αρκετά χρόνια, εκεί έγραψε πολλά έργα για πιάνο, οπερέτες και μουσική για μπαλέτο. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του αλλά και λόγω της σοβαρής ασθένειας της αδελφής του. Παντρεύτηκε τρεις φορές, τρεις διαφορετικές γυναίκες που τις ερωτεύτηκε· όπως χαρακτηριστικά λέει ο Γιώργος Χριστοδούλου κάθε φορά που γνώριζε τις γυναίκες της ζωής του, ο Αττίκ αναφωνούσε «αυτή δεν είναι γυναίκα! Είναι ποίημα!». Δημιούργησε την γνωστή «Μάντρα του Αττίκ» -που αρχικά στεγαζόταν στην Πλατεία Αμερικής και αργότερα στην διασταύρωση Αχαρνών και Ηπείρου και μέσα από αυτή αναδείχτηκαν αρκετές τραγουδίστριες της εποχής, όπως η Δανάη, η Ντιριντάουα και η Λουίζα Ποζέλι. Εμφανίστηκε σε μία και μόνο κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα, «Τα χειροκροτήματα». Το 1944 πικραμένος από την πορεία της ζωής του, την γερμανική κατοχή, πάσχοντας από κατάθλιψη και με αφορμή έναν ξυλοδαρμό που υπέστη ο ίδιος από έναν Γερμανό στρατιώτη, αυτοκτονεί σε ηλικία μόλις 59 ετών. Την πολιτιστική κληρονομιά που άφησε πίσω του, μπορεί εύκολα κανείς να την καταλάβει όταν ακούει νέα παιδιά να τραγουδούν ακόμα τα τραγούδια του (τα οποία έχουν γνωρίσει δεκάδες διασκευές και εκτελέσεις), που γράφτηκαν στις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου με την πολύτιμη βοήθεια του εξαιρετικού Πέτρου Αποστολόπουλου (που δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας!), μας διηγείται τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της ζωής του Αττίκ, μέσα σε μια σφιχτοδεμένη παράσταση που κρατά μόλις 70 λεπτά. Μαγεύεσαι τόσο πολύ από αυτά που ακούς και βλέπεις, που δεν καταλαβαίνεις πώς περνά η ώρα. Ο λυρισμός της γραφής του Χριστοδούλου είναι έντονος, πολλές φράσεις μου άρεσαν αλλά δυστυχώς δεν τις κράτησα όλες στην μνήμη μου (για αυτό κιόλας, θα ήθελα πολύ να υπήρχε κάπου γραμμένο το κείμενο της υπέροχης αυτής παράστασης). Θα καταθέσω εδώ και θα μοιραστώ μαζί σας, την πιο χαρακτηριστική: «Κάποιες φορές ο εξευτελισμός είναι λύτρωση».
Από την παράσταση δεν λείπουν δύο «ανεκδοτολογικά» περιστατικά από τις παραστάσεις της Μάντρας του Αττίκ. Το πρώτο αφορά το γνωστό τραγούδι «Μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες». Ο Αττίκ άρχισε να το σιγοτραγουδά στο κοινό ένα βράδυ και, σύμφωνα με τον μύθο, δεν μπορούσε να βρει μια δισύλλαβη λέξη που να έχει την σημασία ενός λουλουδιού για να μπορέσει να κάνει ομοιοκαταληξία με την λέξη «όλες», έτσι ζήτησε από το κοινό του βοήθεια. Κάποιος από κάτω φώναξε: «οι βιόλες» και κατ΄αυτόν τον τρόπο ο στιχουργός κατάφερε να ολοκληρώσει το τραγούδι. Το δεύτερο περιστατικό είναι πιο συγκινητικό από το πρώτο: ένα βράδυ στη Μάντρα κατέφτασε η δεύτερη γυναίκα του Αττίκ, η Μαρίκα Φιλιππίδου (που τον είχε χωρίσει για να παντρευτεί τον Σταμάτη Μερκούρη, τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη). Ο Αττίκ όμως δεν είχε καταφέρει να την ξεπεράσει και την αγαπούσε ακόμα. Το κοινό βλέποντάς την ανάμεσά του -και με την κρυφή κακία που διαθέτουν τα μικρά παιδιά αλλά και ο όχλος- θέλησε να δει την αντίδραση του καλλιτέχνη και του ζήτησε να τραγουδήσει το «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για εκείνη). Ο Αττίκ διέκοψε την παράσταση για δέκα λεπτά. Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά συνέθεσε ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του, το υπέροχο «Ζητάτε να σας πω». Το κοινό έμεινε έκθαμβο και η ίδια η Μαρίκα έφυγε από την Μάντρα δακρυσμένη.
Από την παράσταση δεν λείπουν δύο «ανεκδοτολογικά» περιστατικά από τις παραστάσεις της Μάντρας του Αττίκ. Το πρώτο αφορά το γνωστό τραγούδι «Μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες». Ο Αττίκ άρχισε να το σιγοτραγουδά στο κοινό ένα βράδυ και, σύμφωνα με τον μύθο, δεν μπορούσε να βρει μια δισύλλαβη λέξη που να έχει την σημασία ενός λουλουδιού για να μπορέσει να κάνει ομοιοκαταληξία με την λέξη «όλες», έτσι ζήτησε από το κοινό του βοήθεια. Κάποιος από κάτω φώναξε: «οι βιόλες» και κατ΄αυτόν τον τρόπο ο στιχουργός κατάφερε να ολοκληρώσει το τραγούδι. Το δεύτερο περιστατικό είναι πιο συγκινητικό από το πρώτο: ένα βράδυ στη Μάντρα κατέφτασε η δεύτερη γυναίκα του Αττίκ, η Μαρίκα Φιλιππίδου (που τον είχε χωρίσει για να παντρευτεί τον Σταμάτη Μερκούρη, τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη). Ο Αττίκ όμως δεν είχε καταφέρει να την ξεπεράσει και την αγαπούσε ακόμα. Το κοινό βλέποντάς την ανάμεσά του -και με την κρυφή κακία που διαθέτουν τα μικρά παιδιά αλλά και ο όχλος- θέλησε να δει την αντίδραση του καλλιτέχνη και του ζήτησε να τραγουδήσει το «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για εκείνη). Ο Αττίκ διέκοψε την παράσταση για δέκα λεπτά. Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά συνέθεσε ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του, το υπέροχο «Ζητάτε να σας πω». Το κοινό έμεινε έκθαμβο και η ίδια η Μαρίκα έφυγε από την Μάντρα δακρυσμένη.
Τα σκηνικά και τα κουστούμια είναι του Τάσου Λουκά και είναι εξαιρετικά προσεγμένα: ένα τραπέζι με τις παρτιτούρες του καλλιτέχνη, ένα καναπεδάκι, ένας καλόγερος, δυο καρέκλες, στον τοίχο ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο -όπου η παρατήρηση των περαστικών και η εναλλαγή των γεγονότων αποτελούν έμπνευση. Τα ρούχα ταιριαστά με την εποχή τους (φράκο για τις παραστάσεις, ένα απλό σακάκι για τις στιγμές που ο Αττίκ ξεκουράζεται, φουλάρι στο λαιμό για την αρχή του έργου, όταν ο συνθέτης ήταν πιο νέος και ακολουθούσε την μόδα).
Η σκηνοθεσία της Φωτεινής Νταφοπούλου είναι πραγματικά εμπνευσμένη, καταφέρνει με την βοήθεια κάποιων μικρών βίντεο και με την αξιοποίηση κάθε εκατοστού του μικρού χώρου της αίθουσας, να μας ταξιδέψει στο Παρίσι του μεσοπολέμου, στη Μόσχα της επανάστασης αλλά και στην Μάνδρα του Αττίκ στην πλατεία Αμερικής.
Τελειώνω εδώ, με μια προτροπή για όλους σας: μην χάσετε αυτήν την παράσταση.
Κείμενο: Γιώργος Χριστοδούλου
Σκηνοθεσία: Φωτεινή Νταφοπούλου
Σκηνικά-κοστούμια: Τάσος Λουκάς
Χορογραφίες-χορός: Μαρία Μόσχου
Φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης
Video-τεχνική υποστήριξη: Γιώργος Κουρμούζας
Ερμηνεία: Πέτρος Αποστολόπουλος
Παραγωγή: Happy Light Productions
Διεύθυνση παραγωγής: Ιερόθεος Βαμβακούσης
Προβολή-επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Στο θέατρο Αλκμήνη κάθε Σάββατο στις 19.00