Η «Απειλή» είναι η ιστορία του Σαντ(αμ), ενός Άραβα που λόγω του απολυταρχικού καθεστώτος της πατρίδας του, έχει αναγκαστεί να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Στη Γερμανία μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με έναν Αιγύπτιο μετανάστη και ζει μεταπουλώντας τριαντάφυλλα στο δρόμο. Από ό,τι μαθαίνουμε από τα λεγόμενά του, καταφέρνει να εξοικονομεί ένα καλούτσικο μεροκάματο που του επιτρέπει να πληρώνει το νοίκι του και την τροφή του. Οι δικοί του ζουν πίσω στην πατρίδα του (η οποία ουδέποτε κατονομάζεται), έχει έναν γιο τον οποίο δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του που μεγαλώνει με τη μητέρα του. Η μητέρα του Σαντ έχει πεθάνει. Ο ίδιος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω να δει το παιδί του, τη γυναίκα του και τους λοιπούς συγγενείς και φίλους του γιατί είναι καταζητούμενος και στην χώρα του τον περιμένουν τα βασανιστήρια.
Αντιμετωπίζει καθημερινά τον ρατσισμό από τους Γερμανούς μόνο και μόνο λόγω της σκούρας επιδερμίδας του. Όπως λέει ο ίδιος μια φορά έβαψε ξανθό το μαλλί του από περιέργεια· ήταν η μοναδική φορά που του απεύθυναν τον λόγο στον πληθυντικό. Ο Σαντ πίσω στην πατρίδα του σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, του άρεσε η λογοτεχνία και η ιστορία, του άρεσαν τα γράμματα και οι επιστήμες.
Στην Γερμανία αναγκάζεται να πουλά λουλούδια στον δρόμο. Δεν τον ενοχλεί η ανιαρή και χειρωνακτική εργασία του. Τον ενοχλεί όμως ο ρατσισμός που βιώνει καθημερινά. Ο Σαντ δεν έχει κάνει κανένα κακό, προσπαθεί να είναι νομιμόφρων, σέβεται τους νόμους του ξένου κράτους, δεν κλέβει, δεν βιάζει, δεν σκοτώνει. Το μόνο που κάνει είναι να πουλά λουλούδια στα ερωτευμένα ζευγαράκια και να πίνει αλκοόλ τα βράδια μόνος του στο σπίτι. Το αλκοόλ τον γαληνεύει όταν σκέφτεται τον γιο που δεν πρόλαβε να δει ποτέ, όταν σκέφτεται την μάνα που δεν έθαψε ποτέ, την σύζυγο που δεν είναι μαζί του, τους φίλους και τους συγγενείς που δεν θα ξαναδεί ποτέ.
Αυτό όμως που τον σκοτώνει σιγά σιγά είναι τα βλέμματα της υποτίμησης από τους ντόπιους, η περιφρόνηση, ο άκρατος ρατσισμός. Ο Σαντ (που έχει συντμήσει το όνομά του, που είναι Σαντάμ για ευνόητους λόγους) πληρώνει το τίμημα της τυχαίας γέννησής του: δεν γεννήθηκε στην Ευρώπη, δεν είναι ξανθός, δεν κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο και να ασχολείται με ένα επάγγελμα που έχει την αναγκαία αναγνώριση. Ο Σαντ αποτελεί απειλή για τους Γερμανούς. Έτσι νομίζουν αυτοί. Η αλήθεια είναι ότι ο Σαντ αποτελεί απειλή για τον ίδιο του τον εαυτό.
Στην Γερμανία αναγκάζεται να πουλά λουλούδια στον δρόμο. Δεν τον ενοχλεί η ανιαρή και χειρωνακτική εργασία του. Τον ενοχλεί όμως ο ρατσισμός που βιώνει καθημερινά. Ο Σαντ δεν έχει κάνει κανένα κακό, προσπαθεί να είναι νομιμόφρων, σέβεται τους νόμους του ξένου κράτους, δεν κλέβει, δεν βιάζει, δεν σκοτώνει. Το μόνο που κάνει είναι να πουλά λουλούδια στα ερωτευμένα ζευγαράκια και να πίνει αλκοόλ τα βράδια μόνος του στο σπίτι. Το αλκοόλ τον γαληνεύει όταν σκέφτεται τον γιο που δεν πρόλαβε να δει ποτέ, όταν σκέφτεται την μάνα που δεν έθαψε ποτέ, την σύζυγο που δεν είναι μαζί του, τους φίλους και τους συγγενείς που δεν θα ξαναδεί ποτέ.
Αυτό όμως που τον σκοτώνει σιγά σιγά είναι τα βλέμματα της υποτίμησης από τους ντόπιους, η περιφρόνηση, ο άκρατος ρατσισμός. Ο Σαντ (που έχει συντμήσει το όνομά του, που είναι Σαντάμ για ευνόητους λόγους) πληρώνει το τίμημα της τυχαίας γέννησής του: δεν γεννήθηκε στην Ευρώπη, δεν είναι ξανθός, δεν κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο και να ασχολείται με ένα επάγγελμα που έχει την αναγκαία αναγνώριση. Ο Σαντ αποτελεί απειλή για τους Γερμανούς. Έτσι νομίζουν αυτοί. Η αλήθεια είναι ότι ο Σαντ αποτελεί απειλή για τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Στάθης Παναγιωτίδης γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον Σαντ. Ασχολείται με ένα γνωστό θέμα των ημερών μας: αυτό των μεταναστών από τις χώρες της Ασίας στην Ευρώπη, που στα μάτια πολλών πολιτών αποτελούν κίνδυνο και απειλή λόγω της διαφορετικής θρησκείας τους, λόγω της μελαψής επιδερμίδας τους, λόγω των διαφορετικών συνηθειών τους, λόγω της αναγκαστικής φτώχειας τους.
Μην χάσετε αυτήν την παράσταση.
Μην χάσετε αυτήν την παράσταση.
Από το δελτίο τύπου:
Κάποιος που θέλει να περάσει απέναντι,
γιατί απειλείται…
συνεχώς περπατά…
Ένα όνομα που αλλάζει σε κάθε χιλιόμετρο πεζοπορίας.
Ένας μετανάστης.
Για τον εαυτό του, κάποιος που αναγκάζεται να φύγει από εκεί που ήταν.
Για τους άλλους, κάποιος παράνομος που θέλει να περάσει απέναντι.
Ποιον απειλεί;
Όσο περπατά, παρά την κόπωση, χαμογελά.
Ονειρεύεται έναν ελεύθερο και ανοιχτό τόπο, που δε θα νιώθει πια καμία απειλή.
Ούτε που σκέφτεται ότι μπορεί να γίνει ο ίδιος, αυτός που απειλεί.
Και φτάνει εκεί.
Και κλειδώνεται σ’ ένα δωμάτιο.
Τώρα;
Όλα πίσω από μία κλειδαρότρυπα…
Σκέφτεται και ονειρεύεται πάλι…
Τι;
Όταν ήταν εκεί, ονειρευόταν το εδώ.
Τώρα που είναι εδώ, νοσταλγεί το εκεί.
Μια μάνα, μια γυναίκα, έναν χορό που, όσο περνούν οι μέρες, ξεχνά τα βήματά του, ένα τραγούδι που, όσο περνούν οι μέρες, ξεχνά τη μουσική του.
Οι ήττες που μένουν μυστικές
κι όλες οι αμφιβολίες που φοβόμαστε.
Μια ζωή στο πουθενά.
Μια ζωή σ’ ένα πέρασμα.
Οι τοίχοι στο δωμάτιο ψηλώνουν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.
Απόγνωση.
Ποιους μπορεί μία απόγνωση να απειλεί;
Ένας ξένος;
Ποιος είναι ξένος;
Ο άλλος;
Ή μήπως όλοι εμείς;
Ένα έργο που μιλάει στο σήμερα για την μετανάστευση, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση αυτού που δεν έχει τόπο, αλλά και την έπαρση αυτού που έχει.
Τι εξουσία δίνει ένας τόπος;
Τι γελοιοποίηση δέχεται αυτός που δεν έχει;
Η ταυτότητα της παράστασης:
Διασκευή - Σκηνοθεσία - Ερμηνεία: Στάθης Παναγιωτίδης
Σκηνικά: Πέρη Κακαρέτσα
Φωτισμοί: Γιώργος Λιβανός
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αντώνης Γκούβας
Τραγούδι: Alaa Aliraqi
Φωτογραφίες: Θοδωρής Ευθυμιάδης
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Διάρκεια: 60 λεπτά
Στο Studio Κυψέλης, Σπετσοπούλας 9 και Κυψέλης, Κυψέλη, 2108819571 κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00
Κάποιος που θέλει να περάσει απέναντι,
γιατί απειλείται…
συνεχώς περπατά…
Ένα όνομα που αλλάζει σε κάθε χιλιόμετρο πεζοπορίας.
Ένας μετανάστης.
Για τον εαυτό του, κάποιος που αναγκάζεται να φύγει από εκεί που ήταν.
Για τους άλλους, κάποιος παράνομος που θέλει να περάσει απέναντι.
Ποιον απειλεί;
Όσο περπατά, παρά την κόπωση, χαμογελά.
Ονειρεύεται έναν ελεύθερο και ανοιχτό τόπο, που δε θα νιώθει πια καμία απειλή.
Ούτε που σκέφτεται ότι μπορεί να γίνει ο ίδιος, αυτός που απειλεί.
Και φτάνει εκεί.
Και κλειδώνεται σ’ ένα δωμάτιο.
Τώρα;
Όλα πίσω από μία κλειδαρότρυπα…
Σκέφτεται και ονειρεύεται πάλι…
Τι;
Όταν ήταν εκεί, ονειρευόταν το εδώ.
Τώρα που είναι εδώ, νοσταλγεί το εκεί.
Μια μάνα, μια γυναίκα, έναν χορό που, όσο περνούν οι μέρες, ξεχνά τα βήματά του, ένα τραγούδι που, όσο περνούν οι μέρες, ξεχνά τη μουσική του.
Οι ήττες που μένουν μυστικές
κι όλες οι αμφιβολίες που φοβόμαστε.
Μια ζωή στο πουθενά.
Μια ζωή σ’ ένα πέρασμα.
Οι τοίχοι στο δωμάτιο ψηλώνουν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ.
Απόγνωση.
Ποιους μπορεί μία απόγνωση να απειλεί;
Ένας ξένος;
Ποιος είναι ξένος;
Ο άλλος;
Ή μήπως όλοι εμείς;
Ένα έργο που μιλάει στο σήμερα για την μετανάστευση, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση αυτού που δεν έχει τόπο, αλλά και την έπαρση αυτού που έχει.
Τι εξουσία δίνει ένας τόπος;
Τι γελοιοποίηση δέχεται αυτός που δεν έχει;
Η ταυτότητα της παράστασης:
Διασκευή - Σκηνοθεσία - Ερμηνεία: Στάθης Παναγιωτίδης
Σκηνικά: Πέρη Κακαρέτσα
Φωτισμοί: Γιώργος Λιβανός
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αντώνης Γκούβας
Τραγούδι: Alaa Aliraqi
Φωτογραφίες: Θοδωρής Ευθυμιάδης
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Διάρκεια: 60 λεπτά
Στο Studio Κυψέλης, Σπετσοπούλας 9 και Κυψέλης, Κυψέλη, 2108819571 κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00