Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

21 Ζωές

Γιώτας Χατζοπούλου
Το πρωινό σερβίρεται στην αίθουσα "ΠΑΝΟΡΑΜΑ" από τις 7 έως τις 11 μας ενημέρωσε η ρεσιψιονίστ, δίνοντας μου την κάρτα-κλειδί για το δωμάτιο 311. Μου έκανε εντύπωση αυτή η κοπέλα. Ευγενική χωρίς τη συνήθη υπερβολή των συναδέλφων της, άμεση με ένα πηγαίο χαμόγελο, θαρρείς και χαιρόταν πραγματικά που μας έβλεπε, γνήσια Θεσσαλονικιά. Το πρωί ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και το κεφάλι βαρύ από τα βραδινά ποτάκια στον Μαχαιρίτσα. Είχα κοιμηθεί 4-5 ώρες, αλλά τα μάτια άνοιξαν και δεν ήθελα να τα ξανακλείσω, προτίμησα να αρχίσω τη μέρα μου, άλλωστε είχαμε μόνο ένα εικοσιτετράωρο στην όμορφη πόλη που βρέχει ο βρώμικος συνήθως Θερμαϊκός. Εκείνη η νύχτα ήταν όμορφη και εγώ ήμουν όμορφη και ο άντρας δίπλα μου, που μου κρατούσε το χέρι να μην πέσω με τα ψηλουτάκουνα, που είχα χρόνια να βάλω και έβαλα γιατί έτσι με ήθελε, υπερηψωμένη, και αυτός όμορφος, ήρεμος, χαρούμενος. Ήμασταν εκεί μαζί, ερωτευμένοι, χωρισμένοι μετά από πολλά χρόνια γάμου, χωρίς παρελθόν, με μία υποψία μέλλοντος, με βαριές σκιές και με ένα τόσο δελεαστικό παρόν, με διάπλατα χαμόγελα, τρανταχτά γέλια, αγγίγματα που έλεγαν "εσύ είσαι", αγάπη, έρωτα, ζεστές ματιές. Κατεβήκαμε στην αίθουσα που πήρε το όνομα της την εποχή που δεν είχαν κτιστεί, για να μείνουν γιαπιά, οικοδομές που έκρυβαν την πανοραμική θέα. Πεινούσαμε. Το ξενύχτι, τα ποτά, ο έρωτας που κάναμε το προηγούμενο βράδυ, έκαναν τον εγκέφαλό μας να δίνει το σήμα της πείνας επιτακτικά. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι που σου έδινε τη δυνατότητα να έχεις οπτική πρόσβαση σε όλη την αίθουσα.

1 Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, έτρωγαν το λιτό πρωινό τους ο ένας απέναντι στον άλλο, περιποιημένοι, όμορφοι, ήρεμοι, ήσυχοι και λιγομίλητοι. Δεν ξέρω πώς, άρχισα να βλέπω μπροστά μου σκηνές από τη ζωή τους. Ερωτεύτηκαν όταν ακόμα έπαιζαν μπίλιες στα χώματα των δρόμων μιας Αθήνας, πριν την πνίξει το τσιμέντο. Η Μαρία, έτσι λέγανε τη μικρή, ήταν, αν και καθώς πρέπει κορίτσι, πωρωμένη με τις μπίλιες. Όταν η μάνα της, της έραβε καμιά καινούρια φούστα, εκείνη στις δοκιμές γονάτιζε με το ένα πόδι για να δει αν η φούστα ήταν άνετη για το παιχνίδι. Ο Λάμπρος, λίγο μεγαλύτερος, έπαιζε και αυτός με πάθος για τη νίκη, δεν δεχόταν να χάσει και ο νους του ήταν κυρίως να μη χάσει από τη Μαρία.H ήττα θα ήταν μεγάλη. Οι μπίλιες ήταν η μόνη αρένα στην οποία κονταροχτυπήθηκαν, μάλωσαν, έπεσε και καμιά ελαφριά κλοτσιά. Όλη η υπόλοιπη ζωή τους, ήταν ήρεμη. Ο καθένας ήξερε το ρόλο του. Κάνανε τρία παιδιά, αγόρια, με μικρή διαφορά ηλικίας. Θα κάνανε και άλλα, αλλά η Μαρία εγχειρίστηκε στα 35 της μετά από πολλές αιμορραγίες και μείνανε στα τρία. Η Μαρία ήξερε να κρατάει το νοικοκυριό της, να κάνει την οικονομία της για να τους φτάνουν πάντα, να φροντίζει τον άντρα της σαν πασά και τους γιούς της σαν πριγκιπόπουλα. Και ο Λάμπρος, δουλευταράς, προστάτης για τη γυναίκα του και τα παιδιά τους. Ήταν ανοιχτόκαρδοι και οι δυο, γελούσαν πολύ μαζί, κάνανε βόλτες χέρι χέρι, πάντα, μέχρι και σήμερα. Εκείνες οι βόλτες τους έσωζαν από το να κρατήσει ένας καυγάς περισσότερο από μισή ώρα. Είχαν συμφωνήσει από την αρχή ότι αν ο καυγάς δεν τους οδηγούσε στο κρεβάτι θα τον σταματούσαν το αργότερο σε μισή ώρα για να πάνε έξω, βόλτα. Κοίταζαν κλεφτά το ρολόι όταν καυγάδιζαν για να μην παραβιάσουν τη συμφωνία. Πολλές φορές μόλις έβγαιναν από το σπίτι τους πιάνανε τρανταχτά γέλια, ξεχνούσαν το λόγο που μάλωσαν και κρατιόταν στην αρχή αγκαλιά και μετά χέρι χέρι και περπατούσαν χαζεύοντας γύρω αυτά που είχαν δει πολλές φορές, μιλούσαν και σταματούσαν για κανένα φιλί. Άλλες πάλι που ο λόγος του καυγά ήταν πιο σοβαρός, έβγαιναν στην αρχή βουβοί, σαν σε αγγαρεία, αλλά σε λίγο ο καιρός ήταν ένας λόγος πάντα για να αρχίσουν να μιλάνε και η βόλτα συνεχίζονταν αγκαλιά, χέρι χέρι, με στάση για κανένα φιλί. Το σίγουρο είναι ότι ο καυγάς αν δεν τους οδηγούσε αμέσως στο κρεβάτι, τους οδηγούσε εκεί μετά τον περίπατό τους. Η Μαρία δεν ήταν ποτέ ευπρόσδεκτη από τους γονείς του Λάμπρου, τις βρίσκανε χίλια δυο κουσούρια, καλό λόγο δεν άκουσε. Ο Λάμπρος κρατούσε τις ισορροπίες, «μη δίνεις σημασία» της έλεγε και αυτή δεν έδινε, ήξερε ότι για τον άντρα της ήταν η καλύτερη και στα στερνά τους αυτή ήταν που τους γηροκόμησε. Τα αγόρια τους, όμορφα σαν τον μπαμπά τους, λεβέντες μου τους έλεγε η μάνα τους, ήταν τα καμάρια τους. "Είδες Λάμπρο μου τι όμορφα παιδιά κάναμε;" "Είναι επειδή αγαπιόμαστε" της έλεγε εκείνος. Ο μεγάλος, ο Παναγιώτης, ερωτεύτηκε μικρός, είκοσι χρονών αρραβωνιάστηκε και ένα χρόνο μετά έγινε και μπαμπάς. Έτρεχε η Μαρία τη μια μέρα για νυφικά και την άλλη για μωρουδιακά. Χάρηκαν, η νύφη καλή κοπέλα και το μωρό αγγελούδι. Ο Παναγιώτης, δυο χρόνια μετά έφυγε με την γυναίκα του και το μωρό για Αυστραλία, να βρουν την τύχη τους και τη βρήκαν. Μεγαλοεστιάτορας, κάνανε άλλα τρία παιδιά. Κορίτσι το στερνοπούλι, το Μαράκι. Πήγαν και η Μαρία με τον Λάμπρο στα βαφτίσια, στο Σίντνεϊ. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που πήγαν, έτσι έτυχε, έτσι έγινε. Τα παιδιά ερχόταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι στην αρχή, μετά πιο αραιά, τώρα πια είχαν να τους δουν 6 χρόνια. "Βάλτε γιαγιά skype" της έλεγε το Μαράκι, "θα με βλέπεις και θα σε βλέπω". Οι δυο Μαρίες είχαν καταφέρει να έχουν ένα ιδιαίτερο δέσιμο, παρά την απόσταση. Η γιαγιά της έστελνε γράμματα, της έπλεκε πουλόβερ και τερλίκια και το Μαράκι απαντούσε πάντα στα γράμματα, όπου της έγραφε όλα τα μυστικά της. Το Μαράκι ήταν εσωστρεφές παιδί, αλλά στη γιαγιά της έλεγε τα πάντα. Ίσως βοηθούσε ότι της έγραφε και δεν μιλούσαν απευθείας, εκεί με το μολύβι, της έγραφε πάντα χειρόγραφα κατά απαίτηση της γιαγιάς, λυνόταν. Αλλά και η γιαγιά της όχι μόνο δεν μοιράστηκε ποτέ τα μυστικά αλλά είχε ένα τρόπο να της τα κάνει όλα απλά και τα πιο περίπλοκα που την απασχολούσαν. Έτσι ήταν η Μαρία, έβλεπε τη ζωή απλά. Όταν είμαστε καλά είμαστε καλά και όταν δεν είμαστε προσπαθούμε να είμαστε. "Τα προβλήματα δεν έλειψαν από κανένα" έλεγε, "και κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του". Αυτό είπε και στον Λάμπρο όταν αυτός αναγκάστηκε από μια σοβαρή πάθηση στη μέση του να κλείσει την ταβέρνα, πολλή η ορθοστασία. "Πολλά χρόνια τη δούλεψες Λάμπρο μου, την υπηρέτησες και μας υπηρέτησε, δες την υγεία σου πρώτα." Ναι αλλά αυτή ήταν η ζωή μου όλη, θυμάσαι..." "Εγώ Λάμπρο μου είμαι η ζωή σου όλη και δεν σε μοιράζομαι με καμιά" του είπε με ένα γλυκό φιλί που σταμάτησε τη ροή του λόγου του. Ο Λάμπρος νέος ακόμη βρήκε αλλού δουλειά, τον βόλεψε ένας ξάδελφος του, δημοτικός σύμβουλος, σε ένα πόστο στο Δημαρχείο της Καλλιθέας. Ο δεύτερος γιός, ο Μιχάλης, δεν άντεχε την Αθήνα, του άρεσε να πατάει το χώμα ξυπόλητος από μικρός. Νέος και αυτός έφυγε για την επαρχία, στη Λάρισα βρήκε την ηρεμία του και τη γυναίκα της ζωής του. Παιδί δεν μπόρεσαν να κάνουν. Παιδεύτηκαν πολύ, η Αριάδνη η γυναίκα του, είχε πέσει σε κατάθλιψη. Χρόνια έκανε η κοπέλα να σηκώσει κεφάλι. Και το σήκωσε όταν ο Θεός τους ευλόγησε να υιοθετήσουν την μικρή Λαμπρινή τους. Ήταν προς τιμήν του παππού το όνομα, αλλά πραγματικά αυτό το παιδί τούς φώτισε τη ζωή. Η Μαρία, πήγε τον πρώτο καιρό στη Λάρισα, να βοηθήσει με το μωρό. Οι γονείς του ήταν τόσο αγχωμένοι που χρειαζόταν μια υποστήριξη από κάποιον πιο ψύχραιμο. Όταν πια μπήκαν σε μια ρέγουλα, γύρισε στον σπίτι της και στον άντρα της. Πρώτη φορά είχαν χωρίσει. Δεν είχαν κοιμηθεί μέχρι τότε ούτε ένα βράδυ χώρια. Ήταν και αυτό μέσα στα συμφωνηθέντα. Δεν θα λείψει κανείς από το κρεβάτι μας είχε πει η Μαρία, ακόμη πριν παντρευτούν στον Λάμπρο. Οι νύχτες ήταν δικές τους. Η μέρα είχε υποχρεώσεις, φροντίδες, φασαρία. Εκεί, στο κρεβάτι τους, βρίσκανε ο ένας τον άλλο, εκεί κάνανε έρωτα, εκεί την κρατούσε ο Λάμπρος αγκαλιά, εκεί λέγανε τα δικά τους που, ούτε εγώ με το χάρισμα εκείνης της στιγμής, δεν μπόρεσα να ακούσω τι λέγανε εκεί αγκαλιασμένοι. Μιλούσαν ψιθυριστά, ήρεμα, χαμογελούσαν, χαϊδεύονταν. Οι νύχτες τους ήταν δικές τους. Κάποιες φορές, κουρασμένοι ξεθεωμένοι, λέγανε μια καληνύχτα, δίνανε ένα φιλί και κοιμόταν ήρεμα, ξέροντας ότι είναι δίπλα, κοντά, μαζί. Ο τρίτος γιός, αγάπησε τα γράμματα και μια γυναίκα. Έγινε γιατρός, χειρούργος. Η γυναίκα του, νέα δικηγορίνα ήταν όταν ερωτεύτηκαν, σταμάτησε να δουλεύει μόλις κάνανε το πρώτο τους παιδί. Το μωρό από νωρίς έδειξε την ιδιαιτερότητα του, είχε ένα πρόβλημα κινητικό. Οι γονείς του αφοσιώθηκαν στο παιδί και του δώσανε όσες δυνατότητες μπορούσε να έχει για να καταφέρει να είναι αυτόνομο και όλα πήγαν καλά. Το παιδί δεν κάθισε ποτέ σε αναπηρικό καροτσάκι, "Έτσι μπορείς, έτσι θα περπατάς" του έλεγε η μάνα του. Και περπατούσε, έτσι μπορούσε, έτσι περπατούσε. Σιγά σιγά ξεπέρασε τα κόμπλεξ της πρώιμης παιδικής του ηλικίας και συμβιβάστηκε με το πρόβλημά του τόσο που έκανε και τους άλλους να μην δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα πόδια του, αλλά στο χαμογελαστό στο πρόσωπο του και στον δυναμισμό του. Η Μαρία και ο Λάμπρος, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στον Νίκο. Δεν ήταν που τον συμπονούσαν για το θεματάκι του, όπως το έλεγε η Μαρία, αλλά αυτό το παιδί είχε κάτι που τους κέρδιζε, ένα νοιάξιμο για τους δικούς του ανθρώπους, ήταν αυτός που τους σκεφτόταν όλους, δεν ξέχασε ποτέ τα γενέθλια του παππού και της γιαγιάς και δεν πέρασε πάνω από βδομάδα για να τους επισκεφτεί. Η Μαρία έμπαινε στη κουζίνα νωρίς το πρωί, όταν περίμεναν τον Νίκο το μεσημέρι για φαγητό, έμαθε να φτιάχνει και αυτά τα ελαφριά όπως τα έλεγε η ίδια, ο άντρας της ήθελε τα φαγητά χορταστικά, με το παραπανίσιο λαδάκι τους, με τη σάλτσα και τα μπαχαρικά τους. "Όταν μαγειρεύω για το παιδί, έρχεσαι δεύτερος στα χατίρια" του έλεγε, "αλλά μόνο τότε λεβέντη μου". Αυτός θύμωνε μόνο και μόνο για να πλησιάσει και να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Ήξερε ότι όταν έκανε τον θυμωμένο, αλλά και όταν ήταν πραγματικά θυμωμένος, η Μαρία του, του χάιδευε τα μαλλιά. Και τό ξερε και αυτό, ότι αυτό το χάδι, το βουβό, το τρυφερό, από το χέρι που ήθελε να τον χαϊδέψει ήταν βάλσαμο γι' αυτόν. Του περνούσαν όλα, καμιά φορά και ο πονοκέφαλος. Δεν κράτησαν ποτέ τίποτα κρυφό ο ένας από τον άλλο, μόνο όσα δεν φανερώνει κανείς ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Η Μαρία, αυθόρμητη και βιαστική σε όλα, στις κινήσεις της, στη σκέψη, στα λόγια, έλεγε και κανένα παραπανίσιο, ο Λάμπρος τότε είχε εξασκηθεί να μην ακούει. Την άλλη μέρα ούτε αυτή δεν θυμόταν τι είπε, ούτε αυτός το είχε ακούσει ποτέ. Δεν άφηναν στο βλέμμα τους σκιές. Μιλούσαν, τις διέλυαν, είχαν εμπιστοσύνη ο ένας στα λόγια του άλλου. Όταν ήταν να μιλήσουν για κάτι δύσκολο, λέγαν λίγα, ακόμη και η Μαρία που έλεγε κατά κανόνα πολλά, πειθαρχούσε στο "θα λέμε λίγα και καθαρά". Ήταν η συμβολή του Λάμπρου στο συμφωνητικό της ζωής τους, αυτός το έθεσε και η Μαρία το δέχθηκε. Και πάσχιζε η δόλια να λέει λίγα και καθαρά. Έτσι, το έβλεπε και αυτή, βγάζαν άκρη. "Οι άντρες μπερδεύονται όταν τους λες πολλά. Δεν ξέρουμε εμείς πολλά λόγια, πες μου τι θες απλά να καταλάβω". Η Μαρία το εφάρμοζε και στους γιούς της. Λίγα και καθαρά. Έτσι τους μεγάλωσε. "Σας αγαπάμε και θέλουμε να μάθετε να αγαπάτε", τους έλεγε. Τον εαυτό σας, τη γυναίκα σας, τα παιδιά σας. Η αγάπη μέσα στο σπίτι σας θα είναι η δύναμή σας. Αυτή ήταν η μόνη επιταγή της Μαρίας στους γιούς της. Δεν τα διέταξε ποτέ, ούτε πως να ντυθούν, ούτε τι πρέπει να φάνε, ούτε τι δεν πρέπει να φάνε, ούτε πως να φερθούν, ούτε πως να μιλήσουν. "Παιδιά μου εμείς τους έλεγε δεν τα ξέρουμε όλα. Κάναμε λάθη, θα κάνετε και εσείς, αλλά θα είναι δικά σας. Καθένας πορεύεται στη ζωή του όπως αυτός θέλει. Είμαστε οι γονείς σας, σας δώσαμε ζωή να ζήσετε. Χαιρόμαστε με τη χαρά σας, στεναχωριόμαστε με τις στεναχώριες σας, μας έχετε πάντα δίπλα σας όταν θέλετε, αλλά αυτός που δεν πρέπει να σας λείψει ποτέ είναι ο εαυτός σας". Τότε σταματούσε. Άρχιζε να λέει πολλά και όχι απλά. Όταν πήγανε στην Αυστραλία, πρώτη φορά που ταξιδεύανε με αεροπλάνο, η Μαρία άκουσε την αεροσυνοδό να λέει: "σε περίπτωση αποσυμπίεσης του αεροσκάφους οι ενήλικες να βάλουν πρώτα τη μάσκα οξυγόνου οι ίδιοι και μετά να την εφαρμόσουν στα παιδιά". "Έτσι πρέπει" είπε η Μαρία. Ο Λάμπρος δεν άκουγε, ήταν ακούνητος, αμίλητος, σχεδόν δεν ανέπνεε μην τυχόν και η ανάσα του, αν ήταν βαθιά, εμπόδιζε το αεροπλάνο να σηκωθεί με ασφάλεια. "Πώς είναι δυνατόν να σώσεις κάποιον, αν δεν σώσεις πρώτα τον εαυτό σου", σκεφτόταν η Μαρία. Του χάιδεψε τα μαλλιά, σαν να τον χτένιζε και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα, την χρειαζόταν. Και εκείνος της έδινε ανάσες. Η Μαρία, καμιά φορά, χανόταν. Εκείνος αναγνώριζε αμέσως ότι κάπου είχε χαθεί, ο νους της. Την ανάγκαζε να σταματήσει ό,τι έκανε εκείνη την ώρα, την έπαιρνε αγκαλιά και εκείνη έβαζε τα κλάματα αμέσως, με το πρώτο χάδι. Εκείνος συνέχιζε να την χαϊδεύει και εκείνη σταματούσε το κλάμα. "Εδώ είμαι" της έλεγε "και πάντα θα είμαι εδώ για σένα". Λίγα και καθαρά, αλλά κάτι είχε σκαμπάσει και αυτός από αυτό που λένε γυναικεία ψυχολογία. Οι γυναίκες κλαίνε για πολλούς λόγους, μέχρι να τις χαϊδέψεις. Το χάδι σταματάει τη βρυσούλα στα μάτια τους και μετά το κλάμα και το χάδι βλέπουν καθαρά αυτό που πριν δεν έβλεπαν καθόλου.
"Να σας προσφέρουμε καφέ;" Με τρόμαξε η φωνή του σερβιτόρου, που δεν μου έλεγε και τίποτα τρομακτικό. Ο άντρας δίπλα μου, δεν τρόμαξε καθόλου, περίμενε πως και πως να πιει ένα καφέ. Κατάλαβα ότι όλες αυτές τις εικόνες από τη ζωή του Λάμπρου και της Μαρίας τις είχα δει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Είχα δει τον σερβιτόρο να προτείνει την κανάτα με τον καφέ και να ανοίγει το στόμα του να πει το "Να σας προσφέρουμε καφέ;" και μέχρι να το πει τα είδα όλα. Κάποιες από τις σκιές που βάραιναν το μέλλον μας άρχισαν να φωτίζονται και να χάνονται. Εμείς υπογράψαμε μετά από τόση ταλαιπωρία, συμφωνητικό "Μετοίκησης, επικοινωνίας με τα τέκνα και διατροφής" αυτοί οι δυο που γεράσανε μαζί, είχαν μικρές άγραφες αλλά απαράβατες συμφωνίες, ζήσανε στο ίδιο σπίτι, τρώγανε το ίδιο φαγητό και τα παιδιά τους παρέμειναν παιδιά και δεν έγιναν ποτέ τέκνα. "Αν έχετε ντεκαφεϊνέ γαλλικό θα πιώ ευχαρίστως ένα καφεδάκι" είπα χαμογελαστά στο σερβιτόρο. Το χαμόγελο μου, δεν ήταν αυτό της ευγένειας και της αβροφροσύνης, ήταν οι σκιές που φωτίστηκαν, ήταν για μας. Ωραίος ο γαλλικός, με γάλα εβαπορέ και μία κουταλιά ζάχαρη. Μοσχοβολούσε.

2 Δεξιά μου, μου τράβηξαν την προσοχή γέλια. Μια κοπέλα και ένας νεαρός, γύρω στα είκοσι. Καθόταν δίπλα δίπλα σε ένα στρογγυλό τραπέζι που χωρούσε έξι άτομα. Είχαν κολλήσει σχεδόν τις καρέκλες τους, το δεξί πόδι της νεαράς ήταν αραγμένο πάνω στο αριστερό του αγοριού. Αυτή άβαφη και απλή, έλαμπε από τη φρεσκάδα της νιότης της και αυτός άγουρος άντρας ακόμη, έδειχνε να θέλει να στηρίξει εκείνο το δεξί πόδι. Πάλι, πάλι εικόνες. Συμμαθητές στο 1ο Λύκειο Λαμίας. Ο ένας είχε προσέξει τον άλλο, εκεί στην μεγάλη αυλή του σχολείου. Δεν μίλησαν ποτέ, ούτε λέξη δεν απηύθυναν ο ένας στον άλλο, τρία χρόνια. Οι Πανελλήνιες και η επιτυχία της μιας στην Αγγλική Φιλολογία και του άλλου στην Ιατρική, τους έφεραν στη συμπρωτεύουσα. Εκεί, στο κυλικείο της Νομικής, που ήταν στέκι για όλη την Πανεπιστημιούπολη, αντάλλαξαν για πρώτη φορά ένα γεια. Το ίδιο πρωί από το κυλικείο βρέθηκαν να συνεχίζουν μαζί τη μέρα τους στην παραλία, φάγανε από ένα τοστ και ήπιαν και δεύτερο καφέ το μεσημέρι στου Τόττη, το απόγευμα βρήκαν και πάλι ένα λόγο να μην χωριστούν και το βράδυ τους βρήκε αγκαλιά, σε ένα ημίδιπλο κρεβάτι. Δεν κάνανε έρωτα εκείνο το βράδυ, ένιωσαν μόνο τον πόθο. Ήταν η πρώτη φορά και για τους δυο. Δεν ξέρανε αν έτσι θα ήταν ο πόθος με κάποιον άλλο, ξέραν όμως σίγουρα ότι μαζί ήταν μεγάλος. Ήταν στην αρχή του τρίτου έτους και οι δυο, σήμερα είχαν επέτειο, σαν σήμερα είχαν πει εκείνο το πρώτο γεια, σαν σήμερα είχαν ακουμπήσει για πρώτη φορά τα σώματα τους, όχι γυμνά, με τα ρούχα, σαν σήμερα τα φτιάξανε. Είχαν μαζέψει και οι δυο λεφτά για να περάσουν στην επέτειο τους μια νύχτα στη σουίτα του ξενοδοχείου. Τόσο ήρεμοι, τόσο χαρούμενοι, τόσο ερωτευμένοι, τόσο νέοι! Κάθε βράδυ σχεδόν κοιμότανε μαζί, κάθε βράδυ σχεδόν ανακάλυπταν καινούριες απολαύσεις από τον έρωτα τους, μετά αγκαλιάζονταν, μετά σιγά αφήνονταν, βολευόταν ο καθένας στο μαξιλάρι του, ακουμπούσαν ο ένας το πόδι του άλλου, έστω και ελάχιστα και κοιμόταν. Οι νύχτες ήταν μεγάλες και οι μέρες ξεκινούσαν νωρίς για τον Πέτρο και αργά για τη Νεφέλη. Ο Πέτρος είχε υποχρεωτικά μαθήματα στην ιατρική και η Νεφέλη κάπως σπάνια πήγαινε στη σχολή της και αν πήγαινε συνήθως ξεχνιόταν στο κυλικείο. Κάθε Σάββατο, με ελάχιστες απουσίες πήγαιναν μπουζούκια, μεγάλες παρέες. Πίνανε κρασί λευκό, ένα μπουκάλι για 10 άτομα. Φτώχιες φοιτητικές. Αλλά κάναν κέφι και χωρίς κρασί. Και μετά γύρους και σουβλάκια και τις Κυριακές ξυπνούσαν μεσημέρι και πίνανε φραπέ και καπνίζαν και κάναν πάλι έρωτα και μετά έξω, μέχρι το βράδυ. Τα καλοκαίρια πηγαίναν στο φοιτητικό κάμπινγκ και καμιά φορά και στη Θάσο. Ένα καλοκαίρι πήγανε Μύκονο. Η Νεφέλη δεν έκανε σωστούς υπολογισμούς, αγόρασε μια παντελόνα και ένα μπλουζάκι και κόντεψε να μην έχει λεφτά να φύγει όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής. Ίσα ίσα έφτασε Θεσσαλονίκη και μετά παρακάλεσε τον μπαμπά της να της βάλει στην Τράπεζα λεφτά ίσα ίσα για το εισιτήριο του λεωφορείου για Βέροια. Δεν τα υπολόγιζε όλα τότε, δεν σκεφτόταν και πολύ. Η Νεφέλη έφυγε πρώτη από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Πέτρος είχε άλλο ένα έτος σπουδών. Τα μάτια της είχαν πρηστεί να κλαίει την τελευταία βδομάδα πριν αναχωρήσει για το δρομολόγιο της επιστροφής στη Βέροια. Δεν ήθελε να πάει. Δεν είχε φίλους εκεί, δεν θα είχε και τον Πέτρο εκεί. Έφυγε, ο Πέτρος έμεινε. Όταν τελείωσε και αυτός τις σπουδές έφυγε φαντάρος. Για τρία χρόνια ζούσαν μια σχέση από αυτές που λένε εξ αποστάσεως. Όταν ο Πέτρος έφυγε φαντάρος, εκείνο το απόγευμα η Νεφέλη δεν πήγε στο σταθμό των τρένων να τον χαιρετήσει, δεν ήθελε, της ήταν πολύ βαρύ. Τον χαιρέτησε λίγο νωρίτερα και μετά έβαλε τα σπορτέξ της και πήγε για περπάτημα. Περπατούσε και σκεφτόταν πώς θα ταν άλλα δυο χρόνια μακριά του. Το περπάτημα δεν ήταν αρκετό ούτε για να εκτονωθεί, ούτε για να τα σκεφτεί όλα. Γύρισε σπίτι της και έπιασε όλα τα κατσαρολικά της μάνας της και τα τριβε με σαπούνι και σύρμα μέχρι που άστραψαν. Έτριβε τα τηγάνια και προσπαθούσε να το πάρει απόφαση πως έφυγε το τρένο, έφυγε και αυτός. Άναψε τσιγάρο, είχε νυχτώσει, η ησυχία της νύχτας τη βοήθησε να κλάψει. Έκλαιγε βουβά, τα δάκρυα της θαρρείς και είχαν σκάσει εκεί μέσα και έτρεχαν τώρα να βγουν στον καθαρό αέρα. Ένιωθε μόνη, της έλειπε ήδη. Μετά το στρατό αρραβώνας. Πέρασαν τις βέρες, κόψαν την τούρτα σε σχήμα καρδίας λευκής με ένα κόκκινο τριανταφυλλάκι από ζαχαρόπατσα στην μια άκρη. Η Νεφέλη ήταν τρισευτυχισμένη και ο Πέτρος ήταν απλά κατααγχωμένος, δεν έσκασε το χειλάκι του και την τούρτα με το ζόρι την κατέβασε και μόνο εκείνη τη μπουκιά που τον τάισε η Νεφέλη στο στόμα. Δεν ήταν πράματα αυτά να τον βάλουν να κάνει το γαμπρό, θα προτιμούσε να μην χρειαζόταν όλο αυτό το τελετουργικό που τον έκανε να σφίγγεται. Αλλά ήξερε ότι αυτό το κορίτσι που ερωτεύτηκε στο κυλικείο θα 'ταν για πάντα η γυναίκα του. Για πάντα, κανένας γάμος δεν ξεκινάει με διαλυτική προθεσμία, ξεκινάει για πάντα. Μια εικόνα ακόμη, σα να πάτησα το κλικ σε φωτογραφική μηχανή, μια εικόνα 20 χρόνια μετά. Οι δυο τους μαζί, δυο παιδιά δικά τους, όμορφα σαν τον έρωτα τους. Έχουν σαρανταρίσει. "Νεφέλη, που είναι το καλό μου λευκό πουκάμισο;" "Δεν πρόλαβα Πέτρο, δεν μπορώ να τα προλάβω όλα". Τα γέλια τους από την αίθουσα Πανόραμα, δεν ακούγονταν πια στο σπίτι τους. Μόνοι ο ένας δίπλα στον άλλο, είχαν χάσει το δρόμο τους. Ο Πέτρος όλη μέρα στο Νοσοκομείο και κάποιες νύχτες και σαββατοκύριακα και η Νεφέλη έτρεχε χωρίς να ξέρει που πηγαίνει και τι ήθελε να προλάβει. Έτρεχε θαρρείς δεν ήξερε τον τρόπο να σταματήσει, σαν να είχαν χαλάσει τα φρένα της. Εκείνο το πρωί έτρωγε μόνη πάλι πρωινό, μια φέτα του τοστ με μερέντα, ήθελε να γλυκάνει μια πίκρα που 'χε κολλήσει στον ουρανίσκο της. Ο Πέτρος και τα παιδιά κοιμόταν. Τότε θυμήθηκε εκείνο το πρωινό στην αίθουσα Πανόραμα. Θυμήθηκε ότι ο άντρας της ήταν εκείνο το παλικάρι που της στήριζε το δεξί της πόδι πρόθυμα, θυμήθηκε πόσο όμορφο είναι να γελάνε μαζί και κατάλαβε γιατί έτρεχε τόσα χρόνια, για να γυρίσει γρήγορα εκεί, στην ίδια αίθουσα, στα ίδια συναισθήματα, στην ίδια διάθεση. Πήγε και ξάπλωσε δίπλα στον άντρα της. Τον αγκάλιασε. Εκείνος κατάλαβε, χωρίς να πουν κουβέντα, ότι αυτή που τον αγκάλιαζε ήταν εκείνο το κορίτσι, το κατάλαβε από τον τρόπο που τον ακουμπούσε, από την ανάσα της, που ήταν ήρεμη, από τα πόδια που μπλέχτηκαν στα δικά του και βρήκαν τόσο εύκολα τη θέση τους για να βολευτούν. Γύρισε και την κοίταξε, τον κοίταζε και αυτή αχόρταγα, είχαν χρόνια να κοιταχτούν, να δουν ο ένας τον άλλο, να νιώσουν ήρεμα μαζί, όπως τότε, άρχισαν να ακουμπάνε ο ένας τον άλλο παντού με χάδι, ήθελαν να νιώσουν ο ένας το σώμα του άλλου, ξανά, όπως τότε. Είχαν χαθεί, ξαναβρέθηκαν. Όλα γύρω τους πήραν τη σωστή τους θέση, ακόμη και ο ήλιος που πια έμπαινε στο δωμάτιο ζεστός, ήταν ο ήλιος μιας μέρας που θα ζούσαν μαζί και όχι ο καθένας μόνος, ακόμη και η καφέ κουβέρτα, που καθόλου δεν της άρεσε της Νεφέλης, ήταν δική τους, τους ακουμπούσε και την ήθελε και αυτή στη ζωή τους, όλα ήταν εκεί για να εξυπηρετήσουν με όποιο τρόπο και τους δυο μαζί, ξανά, όχι τον καθένα χώρια. Όλα έγιναν δικά τους. Είχαν ξαναβρεθεί και ήταν ευτυχισμένοι. Είχαν χαθεί, πώς και γιατί, δεν το έψαξαν. Δεν ήθελε κανείς να ξέρει. Ξέραν μόνο ότι τώρα κατάλαβαν ότι χάθηκαν, τώρα κατάλαβαν πόσο έλειπε ο ένας στον άλλο, τώρα κατάλαβαν πόσο βάρος κουβαλούσαν χώρια, πόσο βαριά ήταν η απουσία του ενός για τον άλλο. Τώρα κατάλαβαν... Χωρίς ψυχανάλυση, χωρίς συμβούλους γάμου, χωρίς πολλές κουβέντες, κοίταξαν σιωπηλά ο καθένας μέσα του και είδαν χώρο για να χωρέσει ο άλλος, για να νιώθουν γεμάτοι, ακέραιοι, καλά. Πόσο χάρηκα που τους είδα έτσι, δεν στάθηκα ούτε εγώ στα χρόνια που χάθηκαν, στάθηκα στη στιγμή που βρέθηκαν.
Και άλλες σκιές φωτίστηκαν, το παρόν μας και το μέλλον μας έγινε λιγότερο σκιερό. Βγήκαμε στο μπαλκόνι της αίθουσας για τσιγάρο. Είχε λίγη ψύχρα και το δικό μου εικοσάχρονο αγόρι που είχε γίνει άντρας πια, με αγκάλιασε όταν με είδε να κρυώνω. "Ευτυχώς κρύωσες, ώρα είχα να σε αγκαλιάσω". "Σ' αγαπάω. Λες να είναι μια καλή αρχή η αγάπη και η αγκαλιά;" Δεν μου απάντησε. Άλλωστε η ερώτηση ήταν ρητορική, ήταν ερώτηση αντί κατάφασης. Έτσι όπως γύρισα και τον αγκάλιασα στρεφόμενη προς τους συνδαιτυμόνες μας, ξεχώρισα μέσα από το παράθυρο μία κυρία, έτρωγε μόνη.

3 Ξένια. Μου ήρθε στο νου το όνομά της. Ξένη και μόνη ανάμεσα σε ξένους. Δεν γνώρισε ποτέ τον αληθινό έρωτα. Δεν έτυχε να τον συναντήσει. Είχε μεγαλώσει στα χέρια μιας μάνας που της πιπίλιζε το μυαλό να τυλίξει έναν πλούσιο να παντρευτεί. Ο σκοπός ήταν ο γάμος, η αποκατάσταση, η καλοπέραση, να είναι η κυρία του κυρίου, κάποιου με επίθετο, όχι με όνομα. Έλαμπε στα νιάτα της, ήταν όμορφη αλλά κρύα, επιτηδευμένη, θαρρείς και κάθε της κίνηση φιλτραριζόταν από το πρωτόκολλο που επιβάλλεται στις υποψήφιες νύφες ενός περιζήτητου γαμπρού. Υπήρξε η γραμματέας και μια από τις πολλές μετραίσες ενός εργοστασιάρχη, ο οποίος την πηδούσε για να ξεδώσει από τις πολλές υποχρεώσεις, όχι ότι την προτιμούσε, αλλά την είχε εύκαιρη, πρόχειρη. Αυτή ήλπιζε. Φανταζόταν ήδη το αφεντικό της να την περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας με την ανθοδέσμη και αυτή να τον πλησιάζει με το νυφικό που θα ζήλευαν όλες και αυτό και την τύχη της. Όταν μάλιστα αυτός της πρότεινε να πάνε μαζί διακοπές, πίστεψε ότι εκεί, στο νησί, σε κάποιο ακριβό εστιατόριο θα έβαζε στα χέρια της το μονόπετρο. Την πήρε μαζί του σαν συνοδό πολυτελείας. Όχι δεν την αποζημίωσε με κάποιο σεβαστό ποσό στο κομοδίνο κάθε φορά που εκτονωνόταν πάνω της, αλλά ούτε και μονόπετρο έβγαλε από την εντυπωσιακή συσκευασία του Καίσαρη, όχι δεν είχε περάσει από εκεί πριν τις διακοπές τους, δεν είχε διαλέξει γι' αυτήν εκείνο το διαμάντι, το πρώτο από τα πολλά που θα της χάριζε, όχι δεν ήταν η ώρα που πετραδάκι πετραδάκι, διαμαντάκι διαμαντάκι θα χτίζονταν το όνειρο της. Μετά τις διακοπές την έδιωξε και από τη δουλειά, είχε πάρει πολύ θάρρος, θα έβρισκε εύκολα άλλη με λιγότερες προσδοκίες. Ίσως είχε στοχεύσει λάθος, κάπου αλλού θα ήταν η τύχη της. Ο επόμενος είχε βενζινάδικο, είχε και λεφτά. Της ήταν αποκρουστικός, ένιωθε σιχαμάρα όταν τη φιλούσε, είχε και αυτή τη μυρωδιά της βενζίνης συνέχεια πάνω του, είχε όμως και επίθετο. Αυτόν τον διάλεξε η μάνα της, αυτή την έσπρωξε, ήταν άβγαλτος και εύκολο θύμα. Όμως η Ξένια δεν άντεξε αυτό το σιχαμερό φιλί, ωστόσο επέμεινε όσο άντεχε το στομάχι της την αναγούλα και μετά τον παράτησε, νιώθοντας ενοχές για το ευαίσθητο στομάχι της. Ο χρόνος την πίεζε, είχε φτάσει τα 27 και στην εκκλησία νύφη δεν είχε μπει ακόμη. Επιβαλλόταν να πάρει το επίθετο του επόμενου, αλλιώς φοβόταν ότι θα έμενε με το δικό της. Ο επόμενος ήταν γιατρός, δεν είχε κάνει κομπόδεμα ακόμα, είχε όμως τον τίτλο και της προϋποθέσεις. Αυτός ναι, πήγε ένα βράδυ μόνος στον πατέρα της να του ζητήσει το χέρι της και ένα ικανοποιητικό μηνιάτικο. Του εξήγησε ότι χωρίς χορηγό δεν μπορούσε να την φορτωθεί. Και ο πατέρας κάτω από το εκφοβιστικό βλέμμα της μάνας της δέχτηκε. Συμφωνήσανε το ποσό και σε λίγο καιρό έγινε ο γάμος, τα βαφτίσια, τα δεύτερα βαφτίσια. Αυτή ήξερε ότι η χορηγία του πατέρα της, της εξασφάλιζε μια σταθερότητα στο γάμος της αλλά για τον κόσμο ήταν η κυρία του κυρίου, η σύζυγος γιατρού, η κάποια. Ο γιατρός πέθανε πριν ένα χρόνο, αφού πρώτα είχε προλάβει να κάνει μια σεβαστή περιουσία και αυτή ανακουφίστηκε, χωρίς ενοχές που δεν τον έκλαψε. Δεν είχε δάκρυα, ήταν παγωμένη. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να θυμηθεί εκείνον τον εφηβικό της έρωτα, εκείνη τη ζεστασιά που ένιωθε μέσα της όταν την αγκάλιαζε. Η αμυδρή αυτή ανάμνηση θάμπωνε λίγο τον γυαλιστερό πάγο της ψυχής της, σαν μια ζεστή ανάσα να φυσούσε για λίγο πάνω του.

4 Έτσι θολό σχεδόν έπεσε το βλέμμα μου σε έναν κύριο, που μόλις ήρθε και κάθισε δίπλα μας. "Καλημέρα κ. Δανιήλ" του είπε η νεαρή σερβιτόρα με ένα πλατύ χαμόγελο. "Καλημέρα Μαρία" της απάντησε εκείνος σχεδόν χαμογελώντας. Η Μαρία του έφερε σε ένα μεγάλο δίσκο το πρωινό του, αυγά μάτια με ξεροψημένο μπέικον, μπόλικο ψωμί, ντομάτα, ελιές, φέτα. Ο Δανιήλ. Είχε σήμερα γενέθλια, έκλεινε τα πενήντα. Εδώ και πέντε χρόνια ζούσε στο ξενοδοχείο, στον πέμπτο, στην μικρή σουίτα. Όμορφος άντρας, γυμνασμένος, αρρενωπός, χωρίς χαμόγελο. Έζησε πολλά χρόνια σαν την "κανάρα", ελεύθερο πουλί, από την μια αγκαλιά έφευγε στην άλλη έμπαινε. Καμία αγκαλιά όμως γι' αυτόν δεν ήταν αγκαλιά, μια στάση ήταν, δεν αναγνώριζε στις αγκαλιές διαφορές, όλες ήταν ίδιες, όλες του έδιναν το ίδιο, την ικανοποίηση ότι καμιά αγκαλιά δεν μπορεί να του αντισταθεί, έμπαινε-έβγαινε, έμπαινε σε άλλη και πάλι από την αρχή. Μέσα στο ύπνο του τις περισσότερες φορές δεν είχε την αίσθηση σε ποια αγκαλιά βρισκόταν, σε κάποια. Και ναι, δεν είχε την τύχη, δεν γνώρισε ποτέ καμιά αγκαλιά με ταυτότητα. Με όνομα, επίθετο, παρελθόν, παρόν, μέλλον. Δεν ένιωσε ποτέ πως είναι να ηρεμείς σε μια αγκαλιά. Να παίρνεις ζωή, ανάσα. Να τελειώνει, αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της αγκαλιάς, όλος ο κόσμος γύρω σου, και τα άσχημα και τα όμορφα, για να ζήσεις τη στιγμή απερίσπαστος. Δεν την ένιωσε αλλά του έλειπε. Κάτι του έλειπε. Πολλά του έλειπαν. Όλα. Ούτως ή άλλως τη μισή ζωή του την είχε περάσει σε δωμάτια ξενοδοχείων. Έτσι μια μέρα όταν έφυγε αξημέρωτα, μια, κάποια αγκαλιά από τη μικρή σουίτα του "Πανοράματος", αφήνοντας τον μόνο επιτέλους, αφού προηγουμένως τον ξεφτίλισε για την "αδυναμία του" εκείνο το βράδυ, αποφάσισε να μείνει εκεί. Ο Daniel έτσι τον φώναζαν οι φίλοι τον κ. Δανιήλ, πέντε χρόνια τώρα, δεν είχε βάλει γυναίκα στη μικρή σουίτα-σπίτι του, το σώμα του αρνιόταν άλλες άγνωστες αγκαλιές. Το σώμα του ίσως περίμενε αυτός όμως όχι. Το σώμα ήθελε μια γνώριμη αγκαλιά, εκείνος όμως δεν ήξερε πως γίνεται να μάθεις μια αγκαλιά και να σε μάθει και αυτή. Ο Daniel όμως δεν ήξερε και κάτι άλλο. Το ίδιο βράδυ, το βράδυ των γενεθλίων του, ένα μικρό εγκεφαλικό θα τον έστελνε στο εφημερεύον νοσοκομείο. Εκεί μόλις άνοιξε τα μάτια του στο δωμάτιο νοσηλείας του, άκουσε μια ήρεμη φωνή δίπλα του να του λέει "επιτέλους ξυπνήσατε για να μου κάνετε παρέα". Ο Daniel βρήκε ένα χαμόγελο και πολλά άλλα πλατύτερα χαμόγελα τις επόμενες μέρες που πέρασε με τη φωνή σε εκείνο το δωμάτιο. Η φωνή ανήκε στην Πηνελόπη, ήταν μια φωνή τριάντα χρονών, χαρούμενη, ζωηρή, ενδιαφέρουσα, γλυκιά, πάντα δυνατή. Η Πηνελόπη είχε ένα τρόπο να διασκεδάζει με όλα, σαν να φοβόταν να πάψει να τα διασκεδάζει, σαν να έτρεμε ότι μόλις σταματήσει να βλέπει την ελαφριά πλευρά των πραμάτων, τότε δεν θα άντεχε το βάρος τους. Οι μέρες νοσηλείας τους, ήταν αρκετές για να αρχίζει να αναγνωρίζει μέσα του την ανάγκη να μπει στην αγκαλιά της και να μείνει εκεί, να την πάρει αγκαλιά και να την κρατήσει για πάντα.

5 Κάθισε στη θέση του κ. Δανιήλ, ο οποίος έφυγε γρήγορα από την αίθουσα, τρίβοντας τους κροτάφους του. Μένια. Αθηναία δικηγόρος. Κατάφερε μέσα στους πολλούς να ξεχωρίσει. Δούλευε πολύ, έτρωγε πολύ, γελούσε πολύ. Είχε έρθει το προηγούμενο πρωί με αφορμή μια δουλειά και έμεινε να δει φίλους και συγγενείς, να ξεσκάσει. Είχε φέρει μαζί της ένα μπούχτισμα και είχε μια ελπίδα ότι δεν θα το πάρει πίσω στην Αθήνα, ότι θα της παραπέσει κάπου εκεί στην παραλία, ή σε κανένα τσιπουράδικο. Παντρεμένη, δυο παιδιά, χωρισμένη, μόνη. Δυναμική γυναίκα, αποτελεσματική στη δουλειά της, στα παιδιά της δεν έλειπε τίποτα, ίσως μόνο η μάνα τους, ο πατέρας τους σίγουρα. Εκείνος, ο πρώην, άφαντος, μια ζωή άφαντος. Αφού σκεφτόταν αντί να τον χωρίσει να τον κηρύξει σε αφάνεια. Χωρίσανε όταν την έπιασε η κρίση των 40. Διάλεξε το κακό από το χειρότερο. Πέντε μήνες τώρα ζούσε μόνη με τα παιδιά. Και που ζούσαν μαζί με τον άφαντο, πάλι χώρια ήταν, είχαν χαθεί χρόνια πριν, συναντιόταν μέσα στο σπίτι αλλά δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο. Η παρουσία του αλλά και η απουσία του ήταν ενόχληση γι' αυτή, ίσως και για εκείνον η δική της. Όταν κοινοποίησαν τα χωρίσματα, η κοινή γνώμη έμεινε άφωνη. Τέτοιο καλό ζευγάρι, τι έγινε; Δεν έγινε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί μια βόλτα με τον άντρα της και τα παιδιά, έτσι χωρίς λόγο, μόνο για τη βόλτα. Δεν είχαν σχεδόν καμία φωτογραφία όλοι μαζί, δεν ένιωθαν μαζί και φωτογραφίζονταν ο καθένας μόνος ή μόνος με τα παιδιά. Δεν κάνανε όνειρα μαζί, έκανε ο καθένας τα δικά του ή δεν έκανε καθόλου. Δεν επικοινωνούσαν καθόλου όταν ήταν εκτός σπιτιού, μόνο για μια σύντομη συνεννόηση αν χρειαζόταν κάτι να προγραμματιστεί. Δεν λέγανε σ' αγαπώ, δεν δίνανε φιλιά για καλημέρα , δεν λέγανε καν καλημέρα. Δεν είχαν επαφή, σεξουαλική δε σπάνια και πάντα με δική της πρωτοβουλία. Εκείνος θαρρείς δεν είχε ανάγκες τέτοιου είδους. Δεν ένιωσε ποτέ όμορφη στα μάτια του άντρα της, αν και ήταν όμορφη γυναίκα, δεν ένιωσε ποτέ επιθυμητή, είχε ξεχάσει πως είναι να είσαι γυναίκα. Είχε χάσει το ρόλο της, είχε τα πάντα στην ευθύνη της, στις πλάτες της. Δεν είχε σύντροφο, ένα βάρος είχε μαζί με όλα τα άλλα που είχε φορτωθεί. Ξεφόρτωσε λοιπόν το ένα βάρος για να συνεχίσει με τα υπόλοιπα. Μπούχτισε όμως. Τόσες αλλαγές στη ζωή της και μια τόσο απαιτητική καθημερινότητα που δεν προλάβαινε καν να σκεφτεί, να βάλει σε μια τάξη το μυαλό της και τη ζωή της. Εκείνο το πρωινό όμως κάτι θα άλλαζε. Στην παραλία, εκεί πήγε η Μένια μετά το πρωινό, περπατούσε και σκεφτόταν. Κάθισε σε ένα παγκάκι, είχε σκάσει για τσιγάρο. Φυσικά και δεν είχε αναπτήρα μαζί της, ποτέ δεν είχε. Εκείνη η τσάντα είχε τα πάντα μέσα εκτός από αναπτήρα. "Σκατά" μονολόγησε, δυνατά απ' ό,τι φάνηκε, όταν αφού έψαξε σε κάθε θήκη της τσάντας βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να ανάψει αυτό το ρημάδι το τσιγάρο που είχε ήδη βάλει στο στόμα της. Την ίδια στιγμή σχεδόν, μια φλόγα στάθηκε μπροστά στο σβηστό τσιγάρο. Φλόγα από σπίρτο που κρατούσε ένα χέρι. Δεν κοίταξε πέρα από τη φλόγα και το χέρι. Κάποιος κάνει τον ιππότη σκέφτηκε. Αν θα γινόταν η φλόγα και το χέρι να απομακρυνθούν αμέσως μόλις άναβε το τσιγάρο θα ήταν ευχής έργον. Δεν είχε όρεξη για ιππότες με φλόγες στα χέρια, το χειρότερο της να θέλει και κουβέντα ο τύπος. Δεν αρνήθηκε τη φλόγα, ήταν η μόνη της επιλογή. "Ευχαριστώ" είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια να τον δει. "Ήμουν και εγώ καπνιστής και ξέρω". "Ήσουν;" τότε τον κοίταξε. "Και γιατί κουβαλάτε σπίρτα αν δεν καπνίζετε". "Για να κάνω καμάκι σε απελπισμένες καπνίστριες" της είπε με ένα πλατύ χαμόγελο που έγινε τρανταχτό γέλιο. Η Μένια παρασύρθηκε από το γέλιο του και γελούσε και αυτή. Μέσα στα γέλια βρήκε την ευκαιρία να τον δει. Ακτινογραφία τον πέρασε. Δεν ήταν ο τύπος της, ανοιχτόχρωμος, λίγα παραπανίσια κιλά, όλα στη κοιλιά και στα μάγουλα τοποθετημένα, κουστουμαρισμένος. Καθώς μιλούσε και της εξηγούσε ότι μπορεί να είχε απαλλαγεί από το κάπνισμα, ωστόσο δεν ένιωθε ποτέ ασφαλής χωρίς τσιγάρα και σπίρτα στην τσέπη του, πρόσεξε ότι ο τύπος που δεν ήταν ο τύπος της, είχε μια ξενική προφορά. Πολύ σύντομα έμαθε ότι δούλευε στην Πρεσβεία της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δέκα χρόνια, ότι δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ότι του άρεσε ο ήλιος και η θάλασσα και αυτό τον κρατούσε στην Ελλάδα, ότι το βράδυ ήθελε να πάει σε ένα καινούργιο μπαράκι στο κέντρο όπου και πήγανε τελικά μαζί. Η Μένια επέστρεψε για λίγο στην Αθήνα, να προετοιμάσει τα παιδιά και όλα τα υπόλοιπα για την μόνιμη εγκατάσταση τους στη Θεσσαλονίκη. Έκλεισε το γραφείο στην Αθήνα και αποφάσισε στην συμπρωτεύουσα να ζήσει πουλώντας τα κοσμήματα που η ίδια έφτιαχνε. Ένα site στο διαδίκτυο και τα κοσμήματα πουλούσαν τρελά σε όλη τη Ελλάδα και καμιά φορά και έξω από τα σύνορα. Ο τύπος που δεν ήταν ο τύπος της, έμεινε στη ζωή της και αυτή στη δική του. Δεν συγκατοίκησαν αμέσως, παρά τέσσερα χρόνια μετά, όταν τα παιδιά ήταν έτοιμα. Κάνανε πολλές βόλτες χωρίς λόγο, έτσι για τη βόλτα, περνούσαν μαζί, οι δυό τους, κάποια Σαββατοκύριακα και αφιέρωναν πολύ χρόνο στο να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, μούρη με μούρη στο κρεβάτι. Η Μένια είχε και τη συνήθεια να περνάει το δάχτυλο της απαλά πάνω από κάθε σημείο του προσώπου του, σαν να τον ζωγράφιζε. Έκοψε και το τσιγάρο και ο τύπος έχασε κάποια κιλά. Ζούσαν χώρια αλλά ήταν μαζί. Μαζί παντού ακόμη και από απόσταση. Η Μένια ούτε που ξαναθυμήθηκε εκείνο το μπούχτισμα, το ξεφορτώθηκε μαζί με ό,τι άλλο κουβαλούσε από εκείνον τον τύπο, τον πρώην, που νόμισε κάποτε ότι ήταν ο τύπος της. Καμία κακιά ανάμνηση δεν είχε χώρο στο μυαλό της, ο χώρος γέμιζε κάθε μέρα από ένα όμορφο παρόν.

6 Ο πρώην άντρας μου, ανέβηκε για λίγο στο δωμάτιο μας. Μέσα στη σιωπή της πρόσκαιρης μοναξιάς μου, άκουσα έναν ψίθυρο. Ερχόταν ακριβώς από πίσω μου. Γύρισα να κοιτάξω από που εξέπεμπε ο ψίθυρος, αλλά δεν είδα χείλη να κουνιούνται, είδα χείλη σφραγισμένα, μάτια δακρυσμένα, τόσο ώστε να μην τρέχουν τα δάκρυα, αλλά ήταν σίγουρο, αυτή ψιθύριζε, η γυναίκα στο πίσω τραπέζι, η σκέψη της ήταν που έφτανε στα αυτιά μου, η σκέψη που έφερνε δάκρυα στα μάτια της. Είχε πιστέψει σε αυτόν, τον εμπιστεύτηκε από την πρώτη στιγμή, τον ερωτεύτηκε, τον αγάπησε ωμά, χωρίς δεύτερες σκέψεις, του έδωσε τα πάντα και αυτά που δεν είχε έψαξε βαθιά μέσα της να τα βρει να του τα δώσει, έσκαψε πολύ βαθιά ώσπου ξεκόλλησαν τα θεμέλια της, έχασε τον εαυτό της, χρόνια έτρεχε στους γιατρούς να σωθεί, δεν ήξερε από τι, δεν εντόπιζε ξεκάθαρα την αιτία του κακού, μόνο κάτι υποψίες είχε. Δεν στηριζόταν πουθενά, υπέφερε χωρίς εαυτό, ένιωθε αδύναμη αν και ο γιατρός της επέμενε να της λέει πως μόνο οι δυνατοί, οι πλέον δυνατοί άνθρωποι υποφέρουν από αρρώστιες της ψυχής. Δεν είχε καταλάβει τότε ότι όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν στη μέση της αρένας και πάλευε γυμνή, χωρίς όπλα, με θηρία, αγνώστου ταυτότητας, αρματωμένα και ανελέητα. Όταν πια κατάλαβε τι γινόταν, τρόμαξε, τρομοκρατήθηκε, ήθελε να φύγει και έφυγε από την αρένα. Ήταν τόσο απλό, να φύγει από την αρένα! Εκεί μέσα οι όροι δεν άλλαζαν, αυτή άοπλη, εκείνοι αρματωμένοι και ανελέητοι. Έφυγε. Η αρένα έμεινε εκεί, τα θηρία έμειναν εκεί, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κατασπαράξουν το ένα το άλλο. Δεν την ένοιαζε πια, ούτε γι' αυτόν, το μεγαλύτερο θηρίο, που τον αγάπησε τόσο και αυτός δεν βρήκε, ούτε στη δύναμη της αγάπης της, την δύναμη να ημερώσει. Η Μέλπω έμενε τις τελευταίες μέρες στο 312 δωμάτιο του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να ξεκουράσει το μυαλό της στη σιωπή. Είχε πει πολλά, προσπαθώντας να τον ημερώσει, είχε ακούσει τόσο εκκωφαντικές σιωπές από τα κλειστά χείλη του και τα μάτια του που κοίταζαν αλλού, πουθενά. Στο τέλος κατάλαβε ότι τόσα χρόνια μαζί του και δεν τον ήξερε, δεν τον ήξερε καθόλου, ίσως και ο ίδιος δεν ήξερε ποιος ήταν ή ποιος θα ήθελε να είναι προκειμένου να προσπαθήσει προς κάποια κατεύθυνση. Είδε μπροστά της έναν άνθρωπο σε πανικό, έναν ξένο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που δεν είχε ίχνος αγάπης για αυτήν, ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Κατάλαβε ότι το σ ' αγαπώ του, αυτό με το οποίο προσπάθησε κάποια στιγμή να την κρατήσει αιχμάλωτη μέσα στην αρένα, ήταν ένας ακόμη τρόπος να την βιάζει ψυχολογικά. Σ' αγαπώ και με εγκαταλείπεις; Σ' αγαπώ και δεν το βλέπεις. Σ' αγαπώ και δεν σου φτάνει, η αγάπη. Τόσες ενοχές. Η αγάπη του όμως ήταν μια λέξη, μια λέξη εκβιαστική, μια λέξη όπως τη γράφει το λεξικό, χωρίς να ξέρει τι θα πει σ' αγαπώ, σ' αγαπώ θα πεί δίνω και αυτός δεν της έδωσε ποτέ τίποτα, ό,τι του πήρε το άρπαξε μόνη της. Αυτές οι σκέψεις έμπαιναν στο μυαλό της μόλις άνοιγε τα μάτια της, ίσως ήταν εκεί συνέχεια και την περίμεναν να ξυπνήσει, ήταν εκεί και εκείνη την ώρα του πρωινού και της έφερναν υγρασία στα μάτια.

7 Η Μέλπω σχεδόν δεν έφαγε. Ήπιε λίγο καφέ και έφυγε βιαστική, κάτι είχε να προλάβει, τα δάκρυα της δεν θα κρατιόταν πολλή ώρα ακόμη πριν να κυλήσουν στα μάγουλα της. Και όπως στη ζωή το δάκρυ διαδέχεται το χαμόγελο έτσι και στο τραπέζι της Μέλπως κάθισαν τώρα τρία νεαρά κορίτσια, γύρω στα 15. Ήταν αγουροξυπνημένα, μάλλον είχαν ξενυχτήσει το βράδυ με κουβεντούλα και χαχανητά μες στο σκοτάδι, αλλά φαινόταν να έχουν τόση όρεξη, για φαγητό, για χαμόγελα, για πειράγματα, για ζωή. Τρώγαν και μιλούσαν και γελούσαν, δεν κοίταζαν καθόλου τριγύρω, ήταν απορροφημένες στην παρέα τους. Φίλες. Φαινόταν να είχαν αφιερώσει αρκετό χρόνο στο μαλλί, στο τι θα βάλουν για να είναι όμορφες. Και ήταν όμορφες. Λαμπερά μάτια, χαμόγελα, ξέγνοιαστες. Η Γωγώ, καθόταν ανάμεσα στις άλλες δυο. Τα ματάκια της έλαμπαν. Πρόσφατα είχαν κάνει ένα αποκριάτικο πάρτυ στο σπίτι τους και είχε ζωγραφίσει η ίδια το "here is the party" για την πόρτα της εισόδου. "Μαμά να το κρατήσουμε, κάθε μέρα γιορτή". Κάθε μέρα γιορτή, έτσι ήθελε η Γωγώ τη ζωή της. Κάθε μέρα με νόημα, κάθε μέρα με χαρά ή και αν δεν τύχαινε όλη μέρα χαρά, τότε έστω και μια στιγμή χαράς. Ονειρευόταν. "Ήθελα να χω πολλές ζωές" είχε πει μια άλλη μερα "δεν μου φτάνει μια για όλα". Τόσο προκλητικά αντιμετώπιζε τη ζωή που η ζωή ήταν έτοιμη να της χαριστεί. Δεν θα μπορούσε ούτε η μοίρα να αντισταθεί στην φόρα της Γωγώς. Λίγο πιο κάτω την περίμενε ο Ανδρέας. Χαμογελαστός, αισιόδοξος, αγαπήθηκαν πολύ και για πάντα. Συναντήθηκαν στα 22, την ημέρα της ορκωμοσίας της Γωγώς στο Πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας ήταν καλεσμένος ενός φίλου του. Μετά τους όρκους των τελειόφοιτων της Νομικής, ο Ανδρέας ορκίστηκε ότι αυτή την ψιλόλυγνη κοπέλα με τα πλούσια μαλλιά και το γλυκό χαμόγελο, που περπάτησε θαρρείς και δεν πατούσαν κάτω τα πόδια της όταν ακούστηκε το όνομα της και κατευθύνθηκε προς τον πρύτανη για να παραλάβει το πτυχίο της, θα την έκανε δική του. Ήθελε να τον πάρει μαζί της στο πέταγμα και αυτός να είναι εκεί να της κρατάει τα φτερά δυνατά. Πέταξαν, πέταξαν σε ένα σπίτι όμορφο, ζεστό, σπίτι για να το ζήσεις όχι για να το δείχνεις. Τρία παιδικά δωμάτια, μια ανάσα σε κάθε δωμάτιο, μια ανάσα που πήρε ζωή από την ανάσα τους, από την αγάπη τους, από το πέταγμα τους. Ζούσαν, ζούσαν τις στιγμές, τις μέρες, τα χρόνια, κάθε μέρα γιορτή ή έστω κάθε μέρα μια στιγμή γιορτής. Δεν τους έφτανε μια ζωή για όλα, αλλά έκαναν όλα αυτά για τα οποία έφτανε. Αγκαλιές, φιλιά, όμορφα λόγια, ματιές, αγγίγματα, νόστιμα φαγητά, βόλτες, όμορφες σιωπές. Η ζωή δεν μπόρεσε ό,τι και αν έφερε να τους κλέψει την όρεξη για γιορτή.

8 Η Ζωή. Η Ζωή δεν είχε ζωή μέσα της. Ζούσε χωρίς χαρά. Προσπαθούσε να χαρεί όσα χαίρονταν κάποιος που είχε ζωή. Τα είχε όλα, παραπάνω απ' όσα ήταν αρκετά, πολλά για να είναι χαρούμενη. Φαινόταν στο βλέμμα της και κυρίως στο χαμόγελο της. Μουντά. Το πρωινό που είχε μπροστά της ήταν διαιτητικό. Της φαινόταν λίγο. Όλα λίγα της φαινόταν αλλά δεν τολμούσε να ζητήσει περισσότερα. Ήθελε αλλά δεν ήξερε ούτε και αυτή τι θέλει και τι να ζητήσει. Τι χρειάζεται. Τι θα ήταν αυτό που θα έκανε το κλικ μέσα της, όπως έλεγε και αυτή. Δεν το έλεγε, το σκεφτόταν. Ίσως, ίσως, αυτό που της έλειπε να ήταν ο εαυτός της. Δεν θυμάται που και πότε τον έχασε. Μάλλον τότε που έκανε την αρχή στις υποχωρήσεις, μέχρι που παραδόθηκε. Ονειρευόταν ένα σπίτι στην εξοχή, αλλά ζούσε σε ένα ρετιρέ στο κέντρο της πόλης. Ήθελε να έχει μπαχτσέ, λουλούδια πολύχρωμα, κότες, ένα άσπρο σκύλο και τρία παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας. Ήταν επιτυχημένη μηχανικός, τα λουλούδια της ήταν πλαστικά γιατί δεν είχε καταφέρει κανένα ζωντανό λουλούδι να επιβιώσει στα χέρια της και τον σκύλο της τον χάρισε όταν πήρε το πτυχίο και επέστρεψε στο πατρικό της. Δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Έναν άντρα ερωτεύτηκε αλλά ούτε και αυτός ήταν ευπρόσδεκτος. Ο άντρας που παντρεύτηκε την αγαπούσε, την φρόντιζε, την κανάκευε, την έπαιρνε αγκαλιά για να κοιμηθούν, αλλά αυτή δεν βολευόταν στην αγκαλιά του, της έδινε τα πάντα, αλλά πάντα κάτι της έλειπε. Δεν έβρισκε χαρά πουθενά. Και το παιδί της καμιά φορά το έβλεπε για μπελά. Του έδωσε ζωή, το αγαπούσε πολύ, αλλά δεν χαιρόταν ούτε μαζί της. Είχε χαθεί. Είχε δρόμο μπροστά της, τόσο πολύ που δεν μπορούσε να δει που την οδηγεί. Ήθελε να φτάσει πίσω, πίσω στα θέλω της, να τα θυμηθεί, να τα παρηγορήσει, να τα στηρίξει. Κάπου εκεί στα ήντα, κάπου στη μέση του δρόμου, κάπου εκεί θα τολμούσε. "Φεύγουμε;" ρώτησε μια μέρα τον άντρα της. "Πάμε" της είπε εκείνος χωρίς καν να θελήσει να μάθει για που. Ίσως αυτό περίμενε και εκείνος. Αυτό ευχόταν. Αυτό ήθελε για εκείνη. Να φύγει από όλα όσα την εγκλώβιζαν και να τον πάρει μαζί της.

9 Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Η κοπέλα, μια λεπτοκαμωμένη Κινέζα, φαινόταν πολύ ευχαριστημένη απ' όσα άκουγε. Ο νεαρός της χάιδευε την πλάτη και της μιλούσε. Ήταν ήσυχοι, ήρεμοι, χαμογελαστοί. Εκείνος μιλούσε και αυτή του ετοίμαζε μια φρυγανιά με βούτυρο, έβαλε επάνω και μια φέτα κασέρι και του την έδωσε στο χέρι. Εκείνος συνέχισε να μιλάει καθώς μασουλούσε λίγη λίγη τη φρυγανιά. Κάποια στιγμή της έδωσε και εκείνης να δαγκώσει. Φαινόταν όλα να γίνονται τόσο φυσικά μεταξύ τους. Χωρίς προσπάθεια, χωρίς σκέψη, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς φόβο, με απόλυτη ασφάλεια. Είχαν ερωτευτεί πριν ενάμιση χρόνο. Πριν ενάμιση χρόνο γνωρίστηκαν. Την ίδια μέρα ερωτεύτηκαν. Σαν να ήταν ερωτευμένοι από πριν, απλά περίμεναν να συναντηθούν. Ήταν στην Ελλάδα για το γάμο τους. Αγαπούσαν τον ήλιο. Για τον ήλιο ήρθαν. Δεν τους συγκινούσε καθόλου η ιστορία, το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, τα αριστουργήματα της τέχνης, οι φιλόσοφοι. Άλλωστε δεν φιλοσοφούσαν ούτε οι ίδιοι. Έβλεπαν τη ζωή απλά. Είχαν ο ένας τον άλλο, είχαν ανθρώπους να τους αγαπούν και να αγαπάνε, είχαν όνειρα. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος εκείνο το απόγευμα, όσο ακόμη το φως ήταν δυνατό, παντρεύτηκαν. Δεν θέλησαν ποτέ να αφήσουν τον ήλιο, έμειναν τον πρώτο χρόνο στη Θεσσαλονίκη, σε μία παλιά μονοκατοικία που ξέφυγε της μπουλντόζας και το άλλο καλοκαίρι το συνάντησαν στη Σαμοθράκη. Εκεί έζησαν μαζί, οι δυο τους και ο ήλιος. Την ώρα που ο ήλιος της ζωής τους σχεδόν τύφλωνε τα μάτια μου, ένα χέρι έπιασε το δικό μου και ξαναγύρισα στα φώτα των πολυέλεων της αίθουσας Πανόραμα. Το χέρι αυτό το ήξερα χωρίς να χρειαστεί να δω σε ποιον ανήκει. Αυτό το χέρι το είχα χαϊδέψει, το είχα φιλήσει, το είχα κρατήσει, το είχα σφίξει με τα δάχτυλα του και τα δικά μου μπερδεμένα, είτε χαρούμενη, είτε προσπαθώντας εκτονώνοντας την πίεση των συναισθημάτων μου εκεί, στο χέρι, να συγκρατήσω την πίεση που ασκούσαν τα δάκρυα για να βγουν. Πάντα έβγαιναν. "Είναι ώρα για παραλία, θέλω να περπατήσουμε μαζί", είπε ο πρώην μου. Μαζί. Ναι είναι ωραία να περπατάς μαζί. Ναι είναι ωραία να είσαι αγκαλιά μαζί. Να τρως μαζί. Να γελάς μαζί. Να κλαις μαζί. Να κοιτάς στο πουθενά μαζί. Να ονειρεύεσαι μαζί. Όλα είναι ωραία στο μαζί, μαζί με αυτόν που θες να είναι εκεί. Πήγαμε βόλτα μαζί, ήπιαμε καφέ μαζί, γελάσαμε μαζί, κοιτάξαμε στο πουθενά μαζί, αλλά δεν ονειρευτήκαμε μαζί. Ήταν μεγάλο βήμα να σκεφτούμε το μετά, το αύριο, την επόμενη εβδομάδα, την άλλη χρονιά, τα χρόνια που έρχονταν. Όμως ήμασταν εκεί μαζί και ήταν ωραία. Είχαμε ακόμη δρόμο, είχαμε ακόμη φόβο. Γιατί δεν μπορούσα, γιατί το "χάρισμα" εκείνης της μέρας δεν λειτουργούσε για μας. Σκοτάδι, δεν μπορούσα να δω το μέλλον μας, ούτε καν αν είχαμε μέλλον μαζί. Ήξερα μόνο το τώρα και το χθες. Ένιωθα και για το τώρα και για το χθες. Χαρά, ευτυχία, αγάπη, γαλήνη, ηρεμία, οργή, πόνος, αγανάκτηση, φόβος. Που μπλέξαμε!!!!

10 Και όμως το χάρισμα δεν περιοριζόταν στην αίθουσα Πανόραμα. Στη διαδρομή προς την παραλιακή το φανάρι επέβαλλε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Γιάννης και καθόταν δίπλα του η Λίνα, να σταματήσει μπροστά μας για να περάσουμε απέναντι. Πρώτη φορά τους έβλεπα και με έβλεπαν, εκτός και αν υπήρξε και άλλη τυχαία συνάντηση μας και δεν το ξέραμε. Επέστρεφαν από τη δουλειά, συνάδελφοι. Η Λίνα χαμογελαστή δίπλα του ήλπιζε ότι κάποια μέρα επιτέλους θα τολμήσει. Αυτός την είχε φλερτάρει πρώτος, αλλά τότε ήταν ακόμη υπό τον ζυγό, τώρα που χώρισε ένιωθε ελεύθερη να τον ερωτευτεί, αλλά δεν έβρισκε πια ανταπόκριση. Όχι δεν ήταν ο άντρας της ζωής της. Ήταν το σημείο αναφοράς για να ξεπερνάει την μοναξιά της, τόσο μόνη, μακριά από τα όνειρά της, που η ίδια τα έκανε πέρα για να γλυτώσει και αυτή και η κόρη της από έναν σύζυγο και μπαμπά εξαρτημένο από την αιθυλική αλκοόλη. Ήθελε να έχει κάποιον να γεμίζει το κεφάλι της και να μην αφήνει χώρο στις εικόνες, στους ήχους, στις μυρωδιές που αντλούσε από τις αναμνήσεις των τελευταίων 10 χρόνων της ζωής της. Αυτός που θα στρογγυλοκαθόταν στο μυαλουδάκι και στην ψυχή της, χωρίς να της προσδίδει κανένα βάρος αλλά θα την απάλλασσε από τους περισσότερους φόβους της, ήταν ο Ανδρέας. Εκείνη την ίδια μέρα της τυχαίας συντάντησης μας τον γνώρισε. Εκείνος όχι. Τον είδε πάνω στη μικρή σκηνή του θεάτρου που στεγαζόταν σε ένα υπόγειο της Μελενίκου. Δεν άκουσε τη φωνή του καν, ο ρόλος του ήταν ενός κωφάλαλου, αλλά είδε τα μάτια του. Τόσο καθαρά. Δεν έμαθε περισσότερα γι' αυτόν παρά λίγους μήνες μετά όταν η ιδιοκτήτρια του θεάτρου και φίλη της γιόρτασε στον ίδιο χώρο τα γεννέθλια της. Εκείνο το βράδυ τής τα είπε όλα μόνος του. Χωρίς αναστολές, χωρίς φόβο, της είπε ποιος είναι. Όνομα, επώνυμο, τι τον κάνει να κλαίει και τι να γελάει, ποιες είναι οι αδυναμίες του και ποια η δύναμη του. Ερωτεύτηκαν εκείνη τη βραδιά, αφέθηκαν. Ένιωσαν ασφάλεια μαζί. Έτσι ασφαλείς προχώρησαν μαζί. Καθήσαμε έξω. Είχε ήλιο. Αρκετό για να μείνεις έξω στο φως χωρίς να κρυώνεις. Ναι έβλεπα τα μάτια του καθαρά. Χωρίς σκιές. Μεγάλη ανακούφιση. Δεν είχαν πάντα σκιές, αλλά δεν θυμόμουν πια πως ήταν χωρίς τις σκιές. Τώρα τα έβλεπα σαν πρώτη φορά έτσι καθαρά. Λες να υπήρχαν τα σκοτεινά σημεία και να τα έκρυβε; Τόσα χρόνια οι σκιές ήξερα ότι έκρυβαν κάτι, τώρα κατάφερνε να κρύψει και τις σκιές; Όχι δεν υπήρχαν. Έστω για λίγο δεν υπήρχαν. Έστω για λίγο πίστευε στον εαυτό του, σε μένα, σε μας. Ήταν χαρούμενος. Οι σκιές ήταν η θλίψη; Οι σκιές ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης; Οι σκιές τι ήταν; Ναι έμαθα και ξέχασα τι ήταν οι σκιές. Ο ίδιος μου το είπε. Αλλά δεν μπορώ να το θυμάμαι. Δεν θέλω να ξέρω. Ότι δεν μπόρεσα να τις διώξω. Αφού δεν μπορούσε μόνος, έπρεπε να το κάνω εγώ γι' αυτόν. Αλλά δεν μπόρεσα. Ήταν βαθιά ριζωμένες. Ήταν ανίκητες, τουλάχιστον από μένα. Μεγάλη μάχη, μεγάλη ήττα.

11 Δίπλα μας κάθισε ένα ζευγάρι γύρω στα 80 και οι δυο. Διέσχισαν την παραλιακή για να έρθουν στο καφέ, δεν περπατούσαν με μεγάλη σταθερότητα, αλλά δεν κρατούσαν μπαστούνι, κρατούσαν ο ένας τον άλλο. Περπάτησαν αργά, όπως μπορούσαν, δεν είχε πολλή κίνηση στο δρόμο αλλά δεν φαινόταν και να ανησυχούν, περπατούσαν σαν να ήταν μόνοι και ο δρόμος δικός τους. Κάθισαν ακριβώς απέναντί μου. Ο κύριος είπε στην σερβιτόρα την παραγγελία τους, καφέ για τον ίδιο, ελαφρύ, και μία φρέσκια τάρτα για την κυρία. Καθόταν με το πρόσωπο και οι δυο προς το λιμάνι, δεν μιλούσαν. Μέσα στη σιωπή άρχισα να ακούω τις σκέψεις τους. Η κυρία ήξερε ότι της έμενε λίγος καιρός ζωής. Ήταν άρρωστη. Κοίταζε τον άντρα της και ένιωθε γαλήνη που ήταν εκεί μαζί της, τώρα προς το τέλος της διαδρομής. Υπήρξε καλός σύντροφος. Συναντήθηκαν όταν και οι δυο είχαν πατήσει τα 40. Η ίδια ήταν γιατρός, έμπλεξε με τις σπουδές, τη δουλειά, ξέχασε να ερωτευτεί, να παντρευτεί. Ο άντρας της ήταν φούρναρης. Της Νέλλης της άρεσε το ψωμί και προτιμούσε να αγοράζει από το δικό του φούρνο. Εκεί στο φούρνο τη φλέρταρε, εκεί της ζήτησε και το πρώτο ραντεβού. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Έζησαν μαζί 40 χρόνια, χωρίς γάμο, χωρίς χαρτιά, χωρίς υπογραφές. Αγαπήθηκαν.

12 Εκείνη την ώρα άκουσα τον Άρη να λέει ευχαριστώ στη χαριτωμένη σερβιτόρα που του έφερε ένα παγωμένο φραπέ, μέτριο χωρίς γάλα. Στα φαγητά όλα τα ήθελε μέτρια, μέτρια ψημένα, όχι πολλά μπαχάρια, όχι αλμυρά, όχι εντάσεις στις γεύσεις. Ίσως εξισορροπούσε την ένταση που δεν τον άφηνε σε ησυχία. Δεν ήξερε πώς να ησυχάζει ή είχε ξεχάσει. Δε μπορεί μωρό θα ησύχαζε, θα κοιμόταν και αυτός ήρεμος, γαλήνιος, θα κολυμπούσε μακάριος μέσα στη μήτρα. Δεν του έλλειψε η ένταση, δεν την προκάλεσε. Ενεργοποιήθηκε η αδρεναλίνη του για να σωθεί. Όπως ενεργοποιείται μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο. Κινδύνεψε να χαθεί. Χάθηκε. Προσπάθησε να βρεθεί. Να γυρίσει πίσω βήμα, βήμα, να ξαναακουμπήσει μέσα του. Αλλά η ένταση τον απομάκρυνε. Κρατούσε διαρκώς απασχολημένα τα χέρια του. Άλλοτε τα 'χε πάνω σε μικρά κομμάτια από κορμούς δέντρων που τα μεταμόρφωνε σε ασάλευτες γοργόνες στο χρώμα του ξύλου, χωρίς άλλα στολίδια, χωρίς φύκια στα μαλλιά και μαργαριτάρια της θάλασσας στο λαιμό, σκέτες, γυμνές, απαλλαγμένες από φτιασίδια. Τα 'χε πάνω στα χώματα, έβαζε βολβούς και περίμενε τη γέννα. Άλλοτε πάλι χάιδευε σώματα, ποθητά, χάιδευε για να νιώσει την επαφή, αλλά τόσα σώματα έχανε την επαφή, πολλά τα σώματα. Τα χέρια ήθελαν ξεκούραση, πονούσαν ώρες ώρες, αλλά δεν ήξερε που να τα ακουμπήσει για να ξεκουραστούν. Στο ρυθμό που δούλευε το μυαλό του, δούλευαν και αυτά. Η Άννα. Αχ Αννούλα του χιονιά. Καλοκαίρι τη γνώρισε. Τα 'πιασε τα χέρια του, δεν τα 'σφιξε, δεν τα 'δεσε, τα 'πιασε. Τα χάιδεψε μέσα στα δικά της, απαλά, ελεύθερα, όποια ώρα ήθελε τα 'παιρνε, αλλά δεν τα 'παιρνε, δεν ήθελε. Τα άφηνε εκεί επιτέλους άπραγα, σε επαφή. Σταματούσε και το μυαλό. Θαρρείς χέρια και μυαλό είχαν το ίδιο κουμπί On – off. Και το κουμπί το βρήκε η Άννα. Απαλά το πατούσε, σαν να το χάιδευε και ο Άρης βρέθηκε. Στο Off συνάντησε τον εαυτό του. Άρχισε σιγά σιγά να κοιτά πίσω. Δειλά, με φόβο, αλλά κοιτούσε. Είδε. Πώς, γιατί, κατάλαβε. Ξεφόρτωσε λίγη λίγη την κούραση, αφέθηκε στην αλήθεια όταν την είδε, δε τον τρόμαζε τώρα που την έβλεπε, όλος ο φόβος το σκοτάδι. Η Άννα του 'δειξε το κουμπί και αυτός άνοιξε τα φώτα. Σκοτάδι τέλος. Φως σε όλα, γύμνια σαν τις γοργόνες, αλήθεια χωρίς φτιασίδια και καλύμματα. Αλήθεια σκέτη. Ζωή. Αποδοχή. Η Άννα έφυγε, δεν είχε έρθει για να μείνει, ένα καλοκαίρι ήταν, στην Κρήτη, αυτός στη ρεσεψιόν, αυτή στο μπουφέ, το βράδυ μαζί στο κρεβάτι, στην παραλία, στο πάρκο με τις κούνιες, κάθε βράδυ μαζί, μόνοι τους. Νοέμβριο γύρισε αυτή στην Τσεχία και αυτός Αθήνα. Ένα φιλί, μια αγκαλιά, χωρίς λόγια είπαν γεια στ' αεροδρόμιο και ακολούθησαν άλλη πορεία, ίσως συναντήθηκαν άλλη μια φορά λίγο μετά στον αέρα. Η Άννα είχε πίσω άντρα, 2 γιούς, μάνα κατάκοιτη, χρέη, μοναξιά, έλλειψη. Έπρεπε να γυρίσει σε όλα αυτά μόλις τελείωνε η σεζόν. Γύρισε. Αυτό ήταν το Σαββατοκύριακό τους, αυτό που είχαν υποσχεθεί το τελευταίο βράδυ στις κούνιες. Εκεί στο Πανόραμα, Ο Άρης άρχισε πίνοντας τον φραπέ να νιώθει το ξερίζωμα τoυ αποχωρισμού. 

13 «Για μια βραδιά ήρθα μόνο», άκουσα τον Αριστείδη, να λέει στο τηλέφωνο. «Δεν θα προλάβω να σας δω. Την άλλη φορά». Ώρες προσωπικής ησυχίας, μερικές φορές και μέρες προσωπικής ησυχίας και νύχτες. Είχε μπει σε αυτόν τον κύκλο ανησυχίας από μια ανάγκη να μη χάσει τίποτα, να μη χάσει μέρα, βραδιά, ξημέρωμα, να τα ζήσει όλα. Και εκεί στο παντού βρέθηκε με τους πάντες, γνωριμίες, γνωριμίες, γνωριμίες και άλλες γνωριμίες. Ήταν ένας επώνυμος σε ένα ανώνυμο τόπο. Ακόμη και η φωνή του ήταν αναγνωρίσιμη. Το ραδιόφωνο ήταν το μεράκι του, του άρεσε να μιλάει μπροστά στο μικρόφωνο, να μιλάει σιγανά και να ακούγεται σε όλο το μήκος και το πλάτος της εμβέλειας του Δημοτικού Ραδιοφώνου του ανώνυμου τόπου. Ήταν ωραία όταν ακόμη δεν είχε αναγνωρίσιμη φωνή. Μιλούσε ελεύθερα, χωρίς σημειώσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς πρώτες σκέψεις. Έλεγε όσα ήθελαν να ειπωθούν και οι λέξεις έβγαιναν μόνες τους από το στόμα του χωρίς να περάσουν από τη λογική και έμπαιναν κατευθείαν στο μικρόφωνο και από κει μέσα από καλώδια και κύματα, μέσα από τον αέρα, μέσα από βροχή, χιόνι, καύσωνα, έβρισκαν το δρόμο για να πάνε να ακουμπήσουν, να σταθούν, να ποτίσουν μυαλά και ψυχές που περίμεναν μπορεί και χρόνια να τα ακούσουν. Τότε πριν τη φασαρία, ήσυχα ερχόταν σε επαφή με το μικρόφωνο, του μιλούσε, του 'βαζε τραγούδια, ξεφυσούσε πάνω του, ανέπνεε, σιγοτραγουδούσε, μια φορά έκλαψε και άλλη μια φορά γέλασε τόσο δυνατά που το μικρόφωνο έτριξε. Μετά ήρθε η φασαρία. Έπρεπε να κάνει διακοπή για διαφημιστικά, να έχει καλεσμένους, όποιος ερχόταν στον ανώνυμο τόπο από τους επώνυμους τόπους πήγαινε μπροστά στο μικρόφωνό του. Άρχισε κάθε μέρα να μοιράζεται το μικρόφωνο με 'κείνη τη διαφήμιση του βουλκανιζατέρ, μια άλλη για ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών και όλο το μοιραζόταν πιο πολύ και με κείνους από τους επώνυμους τόπους, μετά με επώνυμους συντοπίτες του, όλο το δημοτικό συμβούλιο περνούσε μπροστά από το μικρόφωνο του Δημοτικού Ραδιοφώνου και άφηναν εκεί φωνές, ψευτιές, ό,τι κουβαλούσε ο καθένας και το μικρόφωνο του δεν ήταν πια δικό του, η αγάπη τους είχε γίνει μια τυπική επαγγελματική σχέση. Ήθελε να βρει μια φωνή μη αναγνωρίσιμη, ένα όνομα να δανειστεί από κάποιον, ένα μικρόφωνο μονάχο του να βρει, να γλυτώσει από τη φασαρία. Εκείνη η βουτιά στη ζωή, εκείνη η αγωνία του μη χάσει ηλιοβασίλεμα, μη χάσει χρόνο, μη χάσει στιγμές, έγινε μια διαρκής αγωνία ότι έχανε τα πάντα. Ώρες προσωπικής ησυχίας. Σε αυτές τις ώρες καθόταν μόνος, χωρίς κινητό, χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική, έβλεπε, μύριζε, άκουγε την αναπνοή του, άκουγε τη φύση, άκουγε τη μοναξιά, την ησυχία, κοίταζε το ταβάνι, τη θάλασσα, την ανατολή, τα βράχια, το βουνό, τον ουρανό. Άκουγε τον αέρα, τη βροχή. Περπατούσε στη βροχή. Αν χιόνιζε έβγαινε οπωσδήποτε έξω, είχε μια ωραία ησυχία το χιόνι, αλλά σπάνια χιόνιζε. Δεν μπορούσε να ερωτευθεί. Όταν χάθηκε η αγάπη του με το μικρόφωνο, έχασε και την ικανότητα να ερωτευθεί ήσυχα, όμορφα, αυθόρμητα. Είχε χαθεί η μαγεία από παντού. Δεν ήταν η ανούσια επωνυμία του που εξαφάνισε τη μαγεία, ήταν η ανούσια φασαρία. Σε μια στιγμή ησυχίας λίγων δευτερολέπτων, μια στιγμή τόση όσο κρατάει μια εκπνοή, ερωτεύθηκε. Ξεφύσηξε όλο τον αέρα που 'χε από την τελευταία ανάσα του, σαν να 'θελε να ξεκουραστεί και να απολαύσει την απρόσμενη εικόνα. Εκείνη είχε μπει στο χώρο που στεγαζόταν το δημοτικό ραδιόφωνο κατά λάθος, έψαχνε κάτι άλλο, αλλά τον βρήκε. Βρέθηκαν. Δεν υπήρχε λόγος να μείνει εκεί περισσότερο απ' όσο χρειάστηκε για να μάθει που ήταν το γραφείο που έψαχνε. Άραγε πότε θα ξαναρχόταν, θα την έβλεπε τυχαία στο δρόμο, θα τον σκεφτόταν μετά, τον πρόσεξε, είδε, κατάλαβε ότι είναι η γυναίκα της ζωής του; Είχε περάσει ένας μήνας και τρεις μέρες και δεν την είχε ξαναδεί. Έφυγε, ήρθε Θεσσαλονίκη να ησυχάσει και να νιώσει όσο ήθελε την απουσία της. Μπορεί να είχαν βρεθεί σε όλη τους τη ζωή λίγα λεπτά, αλλά από 'κείνα τα λίγα λεπτά ήταν σαν να την είχε πάντα και ξαφνικά την έχασε. Δεν τον ήξερε. Μα δεν άκουγε ραδιόφωνο; Δεν τον ήξερε. Αυτό ήταν μια καλή αρχή, μια αρχή σαν εκείνη που είχε κάποτε με το μικρόφωνο. Ούτε το μικρόφωνο τον ήξερε, αλλά μόλις συναντήθηκαν ήταν σα να γνωρίζονταν πάντα. Θα την έβρισκε, όχι τυχαία, επίτηδες. Πήγε ένα πρωί, νωρίς, πολύ νωρίς, μόλις άνοιγαν τα μαγαζιά, πήγε στο μαγαζί που δούλευε και της είπε «Το μεσημέρι τι ώρα να περάσω να σε πάρω; Θέλω να πάμε να δούμε τη θάλασσα». «Στις 3 του απάντησε». Μπήκε στις 3 στο αμάξι του, μέχρι τη θάλασσα δεν μιλούσε κανείς, δεν είχαν καμία αγωνία κάτι να πουν, έφτασαν στη θάλασσα, καθίσαν σε ένα τραπέζι, φάγαν, μιλούσαν και τρώγαν, μιλούσαν σα η συζήτηση να 'χε ξεκινήσει από παλιά, από χθες, σαν απλά να συνεχιζόταν, ήρεμα και γέλασαν, γέλασαν πολύ και φύγαν αγκαλιά.

14 Ο Γιώργος μπροστά στο κινητό του. Δεν άκουγε γύρω του. Δεν έβλεπε παρά μόνο την οθόνη. Χρόνια τώρα μόνο την οθόνη. Και την κόρη του. Ναι μπροστά στην κόρη του έπαιρνε τα μάτια από την οθόνη για να βλέπει εκείνη. Τον έκανε να νιώθει ότι κάτι είχε κάνει σωστά. Ένα κορίτσι, ένα μωρό που μεγάλωνε και τον αγαπούσε συνέχεια, χωρίς διακοπές, χωρίς κριτική, χωρίς δεν είσαι αυτός που ονειρευόμουν. Η μαμά τον είχε απομονώσει ή είχε μόνος επιλέξει την απομόνωση; Δεν είχε διαύγεια να το καταλάβει, καλά καλά δεν είχε συναίσθηση ότι βρισκόταν στην απομόνωση. Αυτός βρισκόταν μπροστά στην οθόνη, άλλαζαν τα μοντέλα, οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, έπαιρνε πάντα ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην αγορά, αλλά όλα είχαν οθόνη και αυτός δεν άλλαζε θέση· μπροστά της πάντα. Η Δέσποινα τον αγαπούσε και μπροστά στην οθόνη και μέσα στην απομόνωση και βουβό και άκεφο και προβληματισμένο αλλά πάντα χαμογελούσε μπροστά στα μάτια της. «Μπαμπά πάμε;» άκουσα τη Δέσποινα να του μιλάει και είδα τα μάτια του να ξεκολλάνε από την οθόνη και τα χείλη του να χαμογελάνε γλυκά, σαν να τον έβλεπα να χαμογελάει τότε που ήταν 3 ετών και η μάνα του έλεγε ότι δεν έχει δει πιο γλυκό μωρό. Ο γιός της μάνας του και ο πατέρας της κόρης του ήταν γλυκός, ήρεμος, χαμογελαστός. Ο άντρας της γυναίκας του ήταν ψυχρός, μόνος. Την αγαπούσε τη γυναίκα του αλλά η Μαίρη δεν τον ήθελε μπροστά στην οθόνη, ίσως δεν τον ήθελε πουθενά, παντού ενοχλούσε και αυτός έμενε μόνος για να μην ενοχλεί. «Πάμε μωρό μου» της είπε. Σε λίγη ώρα η Δέσποινα θα έδινε εξετάσεις για το Lawer, έπρεπε να βιαστούν. Θα το έπαιρνε το lawer με άριστα, θα έπαιρνε μετά από ένα χρόνο και το profisenci και στα 18 θα έφευγε στο Λονδίνο. Έφυγε με μια βαλίτσα, μη νιώσουν τα μάτια του μπαμπά της ότι φεύγει για πολύ. Θα έμενε εκεί για πάντα και θα την έβλεπε κάθε καλοκαίρι για 1,5 μήνα και τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα όχι. Από τότε που έφυγε με τη βαλίτσα, δεν του άρεσε καθόλου το Πάσχα. Ούτε στον επιτάφιο, ούτε στο Χριστός Ανέστη σήκωνε τα μάτια από την οθόνη, περίμενε μπροστά στην οθόνη να περάσει το Πάσχα να έρθει το καλοκαίρι, να έρθει η Δέσποινα. Είχε ζήσει μέχρι να πεθάνει πολλά ανταμώματα, πολλούς αποχωρισμούς, πολλά Πάσχα, ό,τι ζούσε ήταν το κορίτσι του, τα υπόλοιπα ήταν αναμονή μέχρι να την ξαναδεί.

15 «Ολυμπία φεύγουμε;» Η Ολυμπία κάτι νιαούρισε. Όταν δεν δάγκωνε, νιαούριζε. Όταν δεν ένιωθε απειλή, χάιδευε, έκλαιγε, αγαπούσε πολύ, πονούσε. Όταν ένιωθε απειλή, δεν πονούσε, πονάνε οι πέτρες; Πέτρα ήταν και νερό. Μια πέτρα, μια νερό. Πόνεσε, ξεπόνεσε, ξαναπόνεσε. Είχε όμως αγαπηθεί. Ένας, κάποιος, δικός της, πολύ δικός της, παππού τον φώναζε, ψηλός με μάτια καθαρά και χέρια μεγάλα. Την είχε αγαπήσει τόσο που κανένας πόνος δεν ήταν πιο δυνατός από αυτή. Η Ολυμπία ήταν εκεί με τον Χρήστο. Ψηλός και αυτός, με μάτια καθαρά και χέρια μεγάλα. Την αγάπησε και ο Χρήστος πολλά χρόνια μετά που πέθανε ο παππούς. Μετά τον θάνατο του παππού και μέχρι να την αγαπήσει ο Χρήστος, δεν την αγάπησε κανείς. Πέτρα. Πέτρωσε και δάγκωνε για να επιβιώσει. Μετά νερό, για να τον αγκαλιάζει παντού, για να χωράει σε κάθε χαραμάδα ανοιχτή, είχε πολλές ανοιχτές χαραμάδες ο Χρήστος και έμπαινε το νερό σε μέρη ήσυχα, ήρεμα, γαλήνευε. Θα γινόταν και ο Χρήστος παππούς και ακόμη θα την αγαπούσε. Και αυτή θα γαλήνευε ακόμη από χαραμάδα σε χαραμάδα.

16 «Βασίλη έλα να δεις τι ωραία φωτογραφία μας έστειλε η κόρη σου! Να εδώ με τη μικρή Βασιλεία. Δες, της έπεσε το πρώτο δοντάκι». «Στάσου να βάλω τα γυαλιά μου. Πούντο;» Ήταν ένα ζευγάρι, κάπου στα 60, ντυμένοι με φόρμες γυμναστικής, αθλητικά παπούτσια, αυτή χαμογελαστή, σαν να μην της έλειπε τίποτα, ήρεμη και αυτός είχε μια γλύκα στα μάτια, σαν αυτή που σου φέρνει η ζωή αφού σου την έχει στερήσει για χρόνια. «Νομίζω η Βασιλεία σου μοιάζει Μένη». «Μου μοιάζει, στην ομορφιά και στην τσαχπινιά και ας μην είμαι η γιαγιά της, αλλά είμαι η Μένη της». Μιλούσαν δυνατά, σαν να μην τους ένοιαζε αν κάποιος άκουγε, αν εγώ τους άκουγα, αν τους κοίταζα κάπως αδιάκριτα. «Πάει μήνας που έφυγαν, μήπως να πηγαίναμε τα Χριστούγεννα να δούμε τα παιδιά;» «Για τα Χριστούγεννα σου έχω μια έκπληξη, στα παιδιά θα πάμε την Πρωτοχρονιά». «Καλά αν είναι για έκπληξη Βασίλη μου, θα κάνω υπομονή, η Βασιλεία δεν ξέρω πως θα αντέξει τόσο καιρό χωρίς τον παππού της». Τους είδα ξαφνικά μόνους μέσα σε ένα ασανσέρ. Ήταν χρόνια φίλοι, αλλά περίμεναν εκείνη τη στιγμή στο ασανσέρ για να ερωτευθούν. Ίσως η μικρή απόσταση που τους χώριζε, ίσως που αυτός την κοίταξε σαν να την παρακαλούσε για ένα χάδι ενώ της μιλούσε για τον καιρό, ίσως που και αυτή χρόνια ήθελε να την κοιτάξει έτσι, ίσως όλα γίνονται όταν έρθει η ώρα τους, ίσως η ώρα τους καμιά φορά αργεί γιατί έρχεται, την προσπερνάμε και περιμένουμε το σύμπαν να μας βάλει σε κάποιο ασανσέρ μαζί και εκεί να μην μπορεί κανείς να κρύψει τα μάτια του, να μην μπορεί να τα εστιάσει κάπου αλλού, αλλά αναγκαστικά ή στο είδωλό του στον καθρέφτη ή πάνω στον άλλο. Κάπως έτσι εστίασε και ο Βασίλης πάνω της και εκείνη έστρεψε το σώμα και το βλέμμα στο είδωλό της στον καθρέφτη. Αλλά το μήνυμα το 'χε πάρει, σαν κάτι να βογκούσε μέσα του, λίγο το άκουσε αυτό το κάτι, σαν να ήθελε να βγει έξω να την πάρει αγκαλιά να συνεχίσουν μαζί. Και συνέχισαν, έφτασαν βήμα βήμα μέχρι το εστιατόριο του ξενοδοχείου που τους συνάντησα για να παραβρεθούν το ίδιο βράδυ στην παρουσίαση βιβλίου που 'χε γράψει η Μένη και ο Βασίλης θα την προλόγιζε και θα έπαιζε και στην κιθάρα του και ένα κομμάτι που της είχε γράψει με τίτλο «Μαζί». Και θα συνέχιζαν και μετά από 'κείνη τη μέρα χωρίς να μπορώ να δω ακριβώς τα βήματα τους, το μόνο που έβλεπα ήταν ότι οι πατημασιές που άφηναν ήταν παράλληλες.

17 Πρόσεξα ένα χέρι δουλεμένο, σχισμένο, γέρικο αλλά δυνατό, νύχια κομμένα μέχρι το κρέας και κρατούσε ένα κινητό από 'κείνα τα μικρά, τα μαύρα με τα κουμπιά. Το κρατούσε σε απόσταση κάποιων αρκετών εκατοστών από το τεράστιο αυτί του, μάλλον έτσι θα άκουγε καλύτερα και έτσι άκουγα και γω καλύτερα. «Παππού σ' αγαπώωωωωω. Τι θα μου φέρεις; Να πάμε και μαζί βόλτα όταν έρθεις. Και η μαμά είπε όταν γυρίσεις θα κάνουμε και το πάρτυ μου. Γίνομαι 5. Πάρα πολύ μεγάλωσα». Περισσότερο την άκουγε και πολύ λίγο την διέκοπτε. Το ΚΑΠΗ Δράμας είχε φέρει τον κύριο Μιχάλη στη Θεσσαλονίκη και από 'κει θα τον πήγαινε Κατερίνη και μετά Λάρισα και Αθήνα. Έβγαλαν κάποιες φωτογραφίες, όλοι με τις γυναίκες τους, δίπλα δίπλα, όχι αγκαλιά και αυτός άκρη άκρη χωρίς γυναίκα. Πέθανε. Τώρα που θα πήγαιναν καμιά εκδρομή με το ΚΑΠΗ να δει και αυτή μέρη, πέθανε. Αυτός πήγαινε κάθε μέρα στα νεκροταφεία, αυτές τις μέρες μόνη της θα 'ταν. Την αγάπησε πολύ, την εκτίμησε, τη λάτρεψε, κάναν παιδιά, εγγόνια, μόνος έμεινε, μόνος με παιδιά και εγγόνια, μόνος στα χωράφια του, μόνος στο τραπέζι, μόνος στην τηλεόραση, μόνος στα νεκροταφεία, μόνος στην εκδρομή. Πικρή η ζωή αλλά τη συνήθισε και θαρρείς δεν ήθελε να νιώσει γλύκα. Κρατιόταν μπροστά στη χαρά. Μόνο η Ελένη τον έκανε να πιάσει μπογιά. «Παππού εσύ θα βάψεις το λουλούδι και εγώ τον αστροναύτη». Πάλι μπογιές της πήρε, από την Αθήνα, από το μουσείο της Ακρόπολης, μπογιές της πήρε. Να 'χουνε, να ζωγραφίζει αυτός τα λουλούδια και αυτή τον αστροναύτη. «Κουλουράκι παππού θα σου βάλω, δεν το έβαψες καλά». Είχε το όνομά της, ήταν η αιτία να ακούει το όνομά της και ας είχε πάει αυτή στο Χριστούλη, και έπιανε τον πλάστη όπως η γιαγιά της. «Πότε θα μας κάνεις πίτα να φάμε Ελένη;» «Όταν γίνω 6». Τον έβλεπα χαμογελούσε, σκεφτόταν θα ζήσω να φάω πίτα απ' τα χεράκια σου; Να σε δω να πηγαίνεις σχολείο, να πάρεις και συ το δρόμο σου; Πόσο του λειψε το χάδι παιδί που η μάνα του έμεινε χήρα στα 35 με 3 παιδιά και μαρμάρωσε και δεν ήθελε να χαϊδέψει κανένα. Και δεν έμαθε και αυτός πως χαϊδεύουν. Τα παιδιά του τον θεωρούσαν αυστηρό, σκληρό αλλά αυτός της πήρε το παιχνίδι εκείνο που έβλεπε στη τηλεόραση, το φέρε σπίτι λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Δεν το 'βαλε κάτω από το δέντρο, εκείνο το δέντρο δεν είδε ποτέ δώρα. Το 'βαλε πάνω στην τηλεόραση. Και εκείνη το είδε. Ένας κύβος του Rubic, με χρωματιστά τετραγωνάκια και πέταξε από τη χαρά της, αλλά δεν τον φίλησε, δεν είχε μάθει να τον φιλάει γιατί δεν τη φιλούσε ποτέ. Μόνο τη μάνα της φιλούσε και όταν πέθανε τότε μεγάλη πια γνώρισε τον πατέρα της, τον κύριο Μιχάλη, που λίγα έλεγε, αλλά ήταν εκεί για να 'χει πατέρα, τώρα που δεν είχε μάνα. Ο κύριος Μιχάλης κοίταξε το τηλέφωνο να βρει το κουμπί να το κλείσει, φεύγανε για Κατερίνη. Ο κύριος Μιχάλης είχε πιο πολύ παρελθόν και λιγότερο μέλλον, δεν έβλεπα τίποτε, πέρασε από δίπλα μου, είπε καλημέρα. Καλημέρα κύριε Μιχάλη του απάντησα και δεν παραξενεύτηκε καθόλου που ήξερα το όνομα του. «Γεια σου παιδί μου» μου είπε. Δεν σε χόρτασα πήγα να του πω αλλά το κράτησα, δεν ξέρω γιατί το κράτησα ούτε γιατί πήγα να το πω.

18 Μια φωνή γλυκιά, φωνή μαμάς τραγουδούσε «Το κορίτσι το καλό δεν το δίνω στο γαμπρό, το κορίτσι το κουφέτο εγώ δεν το παντρεύω φέτο». «Μαμά μέχρι πότε θα παίρνεις αγκαλιά;». «Μέχρι να γίνεις μεγάλη.» «Πόσο μεγάλη;» «Είκοσι». «Όχι μόνο είκοσι, μέχρι να γίνω τριάντα». «Καλά μέχρι να γίνεις τριάντα». Είχαν έρθει για το γάμο της ανηψιάς της. «Πολύ μικρό είναι το κορίτσι τι θέλετε και το παντρεύετε; Θα βρεθεί και άλλος γαμπρός. Άστο να σπουδάσει, τι το σταματάς από το σχολείο». Ο αδερφός της όμως δεν θα 'χανε την ευκαιρία να δώσει την κόρη του στον πλούσιο γαμπρό που θα μοίραζε, μετά, όταν θα γεννιόταν και τα δυο παιδιά, το ένα μήλο στα τέσσερα να φάνε και οι τέσσερις γιατί τα μήλα είναι ακριβά. Σφιγμένη ήταν στο γάμο η Δροσιά, ο γαμπρός μεγάλος, άσπριζε σιγά σιγά. Τι να πει. Είπε. Το δώσανε το κορίτσι και αυτός το πήρε να το δέρνει αλλά δεν το πήρανε ποτέ πίσω, τ' αφήσαν εκεί να ασχημαίνει από την θλίψη. Η Δροσιά δεν ήξερε, την έβλεπε μόνο να ασχημαίνει. Και τι να της πει, γιατί ασχήμαινες; Οι γέννες θα φταίνε, η κούραση, τα φτιασίδια που δεν είχε, δεν την ήθελε βαμμένη ο άντρας της. Η ανηψιά της ήταν η πρώτη της κόρη, σαν κόρη της τη μεγάλωσε μέχρι τα έξι. Μετά παντρεύτηκε, έφυγε, έκανε κόρη. «Μαμά θέλω παγωτό». «Χειμώνας είναι δεν έχει παγωτό». «Δεν είναι χειμώνας, αυτός εκεί τρώει». Η κόρη της, αυτή που γέννησε, όχι η πρώτη, θα 'παίρνε και αυτή έναν, άντρα. «Στιφός είναι παιδάκι μου, εγώ θέλω έναν άνθρωπο να μπαίνει σπίτι μας και να γελάει». Τον πήρε, στιφό ξεστιφό τον πήρε. Αρρώστησε η Δροσιά, η κόρη που δεν γέννησε και η κόρη που γέννησε αρρώστησαν και αυτές, από την πίκρα, από τους άντρες, να τους κάνει ο Θεός. «Μη κλαις παιδάκι μου. Φύγε. Δεν είναι άνθρωποι αυτοί. Δεν σε γέννησα για να κλαις. Άστον». Τον άφησε. Τη μέρα που βγήκε το διαζύγιο, πέθανε η Δροσιά, η κόρη ήταν 40, μέχρι τα 30 την έπαιρνε αγκαλιά.

19 «Τελειώσατε, μπορώ να πάρω τα πιάτα;» ρώτησε η σερβιτόρα και εκείνος κάτι σκεφτόταν δεν την άκουσε. «Ναι ναι» απάντησε η γυναίκα δίπλα του. Ήταν και οι δυο γύρω στα 50. Είχαν έρθει να δουν την κόρη τους που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη αλλά το σπίτι της μικρής δεν τους χωρούσε και κοιμήθηκαν εδώ. Δεν φαινόταν ούτε να κοιμήθηκαν καλά, ούτε να ξύπνησαν καλά. Ερχόταν σπάνια γιατί η Κρήτη, η απόσταση, ο καιρός, τα έξοδα δεν το επέτρεπαν για πιο συχνά. Τα παιδιά είχαν φύγει και τα δυο. Ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα στα Γιάννενα. Και τα δυο μακριά. Στο σπίτι είχαν χρόνια να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι. Εδώ στο ξενοδοχείο αναγκαστικά κοιμήθηκαν μαζί. Δεν γνώριζαν πια ο ένας το σώμα του άλλου δίπλα του. Για 'κείνον ήταν μια ενόχληση να τη νιώθει τόσο κοντά την ώρα που ονειρευόταν, για εκείνη ήταν μια ευκαιρία να νιώσει ότι έχει μια θέση δίπλα του. Ήταν αυτή που κοιμόταν δίπλα του, καμιά άλλη, αυτή, η μάνα των παιδιών του, αυτή τη θέση της μάνας καμιά δεν θα μπορούσε να της τη στερήσει. Τον ζήλευε, τον ήθελε μόνο δικό της αλλά δεν τον είχε ποτέ, ούτε δικό της, ούτε μόνο δικό της. Κάποτε παντρεύτηκαν, δεν χώρισαν ποτέ με χαρτιά, αυτή τον απειλούσε ότι θα πάρει τα παιδιά και δεν θα τα ξαναδεί και αυτός για να βλέπει τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσει να βλέπει και αυτή. Ζούσαν προς τα έξω σα ζευγάρι και προς τα μέσα σα ξένοι και όσο πιο μέσα, μέσα στην ψυχή και στο μυαλό τους, αυτός μπορεί και να τη σιχαινόταν, αυτή είχε μόνο θυμό. Θυμό που ήταν τόσο άξια, τόσο σωστή, τόσο καλή σύζυγος, τόσο καλή μάνα και αυτός δεν το έβλεπε. Φόβο είχε μην της τον πάρει καμιά. Ζήλεια είχε, υπέφερε, αν δεν είχε αυτή τη ζήλεια μπορεί να ήταν γι' αυτόν κάπως υποφερτή, αλλά με τόση ζήλεια γινόταν ανυπόφορη. Ζήλευε αυτόν, ζήλευε τον ίσκιο της τον ίδιο. «Είσαι άρρωστη» της έλεγε αυτός. Έμαθαν μαζί. Και αυτός έμαθε μαζί της. Δεν τόλμησε ποτέ να φύγει, ούτε τότε που ερωτεύτηκε την Έλλη, μια συνάδελφο του. Και η Έλλη ήταν παντρεμένη. Νιόπαντρη. Είχαν φτιάξει το σπιτικό τους, αυτός και η Έλλη, μια γκαρσονιέρα, ένα κρεββάτι, ένα ψυγείο και ένα καμινέτο να φτιάχνουν καφέ. Μόνο καφέ έπιναν εκεί καμιά φορά και κανένα γύρο. Μετά πήγαιναν ο καθένας στο σπίτι του, αυτός στη γυναίκα του και αυτή στον άντρα της. αυτός, ο Τάκης, την ερωτεύτηκε, με μέτρο σύγκρισης την Έλλη, η άλλη έμοιαζε σαν σκέτο πρόβλημα. Η άλλη έτσι αναφερόταν σε αυτή ο Τάκης, όταν μιλούσε ελεύθερα σε συγγενή σε φίλο. Παραέξω έλεγε η Μαρία. Έτσι η Μαρία η γυναίκα του, η στεφανωμένη, με παππά και κουμπάρο ήταν η άλλη, πήρε τη θέση που παίρνει το τρίτο πρόσωπο στη σχέση ενός ζευγαριού, «η άλλη». Και πήρε αυτή τη θέση πριν να υπάρξει καν η Έλλη και έμεινε σε αυτή τη θέση και όταν ο Τάκης χώρισε με την Έλλη. «Θέλω να κάνω παιδιά» του είπε η Έλλη. Ή μαζί σου, ή με τον άντρα μου. Και έκανε με τον άντρα της. Ο Τάκης δεν άφησε την «άλλη», δεν άφησε την «άλλη» για να μην αφήσει τα παιδιά του. Αν γινόταν θα της είχε πει «δεν χάρηκα καθόλου για τη γνωριμία», και θα χε φύγει και δεν θα 'ταν υποχρεωμένος να κοιμηθεί δίπλα της έστω και ένα βράδυ. Τι να 'κανε να κοιμόταν στο πάτωμα, να έκλεινε δυο δωμάτια, να μη κοιμόταν; Αυτή ήλπιζε ότι μπορεί και να κάναν έρωτα. Δεν 'κάναν. Τελευταία φορά την είχε αγγίξει πριν 3 χρόνια, Πάσχα, είχε πιει, είχε τραγουδήσει, εκεί που τραγουδούσε είχε κλάψει, λίγο αλλά έκλαψε, μετά γέλασε, έκανε και τους άλλους να γελάσουν, είχε κέφι, είχε θλίψη, έκαναν σεξ όταν έφυγαν όλοι οι καλεσμένοι, δεν της έκανε έρωτα, τη γαμούσε, τη γαμούσε όπως του γάμησε τη ζωή, τα θέλω του, τον ανδρισμό του, την ψυχολογία του. Μετά, 3 χρόνια μετά, ήλπιζε έστω να ξεχαστεί, να ξεχάσει πια είναι δίπλα του και να τον νιώσει δικό της, αλλά δεν ξέχασε και δεν τον ένιωσε. Ξεφτίλα. Ένιωσε ξεφτίλα που δεν την άγγιξε. Βρέθηκαν στο ίδιο κρεβάτι και την αγνόησε. Ξεφτίλα. Ένιωσε η πιο ξεφτιλισμένη γυναίκα του κόσμου. Ο Τάκης δεν ευχαριστήθηκε καθόλου που την ξεφτίλισε, δεν το κάνε για να την ξεφτιλίσει, ένιωθε άβολα, να περάσει η νύχτα να φύγουμε σκεφτόταν. Ένα ζευγάρι, μια νύχτα ατελείωτη και για τους δυο και μια ζωή μαζί αλλά όχι μοιρασμένη. Έτσι όπως στο κρεβάτι εκείνο νιώθαν όλη τους τη ζωή. Λυπήθηκα, Τάκη έπρεπε να φύγεις ήθελα να του πω αλλά θα σάστιζε ο άνθρωπος, έπρεπε να φύγεις να μην νιώθεις τύψεις ούτε για σένα ούτε γι' αυτή και αυτή θα έβρισκε τον δρόμο της, όποιος και να ήταν, ο καθένας έχει ένα δρόμο, δεν χάνεται, ακόμη και να χαθεί κάπου τον βγάζει, εκεί που ο καθένας είναι ικανός να πάει. Ο Τάκης ήξερε, ήξερε αλλά δεν τόλμησε ποτέ να φύγει, κάτι τον κρατούσε μαζί της, δεν ήταν τα παιδιά, δεν κατάλαβε ποτέ τι, δεν προσπάθησε να καταλάβει, ίσως αν προσπαθούσε θα καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε, δεν μπορούν όλοι να φεύγουν και έτσι μένουν όπου σταθούν. Μετά κάτι τους δένει με τη «στάση» τόσο γερά που είναι αδύνατο να κουνηθούν. Ο Τάκης έβριζε, τα πάντα, τους πάντες, όλοι ήταν λάθος, όλοι βλάκες, όλοι τον ενοχλούσαν, όλα τον ενοχλούσαν, ο ήλιος ζεστός πολύ, το κρύο κρύο πολύ, η κωλοβροχή του σακάτευε τη μέση με την υγρασία, η δουλειά, δουλειά ήταν αυτή; Οι φίλοι, φίλοι να σου πετύχουν, τα λεφτά πάντα λίγα, γκρίνια, γκρίνιαζε και σιχτίριζε τα πάντα και τους πάντες χωρίς να μπορεί να καταλάβει, δεν ήθελε να καταλάβει, πόσο δυστυχισμένος ήταν εκεί που είχε κολλήσει, εκεί που δεν θα 'θελε να 'ταν ποτέ. Θα θελε να 'ταν με την Έλλη, να χαίρεται το ζεστό ήλιο, να βγαίνουν βόλτα με μια ομπρέλα και για τους δυο στη βροχή, να της λέει κρύο καιρός για δύο και να κοιμούνται κολλημένοι το χειμώνα, να 'χουν φίλους κολλητούς μέχρι τα γεράματα τους, να φεύγει για τη δουλειά και να της δίνει ένα φιλί. Όλα θα 'ταν αλλιώς, ο ήλιος, η βροχή ακόμη και ο αέρας που ο Τάκης σιχαινόταν πιο πολύ απ' όλα. Θα έμεναν στο σπίτι όταν φυσούσε τρελοβοριάς και θα μαγείρευαν παρέα, θα 'πίναν μετά το φαΐ καφέ και ας λυσσομανούσε αυτός έξω. Τίποτε δεν θα τον ενοχλούσε αν η Έλλη ήταν η γυναίκα του, αλλά με την «άλλη» δεν του ταίριαζε τίποτα, όλα ήταν μια ενόχληση και του θύμιζαν ότι έχει αφήσει τον εαυτό του κάπου και ζούσε αυτός με την άλλη, αλλά ποιος ήταν αυτός δεν ήξερε.
Ζούσε μόνος πια, μόνος με τον εαυτό του. Δεν τον ήθελε, τον εαυτό του, δεν τα βρήκανε ποτέ. Την είχε διώξει. Δεν τις έδωσε ποτέ τίποτα, ό,τι του πήρε το άρπαξε, δεν της έδωσε τίποτα για να μείνει, ότ,ι δεν πήρε μαζί της του το χάρισε, χαλάλι. Θέατρο. Ηθοποιός σημαίνει φως; Ηθοποιός στη σκηνή, στο σανίδι, φως, ψυχή, κάθαρση. Ηθοποιός στη ζωή, βάσανο. Δεν με θέλω, δεν μπορώ να με δείξω, δεν θέλω να ξέρουν, δεν θέλω να μάθουν ποτέ, δεν θέλω να δω, πλάθω, πλάθω στο μυαλό μου ένα εαυτό, μια ζωή για να βλέπω και να βλέπουν, όλα για τα μάτια, για την όραση, άλλος βλέπει καλά, άλλος λιγότερο, άλλος μυωπία, άλλος πρεσβυωπία, άλλος τυφλός, όλα για την όραση. Η αφή πάνω μου, με αγγίζω και δεν ξέρω ποιος είμαι, η όσφρηση, λένε δεν ξεχνάει ποτέ, θυμάμαι ναι, θυμάμαι πόσο βρώμικος ήμουν, μύριζα, παντού και τώρα βρωμάω καθαριότητα, ακοή, άκουγα δεν μιλούσα, δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα τίποτα, ένα δεν, ένα εσύ, ένα τίποτα, αυτά έμαθα, αυτά ξέρω. Με αγαπώ; Γεύση, γεύση, τρώω τα πάντα, αλλά ποτέ, ποτέ δεν μαγείρεψα για να φάει αυτή, αυτήν την τάιζα αλλά, μέχρι να μπουχτίσει, μέχρι να πει, φούσκωσα, έσκασα, θα κάνω μπαμ, έκανε, ΜΠΑΜ, έσκασε ένα μέρος, ένα άλλο έμενε υγιές, το σκασμένο επουλώθηκε. Επουλώθηκε; Οι αισθήσεις σε κάνουν ζωντανό. Πού 'ντες; Τι αυτές είναι; Αυτό θα πει ζωντανός; Ποιες αισθήσεις και κουραφέξαλα. Αναίσθητος. Με αισθήσεις άχρηστες, άρρωστες, πληγωμένες. Ήθελα χάδι και έτρωγα ξύλο, κακό παιδί, ξύλο στο στόμα να τρέξει αίμα, ξύλο, όπου έφτανε, όπου προλάβαινε, δυνατά. Είχε νεύρα; Δεν μ' αγαπούσε; Δεν με ήθελε; Με ήθελε υπό όρους. Ποιος; ΥΠΟΤΑΓΗ. Με γέννησε για να με υποτάξει ή με είχε υποτάξει στη μήτρα. Υποταγή. Πώς; Απόρριψη. Καλό παιδί, σ' αγαπώ. Κακό παιδί σε ρίχνω εκεί, στον Κεάδα, να 'σαι μόνος. Μάνα; Όχι. Δεν γνώρισα. Μου χάιδευε τις πληγές, εκείνες από το ξύλο, μου έβαζε μπεταντίν, χάνζαπλαστ, το φιλούσε να περάσει. Στόμα με αίματα. Μη μιλάς, δεν ξέρεις, μου σφράγιζε το στόμα με το χέρι, έπεφτε δυνατά πάνω στις λέξεις, τις χαλούσε, δεν ακούγονταν, δεν ξαναακούγονταν. Υποταγή. Κρύψου, κρύψου θα τις φας. Και έμαθα να κρύβομαι. Ακόμη παιδί, μεγάλο, εκείνη είναι εκεί και το χέρι και το στόμα δυνατό. Κρύψου θα τις φας. Τις τρως. Έλα να το χαϊδέψω να περάσει. Πότε θα με δεχτεί; Πότε θα περάσει; Πότε θα ζήσω; Γεννήθηκα, δεν πέθανα, δεν έζησα. Από τη μήτρα μου στέρησε. Δεν μου 'δινε. Ήθελα. Όχι. Όχι, εγώ ξέρω τι θες. Θα μάθεις, θα μάθεις και συ παιδί μου, σιγά σιγά θα μάθεις. Όσο δεν σου επιτρέπω να ξέρεις, όσο ξέρω εγώ, εσύ θα μαθαίνεις. Θα γίνεις ένα καλό παιδί που θα το αγαπώ πολύ. Θα δεις. Θα σε αγαπήσω. Μπα. Ακόμη δεν είμαι καλό παιδί. Αλλά κάνω ό,τι μπορώ να με αγαπήσει, χωρίς να με αγαπώ. Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο, όσο δεν ξέρω, όσο μαθαίνω, θα γίνει, θα μου χαϊδέψει τα μαλλιά, θα μου κάνει γύρω γύρω εκκλησίτσα στο μούτρο το φρεσκοξυρισμένο, θα μου πει μπράβο. Ναι, μπράβο. Μα για το μπράβο; Για το μπράβο. Δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά κάποια στιγμή θα μου πει. Καλό παιδί. Είμαι καλό παιδί, είμαι είπε. Αλλά είμαι μόνος, εκεί στον Κεάδα, πήρα φόρα και έπεσα. Μπαμ. Χωρίς θόρυβο. Μπαμ άηχο.

20 Γεννήθηκε πρόωρα. Για τους γιατρούς πρόωρα. Δεν ήταν πρόωρη, ήταν ακριβώς στην ώρα της. Πριν να μπει ο Σεπτέμβρης, Αυγουστιάτικη. Φεγγάρι μου τη φώναζε η μάνα της. Έχει ο Σεπτέμβρης τέτοιο φεγγάρι; Δεν ήθελε άλλο στη μήτρα, ανήσυχη μήτρα, ταραγμένη, αλλά την αγαπούσε πολύ, της το έλεγε «σ' αγαπώ πολύ, σε περιμένω». Κανείς άλλος εκτός από τη μάνα της δεν της μίλησε και δεν την χάιδεψε στη μήτρα. Κανείς δεν πλησίαζε τη μάνα, τη μήτρα. Όλα τα θυμόταν όταν έβλεπε το φως πρώτη φορά. Μετά ξέχασε, δεν υπήρχε λόγος να θυμάται, ούτε αυτή ούτε η μήτρα. Και βγήκε χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Πρόωρη. Και πήρε τη μάνα της και έφυγαν. Όχι μακριά αλλά έφυγαν. Τόσο όσο να μπορούν να χαίρονται τα Αυγουστιάτικα φεγγάρια.

21 Μια ένεση. Το φάρμακο μπαίνει πιο γρήγορα στον οργανισμό. Κυλάει αμέσως στο αίμα. Μόνο η ένεση και η κυκλοφορία του αίματος είναι αρκετά για να περάσει ο πόνος. Το να είσαι ζωντανός αρκεί για την κυκλοφορία του αίματος. Αν επιβιώσεις με μια ένεση περνάει ο πόνος γρήγορα. Η γυναίκα που καθόταν μέσα μου ίσως και να είχε πονέσει. Δεν θυμόταν. Αρνούνταν να θυμηθεί ή ξέχασε, δεν ήταν σίγουρη. Ο φόβος. Μόνο αυτός όταν σε θυμάται, σε κάνει να έχεις μια υποψία ότι κάποτε τα φοβήθηκες πολύ όλα όσα ξέχασες. Το μόνο που φοβόταν η γυναίκα που καθόταν μέσα μου ήταν οι άνθρωποι χωρίς όρια. Χωρίς όρια, χωρίς έλεος, χωρίς λογική. Όταν θυμόταν τον φόβο είχε ταχυκαρδίες, ένιωθε την απειλή. Αλλά αυτή τη φορά έκλαιγε. Αυτό πως το εξηγείς τώρα. Θα σταματούσε αμέσως. Θα σταματούσε να κλαίει σε 5 λεπτά. Θυμήθηκε. Θυμήθηκε και έκλαιγε. Δεν είχε ακριβώς χρονοδιάγραμμα για το πότε θα άφηνε όλα τα δάκρυα που είχε μέσα της να βρουν την έξοδο. Συνεχώς το μετέθετε. Όχι σήμερα, ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Δεν βοήθησαν τα δάκρυα ποτέ. Ο φόβος δεν φοβόταν τα δάκρυα. Τώρα έκλαιγε, δεν αφέθηκε, μόνα τους έκλαιγαν τα μάτια της, δεν ήθελε, αλλά ένιωθε νερό στο πρόσωπο, αλμυρό, δάκρυα. Ήταν ζωντανή. Επιβίωσε απ’ όλους τους φόβους. Φοβήθηκε αλλά έμεινε ζωντανή. Έβλεπε την ένεση απέναντι της. Μήπως κάθε φορά θα χρειάζεται την ένεση; Μήπως αν χρειαστεί και η ένεση δεν είναι εκεί ο οργανισμός δεν σταματήσει ποτέ να βγάζε αλμυρό νερό από τα μάτια της; Ποια ένεση δεν έχει παρενέργειες; Ποιο φάρμακο είναι εντελώς ακίνδυνο. Είχε μάθει, μπορεί και να το χε αποφασίσει να ζήσει χωρίς φάρμακα. Ο άντρας που καθόταν απέναντι μου δεν είχε όνομα, απ’ όλους όσους καθόταν στο χώρο εστίασης του ξενοδοχείου, ήταν ο μόνος χωρίς όνομα. Ήξερε τα πάντα για όποιον άλλο ήταν εκείνη την ώρα στο χώρο, εκτός από τον άντρα χωρίς όνομα. Ποιος ήταν και μπόρεσε χωρίς ταυτότητα να στέκεται εκεί δίπλα της, μαζί της, να λέει εγώ είμαι. Τον ήξερε. Τον είχε φτιάξει. Είχε φτιάξει ένα παζλ. Κομματάκια. Κομματάκια με χρώματα. Τα ένωνε με τα χρόνια και τα χρώματα έφτιαχναν εικόνα. Ο άντρας έμοιαζε στην εικόνα. Εγώ είμαι. Αυτός είναι; Όταν κοιμήθηκαν μαζί, μια φορά, χωρίς ταυτότητες, για κάποιο λόγο τον ήξερε. Άγριο λίγο να ξέρεις έναν άγνωστο. Λίγο πάγωσε. Και ο Βόσπορος άγνωστος ήταν μέχρι που τον συνάντησε και όμως ένιωσε ότι ανήκει εκεί στον Βόσπορο.

🌹

Γιώτα Χατζοπούλου

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα