«Η Ελπίδα, γνήσια αρβανίτικη ψυχή, δεν έχανε ευκαιρία να φροντίζει το παλιό σπίτι του παππού της. Θα έλεγε κανείς ότι της είχε γίνει σχεδόν εμμονή. Η αλήθεια ήταν ότι η απουσία του αγαπημένου της παππού γινόταν πιο υποφερτή, όποτε διάβαινε το κατώφλι του. Η επαφή με το οικείο αυτό περιβάλλον της έδινε ηρεμία και ασφάλεια, καθώς το παλιό σπίτι, υψωνόταν αγέρωχο και απέπνεε μια αίσθηση αιωνιότητας… Εκεί μέσα, στους χοντρούς, πέτρινους τοίχους, στις γνώριμες γωνιές, απολάμβανε μια ιδιαίτερη επαφή με τον ίδιο της τον εαυτό, με απόλυτη ελευθερία. Θαρρείς κι ο ουρανός έσκυβε και την σκέπαζε στοργικά, γεμάτος χρώματα κι αρώματα του τρύγου, ανάμεικτα με την τρυφερή φωνή του παππού. Του ανθρώπου που πάντα προχωρούσε στη ζωή με το κεφάλι ψηλά, που ρουφούσε την κάθε στιγμή με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου, που στους φίλους πρόσφερε την καρδιά του χωρίς αντάλλαγμα και στους εχθρούς αντί για εκδίκηση πρότεινε πάντα ένα αντρίκιο, ροζιασμένο χέρι. Τέτοιος ήταν ο παππούς. Τέτοια ήθελε να γίνει κι η Ελπίδα. Μόνο που, αμάθητη εκείνη από πολέμους, πείνα και λογής λογής δοκιμασίες της ζωής, έβαζε με τον νου της ότι το δικό της δυναμικό θα έμενε αναξιοποίητο. Ευχόταν να της συμβεί κάτι. Κάτι συνταρακτικό, έξω από τα πεζά και συνηθισμένα, να νιώσει κι αυτή σαν ηρωίδα μιας έξοχης περιπέτειας. Και όλο παραπονιόταν ότι η δική της η ζωή θα έμενε «άχρωμη και άοσμη». Μέχρι που κάποτε εισακούστηκαν οι ικεσίες της. Με τρόπο που ποτέ δε θα φανταζόταν. Η ζωή της σημαδεύτηκε από τον πιο πολύνεκρο και καταστροφικό σεισμό της νεότερης ιστορίας της χώρας… Τον σεισμό που γκρέμισε το παλιό σπίτι, για να στήσει ολόρθη τη δική της ψυχή…»[1]
Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου
Χάρτινο θεωρούμε κάτι φτηνό, πρόχειρο, ασήμαντο.
Αδυνατούμε να δεχτούμε ότι έτσι καταρρέουν συχνά οι όποιες βεβαιότητές μας.
Ριγούμε πολλές φορές από θυμό και απογοήτευση, που βρεθήκαμε στο κενό.
Τις στιγμές αυτές, τίποτα δεν μοιάζει ικανό να μας γαληνέψει.
Ίσως τότε βέβαια, βλέπουμε πιο καθαρά.
Νιώθουμε την καυτή ανάσα της Αλήθειας στο πρόσωπό μας.
Όπως η Ελπίδα, που πάντα θεωρούσε αθάνατο το σπίτι του παππού.
Σταθερό κι ασάλευτο σαν βράχο.
Ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι το σπίτι αυτό κάποτε θα χανόταν.
Υπερήφανο και αγέρωχο, στέγαζε πάντα όλα της τα όνειρα, τις χαρές και τις λύπες της.
Ραγισματιές στους τοίχους του δεν είχε αφήσει ο χρόνος, ούτε οι άνθρωποι που το είχαν ποτίσει με την παρουσία τους.
Γιατί το σπίτι αυτό κι ο υπέροχος παππούς έμοιαζαν ένα πράγμα υπερφυσικό, πάνω απ΄ του χρόνου τη φθορά.
Όμως, έρχεται κάποτε η ώρα που τελειώνουν όλα. Άνθρωποι και σπίτια. Κι αν για τον παππού το τέλος ήρθε σαν όλων των ανθρώπων, με τον θάνατό του, για το παλιό σπίτι η μοίρα επιφύλασσε κάτι αναπάντεχο και διαφορετικό.
Σεισμό το λέγανε το δικό του τέλος. Μια επίθεση βίαιη, που το απάλλαξε μεν από την αργή φθορά, αλλά το ρήμαξε τραγικά και το έσβησε οριστικά από τον χάρτη. Τον χάρτη της πόλης. Όχι όμως κι αυτόν της ψυχής της Ελπίδας…[2]
Το μυθιστόρημα της Σοφίας Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου, Χάρτινος πύργος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής
Στην περίληψη διαβάζουμε:
Ένα χωριό δίπλα στην Αθήνα φιλοξενεί μια κλειστή, παραδοσιακή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες. Σε ένα αρχοντικό, πέτρινο σπίτι τρία αδέρφια χαράζουν τρεις παράλληλες ζωές. Ξετυλίγεται ένας αιώνας Ιστορίας -Πόλεμος, Κατοχή, Απελευθέρωση- ένας χορός γεγονότων.
Οι ήρωες παραδέρνουν από την Αγάπη στο Μίσος, ζουν την Τραγωδία, αντέχουν τη Συγχώρεση. Μέσα από τα μονοπάτια της Φιλίας ή της Μοναξιάς, στη Ζωή και στον Θάνατο ο Άνθρωπος συναντιέται τελικά με τον Θεό. Ώσπου… Ο σεισμός της Αθήνας -7/9/1999- γκρεμίζει το σπίτι σαν… χάρτινο πύργο. Τέλειωσαν όλα. Ή μήπως όχι;
🍀
[1] Στο Πλοκόλεξο (εκ του πλοκή και λέξεις ή κάπως έτσι τέλος πάντων -ο καθένας ας το δεχτεί με τον τρόπο του- ή Πλεκόλεξο(;) -αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στο πλέκω-πλέξιμο και στην πλοκή) οι δημιουργοί γράφουν ένα ελεύθερο κείμενο/άρθρο για το έργο τους χρησιμοποιώντας δέκα προκαθορισμένες λέξεις. Στο τέλος, αν θέλουν, αντικαθιστούν μία από όλες αυτές με μια δική τους για τον επόμενο. Περισσότερα σαν κι αυτό θα βρείτε στην αντίστοιχη ετικέτα.
Απαντήστε κι εσείς στο Πλοκόλεξο κλικάροντας εδώ
[2] Η Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.
[2] Η Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.
Η Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου σημειώνει: Αντικαθιστώ για τον επόμενο τη λέξη «ψυχή» με τη λέξη «εμπιστοσύνη».