Τότε το ρεμπέτικο τραγούδι κατανοεί βαθιά και παραστέκεται. Και φτερουγάει. Κι ονειρεύεται ασταμάτητα τη θαλπωρή, τη στοργή, τη ζέστα, τη γλυκάδα του έρωτα. Την τιμή και την αξιοπρέπεια. Γεμάτο λαχτάρα και τρυφερότητα, διπλώνει τους ποδοπατημένους με τις φτερούγες του.
Το ρεμπέτικο φτεροκοπάει κολλητά πάνω στις στέγες των χαμηλών σπιτιών. Ο ήχος του αναταράζει τις ψυχές των μικρών ανθρώπων. Των ταπεινών. Των ανθρώπων της καθημερινότητας. Τραγουδά τα περιστατικά της χαμοζωής. Της τιποτένιας. Της σκληρής. Τραγουδάει την αδικοχαμένη ζωή μας, την ανεπανάληπτη, τη μοναδική, που πάει στράφι.
Όπως τα καταφέρνει η μεγάλη τέχνη, έτσι και το ρεμπέτικο. Μας κάνει να νιώθουμε βαθιά στην καρδιά μας τη μαρτυρική έλλειψη, τη βασανιστική απουσία όλης εκείνης της ουσίας που χάνεται. Κι όταν εκείνη χάνεται, τότε η ζωή μας ξεπέφτει. Γίνεται χαμοζωή. Το ρεμπέτικο τραγούδι, σαν αληθινή τέχνη που είναι, δεν ονοματίζει αυτό που υπερασπίζεται. Σ’ αναγκάζει, όμως, να παραδέρνεσαι, μ’ εκείνο το φτεροκόπημα γύρω από το κεφάλι σου.
Εκείνη η χαμένη ζωή είναι ξαπλωμένη ανάμεσα στα αρχαία διαστήματα της ρεμπέτικης μουσικής. Περιπλανιέται υψιμεδέουσα μέσα στους αρχαίους δρόμους. Στο Δώριο, στο Φρύγιο, στο Χατζάζ, στο Μανέ. Ξαπλωμένη πάνω στα φτερά του ρεμπέτικου, μας καλεί τους βασανισμένους και μας τάζει πως, όταν τη συναντήσουμε κάποτε στο μέλλον, τότε η ζωή μας θα γίνει χρυσή. Θα γίνει αρχόντισσα ζωή, η μάγισσα ζωή. Ζωή μαγική. Και μαγεμένη.
Το ρεμπέτικο ανοίγει τα φτερά του τα απομεσήμερα. Όταν τελειώνουν τα σούρτα φέρτα κι οι γύρες και ο καθένας μένει ακούνητος, σοβαρός κι αμίλητος. Εκείνες τις ώρες φτερουγίζει πάνω από τα χαμόσπιτα του συνοικισμού. Πάνω στους νεκρούς μαχαλάδες σαρώνει τα σκοτισμένα μυαλά, τα θρυμματισμένα πρόσωπα. Φτερουγίζει πάνω από τους ανθρώπους σαν ένας παράξενος έρωτας. Άπιαστος, ιδανικός. Ανύπαρκτος.
Ποτέ δεν ντράπηκε. Χώθηκε σε καταγώγια, στους σκουπιδότοπους, στις άγριες αλάνες. Τραβήχτηκε στα Τμήματα Μεταγωγών. Μπήκε στα στενά, ανήλιαγα κελιά. Κλείστηκε στα ισοβίτικα μπουντρούμια. Μην κάνοντας ποτέ κριτική. Χωρίς ποτέ να ντραπεί για την κατάντια του ανθρώπου. Άπλωσε το ζεστό του χέρι στους μάγκες, στους απόκληρους, στους κατατρεγμένους, στα παιδιά της φτώχειας, στα τέκνα της ανάγκης.
Το ρεμπέτικο, μαζί με τη φτωχολογιά, ξεριζώθηκε από τόπους αγαπημένους. Έχασε μαζί της πατρίδες ατίμητες. Στοιβάχτηκε στους σκυλοπνίχτες. Πήρε τους δρόμους της κακούργας προσφυγιάς. Μπήκε στα κακορίζικα τρένα της μετανάστευσης. Περιπλανήθηκε στα σταυροδρόμια της καταραμένης ξενιτιάς. Χάθηκε στους ξένους σταθμούς, στις παγωμένες ξένες αποβάθρες. Μαζί με τη φτωχολογιά, έχασε ουρανούς και θάλασσες. Έχασε ακρογιαλιές, δειλινά.
Μόνο ο ήχος τους καταφέρνει να αποδώσει στον άνθρωπο την κατάσταση της τέλειας έλλειψης, με το χρόνο και το χώρο να ξαναβρίσκουν τη μαθηματική τους σοφία. Να γίνονται παιχνίδι της φαντασίας. Μόνο ο ήχος του πραγματοποιεί την τέλεια μεταφορά. Μεταφέρει τον άνθρωπο, με αστρική ταχύτητα, από το πραγματικό στο φανταστικό. Με τρόπο απόλυτα κι αμείλικτα δραματικό.