Ο «εχέφρων περίγυρος», εν προκειμένω, δεν συμπαραδηλώνει αποκλειστικά το κράτος και τις λογής-λογής εξουσίες και ασέλγειές του, αλλά και την ταξιαρχία των «περιθωριακών» εξαρχειωτών, η οποία -άφευκτα- ως θεσμός, πλέον, εκτοπίζει τα ακραία και απροσκύνητα στοιχεία στην εξορία ενός περιθωρίου εν «περιθωρίω».
Ο Νικόλας Άσιμος, αυτός ο «θαυμάσιος πεθαμένος» (καθώς θα έλεγε ο Σαχτούρης), εβίωνε, με τις περίπου άδειες από οξυγόνο φιάλες του, αυτή τη διεργασία μεταμόρφωσής του, αυτή την αντίστροφη μέτρηση, καθώς -επιπρόσθετα- και οι φίλοι του, ένας-ένας, τον απεκδύοντο, δεν τον άντεχαν πια. Άλλωστε και η «ιδιαίτερη» πατρίδα του, η πλατεία των Εξαρχείων, τον είχε από καιρό εξεμέσει.
Βιούμενος χώρος του γνήσιου μοναχόλυκου Νικόλα (η γεωγραφία του, σα να λέμε) ήταν η γνωστή τρύπα της Καλλιδρομίου. Εκεί μέσα άρθρωνε τον ατέλειωτο του μονόλογο, εσωτερικό λόγο προς εαυτόν, εκεί μέσα από τοίχο σε τοίχο προπονούσε το καθημαγμένο σαρκίο του στα «αλερετούρ» ταξίδια του θανάτου.
Ο Νικόλας Άσιμος υπήρξε από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους της «περιθωριακής» διανόησης των Εξαρχείων. Ρομαντικός, αντισυμβατικός κι επαναστάτης, έμεινε ένας αυθεντικός ιδεολόγος τραγουδοποιός, πιστός ως το τέλος στις αρχές και στις αξίες του. Στα μικρά υπόγεια, όπου έμενε, έβρισκες διάφορα μικροαντικείμενα που μάζευε στους δρόμους. Οι μέρες και οι νύχτες του περνούσαν γράφοντας στίχους παθιασμένους και παράφορους, ηχογραφώντας πρόχειρα τα τραγούδια του και διακινώντας τις κασέτες παράνομα σε μπαράκια, σε νυχτερινά κέντρα και πεζοδρόμια. Σε όλη την πορεία του οι συνεργασίες του ήταν πάντοτε σύντομες, σημαδεμένες από έντονες διαφωνίες κι εκρήξεις. Προκλητικός, σαρκαστικός, ανατρεπτικός και ταυτόχρονα διασκεδαστής -«μέσα απ’ τα σκοτάδια κι απ’ το φως ξεπηδώ σαν γελωτοποιός»- παρέμεινε ένας καλλιτέχνης που ακροβατούσε μόνιμα στη χαρά και στη θλίψη, ανάμεσα στο γέλιο και στον πόνο, ένας γνήσιος παλιάτσος, ένας αυθεντικός τσιρκολάνος που ταξιδεύει στη φαντασία και το όνειρο.
Τις παρεμβάσεις του στην πολιτική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της εποχής διαδέχονταν οι συλλήψεις, οι εγκλεισμοί στο ψυχιατρείο, οι ξυλοδαρμοί και τα ψυχοφάρμακα, οι προσωπικές απογοητεύσεις, η καθημερινή εξισορρόπηση στο τεντωμένο σχοινί της ερημιάς του. Στα τέλη του 1987, σκέψεις και πράξεις απονενοημένες τον έχουν διαλύσει, ο Νικόλας έχει γίνει πλέον ένας «άλλος», όπως είχε πει κάποτε ο Αρθούρος Ρεμπό, όταν βυθισμένος στα σκοτάδια αναγνώρισε, σε μια ξαφνική έκλαμψη του νου, την απώλεια του εαυτού του. Η τελευταία του παράσταση παίχτηκε τα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου 1988, όταν κρεμάστηκε στο σπίτι του σε ηλικία 38 χρονών.
«Ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας και η ψυχή μου πηδά στου απέραντου την ψύχρα…», πρόλαβε να εκμυστηρευθεί στα «Χαιρετίσματα». Ο ίδιος δίσκος όμως εμπεριέχει και το «Venceremos» -μια από τις αισθαντικότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού- την ύστατη ελπίδα του Νικόλα πως ίσως ο έρωτας να εξορκίσει το θάνατο. Η ελπίδα -αλίμονο- αποδείχτηκε φρούδα, ξεχείλισαν από μυτερά ακονισμένα νύχια και σταυρωτήδες, ο Πολέμαρχος λύγισε και δεν πρόλαβε να εξακοντίσει στους εν θανάτω ζώντες πολιορκητές της ύπαρξής του (μας) τα πυρακτωμένα λόγια του προδρόμου του Θανάση Γκαϊφίλια: «Παλιοκουφάλες μύρισε Ανάσταση».
Θα μας λείπει ο Νικόλας, ο «μπαγάσας» του περίφημου τραγουδιού του, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα μας λείπει ο «επίσημος» τροβαδούρος της δεκάχρονης «εποποιίας» της πλατείας. Αλλά συχνά-πυκνά θα διαπερνάει το κέλυφος των ονείρων μας η γνώριμη μορφή του, παθιασμένη, χυμώδης, αρχαγγελική, ωσάν «νυχτερινή συνείδηση», ωσάν: «Μια παρουσία κρυστάλλινη/που αντανακλάει το φως./Πόρτα που αφέθηκε ανοιχτή/πάνω στο χάος των λέξεων…» (Νάνος Βαλαωρίτης)
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε κολάζ φωτογραφιών του Νικόλα Άσιμου που βρέθηκαν στον Εξαρχειώτη (πηγή)
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε κολάζ φωτογραφιών του Νικόλα Άσιμου που βρέθηκαν στον Εξαρχειώτη (πηγή)