Ήταν πυρκαγιά. Και κάηκε πρώτα από όλα η ίδια. Μισοκαμένα χαρτιά είναι τα ποιήματά της, τα ηχητικά σπαράγματα της φωνής της σε ταινίες και δίσκους, οι εικόνες κι οι μνήμες που άφησε στο πέρασμά της. Ήταν ανένδοτη. Αιώνια έφηβη κι οργισμένη. Η τσακισμένη φωνή της εξέφραζε το αδιέξοδο μιας ολόκληρης γενιάς στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στη δεκαετία του ’80, που βρισκόταν εγκλωβισμένη ανάμεσα στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και του εφιάλτη της προοπτικής του σταλινισμού κι αποδεκατιζόταν πολύ συχνά από τη μοναξιά, το αλκοόλ και την ηρωίνη. Υπέφερε από τον κυνισμό της κρατικής εξουσίας, την αστυνομοκρατία, από την αλλοτρίωση που προκαλεί ο καταναλωτισμός, από την προδοσία των παλιών συντρόφων. Η οπτική της είναι αυτή μιας κινηματογραφικής κάμερας: βιώνει και καταγράφει σαν ένα ντοκιμαντέρ τόσο την ασχήμια όσο και την ομορφιά, όχι όμως με την ψεύτικη κι αποστειρωμένη, αλλά με τη γνήσια και συχνά κρυμμένη ομορφιά της καθημερινής ζωής. Αγκάλιασε με τους στίχους της ναρκομανείς, μετανάστες, ηττημένους, κατατρεγμένους, με ποιητική γλώσσα άμεση, εξαιρετικά ευαίσθητη κι ικανή να μεταφέρει στον αναγνώστη, με τρομερή δύναμη, εικόνες πρωτοφανούς αγριότητας. Του μίλησε με ρεαλισμό που σοκάρει. Κατάφερε να τον φέρει τόσο κοντά σ’ αυτά που φοβάται, στην κοινωνική παρακμή, στην αποσύνθεση, στον εμπαιγμό, που τον ανάγκαζε όχι μόνο να δει, αλλά και να μυρίσει, ν’ ακούσει, ν’ αγγίξει όλα αυτά από τα οποία η τηλεόραση και τα περιοδικά τον είχαν προστατέψει: το φόβο, τη ντροπή, τη δειλία του.
Ο ποιητικός της χώρος δεν είναι γενικός, αφηρημένος, αλλά εξαιρετικά οικείος και συγκεκριμένος: το εξαθλιωμένο κέντρο της Αθήνας, η Πατησίων, η πλατεία Εξαρχείων, η πλατεία Ομονοίας. Κι ο κόσμος αυτός φανερώνει στα κείμενά της τις πραγματικές του διαστάσεις, σαν το φακό μιας φωτογραφικής μηχανής που άξαφνα τη ρυθμίζει κανείς εκεί που πρέπει.
Η Κατερίνα Γώγου ήταν μια από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη ποιητική ανάφλεξη της σύγχρονης λογοτεχνικής ενδοχώρας. Ενάντια σε κάθε λογής βόλεμα, σε κάθε λογής εφησυχασμό, σε κάθε λογής λογική. Μια γραμματολογική βόμβα μεγατόνων. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από δω κι εξής. Να μεταμορφωθεί, επιτέλους, από πριγκίπισσα της σκόνης και της αυτοκαταστροφής, σε πριγκίπισσα του λόγου. Από Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων, σε Ελληνίδα Σάρα Κέιν. Καιρός είναι.
Κι ακόμη: εν μέσω μνημονίου, η ποίησή της εκδικείται την εποχή της περνώντας στην αθανασία της τέχνης. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αποκτά νόημα η καταγραφή της ζωής της, δείχνοντας στους νεότερους, που υφίστανται στο πετσί τους την πιο ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδος από τη δεκαετία του ’40, πόσο ανατριχιαστικά επίκαιρος είναι ο ποιητικός της λόγος. Όχι γιατί έζησε «ως πρότυπο» κι άλλα μυθοποιητικά κουραφέξαλα, αλλά γιατί είναι βαθύτατα πολικός, όσο κι απελπισμένος.