Το ξύλινο περίφραγμα της καλύβας δεν υπήρχε πλέον και τα χόρτα είχαν κατακλύσει το χώρο.
Οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί σε πολλά σημεία και ο αέρας και η βροχή εισχωρούσαν μέσα στον κενό χώρο. Το μόνο που απέμενε ήταν ένα άδειο χωράφι σαν κενό τοπίο των αναμνήσεων και των προσδοκιών που είχε η κοπέλα από τους ανθρώπους.
Κάποιες εποχές γέμιζε η καλύβα με αυτούς που ήθελαν να παίρνουν μόνο και τίποτα να μη δίνουν. Αφού πήραν τα πάντα από μέσα το μόνο που άφησαν ήταν τα όνειρά της.
Αυτά παγιδευμένα να αιωρούνται στο κενό, να τα παίρνει ο άνεμος και να τα κουνά αδέξια γύρω από το παλιό σκοινί.
Βγήκε από το δάσος αναζητώντας το παλιό της λημέρι και πέρασε από το τοπίο των παλιών αναμνήσεων. Αυτό που τώρα υπήρχε σαν ερείπιο μισογκρεμισμένο. Με την ονειροπαγίδα να κρέμεται από το σημείο που υπήρχε και παλιότερα.
Ο χρόνος γιατρεύει, σκέφτηκε, αλλά ακόμα έχει τις πληγές μέσα του. Πήρε την ονειροπαγίδα και την ξεκρέμασε από εκεί που ήταν. Ύστερα την έσπασε σε χίλια κομμάτια με μια απότομη κίνηση και τα όνειρά της ελευθερώθηκαν στον αέρα. Το σούρουπο θα την επισκεπτόντουσαν ξανά και τότε θα κατοικούσαν πάλι στο μυαλό της.
Θα μπορούσε να νοιώσει, να αγαπήσει και να την αγαπήσουν, να αφήσει τον αέρα να γεμίσει τα πνευμόνια της.
Θα μπορούσε να ανασάνει για ακόμα μια φορά.
Γύρισε την πλάτη της στην καμπίνα που κάποτε υπήρχε εκεί και ένοιωσε μια ρίγη καθώς κομμάτια που αποτελούσαν τον παλιό εαυτό της υπήρχαν ακόμα εκεί. Κείτονταν αδύναμα, έμεναν εκεί να υπενθυμίζουν μόνο την ασχήμια και την τοξικότητά τους.
Αλλά τώρα δεν την επηρέαζαν πια, τα αγνοούσε και τα είχε αφήσει να αργοπεθάνουν.
Κοίταξε για μια τελευταία φορά το μέρος και ένοιωσε τη φύση γύρω της να την κατακλύζει με τα αρώματα και τον αέρα να παρασέρνει τις αισθήσεις της μακρυά, σαν κόκκους από τα στάχυα που αρχίζουν ένα άλλο κύκλο ζωής.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάλαβε ότι εκείνο το μέρος είχε και καλά στοιχεία. Ήταν κάτι καλύτερο από μια μικρή φυλακή αναμνήσεων και φόβων και κάτι όμορφο άρχισε να ξεπροβάλει στον ορίζοντα.
Χαμογελούσε και κυλούσε στο χρόνο όμορφα και για πρώτη φορά αφέθηκε τόσο που ένοιωθε να την παίρνει ο άνεμος και να την ταξιδεύει.
Ελεύθερη να ξαναζεί από την αρχή, δυναμική, να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη της ψυχής της να αντανακλά το φως της. Είχε αφήσει το παλιό μέρος για πάντα και όσο απομακρυνόταν από αυτό, τόσο χανόντουσαν και τα στοιχειά. Το φως τα έδιωχνε μακρυά και της έδινε ελπίδα.
Προχώρησε στο κέντρο του Ήλιου και η ζέστη και το φως την κατέκλυσε. Η αψίδα που έκανε το φως πάνω από το κεφάλι της ήταν τώρα το καινούργιο της σπίτι.
Η καμπίνα σα μια ανάμνηση πλέον κείτονταν γκρεμισμένη, σκουριασμένη και διαλυμένη.
Με ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων της δεν άφησε τίποτα να περάσει στο μεσοδιάστημα που πήγε να κυριαρχήσει στο μικρό σκοτάδι που πήγε να παρουσιαστεί μπροστά της.
Πέτρος Βαζακόπουλος
Το διήγημα συνοδεύει εικόνα με λεπτομέρεια ψηφιακού έργου του ίδιου.
Το διήγημα συνοδεύει εικόνα με λεπτομέρεια ψηφιακού έργου του ίδιου.