Κωνσταντίνου Λίχνου
«Όπως η μέλισσα μαζεύει την καλύτερη ουσία από το κάθε άνθος, έτσι κι ο αναζητητής συλλέγει γνώση από το κάθε βιβλίο». Διαβάζουμε στον πρόλογο μιας σειράς εκδόσεων κάποιου επιφανούς εκδοτικού οίκου κι αυτή αποτελεί σήμερα προσχηματικά τη κυρίαρχη συλλογιστική πίσω από τις εκδόσεις αλλά και την επικρατούσα αντίληψη περί της ανάγνωσης.
Όπως γελιέται όμως, αυτός που παρακολουθώντας όλες τις κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής του θεωρεί πως μυείται έτσι στην τέχνη του κινηματογράφου, (δίχως να ανατρέξει στο παρελθόν, να εντρυφήσει στους κλασικούς και τους θεωρητικούς της 7ης τέχνης) το ίδιο πλανάται κι εκείνος που μελετά αδιακρίτως κάθε σύγχρονη λογοτεχνική κυκλοφορία πως έτσι εντρυφεί στην τέχνη της πεζογραφίας ή της ποιήσεως.
Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες για το επίπεδο ανάγνωσης στις χώρες της Ε.Ε, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις έχοντας να επιδείξει μονάχα ένα θλιβερό 7,8% ποσοστό του πληθυσμού της που κατορθώνει να ολοκληρώσει πάνω από δέκα βιβλία στη διάρκεια ενός έτους. Παράλληλα ο αριθμός των αναγνωστών γενικώς σημειώνει στην χώρα μας αύξηση. Δηλαδή το ποσοστό των Ελλήνων που ανέγνωσε 1 έως 9 βιβλία ανήλθε, στη πενταετία 1999 έως 2004, στο 35% από το 25% που βρισκόταν. Δηλαδή παρατηρείται μείωση του μέσου όρου βιβλίων ανά αναγνώστη και παράλληλα αύξηση των σποραδικών αναγνωστών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους επιλέγουν το ευκολόπεπτο εμπορικό βιβλίο.
Η αύξηση της ζήτησης αστυνομικών, φανταστικών, αισθηματικών κ.α. "μοντέρνων" μυθιστορημάτων που είχε ως επακόλουθο αυτή η αναδιάρθρωση του αναγνωστικού κοινού ήταν λογικό πως με κάποιο τρόπο θα έπρεπε να καλυφθεί. Στην διάρκεια του 20ού αιώνα η εθνική βιβλιοθήκη παρέλαβε γύρω στα 240.000 βιβλία, στην πρώτη μόνο δεκαπενταετία του 21ου αιώνα όμως παρέλαβε 140.000. Aυτό αποτελεί πρωτοφανή συγγραφική άνθηση και σε ένα βαθμό οφείλεται στον εκδοτικό παροξυσμό που προκάλεσε η σύγχρονη επιλογή της αυτοέκδοσης. Παρόλα αυτά, προϊούσης της οικονομικής κρίσης, το βιβλίο σταδιακά καθίσταται προϊόν πολυτελείας και παρατηρούμε πτωτική τάση στον αριθμό των εκδιδόμενων τίτλων (Από τους περίπου 10.000 τίτλους του 2008, σήμερα εκδίδονται κάτι λίγο παραπάνω από 5.000). Η σημαντική αύξηση των εκδιδόμενων τίτλων σε σχέση με το προηγούμενο αιώνα και η σταδιακή μείωση τους με το πέρασμα των χρόνων με την παράλληλη εστίαση που παρατηρείται στο ευκολόπεπτο ανάγνωσμα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις.
Οδηγούμαστε στην αύξηση του αριθμού των συγγραφέων, που μάλιστα επιδεικνύουν και αυξημένη παραγωγικότητα σε σχέση με το παρελθόν, στην παράλληλη αύξηση των περιστασιακών αναγνωστών και ταυτόχρονα παρατηρείται στροφή προς το ανάλαφρο ανάγνωσμα, μείωση της λογοτεχνικής αξίας των εκδιδόμενων έργων που συνδυάζεται με συρρίκνωση του αριθμού των συστηματικών αναγνωστών, που μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετράμε σήμερα περισσότερους συγγραφείς από επιμελείς αναγνώστες.
Η συγγραφή βιβλίων κατέστη πλέον ένα επάγγελμα ανοιχτό, δεν πραγματοποιείται πια από πεζογράφους και απευθύνεται σε ένα εξίσου λογοτεχνικά απαίδευτο αναγνωστικό κοινό. Διαγράφοντας πορεία αντίστοιχη με αυτή που ακολουθήθηκε στο χώρο του κινηματογράφου λόγου χάρη. Παλαιότερα οι σκηνοθέτες μια χώρας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα και ήταν άνθρωποι που με τα έργα τους εντρυφούσαν στη ζωή, στοχάζονταν και εξέφραζαν τους προβληματισμούς τους αναφορικά με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους (χωρίς φυσικά να λείπουν από κάθε εποχή παραγωγές υποδεέστερης καλλιτεχνικής αξίας). Σταδιακά όμως και σε ένα βαθμό λόγω της έλευσης της τηλεόρασης, του βίντεο και τελικά του διαδικτύου η παράγωγη ταινιών απλώθηκε σημαντικά. Σκηνοθέτης γίνεται σήμερα ο οποιοσδήποτε μπορεί να εξασφαλίσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση ώστε να ηγηθεί μιας ομάδας τεχνικών που θα υλοποιήσουν το όραμα του, δημιουργώντας συνήθως ένα ψηφιακό κατασκεύασμα παντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα και αλλότριο ολοκληρωτικά στον ζώντα άνθρωπο.
Ρίχνοντας σήμερα μια ματιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι κατάφορτα από νέες κυκλοφορίες βιβλίων στα είδη του φανταστικού, της αστυνομικής νουβέλας και του ψευδοϊστορικού μυθιστορήματος. Παράλληλα οι λαογραφικές και κοινωνικές μελέτες μειώθηκαν κατά 41% και οι εκδόσεις της κλασικής γραμματείας κατά 30% (στοιχειά της εθνικής βιβλιοθήκης). Η προϊούσα παρακμή των λογοτεχνικών περιοδικών, της δοκιμιογραφίας και της λογοτεχνικής κριτικής συνέβαλε τα μέγιστα στην λογοτεχνική ένδεια των σύγχρονων εκδόσεων και πλέον διαπαιδαγωγούνται γενιές αναγνωστών πολιτιστικά υποσιτισμένων και πνευματικά ατροφικών που μελετούν μονάχα ευκαιριακά και αναζητούν την συντρόφια οποιουδήποτε βιβλίου, ακόμη και του πιο λογοτεχνικά ευτελούς.
Ο Αρθούρος Σοπενάουερ έλεγε στο περί ανάγνωσης: “Όσο περισσότερο διαβάζουμε, τόσα λιγότερα ίχνη αφήνει στο πνεύμα μας το ανάγνωσμα... στερώντας του τη δυνατότητα να αναστοχαστεί”. Για αυτό η επιλογή του βιβλίου είναι ένα μείζον ηθικό ζήτημα και κάθε μέλισσα θα έπρεπε να επιλέγει με προσοχή τον ανθό από τον οποίο θα τραφεί. Ο Σοπενάουερ συνεχίζει λέγοντας: “Το αναρίθμητο πλήθος των κακών βιβλίων, αυτό το θρασεμένο ζιζάνιο της λογοτεχνίας, απομυζά το σιτάρι από τις θρεπτικές ουσίες και το πνιγεί. Τα εννέα δέκατα της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι τέτοια βιβλία και συγγραφείς, έκδοτες και βιβλιοκριτικοί συνωμοτούν για να τα προωθούν”. Η ύπαρξη του κακού βιβλίου λοιπόν ήταν σε κάθε εποχή αδιαμφισβήτητη αλλά σήμερα το πρόβλημα δείχνει να έχει γιγαντωθεί.
Λέγοντας κακά βιβλία αναφέρομαι σε αυτά που υπόσχονται φτηνές συγκινήσεις, που πλασάρουν την αίσθηση της περιπέτειας, που προσπαθούν με χονδροειδέστατα επινοήματα να εξάψουν την περιέργεια και να γεννήσουν μυστήριο συνήθως μέσα σε ένα περίβλημα σχηματικά ρεαλιστικό, σε ένα περιβάλλον οικοδομημένο με την επίφαση αληθοφάνειας δηλαδή που δεν έχει όμως ουδεμιά σχέση με την πραγματικότητα. Και εφόσον αυτό το βιβλίο ευημερεί καταλήξαμε να πολιορκούμαστε πραγματικά από αποκυήματα ανέμπνευστης φαντασίας, ιστορικά αναμασήματα φορτωμένα με λιπώδεις και υπεραπλουστευμένες περιγραφές γεγονότων, ανούσιες διηγήσεις και ανεκδιήγητες ανατροπές της πλοκής, συχνά ποικιλμένες με ανερμάτιστες ηθικολογίες. Παράγωγη, εν ολίγης, λογοτεχνίας από μη λογοτέχνες, απευθυνόμενη σε όσους δεν μυήθηκαν ποτέ στην τέχνη του λόγου και δεν αποδύθηκαν ποτέ στην περιπέτεια του στοχασμού. Έργα απότοκα διανοητικού μαρασμού που κοσμούν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και ρυπαίνουν τα μυαλά των αναγνωστών, ενώ προωθούνται ανενδοίαστα και στέφονται με δάφνες σε μεγαλοπρεπείς βιβλιοπαρουσιάσεις που εξειδικεύονται στο πλασάρισμα κάθε λογής ψευδοτέχνης.
Κι ενώ η πραγματικότητα βρυχάται γύρω μας και τα σύγχρονα προβλήματα (οικολογικά, πολιτικά, οικονομικά) που ωθούν τον άνθρωπο στα πρόθυρα της απόγνωσης, βρίσκουμε καταφύγιο σε μια λογοτεχνία παραπλανητική. Μια λογοτεχνία που μας φέρνει σε επαφή με επίπλαστους ήρωες, περιβάλλοντα και καταστάσεις μέσα στα οποία δεν ανασαίνει διόλου ο σύγχρονος άνθρωπος. Θα συμπέρανε κανείς πως τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε η κλασική λογοτεχνία έχουν πλέον λυθεί και εμείς οι άνθρωποι ως υπάρξεις πλέον στώμεν καλώς, δίχως κλυδωνισμούς και αγωνίες. Όσο όμως η καθημερινότητα των ανθρώπων διαμορφώνεται όλο και πιο αφόρητη, τόσο ο νους θα ενδίδει στο αναρίγημα της φαντασίας και θα επιζητεί την απόδραση.
Αυτή, η παρατηρούμενη σήμερα αποχαλίνωση της φαντασίας μπορεί να φαντάζει συχνά ως δημιουργική απελευθέρωση αλλά σε τελική ανάλυση δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο από την στοχαστική μικρόνοια και μυωπία των σύγχρονων λογοτεχνών. Κι αν είναι μείζον ηθικό ζήτημα, για την κάθε μέλισσα, η επιλογή του ανθού από τον οποίο θα τραφεί, κατανοούμε όλοι μας πόση ευθύνη φέρουν οι ανθοκόμοι για τους ανθούς που θα σπείρουν, για την γύρη που θα προσφέρουν στις μέλισσες. Το φανταστικό επινόημα, όταν δεν εμβολίζει την πραγματικότητα για να την αποκαλύψει, καταλήγει μια τροφή δίχως θρεπτικά συστατικά που οδηγεί σε διανοητικό υποσιτισμό. Ο Νικολάει Τσερνισέφσκι στο βιβλίο του «Τέχνη και πραγματικότητα» αναφέρει: “Η φαντασία παίρνει τα πάνω της, όταν η πραγματικότητα γίνεται εξαιρετικά μίζερη. Η φτώχεια στην πραγματική ζωή είναι αυτή που δίνει ζωή στην φαντασία. Το ονειροπόλημα κεντρίζει την επιθυμία σε πυρετικό βαθμό, μονάχα όταν μας λείπει ολότελα κι αυτή ακόμα η πιο απλή τροφή”.
Ο Γ. Σεφέρης είχε αναφέρει πως: “Την τέχνη δεν την αποφεύγει κανείς, διότι κι αν ακόμη δεν πάει στην καλή τέχνη, θα πάει αναγκαστικά στην κακή”. Κι έχει τόσους τρόπους να μας προσεγγίζει σήμερα η κακή τέχνη που αποδεικνύεται αδύνατο να περιφρουρήσουμε τις διάνοιες μας από αυτήν. Ακόμη και να μην κινηθούμε εμείς προς αυτήν, αναπόδραστα θα κατακλύσει εκείνη εμάς. Ειδικά σήμερα, στην εποχή της Τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης (όπως την χαρακτήριζε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν) που η καλλιτεχνική δημιουργία έχει σπάσει κάθε φραγμό, έχει αποκοπεί πλήρως από το φυσικό της ενδιαίτημα (Την κινηματογραφική αίθουσα, το μουσείο, την πινακοθήκη, το μουσικό μέγαρο, την βιβλιοθήκη κ.λ.π.) και είναι κατασκευασμένη για να εκτίθεται μαζικά σε οποιοδήποτε περιβάλλον· κι αυτή η ασίγαστη ώση για εκθεσιμότητα οδηγεί σταδιακά στην απώλεια της «Αίγλης» της.
Σήμερα, ένα ποίημα, ένα διήγημα, ακόμη και ολόκληρα χωρία από μυθιστορήματα μπορούν να αναπαραχθούν με τεράστια ευκολία και να εκτεθούν αποσπασματικά για μαζική κατανάλωση (χωρίς να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη αυτοσυγκέντρωση του αποδέκτη τους). Αυτή η αποσπασματική υπερδιάδοση των λογοτεχνικών έργων, μέσα σε ένα καθεστώς πλήρους κυριαρχίας του εμπορευματικού ήθους, οδηγεί στην αποϊέρωση του έργου τέχνης και προάγει τον άκριτο μιμητισμό μεταξύ των καλλιτεχνών. Τα έργα τέχνης μπορούν πλέον να παρουσιαστούν μαζικά στο κοινό μέσω του διαδικτύου, να φωτογραφηθούν και να εκτεθούν οπουδήποτε, να αναρτηθούν σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πλάι σε συνταγές μαγειρικής και καταλόγους εμπορικών καταστημάτων. Τελικά μπορούν να γίνουν τα ίδια διαφημιστικά εργαλεία του εαυτού τους, καθώς και τα χρησιμοθηρικά συστατικά γενικότερων διαφημιστών εκστρατειών για την πολιτιστική χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Ο Domenico Porzio αναφέρει στο δοκίμιο του “Η πορεία του μυθιστορήματος” πως ο λόγος που το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να κινείται σε μαζική σύνταξη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις λέγεται: “Κομφορμισμός στο γούστο. Όταν το μυθιστόρημα απευθύνεται σε μια επιθυμία γνωστή και κατασκευασμένη (μόδα) γνωρίζει πως θα σημειώσει επιτυχία”. Στις μέρες μας ευημερεί (αφού αυτό εκπαιδεύεται ο σημερινός αναγνώστης να αναζητεί) το φανταστικό μυθιστόρημα και στον αντίποδα του εκείνο που κινείται εντός των ορίων της πραγματικότητας αλλά κατορθώνει να διαφεύγουν από την εποπτεία του όλα τα μείζονα ζητήματα του καιρού μας, εισάγοντας μια “ρεαλιστική” γραφή που δεν έχει να εκφράσει τίποτα το αληθινό.
Ακόμη κι όταν επιχειρείται να ειπωθεί κάτι το ουσιαστικό, κάτι το ακραιφνώς πολιτικό, παρατηρούμε απλώς μια χυδαία παρείσφρηση της πολιτικής φρασεολογίας στην λογοτεχνική γλώσσα, ένα απροκάλυπτο λαϊκίζον κανονάρχημα. Κι αν αυτό είθισται σήμερα να γίνεται ανεκτό στον καθημερινό λόγο, όπου το κύριο ζητούμενο είναι η επικοινωνία και για αυτό χρησιμοποιούμε αφειδώς εκφράσεις ελλειπτικές, ευφημισμούς και υπαινιγμούς που μας διευκολύνουν να γινόμαστε κατανοητοί· δεν επιτρέπεται να συμβαίνει το ίδιο και στον γραπτό λόγο όπου οι συγγραφείς έχουν στην διάθεση τους άλλα, περισσότερο αποτελεσματικά και λεπτοφυή μέσα, για να διεισδύσουν στην ουσία των πραγμάτων και να την αποκαλύψουν. Για αυτό το λόγο άλλωστε καταφεύγουν στην ειρωνεία, τη μεταφορά, την αλληγορία ή τη σχηματοποίηση, για να αφαιρέσουν χαρακτηριστικά ώστε να αναδείξουν καθαρότερα αυτό που περιγραφούν ή για να συγκεκριμενοποιήσουν και να αποδώσουν πληρέστερα αυτό που επιθυμούν, περνώντας από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
Σκοπός του λόγου είναι πάντοτε η μετάδοση κάποιου νοήματος ακόμη κι όταν γίνεται με τρόπο καλλιτεχνικό. Ο καλλιτέχνης, όπως και κάθε στοχαστής, καλείται να εμβαθύνει στα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής για να εκφράσει δυσδιάκριτες αλήθειες με τρόπο εύληπτο και κατανοητό, οφείλει συνεπώς να εκλαϊκεύσει και να απλοποιήσει το λόγο του. Η λογοτεχνία όμως είναι ο πλακούς της γλώσσας και η γλώσσα η ραχοκοκαλιά της σκέψης. Μια λογοτεχνία με γλώσσα κοινότυπη και τετριμμένη οδηγεί σε μια σκέψη συνηθισμένη και αδιέξοδη, που κάνει μονάχα νοητικούς κύκλους επιστρέφοντας διαρκώς σε όσα εξαρχής θεωρούσε πως γνώριζε.
Μια λογοτεχνία από την οποία διαφεύγει το ουσιώδες, αγνοεί πως κάθε φορά που αποτυγχάνει να διεισδύσει στα πράγματα δεν τα παραβλέπει απλώς αλλά συνδράμει στον συστηματικό συσκοτισμό τους. Διεισδύω στα πράγματα δεν σημαίνει τα φωτογραφίζω στατικά. Δεν μπορεί να υπάρξει ρεαλισμός όταν ένα κείμενο συνδέεται μονάχα επιδερμικά και παροδικά με μια στιγμή της ρέουσας πραγματικότητας (ασχέτως της τεχνοτροπίας και της μορφής του που μπορεί να είναι ρεαλιστική η ποιητική) αλλά δεν συνδέεται παράλληλα με τις εσωτερικές τάσεις του αναγνώστη συνυπολογίζοντας το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, το σύστημα αντιλήψεων, τα αισθητικά κριτήρια. Κι αυτό είναι ένα έργο εξαιρετικά απαιτητικό που οι ερασιτέχνες συγγραφείς της εποχής μας αδυνατούν να φέρουν εις πέρας. Είναι επομένως λογικό το ότι αποφεύγουν να καταπιαστούν με τα μείζονα ζητήματα του καιρού τους και αποστρέφουν το βλέμμα από την ζωντανή, κοχλάζουσα πραγματικότητα.
Ενδίδουν λοιπόν στην ευκολία και καταφεύγουν στην σφαίρα του φανταστικού (φανταστικό όχι με την έννοια της μυθοπλασίας αλλά της δημιουργίας, που αν και συχνά αποτυπωμένη ρεαλιστικά, είναι φυγόκοσμη και δεν συνδέεται νοηματικά με την πραγματικότητα που τη γέννησε) ή στην ιστορική αναπαράσταση άλλων εποχών, χωρίς φυσικά να πραγματοποιούν αναφορές στο σήμερα. Οικοδομούν έναν ρεαλισμό εξωπραγματικό, μια αληθοφανής αποτύπωση απόκοσμων καταστάσεων. Έναν ρεαλισμό άνευ ουσίας, έτη φωτός απόμακρο από τον ευσυνείδητο ρεαλισμό ενός Μπαλζάκ ή Κ. Θεοτόκη. Το φανταστικό τελικά επιβάλλεται ως υπαρκτό και το πραγματικό αποχυμώνεται, αποστεώνεται και απο-πραγματοποιείται. Όχι για να ενισχυθούν χαρακτηριστικά του, τα οποία ο συγγραφέας επιθυμεί νοηματικά να αναδείξει αλλά για να απελευθερωθεί η φαντασία ενός δημιουργού που δεν μπορεί να οιστρηλατηθεί από την πεζή πραγματικότητα γιατί δεν την κατανοεί, μια φαντασία που συνήθως δεν λογοδοτεί πουθενά.
Οι ερασιτέχνες συγγραφείς και ο εκδοτικός συρφετός που τους υποστηρίζει προωθούν μια λογοτεχνία που εντείνει την υπνηλία του αναγνώστη της και τον οδηγεί ολοκληρωτικά στον λήθαργο. Παράγουν μια τέχνη φυγόκοσμη, που λειτουργεί ως μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα, ένα βάλσαμο για την σκληρότητα της ζωής που τελικά κάνει τη ζωή απείρως σκληρότερη. “Ευτυχώς έχουμε την τέχνη για να αντέχουμε την πραγματικότητα” έλεγε ο Φ. Νίτσε αλλά αμφιβάλλω πως αντέχω την πραγματικότητα σημαίνει εθελοτυφλώ και την αποφεύγω. Αυτό που είναι απολύτως σίγουρο όμως είναι πως οι ήρωες της σύγχρονης λογοτεχνίας δεν θα άντεχαν στην πραγματικότητα μας ούτε λεπτό. Καθώς πρόκειται για χαρακτήρες που μονάχα καρικατούρες των πραγματικών ανθρώπων μπορούν να χαρακτηριστούν αφού αιωρούνται πάνω στις υλικές συνθήκες και ταυτόχρονα απουσιάζει η ιδεολογική τους σύνδεση με αυτές.
Εκεί οδήγησε η μεταμοντέρνα αντίληψη που αξίωσε να αφανίσει το χάσμα μεταξύ της ανώτερης τέχνης και της λαϊκής. Η υψηλή τέχνη κατέστη φορμαλισμός και το κακόγουστο αναδείχθηκε σε κομψοτέχνημα. Ενώ η επέλαση του άκρατου ρελατιβισμού, πείθοντας μας πως δεν υπάρχει αντικειμενική άποψη, ευνούχισε την καλλιτεχνική δημιουργία και την περιόρισε στην έκφραση υποκειμενικών παραληρημάτων. Η σύγχρονη τέχνη δεν αξιώνει να δώσει μια σπαρακτική μαρτυρία του καιρού της, να εκφράσει την εποχή της και για αυτό αντανακλά την σύγχυση που επικρατεί σήμερα τόσο εύγλωττα. Δεν αξιώνει να στηλιτεύσει ή να υποστηρίξει τίποτα γιατί τα πάντα επιτρέπονται και πρέπει να εκλαμβάνονται μονάχα ύστερα από την διήθηση τους στο υποκειμενικό φίλτρο του καθενός. Τελικά αποποιείται την ευθύνη για κοινωνική παρέμβαση και χειραφέτηση των ανθρώπων. Οδηγείται στην πολυπόθητη αποϊδεολογικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εξαίρει την απροσδιοριστία, την πολυσημία και την αμφισημία που καταλήγει στην παντελή ελλείψει νοήματος.
Κλείνοντας, φαίνεται να παρουσιάζονται δυο τινά. Ή ότι η πραγματικότητα έχει κατά κάποιο περίεργο τρόπο συρρικνωθεί (δεν αποτελεί επαρκής πηγή εμπνεύσεως) και ρευστοποιηθεί (δεν μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά) ή ότι οι σύγχρονοι λογοτέχνες δεν εστιάζουν σε αυτήν (επιπλέουν μονάχα επάνω της). Πιθανότατα να νομίζουν πως αποδρούν από την πεζή καθημερινότητα κάθε φορά που αποστρέφουν το βλέμμα από αυτή και ίσως μάλιστα να γελιούνται πως αποφεύγουν έτσι και το καθήκον να την αποκωδικοποιήσουν. Ακόμη κι όταν η ίδια η ζωή αποτελεί το αντικείμενο της εστίασης όμως, σπανίως υπάρχουν στις μέρες μας τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να γίνει σε βάθος αντιληπτή και να μην θεάται ως ακατανόητο μυστήριο. Οι εμπειρίες που μεταφέρονται διά μέσω της συγκαιρινής πεζογραφίας είναι αναρίθμητες και η εξιστόρηση τους συχνά γλαφυρή, μα το πρόβλημα έγκειται τελικά στην ερμηνεία της εμπειρίας. Στην σύνδεση του ειδικού με το γενικό, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό. Αυτό δεν αποτελεί ένα πρόβλημα αμιγώς λογοτεχνικό γιατί σήμερα συνεχίζει να κρίνεται, από κάθε άποψη, αναγκαία η παρουσία μιας λογοτεχνίας που θα συμβάλει στο τσάκισμα των προλήψεων, στο εκτόπισμα των ετοιμοπαράδοτων παρανοήσεων και στην απεμπόληση των ψευδαισθήσεων ώστε να εξοικονομηθεί στη συνείδηση του αναγνώστη το απαραίτητο εκείνο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορέσει να γεννηθεί και να ριζοβολήσει ο προβληματισμός εκείνος που μονάχα τα αληθινά λογοτεχνικά έργα μπορούν να εμπνεύσουν.
Copyright © Κωνσταντίνος Λίχνος All rights reserved, 2019
Το δοκίμιο απέσπασε τρία πρώτα βραβεία σε πρόσφατους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Το δοκίμιο απέσπασε τρία πρώτα βραβεία σε πρόσφατους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Νίκου Σαμαρά από την ατομική του έκθεση με τίτλο Mirage (Ακρυλικό σε καμβά)