Ένα ακόμη μυθιστόρημα από το αγαπημένο ζεύγος προστέθηκε στην ήδη σεβαστή εργογραφία τους και προφανώς θα ικανοποιήσει τους παλιούς αναγνώστες αλλά και κάθε νέο -αν υπάρχει τέτοιος μετά από τόσα χρόνια συγγραφής και δεκάδες βιβλία που έχουν γράψει οι ίδιοι.
Ο Γιάννης και η Μαρίνα Αλεξάνδρου αποτελούν ένα συγγραφικό δίδυμο που αγαπά τις λιτές φόρμες, την απλότητα παρά την πολυπλοκότητα και κατά συνέπεια, τις γρήγορες ιστορίες που δε βαραίνουν από υπεραναλύσεις και πολυλογίες, ούτε από επαναλήψεις και μεγάλες περιγραφές. Εμμένουν στις εξελίξεις και το ψυχογράφημα των ηρώων τους, παρά στις πάμπολλες λεπτομέρειες και στις μεσαίες φόρμες ενώ αναφέρονται πάντα στο ιστορικό πλαίσιο των ιστοριών τους -ο Γιάννης- προσφέροντας ολοκληρωμένη εμπειρία και εκμάθηση, και μάλιστα με τον πιο διασκεδαστικό και όμορφο τρόπο. Όλος αυτός ο συνδυασμός τούς κρατά στις επάλξεις τόσα έτη και δίνει στους βιβλιολάτρεις όμορφες μυθιστορίες και επιπλέον γνώση που μένει ως κέρδος ουσιαστικό -γιατί, στην τελική, οι ήρωες και οι περιπέτειές τους είναι για λίγο, η γνώση όμως εδραιώνεται εκεί για πάντα.
Για καιρό μένουν και οι όμορφες ρήσεις που εμβολίζονται ανάμεσα στις αράδες εμπλουτίζοντας το έργο, όπως σε εκείνο το σημείο που γράφουν ότι η καλοσύνη φέρνει πάντα ευτυχία ή παραπέρα όταν θα πουν: η αγάπη μπορεί να γιατρέψει και την πιο λαβωμένη ψυχή. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει μια τέτοια διατύπωση;
Μια ιστορία γλυκιά ακόμα και στα δύσκολα... Δύο ιστορίες σύγχρονων οικογενειών που μπλέκονται ανύποπτα... μα και μια ακόμη που ξεκινά από τη Μάλτα του 1900! Και, ναι, το βιβλίο έχει άρωμα εποχής ενώ είναι γεμάτο από τραγούδια πολύ γνωστά που σχεδόν σιγουτραγουδάς διαβάζοντας -ή τα «ακούς» ως soundtrack. Μια ολοκληρωμένη εμπειρία εικόνων, ήχων, μουσικών να σε ταξιδεύουν στο παρόν μα και σε ένα παρελθόν αιώνων πριν.
Στις διηγήσεις συναντάς ρομαντισμό, ηρωισμό, περιπέτεια (ζωής), παραμύθι και ρεαλισμό... ένα κράμα στοιχείων που δημιουργούν την γοητεία του.
Το μυθιστόρημα του ζεύγους Γιάννη και Μαρίνας Αλεξάνδρου, Ο Ιστός, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Ευχαριστώ τον Γιάννη, τη Μαρίνα Αλεξάνδρου και τις εκδόσεις Λιβάνη για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
Δυο παλιές βίλες μετατρέπονται σε ξενοδοχεία. Η μία στο Χαλάνδρι και η άλλη στην παλιά πόλη της Ρόδου. Οι ιδιοκτήτες τους παλεύουν να πετύχουν σε μια εποχή που ο τουρισμός υπόσχεται πολλά. Άθελά τους όμως μπλέκονται στα σχέδια λαθρεμπόρων πολύτιμων λίθων, βάζοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τους τη ζωή.
Δύο παράλληλες ιστορίες ενώνονται σε έναν κρίκο. Η μία στη μεσαιωνική Ρόδο, τη Μάλτα και την Ιταλία, ενώ η άλλη, η σύγχρονη, στην Αθήνα, τη Ρόδο και τη Γενεύη. Βιώνουμε τους πόθους και την αγάπη της Αναστασίας, που ακολούθησε τον Ιππότη της στην οδύσσειά του μέχρι τη Μάλτα, όταν οι Τούρκοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Ρόδο.
Το χθες είναι μαγευτικό και μας παρασύρει ονειρικά. Το σήμερα όμως ανεβάζει την αδρεναλίνη και μας αγγίζει έντονα. Γιατί έτσι είναι πάντα στην Ελλάδα, ή όλα μαζί ή τίποτα…
Η νύχτα γύρω από την Έτη και τον Αντρέα στην αυλή της «Βίλα Μαλτέζα» ήταν βελούδινη. Το καλοκαίρι πλανεύει και οδηγεί στον έρωτα και τις πιο κλειστές καρδιές. Είχε περάσει πολύς καιρός που ένας άντρας την κοίταζε κάπως... Και της μιλούσε έτσι...
– Έλα να σου δείξω την πανσιόν «Βίλα Αντιγόνη», είπε η Άντη στον Χρήστο. Σε μια εσοχή της σκάλας, η Άντη έσπρωξε τον τοίχο και με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ένα κρυφό πέρασμα. Εμβρόντητη είδε δύο άντρες να έχουν επάνω στο τραπέζι απλωμένα διαμάντια, σμαράγδια και ρουμπίνια.
Η Αναστασία άρχισε να χορεύει κάτω από τη βροχή. Ελευθέρωνε και ξόρκιζε όλους τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις αγωνίες που πέρασε. Τώρα διεκδικούσε το δικαίωμα στη ζωή. Ο Ντε Ρεβέλ άπλωσε το μπράτσο του και εκείνη το έπιασε για να ανέβει πάνω στο άλογο μαζί του. Τώρα ξεκινούσαν από την αρχή. Είχαν πια πατρίδα.