«Έτσι νιώθεις λοιπόν όταν βουτάς στον πυθμένα του ποταμού και πιάνεις κινούμενη άμμο, πετραδάκια που γυαλίζουν θεσπέσια όταν τα βλέπεις απ’ την επιφάνεια και ρίζες από κοράλλια; Έτσι αισθάνεσαι όταν ακουμπάς, στιγμιαία, τις ρίζες σου; Έκθαμβος και συνάμα κάπως πικραμένος;»
Βυθίστηκε σε λήθαργο. Από τα λιθόστρωτα της Πράγας βρέθηκε να ίπταται πάνω απ’ το λαγκάδι του χωριού και να ανυψώνεται ως την Κεφάλα. Να αιωρείται απαλλαγμένη από βαρίδια και σκέψεις στον κάμπο, να βλέπει τα φώτα να τρεμοσβήνουν στα χαμηλά σπιτάκια, όπως τα κεράκια στα μανουάλια της εκκλησίας που ήταν φτιαγμένη απ’ τις πέτρες της αρχαίας πολιτείας. Φοβόταν πως θα πέσει, μα εξακολούθησε να πετάει. Μοχθούσε να προσηλώσει το βλέμμα στο λιγοστό φως του λύχνου που έφεγγε αχνά σ’ ένα πορτοπαράθυρο. Χαμήλωσε να το φτάσει. Χαμήλωσε κι άλλο με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστεί στο έδαφος. Ήταν σίγουρη πως θα άκουγε τη χανούμισσα πίσω από την πόρτα να τη ρωτά ποια ήταν και τι γύρευε, άλλα το μόνο που άκουσε ήταν μια αντρική φωνή να της φωνάζει: «Πρόσεχε».
Μισοξύπνησε, μα στα βαριά της βλέφαρα έκαιγε ακόμα το φυτίλι του λύχνου. Έψαξε με τα χέρια της το πορτραίτο. Το βρήκε. Το φως που έτρεμε είχε μετακομίσει στις κόρες των ματιών του. Ξανακοιμήθηκε αμέσως.
🍂
Απόσπασμα από «Το Πορτραίτο» της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πνοή.
Art: Alexey Terenin