Και ναι, τούτη η ιερά υποχρέωση που σε καλεί κάθε τόσο να γεμίσεις μερικές αράδες μιας αναφοράς λογοτεχνικής, σε κάτι που σου ξύπνησε την ανάγκη να κάνεις κάτι τέτοιο, είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να καταγράψεις το τι σου προκάλεσε τούτη η ιστορία, τι σε έκανε να νιώσεις, έτσι για τον απλό λόγο πως οφείλεις να το κάνεις και για σένα και για τους άλλους.
Σαν να υποδεικνύεις στους δίπλα σου, μιαν ηλιαχτίδα φωτός. Έτσι βλέπω συχνά την κριτική (αλίμονο, χρησιμοποιώ τον όρο εντελώς συμβατικά, ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτόν μου δάσκαλο σε κάτι, άρα και κριτή) για ένα βιβλίο που κάποτε με συνεπήρε. Και συνήθως αφήνω τον χρόνο μιας και διαβάζω αρκετά, να ξεδιαλέξει για μένα το τι αξίζει να κρατήσω από τούτο το αράδιασμα των λέξεων, τον χείμαρρο των προτάσεων, το πλήθος των συναισθημάτων που πριν πολύ ή λίγο καιρό μου γέννησε εντός μου ένα βιβλίο.
Δεν ξέρω για σένα αναγνώστη. Αλλά για μένα η τέχνη και ιδιαίτερα η λογοτεχνία, το θέατρο αλλά και όλα τα άλλα εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, είναι άχρονη. Ή είναι καλή ή όχι. Δεν έχει σημασία το πότε, το πως και υπό ποιες συνθήκες γράφτηκε, δεν έχει καν σημασία η πλοκή της, δεν έχει σημασία το πλήθος των χαρακτήρων που παρασταίνονται επί σκηνής. Σημασία έχει το τι έκαμε στην ψυχή μου.
Αν την αντάριασε, αν την ξέκοψε από την συντριβή της καθημερινότητας, αν την πότισε με νέο τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, αν της γέννησε συναισθήματα πρωτόγνωρα, ε, τότε μα την αλήθεια μου, είναι τέχνη πραγματική. Είναι κομμάτι της ζωής που θέλω να έχω στη ζωή μου. Κομμάτι που με βοηθά να προχωρήσω, να αυτοεξελιχθώ, να νιώσω όσο πιο πλέρια μπορώ τούτο το δώρο της ζωής.
Μιας ζωής που δεν είναι ασάλευτη, μια ζωή που δεν είναι αδιέξοδη, μια ζωή που δεν είναι απλή ανάσα και βιολογική λειτουργία, παρά είναι ουσία και αλήθεια. Ό,τι δεν υπηρετεί την αλήθεια με αρρωσταίνει, μου προκαλεί απέχθεια και το προσπερνώ με βήμα ταχύ.
Και μιας και μιλήσαμε για την έννοια της ουσίας στην ζωή και την τέχνη, πάμε τώρα και στο προκείμενο της αναφοράς σε ένα ακόμα βιβλίο του Ξενόπουλου που τούτο το καλοκαίρι εγίνηκε ο αόρατος πνευματικός μου φίλος, θαρρείς και έπρεπε να γίνει. Θαρρείς πως εγώ δεν ήμουν έτοιμος να τον δεχθώ στο σπίτι της ψυχής μου ως τα τώρα, γιατί το κάθε τι ακόμα και μια πνευματική συναναστροφή με ανθρώπους κατά σάρκαν πεθαμένους αλλά που τα κείμενα τους μας κρατούν συντροφιά, θέλει τον χρόνο της και τον συγχρονισμό της.
Όταν πρωτοπήρα το βιβλίο αυτό μου έκανε αίσθηση το κλίμα του. Λατρεύω ως εποχή τις αρχές του 20ου αιώνα σε σημείο τέτοιας παρεξήγησης ώστε να νομίζει κανείς πως χρωστώ κάτι σε τούτο το ιστορικό διάστημα της ανθρωπότητας, πως έζησα τότε και πως τώρα ξαναβρίσκω μέσα από σκόρπιες παλιές σελίδες, καταστάσεις που φέρνουν στην θύμηση μου μνήμες ξεχασμένες· σε σημείο υπερφυσικό αυτή η δική μου σύνδεση με το «τότε» λοιπόν.
Αυτό το κλίμα με προκάλεσε να ανοίξω δειλά-δειλά το βιβλίο και να ξεφυλλίσω τις ζωές της Έλλης Κατεριά και του Παύλου Ζήση. Των Κατεριάδων και των Ζησαίων, σε μια εποχή που τα σόγια εμπλέκονταν άμεσα στις ζωές των ανθρώπων, που η προίκα ήταν το ζητούμενο και το αυτονόητο, που τα ήθη της δεν επέτρεπαν ανύπαντρες κοπέλες να τριγυρίζουν εδώ και κει με τον πάσα έναν εκτός από τον μνηστήρα και μέλλοντα σύζυγο τους. Μιας εποχής τόσο μακρινής που μας μοιάζει πως δεν συνέβη ποτέ κι ας απέχει χρονικά από μας μερικές δεκαετίες ή έστω έναν αιώνα μόνον.
Και να πάλι το πλάσιμο των χαρακτήρων, το τόσο φυσικό από το χέρι του Ξενόπουλου. Να πάλι η εσωτερική και η εξωτερική τους αλλαγή, το πάλεμα ανάμεσα στους παλιούς εαυτούς και το γέννημα καμιά φορά με καισαρική τομή του νέου τους «εγώ». Κι όλα αυτά με φόντο, με σκηνή, τα μεγάλα γεγονότα που έζησε αυτός ο τόπος στις αρχές του 19ου αιώνα, Βαλκανικοί πόλεμοι και το φάντασμα του ατυχούς 1897 τριγύρω. Τόλμη και δειλία. Ντροπή και περηφάνια. Πίστη, θάρρος και την ίδια ώρα ένα φόβος ολόγυρα.
Ιδανικά και η πτώση τους. Ιδανικά και η επαλήθευση τους. Πρωτόγνωρες καταστάσεις από ανθρώπους που δεν περίμενες ποτέ να φερθούν έτσι. Κι όλα αυτά ντυμένα τον μανδύα του τυχαίου. Ενός τυχαίου όμως που μόνον τυχαίο δεν είναι. Ενός τυχαίου που μοιάζει τέτοιο μόνο για τον εξωτερικό παρατηρητή, ενώ η αλλαγή δουλεύει πάντα όπως και η αρρώστια μέσα σε έναν ασθενή και στο τέλος εμφανίζεται ξαφνικά εκπλήσσοντας θετικά και αρνητικά καμιά φορά, τους πάντες.
Αυτό είναι και το κλειδί άλλωστε της γραφής του ταλαντούχου Ξενόπουλου. Οι εσωτερικές κυρίως αντιφάσεις που χτίζουν μια νέα συνείδηση που έρχεται ο καιρός να εκφραστεί με την έξωθεν μαρτυρία. Το εσωτερικό αέναο παιχνίδι, αυτή η πάλη των εγώ που σκοτώνουν το χθες και γεννάνε το σήμερα και το αύριο.
Το έργο αυτό είναι ένα ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ της Μίτσελ μόνο που αυτή το γράφει αρκετά μετά. Ένα εξωτερικό μεγάλο ερέθισμα που γκρεμίζει τα πάντα. Έξω και έσω κόσμους, αναπλάθει τα πάντα με το θανατικό και τη δύναμη της την αναγεννήτρα και τα αποδίδει πάλι εκ νέου ως νέες πραγματικότητες, ως νέα χιλιάδες «τώρα» που κι αυτά έχουν για μοναδική αποστολή, το να πεθάνουν και να γεννηθούν άλλα γεγονότα και πρόσωπα. Τι κι αν τούτο το δίπολο Θάνατος-Γέννηση, συμβαίνει μέσα στο ίδιο κορμί, στην ίδια ψυχή.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Σας συνιστώ να το αγοράσετε, να το δανειστείτε, ακόμα και να το κλέψετε που λέγει ο λόγος, προκειμένου να το διαβάσετε. Είναι κάποια βιβλία που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά γιατί μας δείχνουν τόσα που εμείς τριγυρίζοντας εδώ και κει χάσαμε τόσα χρόνια.
Και η ζωή δεν είναι χρόνος για χάσιμο. Και σας το γράφει τούτο κάποιος που για καιρό έσκαψε σε λάθος χωράφια. Κουράστηκε, ίδρωσε επί ματαίω, απελπίστηκε, έκλαψε, απογοητεύθηκε, αλλά ποτέ δεν έχασε την πίστη του στο ωραίο. Διότι το ωραίο είναι θησαυρός ανεκτίμητος. Πίστεψε στον άνθρωπο όπως θα έπρεπε να είναι. Τι κι αν αυτό που θα τον αλλάξει, θα είναι ένας ΠΟΛΕΜΟΣ.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ θα 'ναι πάντα η αφορμή για τις αλλαγές που συμβαίνουν μέσα μας, θα 'ναι ο καταλύτης αυτών των αλλαγών. Θα 'ναι η νέα αρχή, το νέου άνθος που θάλλει επάνω στα μνήματα...
Πάνος Χατζηγεωργιάδης