Α.Γ.: Η ποίηση προκύπτει πρωτίστως από εσωτερική ανάγκη, ευαισθησία και παιδεία. Ακολουθούν η ανάγκη εξωτερίκευσης και προσφοράς, η ανάγκη να δοθείς σε αγνώστους (και σε γνωστούς που δεν σε γνωρίζουν) κατά το: τούτο εστί το αίμα μου… κ.λ.π. και μετά ίσως κι ένας μικρός μικρός (όσο πατάει η γάτα) ναρκισσισμός. Φυσικά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που κάθεται κανείς και μουτζουρώνει, ακατάπαυστα πολλές φορές, χαρτιά ή γίνεται ένα με την οθόνη του υπολογιστή του. Αλλά στο τέλος διερωτόμαστε όλοι: τί απ’ όλα; Και η απάντηση είναι πάντα, μακάρι να ‘ξερα. Μπορεί κανείς ν’ απαντήσει πώς προέκυψε η μαγεία της ποίησης; Ας πούμε, από τον ίδιο λόγο που προέκυψε η ζωγραφική των σπηλαίων, να τελειώνουμε.
Όσο για την έμπνευση όλοι γνωρίζουν, ότι είναι ένα ατίθασο άτι που δεν χαλιναγωγείται και δεν είναι ποτέ εκεί, όταν το χρειάζεσαι. Η καλύτερη ευχή που μπορεί να δώσει κανείς σ’ έναν συγγραφέα είναι, να έχει πάντα έμπνευση. Αφού λοιπόν, δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη, ψάχνουμε έναν τρόπο, να ξεκινήσουμε το μυστήριο της συγγραφής. Ένα έναυσμα. Εγώ το αναζητώ σε λέξεις ή φράσεις που σημειώνω, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, διαβάζοντας βιβλία ή περιδιαβάζοντας τοπία, την πόλη, τους ανθρώπους. Μου έχει τύχει σε κάποια στείρα εποχή, να καταφύγω στην ανάγνωση των τίτλων πρότερων ποιημάτων μου. Ωστόσο, η κοπιώδης διαδρομή που ακολουθεί ωσότου πάρει την τελική μορφή του το ποίημα, είναι κάτι το υπέροχο που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα.
Η ποίηση συμβαδίζει με τη θλίψη; Στα δικά σας έργα, ποιο συναίσθημα κυριαρχεί;
Α.Γ.: Δεν θα ‘λεγα ότι η ποίηση συμβαδίζει απαραίτητα με την θλίψη. Τουλάχιστον, όχι στην δική μου ποίηση που κυριαρχεί ο αυτοσαρκασμός κι η υποδόρια ειρωνεία, η καταστρατήγηση της επιφάνειας του σημαινόμενου. Το ξύσιμο του σοβά και η υπονόμευση, εν κατακλείδι. Θα μου πείτε, ότι κι αυτά μπορούν να συνυπάρχουν ή να εκπορεύονται από κάποιο είδος θλίψης και δεν αντιλέγω.
Αλλά στη δική μου περίπτωση καταλυτικό ρόλο παίζουν η πικρία κι ο θυμός περισσότερο. Αλλά, μεγαλώνοντας έμαθα να τιθασεύω κι αυτά και άλλα παρορμητικά συναισθήματα.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μία λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Α.Γ.: Είναι η λέξη «πειραγμένος». Η πρώτη λέξη του τίτλου του βιβλίου μου. Όλα προέκυψαν από την ανάγκη μου να μιλήσω για όσα «πειραγμένα» αντιλαμβανόμουν την τελευταία δεκαετία του βίου μου και όσα συσσωρεύτηκαν από τα προηγούμενα έτη. Που δεν είναι και λίγα. Ατελέσφορες σχέσεις, πολιτική, χαμένοι αγώνες... Και προλαβαίνω την επόμενη ερώτησή σας. Όχι, ΔΕΝ το εξάντλησα το θέμα μου. Πιστεύω ότι όσο γράφω, πάντα για πειραγμένες καταστάσεις θα μιλώ. Αυτό δεν κάνουμε όλοι οι συγγραφείς σε γενικές γραμμές; Οι συνειρμοί της λέξης εύκολοι και οι αντιστοιχίες στο βίο μας πολλές.
Αυτά και ως εδώ, γιατί πρέπει να διεισδύσει κι ο αναγνώστης στο βιβλίο, να ξεφλουδίσει μόνος του το φρούτο που θα γευτεί.
Υπάρχει κάποιο έργο σας που το ξεχωρίζετε και γιατί;
Α.Γ.: Όχι, δεν ξεχωρίζω κάποιο συγκεκριμένο έργο μου. Άλλωστε, έχω εκπλαγεί θετικά πολλές φορές με τις επιλογές των αναγνωστών μου, που πια, και να ήθελα δεν μου το επιτρέπω. Εγώ, περιμένω να συγκινηθώ όταν το γράφω. Να εισπράξω εκείνο το κλικ που φωνάζει μέσα μου, «εντάξει το βρήκες». Μετά, ελπίζω να φτάσει αυτό το «εύρημα» στον αναγνώστη για να χαρώ αλλά και για να ξέρω έκανα καλά τη δουλειά μου.
Ποιους ποιητές μας ξεχωρίζετε και γιατί;
Α.Γ.: Α, αυτή η ερώτηση! Έχουμε πολλούς καλούς ποιητές στην Ελλάδα. Τεράστιους. Και σύγχρονους και παλιότερους. Πώς, μα πώς ν’ αφήσεις απέξω τον έναν ή τον άλλον; Ή κάποια έργα ορισμένων λιγότερο αναγνωρισμένων; Από πάρα πολλούς έχω πάρει και πότε είναι ο ένας, πότε ο άλλος, στο προσκήνιο του νου μου και της καρδιάς μου. Όποιος αγαπάει την ποίηση βαθιά, και πιστέψτε με είμαι ένας από αυτούς, νιώθει σαν τη μητέρα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα παιδιά της. Ας πούμε μόνο, ότι αυτήν την εποχή έχω επιστρέψει στον Ρίτσο, από την ανάγκη να ξαναβαπτιστώ στην γλυκύτητα με την οποία προσεγγίζει τον άνθρωπο, τη ζωή, τον κόσμο. Γαληνεύω κι αισιοδοξώ ακόμα και στις χειρότερες μέρες μου.
Στείλτε το μήνυμά σας στους φιλαναγνώστες...
Α.Γ.: Γι’ αυτούς που διαβάζουν και δυσκολεύονται να καταλάβουν την ποίηση ή γι’ αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και προσπαθούν να την καταλάβουν θα αντιγράψω ένα μικρό απόσπασμα που διάβασα παλιότερα που μου είχε κάνει εντύπωση κι έδωσε ώθηση και στήριξη στα διαβάσματά μου:
«Η ποίηση εκπέμπει σιβυλλικά, δυσνόητα, αλληγορικά κρυπτογραφημένα μηνύματα σαν τη Δελφική Πυθία και χρειάζεται πολλή αγάπη, υπομονή και θέληση να τα καταλάβεις κι ευλογημένοι όσοι τα καταλάβουν…» Σπύρος Νόνικας εκδ. Προπύλαια 1984 (Ποίηση και γλώσσα).
Ευτυχώς, για να τελειώνω, μαζί με τους μεγάλους ποιητές ευτυχήσαμε να έχουμε μεγάλους μουσουργούς που ανέδειξαν το έργο των ποιητών στο λαό. Μεγάλη η προσφορά τους στην ποίηση και στον λαό.
Ευχαριστώ τη συντάκτρια κα. Τζένη Κουκίδου για την προσοχή της στη δουλειά μου και για την καλή μας συνομιλία.
Η ποιητική συλλογή του Άρη Γεράρδη, Το πειραγμένο κοντέρ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άνεμος.
Στο οπισθόφυλλο:
Την μπανταρισμένη μας νύχτα
κοιτάζω κι αναρωτιέμαι σιωπηλός
απ’ το πρωί: πότε επιδιορθώσαμε
τραύματα και ουλές, πότε πλύναμε
τα λόγια μας κι αστράφτουν
έτσι διάφανα και λαμπερά.
🍃
Διαβάστε εδώ τις πρώτες σελίδες της συλλογής.
Ο Άρης Γεράρδης (1948) γεννήθηκε στο Αγρίνιο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Φωτογραφίας του Βερολίνου (Fachhochschule Berlin) κι εργάστηκε ως τεχνικός φωτογραφίας στην ίδια πόλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα μεταξύ άλλων βιοποριστικών εργασιών, έγραψε παραμύθια και κείμενα κατ’ αρχάς για το κρατικό ραδιόφωνο και μετέπειτα στο ιδιωτικό. Ποιήματά του και στίχοι τραγουδιών του, έχουν διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς.
Του ιδίου:
Τα οστά – Die Knochen und die Kreide. Ποιήματα. Μετάφραση του βιβλίου του Γιάννη Κοντού στα γερμανικά (με τη συμβολή του Gunnar König). Εκδόσεις Ρωμιοσύνη–Germany Köln, 1990
Πέτρος ο Ι ή η μπαλάντα της Αροδαφνούσας–Panos Ioannidis Petros I oder die Ballade der Arrodafnoussa. Μετάφραση: Gudrun Rohr–Lyrik-nachdictungen: Aris Gerardis. Εκδόσεις Ρωμιοσύνη–Germany Köln, 1987
Τo φάντασμα του συγγραφέα. Αφήγημα. Συμμετοχή στο περιοδικό Οδός Πανός–Ιούλιος 2017 (ένα κείμενο για τον Μένη Κουμανταρέα, τη γνωριμία τους στο Βερολίνο και τη φιλία που τους συνέδεσε).
Ευτυχώς είναι ακόμα σήμερα. Ποιήματα 2018–Οδός Πανός