Ν.Λ.: Μα φυσικά η αλλόκοτη υπόθεση. Εξιτάρομαι με περίεργα θέματα. Δεν γράφω ποτέ καθημερινές νορμάλ ιστορίες. Πλήττω. Μου αρέσουν οι... αμαρτίες και εδώ μιλάω και για τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Θα το έχετε διαπιστώσει και από το προηγούμενο βιβλίο «Κασσιανής το αμάρτημα».
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Λ.: ΚΟΛΑΣΗ... (γέλια)
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ν.Λ.: Να έχει μαζί του τα χάπια της πίεσης και το τηλέφωνο του γιατρού του. Επίσης, ένα τετράωρο-πεντάωρο στην διάθεσή του διότι σύμφωνα με τους πρώτους αναγνώστες διαβάζεται απνευστί.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Λ.: Σε οδηγεί από μόνο του στην υπέροχη νότια Γαλλία και συγκεκριμένα στην Προβηγκία. Θα διαρκούσε όσο ένας κύκλος ανθοφορίας της λεβάντας μιας και μιλάμε για Προβηγκία. Κάποιες μέρες δηλαδή.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Ν.Λ.:
«…Σάστισε ο Κομνηνός. Ίδρωσε. Έσβησαν τα πάντα γύρω του σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σταμάτησε να προσέχει οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνο το διάφανο πλάσμα. Εκείνο το χερουβείμ που είχε δραπετεύσει από τον παράδεισο και κολυμπούσε νωχελικά και λάγνα, μέσα σε ένα δαμασκηνί σύννεφο μεταξωτής μουσελίνας. Εκείνο τον εύθραυστο μίσχο παιώνιας, με λαιμό κύκνου, περπάτημα ιαγουάρου, μάτια ελαφιού και δέρμα από φύλλο χρυσού. Μα ναι πανάθεμά την. Είχε χρυσαφί δέρμα»
«…Σάστισε ο Κομνηνός. Ίδρωσε. Έσβησαν τα πάντα γύρω του σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σταμάτησε να προσέχει οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνο το διάφανο πλάσμα. Εκείνο το χερουβείμ που είχε δραπετεύσει από τον παράδεισο και κολυμπούσε νωχελικά και λάγνα, μέσα σε ένα δαμασκηνί σύννεφο μεταξωτής μουσελίνας. Εκείνο τον εύθραυστο μίσχο παιώνιας, με λαιμό κύκνου, περπάτημα ιαγουάρου, μάτια ελαφιού και δέρμα από φύλλο χρυσού. Μα ναι πανάθεμά την. Είχε χρυσαφί δέρμα»
Η πρώτη εντύπωση του Γκίκα Κομνηνού όταν πρωτοείδε την γυναίκα του στα σαλόνια της Chanel.
Αιχμάλωτος
Ισοβίως
Χρησμών
Μοίρας
Ανελέητης
Λιτής
Ωδής
Τραγωδίας
Ορισμένης
Συμπαντικά
Τίμημα
Ώριμης
Νοσηρότητας ή μήπως νομιμότητας;
Επτά
Πάθη
Τελεσμένα-Τιμωρημένα
Ακριβοδίκαια
Νέμεσις
Αναγκαία
Ντεκόρ
Ώρας
Νιοστής[1]
Το νέο βιβλίο του Νάσου Λαναρά μάς «ταξιδεύει» στην ψυχοπαθολογία του οργισμένου καλλιτέχνη. Ίσως να ακούγεται κάπως δυσνόητο, ασαφές ή κάπως πολύπλοκο αυτό, αλλά ουσιαστικά είναι το προφίλ του ανθρώπου που από τη μια έχει την καλλιτεχνία στην τάση του, άρα μια διαφοροποίηση μέσα στο κοινωνικό σύνολο από τη φύση του, κι από την άλλη βιώνει την έξαρση της αγανάκτησης του για τις αδικίες που έχει υποστεί. Άκρατος θυμός από τη μια, φιλοτεχνία από την άλλη και ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός, παθιασμένος και παράλληλα ο ήρωας ευφυής, εφευρετικός μα πρωτίστως καλαίσθητος.
Διαβάζοντας το, από τις πρώτες πρώτες σελίδες, το οραματίζομαι ως μονόλογο σε θεατρική σκηνή. Και πράγματι, ένας μονόλογος είναι· ένας εξομολογητικός χείμαρρος που περιέχει έξι φόνους, πάμπολλα έργα τέχνης και μπόλικα υπαρξιακά. Μάλιστα, σε κάνει να αναζητήσεις τα έργα που αναφέρονται αν δε τα γνωρίζεις· κι αυτό είναι κατάκτηση.
Το πολύ καλοδουλεμένο ψυχολογικό προφίλ του ήρωα, η ενδιαφέρουσα γραφή, η ιστόρηση της ζωής του... συμπαρασύρουν εύκολα τον αναγνώστη στην εθιστική εμπειρία. Λίγο το πρωτοπρόσωπο κείμενο που σε «βάζει» μέσα στην ιστορία, κάτι η ξετσιπωσιά του χαρακτήρα -του οποίου το όνομα δε θυμάμαι γιατί μία φορά αναφέρθηκε όλη κι όλη και δε το συγκράτησα αλλά θυμάμαι ότι είναι πρωτότυπα διαφορετικό- που δε γνωρίζει από αιδώ, ταμπού, κοινωνικές συμβάσεις... μα μήτε από φόβο ή όρια, κάτι η ενδιαφέρουσα αφήγηση και κάτι η διάσπαρτη Τέχνη εγκλωβίζεσαι στις σελίδες και δε σηκώνεις βλέμμα αν δεν ολοκληρωθεί· άσε που άνετα βάζεις εαυτόν στη θέση του έβδομου, του εν δυνάμει θύματος, καθώς εύκολα διαισθάνεσαι ότι απευθύνεται (και) σε εσένα! Το «περίεργο» έρχεται στο τέλος που νιώθεις ότι καλείσαι να αποφασίσεις για το τέλος: σου, του ήρωα, του μοναχού, του βιβλίου, της ιστορίας, όλων!
Βέβαια, νάνοι δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν έξι συν ένας φόνοι και επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Τα γνωστά, εκείνα που ξέρετε. Κι εδώ έρχεται η συσχέτιση με τον τίτλο και οι δικές μου σκέψεις που μου λένε ότι κανείς δεν είναι αιχμάλωτος νάνων, αλλά όλοι μας δεν είμαστε «αιχμάλωτοι» των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων; Κι αν ο θρησκευτικός Θεός είναι που αποφασίζει για την τύχη των ανθρώπων (του), ο συγγραφέας δεν είναι ο Θεός του βιβλίου που αποφασίζει για την τύχη των χαρακτήρων του; Χμ!
Εν κατακλείδι, μη το φοβηθείτε. Μπορεί να περιγράφονται εικονοπλαστικά μερικοί φόνοι όμως δεν είναι σπλάτερ (όρος που μας ήρθε από τη μεγάλη οθόνη αλλά κατακτά σταθερά την βιβλιοκριτική αρθρογραφία) αν και το έπαιρνε να γίνει -με τον τρόπο του πάντα. Προσωπικά θα ήθελα ακόμα και Πόλοκ να πιτσιλίσει «ζωντανό» κόκκινο παντού, αλλά αυτές είναι οι δικές μου διαστροφές.
Πέρα των παραπάνω, ή θα το «δεις» ως μια αλληγορία μεταφορικοφιλοσοφική -οπότε θα κοιμηθείς ήρεμα το βράδυ- ή θα το εκλάβεις ως αποτέλεσμα ελεύθερου νου, αυτό δηλαδή που θα γινόταν καθείς αν απεγκλωβιζόταν από τα άυλα δεσμά (κοινωνικές συμβάσεις, νόμοι, ντροπή, ευγένεια, καθωσπρεπισμός, κ.ο.κ.) -οπότε δε θα ξανακοιμηθείς ποτέ.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το βιβλίο με μια φράση, θα επέλεγα μια στρατηγικά τοποθετημένη ατάκα από το ίδιο το μυθιστόρημα, το σημείο όπου λέει: χαριτωμένα μακάβριο αυτό το παιχνίδι, αλλά αιφνιδιαστικά αποκαλυπτικό. Αυτό.
Το μυθιστόρημα του Νάσου Λαναρά, Αιχμάλωτος των 7 νάνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.
Διαβάζοντας το, από τις πρώτες πρώτες σελίδες, το οραματίζομαι ως μονόλογο σε θεατρική σκηνή. Και πράγματι, ένας μονόλογος είναι· ένας εξομολογητικός χείμαρρος που περιέχει έξι φόνους, πάμπολλα έργα τέχνης και μπόλικα υπαρξιακά. Μάλιστα, σε κάνει να αναζητήσεις τα έργα που αναφέρονται αν δε τα γνωρίζεις· κι αυτό είναι κατάκτηση.
Το πολύ καλοδουλεμένο ψυχολογικό προφίλ του ήρωα, η ενδιαφέρουσα γραφή, η ιστόρηση της ζωής του... συμπαρασύρουν εύκολα τον αναγνώστη στην εθιστική εμπειρία. Λίγο το πρωτοπρόσωπο κείμενο που σε «βάζει» μέσα στην ιστορία, κάτι η ξετσιπωσιά του χαρακτήρα -του οποίου το όνομα δε θυμάμαι γιατί μία φορά αναφέρθηκε όλη κι όλη και δε το συγκράτησα αλλά θυμάμαι ότι είναι πρωτότυπα διαφορετικό- που δε γνωρίζει από αιδώ, ταμπού, κοινωνικές συμβάσεις... μα μήτε από φόβο ή όρια, κάτι η ενδιαφέρουσα αφήγηση και κάτι η διάσπαρτη Τέχνη εγκλωβίζεσαι στις σελίδες και δε σηκώνεις βλέμμα αν δεν ολοκληρωθεί· άσε που άνετα βάζεις εαυτόν στη θέση του έβδομου, του εν δυνάμει θύματος, καθώς εύκολα διαισθάνεσαι ότι απευθύνεται (και) σε εσένα! Το «περίεργο» έρχεται στο τέλος που νιώθεις ότι καλείσαι να αποφασίσεις για το τέλος: σου, του ήρωα, του μοναχού, του βιβλίου, της ιστορίας, όλων!
Βέβαια, νάνοι δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν έξι συν ένας φόνοι και επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Τα γνωστά, εκείνα που ξέρετε. Κι εδώ έρχεται η συσχέτιση με τον τίτλο και οι δικές μου σκέψεις που μου λένε ότι κανείς δεν είναι αιχμάλωτος νάνων, αλλά όλοι μας δεν είμαστε «αιχμάλωτοι» των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων; Κι αν ο θρησκευτικός Θεός είναι που αποφασίζει για την τύχη των ανθρώπων (του), ο συγγραφέας δεν είναι ο Θεός του βιβλίου που αποφασίζει για την τύχη των χαρακτήρων του; Χμ!
Εν κατακλείδι, μη το φοβηθείτε. Μπορεί να περιγράφονται εικονοπλαστικά μερικοί φόνοι όμως δεν είναι σπλάτερ (όρος που μας ήρθε από τη μεγάλη οθόνη αλλά κατακτά σταθερά την βιβλιοκριτική αρθρογραφία) αν και το έπαιρνε να γίνει -με τον τρόπο του πάντα. Προσωπικά θα ήθελα ακόμα και Πόλοκ να πιτσιλίσει «ζωντανό» κόκκινο παντού, αλλά αυτές είναι οι δικές μου διαστροφές.
Πέρα των παραπάνω, ή θα το «δεις» ως μια αλληγορία μεταφορικοφιλοσοφική -οπότε θα κοιμηθείς ήρεμα το βράδυ- ή θα το εκλάβεις ως αποτέλεσμα ελεύθερου νου, αυτό δηλαδή που θα γινόταν καθείς αν απεγκλωβιζόταν από τα άυλα δεσμά (κοινωνικές συμβάσεις, νόμοι, ντροπή, ευγένεια, καθωσπρεπισμός, κ.ο.κ.) -οπότε δε θα ξανακοιμηθείς ποτέ.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το βιβλίο με μια φράση, θα επέλεγα μια στρατηγικά τοποθετημένη ατάκα από το ίδιο το μυθιστόρημα, το σημείο όπου λέει: χαριτωμένα μακάβριο αυτό το παιχνίδι, αλλά αιφνιδιαστικά αποκαλυπτικό. Αυτό.
Το μυθιστόρημα του Νάσου Λαναρά, Αιχμάλωτος των 7 νάνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.
Ευχαριστώ τον Νάσο Λαναρά και τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
Ένα κρύο χειμωνιάτικο σούρουπο, ο ζωγράφος Ηρακλής Κομνηνός φτάνει δύσκολα σε μια απομονωμένη σπηλιά στη Βαράσοβα· ένα αφιλόξενο, τραχύ βουνό, κάπου στη νότια Αιτωλία. Εκεί, έχει το ασκητήριό του -για πάνω από είκοσι χρόνια- ο τυφλός γέροντας Μιχαήλ και του ανακοινώνει κυνικά ότι θα τον σκοτώσει.
Αρχίζει να του εξηγεί τους λόγους που θα διαπράξει το έγκλημα, μέσα από την αφήγηση της ζωής του, η οποία περιλαμβάνει άλλους έξι φόνους. Η ιστορία του ξεκινά τη δεκαετία του '50 και είναι η πορεία της μεγαλοαστικής οικογένειάς του μέσα στον χρόνο. Με μια περιγραφή επική, κοσμοπολίτικη, ζοφερή και υπαρξιακή, ξεναγεί τον ασκητή και τον αναγνώστη στην προσωπική του κόλαση, που ξεκίνησε στα παιδικά του χρόνια.
Βήμα-βήμα, παρουσιάζει επτά διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων που συγκλίνουν σε μία και που τον έσπρωξαν στην απελπισία, την καταστροφή και εν τέλει στο έγκλημα. Όλα έχουν αφετηρία ένα βασανιστικό, ανίερο μυστικό που στοιχειώνει τη σχέση με τον πατέρα του. Στο θολωμένο μυαλό του ο θάνατος μοιάζει ιδανική λύση, συνδεδεμένος με έναν εφιάλτη που τον ταλαιπωρεί τα βράδια. Έτσι, ξεκινά μια σκυταλοδρομία φόνων, με σκοπό να την ολοκληρώσει σκοτώνοντας τον γέροντα μοναχό. Ως παθιασμένος ζωγράφος, δεν παραλείπει να δώσει την εικαστική πινελιά όταν σκοτώνει κάποιον, σκηνοθετώντας τον χώρο του εγκλήματος ως έργο τέχνης, με πηγή έμπνευσης διάσημα έργα ζωγράφων, δημιουργώντας κάθε φορά ένα tableau mort.
Ο Νάσος Λαναράς είναι δημοσιογράφος, μεσολογγίτικης καταγωγής και πολιτικός επιστήμονας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη στρατευμένη τέχνη -από τον πρώιμο Μεσαίωνα έως τον Β Παγκόσμιο πόλεμο-, στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πορεία του στη δημοσιογραφία ξεκίνησε το 1992 από την «Απογευματινή της Κυριακής» και έκτοτε συνεργάστηκε με μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς (STAR CHANNEL, ALPHA, EΡT1, EΡΤ2, EΡT3) ως ρεπόρτερ, υπεύθυνος δημιουργικής ομάδας, αρχισυντάκτης και παρουσιαστής, σε παραγωγές κοινωνικού, ψυχαγωγικού και ενημερωτικού περιεχομένου. Είναι δημιουργός σειράς ντοκιμαντέρ για το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος σε περιοδικά και ιστοσελίδες.
Επίσης έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: 50 νευρώσεις των Φαγκρή (2013) και Κασσιανής το αμάρτημα, (2015)
[1] Ο Νάσος Λαναράς συμπληρώνει την ακροστιχίδα του βιβλίου του. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.