Στην Ρόζα το παρόν αφιερώνων
με κείνη δά την άσπιλη ψυχή
που τριγυρίζει αναμέσα των αιώνων
και δεν γνωρίζει μήτε ώρα μητ' εποχή!
Νικηφόρος Βυζαντινός
Τι μπορεί να πει κανείς για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Αποτελεί από μόνος του ένα μοναδικό κεφάλαιο στην νεοελληνική μας λογοτεχνία. Ένα κεφάλαιο ίσως παραγκωνισμένο για την ώρα, αλλά πάντα επίκαιρο. Και ο Ξενόπουλος παραμένει σταθερά επίκαιρος, διότι διαμέσω των βιβλίων του τα οποία είναι κυρίως ηθογραφίες της εποχής του και πρωτύτερα, σκιαγραφεί και φωτογραφίζει την ανθρώπινη φύση. Ο Ξενόπουλος αν και χαρακτηρίζει συχνά τον εαυτό του ως τίποτε άλλο παρά από «απλός εργάτης της τέχνης», είναι ένας μεγάλος συγγραφέας.
Και είναι μεγάλος όχι μόνον διότι ασχολείται με μεγάλα, διαχρονικά ζητήματα, αλλά γιατί και τα αποδίδει στο κοινό με έναν χαρακτηριστικό τρόπο. Με μια γραφή που σου εντυπώνεται και δεν την ξεχνάς ποτέ. Και όταν κάτι σου εντυπώνεται με τέτοιο τρόπο και τόσο βαθιά στο βάθος της συνείδησης σου, σε σημείο τέτοιο που να αποτελεί μέτρο σύγκρισης για την λογοτεχνία που θα διαβάσεις, τότε τούτο πάει να πει πως αυτός ο ταπεινός, απλός εργάτης ως αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος, έσκαψε και ανέσκαψε βαθιά, μέσα στην ψυχή σου.
Ο Ξενόπουλος δεν είναι λοιπόν, μόνον ένας απλός εργάτης της τέχνης. Είναι και ένας φωτογράφος άρτιος της ανθρώπινης ψυχής. Είναι ένας πορθητής της και βαθύς αναλυτής της. Απογυμνώνει τους χαρακτήρες του εμπρός σου και σε προστάζει να τους ψηλαφίσεις, κομμάτι-κομμάτι, ως τα μύχια της ψυχής τους, που δεν είναι άλλη από ψήγματα της δικής σου ψυχής. Για αυτό και τον νιώθεις τόσο σταθερά οικείο.
Τι κι αν έγραψε πριν από εκατό χρόνια, τι κι αν περιγράφει την ζωή του Σολεμού, της Ρόζας, της Έλλης Κατεριά, του Παύλου, της Ρηγγίνας Λεζά, της Στέλλας Βιολάντη και όλων των άλλων φανταστικών χαρακτήρων που σε συγκινούν. Και σε συγκινούν διότι είσαι εσύ σε ορισμένες φάσεις της ζωής σου. Πρώτα σε αγγίζουν τα φαντάσματα του κι έπειτα τα αγγίζεις και τα προσεγγίζεις εσύ. Κι αυτό είναι η μαγεία της πραγματικής λογοτεχνίας. Της λογοτεχνίας που είναι μοναδική και δεν είναι προϊόν μηχανής και τεχνικής.
Και πάμε τώρα στο προκείμενο τού γιατί συντάσσεται το παρόν. Τα τελευταία αρκετά απομεσήμερα του καλοκαιριού ασχολήθηκα με την ανάγνωση του Ξενοπουλικού «Κατήφορου». Ήταν μια ευχάριστη μα και γλυκόπικρη εμπειρία. Γεμάτη συγκίνηση, γεμάτη αντιφάσεις, γεμάτη έντονα συναισθήματα.
Οργή, εξευτελισμός, αγωνία, απογοήτευση, ελπίδα, απόγνωση, διαφθορά ψυχική και σωματική, απελπισία, θάνατος. Ακολούθησα ένα προς ένα τα βήματα της Ρόζας. Συνεκινήθην εώς δακρύων όχι μόνον για το τραγικό μα και λυτρωτικό τέλος που κρίνω πως δεν πρέπει να αποκαλύψω σε όσους δεν έχουν έρθει σε επαφή με το κείμενο, αλλά με την διαδρομή αυτού του κοριτσιού, που το μόνο της έγκλημα ήταν πως «δεν γνώριζε τον κόσμο». Και η Ρόζα έμαθε αυτόν τον κόσμο με τον πλέον άσχημο τρόπο.
Κρίνω επίσης πως μια κριτική βιβλίου δεν θα πρέπει να αναφέρεται στην υπόθεση και να την αποκαλύπτει, αλλά στις εντυπώσεις της πλοκής επάνω στην ψυχή του ανθρώπου που θα γράψει δύο γραμμές επί του έργου. Μόνον τότε έχει κάποια αξία. Πάντα για μένα, σε ένα έργο τέχνης, δεν μπορεί να παίζει αποκλειστικό ρόλο η τεχνική της σύνταξης του, μοναδικό κριτήριο για μένα είναι η αλήθεια που προσφέρει ή όχι ένα κείμενο στον τελικό του παραλήπτη. Τον θεατή, τον ακροατή, τον αναγνώστη.
Το βασικό λοιπόν ζήτημα που πραγματεύεται ο Ξενόπουλος στο παρόν του εκτενές βιβλίο, είναι αφενός ο θάνατος των προηγούμενων εαυτών μας μέσα στο διάβα της ζωής και των καταστάσεων, καθώς και η τελική αποξένωση η πλήρης από το αρχικό μας, ας μου επιτραπεί ο όρος, πετσί.
Αυτός ο θάνατος της Ρόζας μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα. Αυτή η καταβύθιση του άσπιλου σώματος και της κατάλευκης ψυχής της μέσα στην τεχνητή από ανθρώπινα χέρια φτιαγμένη λίμνη της βρωμιάς, του βούρκου, της σαπίλας, της αρρώστιας, της φθοράς που η ζωή την πετά ξαφνικά μέσα από συμπτώσεις που επηρεάζονται από τον χαρακτήρα της, θρέφοντας την τραγική συνέχεια, είναι το συγκινητικό στοιχείο στην όλη αυτή ιστορία.
Αυτό είναι που σε συγκινεί σύγκορμο και σκέπτεσαι πως στη θέση μιας Ρόζας θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα η αδελφή, η μητέρα, η γυναίκα, η κόρη του καθενός και τώρα και πάντα.
Τόσο τραγικό μα και τόσο επικίνδυνο. Τόσο ανθρώπινο και εύκολο να συμβεί. Ένα στραβοπάτημα και ο κατήφορος ανοίγεται χάσκων εμπρός σου. Και συ τον αγνοείς και δεν τον βλέπεις, διότι η συνήθεια είναι το χειρότερο και το καλύτερο πράγμα στην ζωή. Εδώ είναι τραγικό στοιχείο αυτή η νέκρωση στην φθορά. Αυτή είναι και η τραγικότητα της Ρόζας που δεν έχει την δύναμη να βαδίσει ενάντια στο ρεύμα. Η ζωή την παρασέρνει και την πετά στα βράχια της προσωπικής της συντριβής.
Η Ρόζα. Η Ρόζα είναι ένα ναυάγιο ετών ούτε είκοσι έξι. Στέκει εκεί ο ίσκιος της και σε κοιτά. Δεν κλαίει πια, είναι μια ζωντανή-νεκρή. Δεν νιώθει πια τίποτα και για κανέναν. Έχει περάσει το στάδιο της σιχασιάς για τον κόσμο. Τους τιμωρεί και αυτοτιμωρείται με το να μην νιώθει τίποτα πλέον για καμιά κατάσταση, για κανένα πρόσωπο. Δεν μιλά η Ρόζα, έχει μάθει στην σιωπή. Δεν ουρλιάζει η Ρόζα. Δεν έχει την δύναμη για όλα αυτά, νιώθει πως όλα είναι άσκοπα και πως το πεπρωμένο, αυτό το Forza del destino της Τραβιάτας του Βέρντι, είναι φυγείν αδύνατον. Και δίπλα στη Ρόζα πόσοι άλλοι δεν διαφθείρονται. Είναι από πριν πιο διεφθαρμένοι γιατί ξέρουν καλύτερα από αυτήν τον κόσμο; Περπατάνε δίπλα της στην ατραπό της διαφθοράς; Υποτάσσονται στις συνθήκες; Νιώθουν ξένοι από τον εαυτό τους; Έχουν εαυτούς ή πράττουν όπως τους έρθει εκείνη την ώρα;
Η γλυκιά, λεπτή στους τρόπους και στο σώμα, η καλαίσθητος, η ρομαντική Ρόζα δεν υπήρξε ποτέ. Και είναι δείγμα καλής λογοτεχνίας το γεγονός πως σε συγκινεί ένα φάντασμα. Δεν υπήρξε ποτέ μα υπάρχει και θα υπάρχει αιώνια. Ρόζα είναι το κάθε κορίτσι, το κάθε πλάσμα που τα όνειρα του θα συντριβούν από την καθημερινότητα. Θα μαραζώσει πριν ανθίσει, θα ξεραθεί το άνθος από κάθε χυμό της ζωής και της ψυχής και μαζί με τα χαμένα νιάτα θα κλάψει για 'κείνη την χαμένη αθωότητα που δεν θα ξαναγυρίσει και 'κείνη της ποτέ. Που έσβησε πριν σβήσει ο ίδιος ο άνθρωπος με το φυσικό του τέλος.
Οι δειλοί θα πει ο Σαίξπηρ, πεθαίνουν πολλές φορές πριν από τον θάνατο τους. Όχι μόνον ποιητά μου των αιώνων οι δειλοί. Και οι ρομαντικοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν από τον θάνατο τους. Τους σκοτώνει κάθε μέρα η ζωή, ως το τέλος. Ως το τέλος που θα μας θυμίζει ο Κώστας Ουράνης, από τους τελευταίους ποιητές που εγώ προσωπικά υπολογίζω για ποιητές.
Μήνυμα δε μου έρχεται κανένα
κι άνοιξη πια καμμία δεν περιμένω:
στο δρόμο το γυμνό που περπατάω,
ωσότου να πεθάνω -θα πεθαίνω!
«Nel mezzo del' cammin...», Κώστας Ουράνης.
Πάνος Χατζηγεωργιάδης