Πέτρου Λυγίζου
Στο σπίτι το βλέμμα του πατέρα
υψώνεται πάνω απ’ το γιασεμί
δρασκελίζει βιαστικά το βουνό
και χάνεται πέρα στον ορίζοντα.
Στην αυλή περπατώ με τα βήματά του
η συκιά πίνει κρυφά απ’ το ποτήρι του,
η πορτοκαλιά ξεράθηκε,
κι αυτός ο Αύγουστος έμεινε πια μονάχος…
Τίποτα…
εκτός από το μισάνοιχτο παράθυρο
που επιμένει να κοιτάζει το απέραντο πέλαγος,
μια συνομήλική του ροδοδάφνη που συνεχίζει να μουρμουρίζει
την υπόκωφη μουσική του βοριά
κι ίσως, τη βαριά σκιά που αφήνει ο χρόνος,
όταν -αδιάφορος, αμείλικτος-
προσπερνά τους ανθρώπους
αποκαλύπτοντας τη μόνη αλήθεια του εφήμερου ταξιδιού μας:
τον θάνατο…
Κι έμεινα πάλι μόνος..
μόνος να ονειρεύομαι, να λαχταρώ, να νοσταλγώ το παρελθόν,
να ταξιδεύω στα παιδικά μου χρόνια
ανάμεσα στα σταφύλια, στα σύκα που ξεραίναμε στο πηγάδι,
ανάμεσα στα κλαριά της ελιάς που κρυβόμουν,
ανάμεσα στο φως της πανσελήνου τις Αυγουστιάτικες νύχτες,
στα κύματα που έλουζαν την εφηβεία μου..
Μεγάλωσα, πατέρα…
Έφυγες όμως λίγο ξαφνικά και…
και δεν πρόλαβα να σου πω ότι..
ότι πάνω απ’ όλα τα παιδικά μου όνειρα,
δέσποζες εσύ,
σαν ελιά προαιώνια,
σαν γιγάντιος περιπατητής του άγριου βουνού,
πιο πολύ, σαν πατέρας…
Δεν κλαίω.
Άλλωστε, το ξέρω, είσαι κοντά μου..
Κι έτσι, απόψε πάλι θα περπατήσουμε μαζί… θέλεις;
Θα σε κρατώ απ’ το χέρι, ναι, όπως με κράταγες εσύ,
θα κατεβούμε το πέτρινο καλντερίμι
κι όπως θα περπατάμε χαρούμενοι,
θα ακούμε την ανάσα του βοριά που θα αντηχεί στα γκρεμισμένα σπίτια
και στο βάθος -ατέλειωτη, δεσποτική, φωτεινή-
θα μας περιμένει η θάλασσα που αγάπησες…
🌹
Copyright © Πέτρος Λυγίζος All rights reserved, 2019
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία της Στέλλας Σιδηροπούλου
Επίσης:
Ο νεκροθάφτης
Ανθόκηπος