Οι «Ξένες πόρτες» είναι ένα αδημοσίευτο κείμενο που ηχογράφησε και απομαγνητοφώνησε ο Μάνος Ελευθερίου και, πέντε χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, το εμπιστεύτηκε στη Νένα Μεντή. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στη Σύρο από τις αρχές του 20ού αιώνα κι έπειτα, μέσα από τη διήγηση της γιαγιάς του, Ευαγγελίας Διγενή. Η Βαγγελιώ γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1900 και μέσα από το σύντομο κείμενο της παράστασης μαθαίνουμε πώς παντρεύτηκαν οι γονείς της, ποια ήταν τ’ αδέλφια της και με τη σειρά της εκείνη πώς έζησε και πώς έφερε στο φως τον μεγάλο και ταλαντούχο συγγραφέα και στιχουργό. Δυστυχία, ξύλο, φτώχεια και βάσανα σημάδεψαν για πάντα τη ζωή και την καρδιά της.
Η παράσταση χωρίζεται σε μικρά ευδιάκριτα μέρη, με τον δικό του τίτλο το καθένα, κάτι που δίνει στην ηθοποιό την ευκαιρία να πάρει μικρές ανάσες και να συνεχίσει με τη γνωστή ενάργεια, δύναμη και υποκριτική της δεινότητα. Μέσα από την εξιστόρηση ζωντανεύουν οι δύσκολες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες της Σύρου και γενικότερα της Ελλάδας από τα τέλη του 19ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα.
Παιδική εργασία (η πρωταγωνίστρια δούλευε από τα έξι της), συζυγική βιαιοπραγία, συναισθηματικές ακρότητες, ερωτικές ατασθαλίες, υποτακτική θέση της γυναίκας μες στο σπιτικό της, σημασία στο τι θα πει ο κόσμος, κασκαρίκες και κωμικοτραγικά γεγονότα που φωτίζουν άπλετα μια κλειστή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες και ρυθμούς ζωής. Και στο βάθος η Σύρος, πάντα η γλυκιά, μαγεύτρα Σύρος, στην οποία περιδιαβαίνουμε παρακολουθώντας τις περιπέτειες της Βαγγελιώς. Τα γύφτικα, το γήπεδο, η Άνω Σύρα, εμπνέουν τον συγγραφέα να γλυκάνει όσο αυτό είναι δυνατόν τις αναμνήσεις του και τις αφηγήσεις που άκουγε.
Η κυρία Νένα Μεντή τα καταφέρνει επάξια γι’ άλλη μια φορά και μεταμορφώνεται σε ηλικιωμένη γυναίκα που αφηγείται στον (αόρατο) γιο της, Μάνο, όλα αυτά τα γεγονότα και περιστατικά. Από βασανισμένη γυναίκα γίνεται χαριτωμένη παιδούλα και τρομαγμένη νεόνυμφη, μάγκας του καφενέ και βαριομίλητος σύζυγος, στυγνός εισαγγελέας και ανήσυχη γειτόνισσα, πολύξερη μαμή και απογοητευμένη γυναίκα.
Παραστατική, δυνατή, αεικίνητη, με βροντερή φωνή και εύπλαστο σώμα, πότε αγαπάς και πότε λυπάσαι τον ρόλο που υποδύεται, κάνοντάς σε απόλυτο κομμάτι της μαγευτικής αυτής παράστασης. Παρ’ όλ’ αυτά, έχοντας δει τουλάχιστον τρεις φορές την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», ήταν αναπόφευκτο να μη μου έρθουν στο μυαλό αντίστοιχες κινήσεις και εκφράσεις από κείνη την παράσταση. Χωρίς να κοπιάρει ή να επαναλαμβάνεται, η κυρία Μεντή κάνει άλλο ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα της, απλώς τυχαίνει η κεντρική ηρωίδα να ζει σε μια εποχή σχεδόν ίδια με της σημαντικής στιχουργού κι έτσι οι ομοιότητες είναι αναπόφευκτες.
Η δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία είναι του Μάνου Καρατζογιάννη που έδωσε δύναμη και άφθονο υλικό στην κυρία Μεντή για να κινηθεί όπως εκείνη ξέρει ενώ η συνεργασία με τον Θανάση Νιάρχο και τη Χριστιάννα Μαντζουράνη έδωσαν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα συνολικά. Τα σκηνικά του Γιάννη Αρβανίτη αναπαριστούν ακριβώς εκείνη τη φτώχεια και ταπεινότητα που χρειάζεται για να δοθεί ρεαλισμός στην παράσταση. Η πρόσοψη μιας παράγκας και μια μικρή κουζινίτσα με το φανάρι των τροφίμων, το ντενεκεδάκι με το βρυσάκι, το τσουκάλι κι ένα καντήλι είναι τα λιτά αντικείμενα που χρησιμοποιεί και οι χώροι όπου κινείται η ηθοποιός. Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου χάρη στην πρωτότυπη κι ευχάριστα ρηξικέλευθη ενορχήστρωση δίνει μια νέα μορφή σε γνωστά τραγούδια, όπως η Φραγκοσυριανή, κι όσο έπαιζε η ηθοποιός επί σκηνής προσπαθούσα να θυμηθώ το καθένα από αυτά. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα είναι ακριβώς ό,τι θα φορούσε μια φτωχή γυναίκα που αφηγείται τα βάσανά της ενώ οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου βοηθάνε πολύ στο όλο εγχείρημα. Οι υπέρτιτλοι σε ελληνικά και αγγλικά ήταν όπως πάντα μικροί (αν είσαι στην τελευταία σειρά δύσκολα τους διαβάζεις) και δυστυχώς η τάση να απεικονίζουν στο πάτωμα τις επικεφαλίδες των μερών της παράστασης δυσκολεύουν τους θεατές ενώ ένα διαρκές τρίξιμο από όλους που σκύβουν για να τους διαβάσουν αποσυντονίζει την ατμόσφαιρα.
Οι «Ξένες πόρτες» είναι ένα συγκινητικό, γλυκόπικρο κείμενο του Μάνου Ελευθερίου για τη ζωή της γιαγιάς του στη Σύρο των αρχών του 20ού αιώνα και ζωντανεύει με μαεστρία και υποκριτική δεινότητα από τη σημαντική κυρία του θεάτρου μας, Νένα Μεντή. Γέλιο και δάκρυ εναλλάσσονται σε μια δυνατή και έντονη συναισθηματικά παράσταση που μου εντυπώθηκε και με ταξίδεψε σε εποχές δύσκολες και ανθρώπους δυσπρόσιτους.
Τη σκηνοθεσία, τη δραματουργική επεξεργασία και την πρωτότυπη μουσική της παράστασης υπογράφουν αντίστοιχα ο Μάνος Καρατζογιάννης, ο Θανάσης Νιάρχος και ο Γιώργος Ανδρέου, στενοί συνεργάτες του Μάνου Ελευθερίου όσο ήταν εν ζωή.
Δραματουργική επεξεργασία – σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Δραματουργική συνεργασία: Θανάσης Νιάρχος – Χριστιάνα Μαντζουράνη
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Ερμηνεία: Νένα Μεντή
Διεύθυνση παραγωγής: Μαρία Κωνσταντάκη