Τα ποιήματα, τα τραγούδια, τους στίχους τα αγαπούσα από μικρός και από τα τέσσερά μου θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει και να σκαρώνει στιχάκια κι ενίοτε να τα μελοποιεί με τα πενιχρά μέσα που τότε διέθετε.
Όμως έπρεπε να φτάσω λίγο πριν τα 19 -δέκα χρόνια πίσω- για να καταλάβω πως σκοπός της ζωής μου είναι ο έμμετρος στίχος, εγκαταλείποντας έτσι οριστικά ό,τι ελευθερόστιχο είχα γράψει στην εφηβεία μου.
Υπέροχο το συναίσθημα του να ξέρεις πού ανήκεις και πού είσαι ταγμένος, σίγουρα ωστόσο απαιτείται αρκετή δουλειά για να πετύχεις τη μορφική τελειότητα και να βελτιωθείς αισθητά.
Όταν, λοιπόν, μπήκα στο κίνημα του λεγόμενου "νεοφορμαλισμού", της συνειδητής δηλαδή προσπάθειας επαναφοράς του μέτρου και της ρίμας ήρθα σε επαφή με το λόγο σύγχρονων ποιητών όπως ο Διονύσης Καψάλης και ο Ηλίας Λάγιος που με επηρέασαν σημαντικά.
Υστερούσα σημαντικά βέβαια μπροστά τους -κι ακόμα εξακολουθώ να υστερώ-, προσπάθησα πολύ ωστόσο να βελτιωθώ στη δεκαετία που πέρασε, τόσο μορφικά όσο και νοηματικά.
Ρόδες για να κυλήσει ομαλά το ποιητικό μου όχημα σ’ αυτή τη λεωφόρο έδωσαν πολύτιμοι συνοδοιπόροι της ομάδας "Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό", ιδίως ο Κώστας Κουτσουρέλης, η Σοφία Κολοτούρου και ο Ααρών Μνησιβιάδης, τους οποίους κι ευχαριστώ από καρδιάς.
Ακόμα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω, να εκτιμήσω, να βαδίσω στο πλευρό σημαντικών νέων έμμετρων δημιουργών όπως ο Θεοδόσης Βολκώφ, ο Γιάννης Δούκας, εσχάτως ο Θανάσης Γαλανάκης, ο Αλέξανδρος Κορδάς και ο Δημήτρης Σολδάτος, απόδειξη πως οι σπόροι που ο Καψάλης και οι συν αυτώ έσπειραν στις αρχές του 90 τώρα πια βλασταίνουν.
Νωρίς σχετικά έγινε, οπότε, η πρώτη μου συνεισφορά σε μια ομαδική δουλειά, καθώς στα 22 μου, το 2012, κυκλοφόρησα από κοινού με τη Σοφία Κολοτούρου και τον Ααρών Μνησιβιάδη την "Τρίλιζα" από τις εκδόσεις Βακχικόν, ένα μικρό βιβλιαράκι με τρία ποιήματα του καθενός, φόρο τιμής στα 20 χρόνια από το "Τριώδιο" των Καψάλη, Λάγιου, Κοροπούλη.
Ο χρόνος, φυσικά, με κάνει και βλέπω τα τότε ποιήματά μου ως απλές φωτογραφίες της περιόδου, μήπως όμως κάθε δημιουργία μας δεν είναι κάτι αντίστοιχο κι έτσι κάλλιστα μπορεί στο μέλλον να δηλώσω το ίδιο και για την τωρινή μου δουλειά;
Υπερβολικά μεγάλη σε όγκο (και σαφώς άνιση σε αξία) ήταν η παραγωγή μου αυτή τη δεκαετία της διαμόρφωσης, του πειραματισμού με φόρμες και νοοτροπίες. Τμήμα της δημοσιεύτηκε διαδικτυακά, άλλα ποιήματα έχουν μείνει απλά στο ντοσιέ και στους ψηφιακούς φακέλους.
Κυκλοφορώ, οπότε, από τις εκδόσεις Βακχικόν πλέον την πρώτη προσωπική μου δουλειά που συμπεριλαμβάνει τις ποιητικές μου συλλογές της περιόδου 2015-19.
Ανάμεσα στα έργα της συμπεριλαμβάνονται ποιήματα με άξονα το διάστημα, τη σημαδιακή σε κάθε άντρα περίοδο του στρατού, τη μεταφυσική και υπαρξιακή αναζήτηση, πάντα σε ένα ευρύτερο όραμα που συνέχει θεματικές και νοοτροπίες στον αγώνα για την προσέγγιση ενός -κατά πάσα πιθανότητα ανέφικτου- "όλου".
Ιδιαίτερη αναφορά κάνω στην επικοινωνία με το θείο στοιχείο και -καθώς άθεος ο ίδιος- θεωρώ πως μπορώ να αποστασιοποιηθώ από επικαιρικά δόγματα και αντιλήψεις και να μελετήσω ένα φαινόμενο ευρύτερα και στη διαχρονία του.
Τη πρώτη ενότητα του βιβλίου -που τιτλοφορείται NASA- την έγραψα την περίοδο της ιδιαίτερης κοινωνικής έντασης του 2015 και των ελπίδων που γκρεμίστηκαν. Δεν είναι, βέβαια, επικαιρική, αντιθέτως μάλιστα η φυγή προς το αχανές θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίβαρο στην εδώ παρακμή των ονείρων.
Η δεύτερη -που ονομάζεται "Κιλκίς" από την πόλη της Κεντρικής Μακεδονίας που υπηρέτησα ως φαντάρος- δομείται σε τρία χρονικά επίπεδα, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, συνομιλώντας ενίοτε με ιστορικά πρόσωπα.
Σχίσμα λέγεται το επόμενο τμήμα κι αφορά ακριβώς τη στιγμή εκείνη στην ιστορία ενός λαού -ή κι ενός ατόμου- που έχει καταλάβει τον προορισμό του και το στόχο του στη ζωή, με τα συνακόλουθα πράγματα βέβαια που καλείται αυτομάτως να θυσιάσει.
Για το επόμενο τμήμα με τον τίτλο "Ο Μωάμεθ στην Ευρώπη: η αλλαγή μιας εποχής" άκουσα από φίλους και ποιητές αντιφατικά σχόλια, δείγμα πιθανότατα των πολλαπλών κι αντίρροπων φωνών κι αντιλήψεων που προσπαθώ να κάνω να συνυπάρξουν αρμονικά δηλώνοντας το τέλμα μιας αφήγησης κατά τη γέννηση μιας νέας.
Η τελική ενότητα την οποία και ονομάζω "Αλυτρωτισμό" έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο χρονικά ιστορικό περιστατικό της δεκαετίας του 1980, πίσω απ’ αυτό όμως εκφράζονται εν γένει αντιλήψεις περί ποιητικής και κάθε είδους "πίστης", προνεωτερικής ή ακόμα και αντίστοιχης νεωτερικής.
Στο μέλλον δεν γνωρίζω τι θα ακολουθήσει. Σίγουρα υπάρχουν συλλογές της πρώτης νιότης που -με τα όποια ελαττώματά τους- διεκδικούν να δουν το φως (ανάμεσά τους και μια νουβέλα κι ένα έμμετρο θεατρικό), σίγουρα υπάρχουν και πολλοί στίχοι για τραγούδια που αναζητούν μελοποίηση. Ένα είναι το βέβαιο: το ταξίδι αυτό που μόλις ξεκίνησε έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του...[1]
Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Θ.Γ.: Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, από τα 19 μου μάλιστα που πήρα τη σημαδιακή απόφαση να εγκαταλείψω το μοντερνισμό και τον ελεύθερο στίχο γράφω αυστηρά και μόνο έμμετρα κι ομοιοκατάληκτα. Έκρινα, οπότε, ότι μετά από μια δεκαετία μαθητείας στο μέτρο και τη ρίμα έφτασε πια η κατάλληλη στιγμή να επικοινωνήσω ένα μεγάλο μέρος του έργου μου με το ευρύτερο κοινό, πέρα από τα μπλογκ, τις συλλογικές δουλειές και τα διαδικτυακά περιοδικά. Το αν εντέλει το κατορθώνω ή αν μένει ατελέσφορη η προσπάθεια, θα φανεί στον καιρό που ακολουθεί.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Θ.Γ.: "Ολιστικό": κι εξηγούμαι, όταν το όραμά σου είναι ευρύ και προσπαθείς να συγκεράσεις σ’ αυτό διαφορετικές εποχές και νοοτροπίες σε μια αφήγηση κοινή και συνεκτική δεν μπορείς να το περιγράψεις με κάποια άλλη λέξη. Σίγουρα, βέβαια, ενυπάρχει σαφής ο κίνδυνος πλατειασμών ή υπέρμετρης προβολής κάποιων όψεων του επιστητού έναντι άλλων, ο αγώνας όμως για έναν ευρύ όραμα δεν σταματά ποτέ. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η δουλειά του καθενός και της καθεμιάς από εμάς δεν αποτελεί παρά μόνο μια ψηφίδα του οράματος αυτού.
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Θ.Γ.: Θα τον/την συμβούλευα σαφέστατα να απεκδυθεί τις εσφαλμένες νοοτροπίες που η νεωτερική κοσμαντίληψη έχει ορίσει για την ποίηση, ότι δηλαδή εκείνη αφορά αυστηρά και μόνο το μοναχικό άτομο με τα πάθη του, τις ηδονές, τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Θα του/της έλεγα πως παράλληλα με τον ελεύθερο στίχο ουδέποτε έπαψε να καλλιεργείται η παραδοσιακή προσωδία, όσο κι αν ηθελημένα ορισμένοι κύκλοι την άφησαν για δεκαετίες στην άκρη ως "ξεπερασμένη" ή ανίκανη να ερμηνεύσει τα πολυεπίπεδα κελεύσματα των νέων καιρών. Θα επιθυμούσα, ακόμα, να πάρει τα όσα θέματα έχω θέσει εγώ και να τα συνεχίσει, να λάβει δηλαδή τη δάδα και να προχωρήσει στο ατελείωτο μονοπάτι των ημερών...
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Θ.Γ.: Σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση, θέλω να ελπίζω πως δεν θα έμενε μόνο στα στενά όρια της χώρας και της εποχής, αλλά θα σφιχταγκάλιαζε και όσα πέρασαν αλλά και όσα μέλλονται να ‘ρθούν, καθιστώντας κάθε στιγμή ικανή να τοποθετηθεί στη θέση της στον κύκλο των ημερών και -γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- να βιωθεί και να κατανοηθεί σε όλες της τις διαστάσεις. Κι ακόμα θα έβγαινε και έξω από τα όρια του πλανήτη, όπως αποτυπώνει και η προσπάθεια επικοινωνίας μου με τα ουράνια σώματα, με το αχανές "όλο" του στερεώματος από το οποίο είμαστε καταδικασμένοι να δούμε παρά μόνο μια μικρή φωτογραφία επικαιρικών στιγμών μέσα στα δισεκατομμύρια χρόνια της διαχρονίας του.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Θ.Γ.: Θα διαλέξω το φινάλε του ποιήματος "Φράουλαϊν" που έχω τοποθετήσει και στο οπισθόφυλλο της συλλογής:
Μα είσαι μονάχη όταν βλέπεις το φεγγάρι;
Είσ’ ερημήτις σαν χαζευεις τα πουλιά;
Πόσοι θα ζήλευαν την όμορφή σου χάρη
να κρυφαγγίζεις του πλανήτη τη λαλιά,
μιας εποχής που ρυθμικά θα σιγοσβήνει
πριν ξημερώσουν το σκοτάδι και η δίνη.
Έχεις πατήσει εκεί που οι άλλοι δεν τό βλέπουν
και αμφιβάλλω πια αν θα τό δουν ποτέ.
Ίσως το φως που επιζεί να παραβλέπουν,
ίσως το σκότος να ‘ναι η μοίρα σου, βροτέ.
Ίσως ήδη άγγιξες τον έπειτα ουρανό σου
-κι ίσως απλά να θες να κρύψεις το κενό σου
Μέσα σου ζουν σ’ αιώνια άνοιξη οι αγάπες
κι οι δαφνωμένες απ’ τα χιόνια οροφές.
Τα λόγια φεύγουνε, μαζί κι εσύ που τά ‘πες,
μα ταξιδεύουν οι φωτιές στις κορυφές
γα να βρεθεί η γενιά που πάλι θα κινήσει
σχεδία να φτιάξει μακριά απ’ το ερμονήσι...
Η συλλογή του Θάνου Γιαννούδη, Του ουρανού και της γης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Ο Θάνος Γιαννούδης γεννήθηκε το 1990 στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος Φιλολογίας καθώς και Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας. Δραστήριος κοινωνικά και πολιτικά στο χώρο της πολιτικής Οικολογίας, συμμετέχει σε αλληλέγγυες κινήσεις ανά την επικράτεια. Στα 19 του χρόνια μυήθηκε στο νεοφορμαλισμό κι εγκατέλειψε για πάντα τον ελεύθερο στίχο και τη μοντερνιστική περί τέχνης θεώρηση. Λατρεύει την έμμετρη ποίηση και το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι, γράφει ποιήματα και στίχους, συμμετέχει στη διαδικτυακή ανθολογία έμμετρης ποίησης Νέοι ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό κι αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικές ιστοσελίδες, εφημερίδες και περιοδικά για επιστημονικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Πιστεύει βαθιά σε μια πλανητική, ολιστική θεωρία που συνενώνει τις έκκεντρες αφηγήσεις υπό το πρίσμα μιας νέας συνεκτικότητας, προπομπό για τη διαφυγή από τη νεωτερική συνθήκη. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν η -εκτός εμπορίου πλέον- ποιητική συλλογή Τρίλιζα με τη συμμετοχή του (μαζί με τη Σοφία Κολοτούρου και τον Ααρών Μνησιβιάδη), ενώ η παρούσα είναι η πρώτη προσωπική του έντυπη συλλογή. Η υπόλοιπη ποιητική, στιχουργική και πεζογραφική του δουλειά είναι -τουλάχιστον ως προς την έντυπη μορφή της- ακόμα ανέκδοτη.
[1] Ο Θάνος Γιαννούδης συμπληρώνει την ακροστιχίδα του βιβλίου του. Η ακροστιχίδα είναι ένα παλαιό ποιητικό παιχνίδι στο οποίο τα αρχικά γράμματα των στίχων αν διαβαστούν από πάνω προς τα κάτω δίνουν μια λέξη ή φράση. Στην δική μου εκδοχή τα αρχικά γράμματα δίνουν τον τίτλο του έργου εκείνου που γράφει το παζλ και, εφόσον είναι ελεύθερος να συμπληρώσει τα αρχιγράμματα με όποιον τρόπο θέλει (μονολεκτικά, ποιητικά, περιγραφικά, κ.ο.κ. ακόμα και μονοσύλλαβα) ονόμασα την στήλη Ακρότιτλο. Περισσότερα σαν κι αυτό εδώ.