Πάντα, από τότε που πρωτόνιωσα τον εαυτό μου, με συγκινούσε τούτο το διαδραστικό παιχνίδι και για αυτό εγώ, που δεν μπορώ να θυμηθώ λέξη, θαύμαζα τους ηθοποιούς. Το να παίρνεις λέει ένα άψυχο κομμάτι χαρτί παραγεμισμένο με γράμματα, λέξεις, παραγράφους και να το μετασχηματίζεις σε άνθρωπο με σάρκα και οστά. Άνθρωπο σαν και σένα και μένα, άνθρωπο στην πιο βαθιά στην πιο ανεκλάλητη, στην πιο ανείπωτη αν το θες αναγνώστη μορφή του.
Ιδού η τέχνη.
Η τέχνη είναι ο τρόπος να ξεφεύγεις από τα "πρέπει". Είναι ένα παράθυρο στην μεγάλη αλήθεια. Στην μοναδική ίσως αλήθεια. Είναι μια απόδραση. Είναι τέλος ένας μονόδρομος ανηφορικός και δύσκολος και για τον ηθοποιό και για τον θεατή που καλείται όχι μόνο να απολαύσει το μήνυμα ενός έργου, αλλά και τον ηθοποιό που μέσα από τα δικά του βιώματα ενσαρκώνει το έργο. Κι αν είναι καλός ηθοποιός, είναι το έργο.
Η ανθρώπινη φωνή του Κοκτώ, έργο του 1930, είναι στην βαθιά της ουσία η ανθρώπινη κραυγή.
Είναι ένας ύμνος στο γκρέμισμα των προσδοκιών. Είναι τόσο λάθος να πιστεύεις στο ιδεατό και να το συνθλίβει αυτό η καθημερινότητα. Είναι τόσο λάθος, μα ένα λάθος που σχεδόν πάντοτε κάνεις. Είναι μια εσωτερική καταιγίδα συναισθημάτων που έρχεται να σκεπάσει με τα μαύρα της σύννεφα, κάθε ελπίδα καλοκαιρίας, κάθε ανάμνηση των ευτυχισμένων έστω και πλασματικά ημερών του χθες. Τι κι αν αγάπησες ένα φάντασμα, μιαν εντύπωση που σου έδωσε ο άλλος και που σε γέμισε προσδοκία για ένα ευτυχισμένο μέλλον; Τώρα θα μου πεις, έχουν και οι ζωντανοί φαντάσματα; Φυσικά και έχουν. Και αυτά τα φαντάσματα είναι τα πιο τρομακτικά από όλων των πεθαμένων μαζί.
Εχθές σαν άνοιξαν τα φώτα της ράμπας, του θεατρικού σανιδιού που λέμε εις την αγοραίαν, η κ. Μαρία Κόκκα, άνθρωπος με χρόνια στο λυρικό θέατρο, άνθρωπος με εξαίσια πορεία σε ό,τι και αν καταπιάστηκε και το κυριότερο άνθρωπος με ήθος διότι αυτός οφείλει να είναι ο ηθοποιός, με προβλημάτισε. Από το πρώτο εκείνο εκστατικό σύγκορμο τρέμουλο της αγωνίας επάνω σε ένα τηλέφωνο που θα ήταν και το τελευταίο και βάση αυτού εξελίσσεται όλος αυτός ο συγκλονιστικός μονόλογος του Κοκτώ, ως και το σπαρακτικό εκείνο «Σ' αγαπώ!» του τέλους του μονολόγου, όπου έμοιαζε με το «ΠΥΡ!» ενός αόρατου εκτελεστικού αποσπάσματος που θα έδινε λύση και κάθαρση στον τραγικό αυτόν γυναικείο χαρακτήρα όπου εκλήθη να ενσαρκώσει η ηθοποιός μας.
Και τον χαρακτήρα αυτόν της πληγωμένης, διαλυμένης, προδομένης εκείνης γυναίκας η κ. Κόκκα τον έφερε στην ζωή με μιαν απόλυτον αρμονίαν, ισορροπώντας ανάμεσα μιας άρτιας τεχνικής απόδοσης του κειμένου και της τρομερής, αδύνατον να εκφραστεί με λόγια, εσωτερικής πάλης.
Η εσωτερική αγωνία για κείνο το τέλος μιας σχέσης από καιρό τελειωμένης, μιας σχέσης πεθαμένης και σε σήψη σαν εκείνη την παλιά ιστορία της Δουκίσσης της Πλακεντίας Σοφίας Ντε Μπαρμπουά-Λεμπραίν, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει το νεκρό κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας που χάθηκε από αόρατη, άγνωστη αρρώστια στην άμμο της Μέσης Ανατολής μέσα στα σκοτεινά κελάρια του κάστρου της, να διατηρήσει ένα πτώμα που από καιρό έπρεπε να είχε βρει αναπαμό στο χώμα, διαπερνούσε όλο της το είναι από την ψυχή ως το κορμί και μας τοποθέτησε στην θέση μας στο τέλος.
Μας έκανε να σκεφτούμε το πόσες φορές ίσως και μεις έχουμε περιέλθει στην ίδια ακριβώς θέση ανεξαρτήτως φύλου.
Μας μίλησε ο άνθρωπος, ούτε καν η γυναίκα, ούτε καν ο άντρας. Η τέχνη δεν είναι ούτε λαμπιόνια, ούτε εφημερίδες, ούτε τηλεόραση, ούτε διασημότητα, όλα αυτά αν έρθουν είναι περαστικά, μόνο η ουσία των πραγμάτων μένει να αιωρείται. Κι αυτήν την ουσία πρέπει να αναζητά σε κάθε έργο ο θεατής. Να βλέπει κάθε κείμενο που αξίζει να διδάσκεται από σκηνής, ως μάθημα ζωής, ως βίωμα δικό του αλλά και ως μήνυμα σε μια μποτίλια για τους άλλους, όποια χωροχρονική διάσταση και να έχουν αυτοί οι «άλλοι».
Αυτό θα πει κλασσικό θέατρο. Με μηνύματα διαχρονικά. Η ανθρώπινη μοναξιά, η ανθρώπινη προσμονή για ευτυχία, οι μεγάλες απογοητεύσεις, είναι τέτοια ακριβώς μηνύματα. Και για αυτό συγκινούν και τότε και τώρα και πάντα...
Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Ερμηνεία: Μαρία Κόκκα
Σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια, σκηνικά: Ελένη Μιχελή