Είχα ψάξει στα αρχεία εκείνα και είχα βρει πολλά στοιχεία. Τα πιο πολλά από αυτά ήξερα ότι ήταν χαζομάρες και αβάσιμα ως προς κάθε φύση και λογική. Όμως όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή από εκεί που δε το περιμένεις ξεπετάγεται κάτι από το πουθενά και σου αλλάζει τα πάντα. Στην αρχή δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνο το στοιχείο που μας αλλάζει την πραγματικότητα και καταλαβαίνουμε ότι ήταν εκεί από την αρχή. Παρέμενε σε κοινή θέα μέχρι να δώσει το στίγμα του και να αρχίσει μια αλυσιδωτή αντίδραση ώστε να αλλάξουν όλα σα κύμα και να με παρασύρει σε μια άλλη γωνία του σύμπαντος. Σε εσένα.
Ακόμα και εδώ στην ερημιά υπάρχει μια στάση μοναχική με τα φώτα από τις ταμπέλες να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι. Τα παλιά ηχεία από το σταθμό που έπαψαν εδώ και χρόνια να λειτουργούν, έβγαλαν ένα αποπνιχτικό ήχο, σαν να έσπασε κάτι μέσα τους.
Ο ήχος βγήκε σα βραχνιασμένο βήχα φυματικού και παρεμβολές ακούγονταν από τα ελεύθερα ραδιοσήματα της ατμόσφαιρας. Όμως αν άκουγες προσεχτικά θα καταλάβαινες ότι κάποιος ή κάτι προσπαθούσε να έρθει σε επαφή γιατί ήθελε να παρεμβάλει την υπόστασή του σε αυτό τον κόσμο.
Σε εκείνο το σταυροδρόμι οι ράγες του τρένου διασταυρώνονται και ενώ δείχνουν ότι συνεχίζουν σε κάποια πόλη μακρυά, στην πραγματικότητα πηγαίνουν σε μια άλλη διάσταση.
Κατά κάποιο τρόπο τα ηχεία ανακοινώνουν την άφιξη και το άνοιγμα της πύλης. Ταξιδιώτες εμφανίζονται από το πουθενά με τις βαλίτσες τους και επιβιβάζονται στο τραμ που αχνοφαίνεται στην πραγματικότητα που προβάλει ανάμεσα στο τώρα και στο τότε.
Μόνος στη στάση ακούω τα ηχεία να συνεχίζουν να βουίζουν πάνω από το κεφάλι μου εκείνη την συνεχόμενη ασυναρτησία παρεμβολών μέχρι που κάποια στιγμή βούλωσαν τα αυτιά μου.
Την επόμενη στιγμή την είδα.
Πίσω από μια λάμψη φωτός φάνηκε η μορφή της που κάθισε σε ένα παγκάκι.
Φαινόταν σαν από άλλη εποχή με τα μοναδικά μάτια της και τα παράξενα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Κρατούσε στο χέρι της μια βαλίτσα και φόραγε ένα αέρινο ολόσωμο άσπρο φόρεμα από δαντέλα.
Εκεί που καθόταν όμως γύρισε με είδε και μου χαμογέλασε.
Αυτή η παράξενη ταξιδιώτισσα που ήρθε από το πουθενά με κοίταξε, δείγμα ότι οι υπάρξεις μας μπορούν να έρθουν σε επαφή ακόμα και από διαφορετικούς κόσμους.
Δε μπόρεσα να αντισταθώ στο καλεσμά της και ήθελα να ανακαλύψω το βλέμμα της ίσως και την αίσθησή της η ακόμα και τη μυρωδιά της από κοντά.
Δεν ήθελα να μείνω με τη σκέψη ότι δε τόλμησα ποτέ να την πλησιάσω, κάτι που θα με στοίχειωνε στους πιο τρελούς μου εφιάλτες. Άλλωστε είχα φάει τόσα πολλά χρόνια έρευνας και προσπάθειας.
Έκανα το πρώτο βήμα προς τη μορφή της και ένοιωθα το έδαφος να κάνει ρωγμές και να σπάει από κάτω μου, αλλά εγώ συνέχισα και δεν την άφηνα από τα μάτια μου. Φοβόμουν μην ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου και σε εκείνο το δευτερόλεπτο χαθεί για πάντα.
Όσο περπατούσα προς τα εκείνη, η απόσταση φαινόταν μικρή στο χρόνο μα η καρδιά μου παρέτεινε τη ροή του αίματος της λίγο ακόμα, μια μικρή ψευδαίσθηση τελευταίας ζωής μικρών δευτερολέπτων. Όμως όταν κάθισα μαζί της όλα κύλησαν κανονικά και περάσαμε σε μια άλλη εποχή. Ο σταθμός δεν ήταν πια μοναχικός καθώς κόσμος γέμισε το χώρο και ο ήλιος φώτιζε τα πάντα. Τα τρένα περνάγανε και γέμιζαν κόσμο για να τον ταξιδέψουν σε όλες τις μεριές της γης.
Μα εγώ είχα ταξιδέψει μέσα στα δικά της μάτια και συνέχιζα να την κοιτάω, ώσπου κάποια στιγμή κάτι μου έλεγε και εγώ δεν άκουσα.
Την επόμενη στιγμή γέλασε και εκεί την άκουσα για πρώτη φορά.
-Συγνώμη κύριε δε με ακούτε τόση ώρα; Τι πάθατε;
Η φωνή της ήταν κάτι σαν μελωδία που αντανακλούσε στην ψυχή μου μέσα από τα γραπτά κείμενα που διάβαζα τόσα χρόνια. Ήξερα ότι υπήρχε, ότι κατά κάποιο τρόπο δημιουργήθηκε σα νύμφη και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το συστατικό στην όλη σύνθεση του μαγικού αυτού ξορκιού ήταν η εμμονή μου με το παραφυσικό και τα ατελείωτα χρόνια αφοσίωσης στην έρευνα.
Λίγο αμήχανος στην αρχή ψέλλισα και εγώ τις πρώτες λέξεις και της μίλησα, μέσα μου δε πίστευα ότι είχα μπει στον κόσμο της, στη στιγμή της στην εποχή που αυτή ζούσε και ανέπνεε.
-Τι μου είπατε; Συγνώμη δε σας άκουσα.
-Καλησπέρα σας είδα από μακρυά και αναρωτήθηκα τι περιμένετε...
-Θα με πιστεύατε αν σας έλεγα ότι σας περίμενα;
-Τι περίεργο! Και εγώ το ίδιο.
Ήθελα να της πω την αλήθεια, για αυτό το περίεργο ταξίδι στον χρόνο, για τις ατελείωτες ώρες που ξόδεψα για την πίστη μου πως κάποια μέρα θα την έβλεπα από κοντά, θα της μιλούσα θα την άγγιζα και δε θα ήταν ένα όνειρο αλλά η δική μου αιώνια πραγματικότητα, μαζί της.
Φόβος με κυρίευσε γιατί δεν ήθελα να τη χάσω, άσε που θα με πέρναγε για τρελό καθώς ήταν ξεκάθαρο ότι προερχόμασταν από άλλες εποχές και το σταυροδρόμι απλά υπήρχε εκεί να ενώνει χαμένες καρδιές. Μα τελικά τι είχε σημασία πλέον.Εγώ και αυτή ήμασταν επιτέλους μαζί.
-Πολύ περίεργο.
-Ότι σας περίμενα;
-Όχι, ότι δε με ακούσατε την πρώτη φορά που σας μίλησα, ήσασταν τόσο κοντά μου και όμως φαινόσασταν αφηρημένος για αρκετή ώρα θα έλεγα.
-Πράγματι αλήθεια είναι, έχω τόσα πράγματα στο μυαλό μου λες και το σύμπαν προσπαθεί να μπει σε μια τάξη στο μυαλό μου αλλά με το που σας είδα…
-Αλλάξατε διάσταση ε;
-Κάπως έτσι, λες και όλα πήραν τη θέση τους. Τι μου λέγατε λοιπόν πριν κουφαθώ;
-Έλεγα ότι δε πρέπει να συναντιόμαστε έτσι.
-Πώς δηλαδή;
-Να πίσω από τις ηλιαχτίδες και με τόσο κόσμο ανάμεσα να μας ενοχλεί. Πρέπει να ζήσουμε τις δικές μας στιγμές και ας προερχόμαστε από άλλες εποχές και αντιλήψεις.
-Συμφωνώ απόλυτα, άλλωστε όταν θέλουν δυο άνθρωποι να βρεθούν παραμερίζουν τα πάντα και απλά υπάρχουν οι δυο τους, η φύση τους διαχέεται η μία μέσα στον άλλο και γίνονται ένα.
-Ακριβώς.
Δε μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν και αν τελικά προέβαλλα τη σκέψη μου στο σύμπαν σαν ένα καθρέφτισμα του εαυτού μου που τελικά μου αντιμίλαγε κάνοντας ένα διάλογο με το εσωτερικό μου σκοτάδι, ακούγοντας την ηχώ του εαυτού μου. Η κοπέλα που έβλεπα και μιλούσα ταίριαζε πάρα πολύ με τον εαυτό μου και αυτό που με μπέρδευε ήταν ότι ενώ προερχόταν από άλλο τόπο και χρόνο φαινόταν να είναι και αυτή ερευνήτρια και στο ίδιο θέμα ακριβώς με το δικό μου. Αν την ήξερα καλύτερα θα έλεγα ότι ήταν συνεργάτης σωσίας μου με γυναικεία μορφή από άλλη διάσταση.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό επάνω της, κάτι με έλκυε σε αυτήν λες και είχαμε ζήσει χρόνια μαζί, ήταν σαν να μύριζα το άρωμά της και μου ερχόντουσαν αναμνήσεις από μια άλλη παράλληλη διάσταση. Σαν το άρωμά της, να αναπροσδιόριζε τις αναμνήσεις μου με δικές μας.
Δουλεύαμε μαζί και ήμασταν πάντα δίπλα ο ένας με τον άλλο, ήμασταν και οι δυο ερευνητές και κατά κάποιο περίεργο τρόπο άνοιξε ένα παράθυρο και αντικρίσαμε ο ένας τον άλλο.
Νόμιζα πως ότι έπρεπε να βρω κάποια φόρμουλα όπως να την αγγίξω για να περάσω στη διάστασή της αλλά ο χρόνος δεν ήταν αρκετός .Όταν άνοιξε για πρώτη φορά το παράθυρο του χωροχρόνου, έκλεισε σχεδόν ακαριαία αλλά κράτησα τη μορφή της και το βλέμμα της στη θυμησή μου και αυτό λειτούργησε σα κλειδί.
Όπως οι αναμνήσεις μας ταξιδεύουν σε παλιές εποχές ξεκλειδώνοντας λεπτομέρειες που είχαμε ξεχάσει.
Τα λόγια της με συνεπήραν και μιλάγαμε για αρκετές ώρες σε εκείνο το σταθμό του πουθενά. Μιλάγαμε με τα μάτια μας την κίνηση του σώματός μας και την αίσθηση της στιγμής.
-Θέλεις να κάνουμε μια βόλτα; Μου πρότεινε μιλώντας μου στον ενικό και εγώ το βρήκα πολύ καλή ιδέα.
-Ας αφήσουμε τα προσχήματα, είπα και της παρέτεινα το χέρι μου δείχνοντας το δρόμο προς την αναχώρησή μας για τη βόλτα μας.
Σηκωθήκαμε και όπως πήγα να φύγω, μου είπε.
-Που πηγαίνετε κύριε; Εδώ όταν συνοδεύουμε μια δεσποινίδα το κάνουμε με τον σωστό τρόπο, πιανόμαστε αγκαζέ.
-Χίλια συγνώμη δεσποινίς, της είπα και πέρασα το χέρι μου ανάμεσα από το δικό της φέρνοντάς τη πιο κοντά μου.
Αρχίσαμε τον περίπατό μας και αφήσαμε πίσω μας το μοναχικό σταθμό.
Περπατούσαμε ανάμεσα στον κόσμο και χαθήκαμε στη ροή της πόλης.
Μιλάγαμε και άκουγα το γέλιο της και τη μελωδική φωνή της να ξεχωρίζει.
Κάναμε βόλτα στις βιτρίνες των μαγαζιών μιας εποχής πολύ καιρό ξεχασμένης και με το δικό μου σκεπτικό ήταν όλα τα ρούχα παλιομοδίτικα για την εποχή μου. Αλλά αυτό δε με πείραζε καθόλου γιατί ήμουν μαζί της και πιο πολύ απ όλα το περίεργο πείραμα είχε πετύχει.
Τα αρώματα από εκείνη την εποχή αλλά και το ότι πραγματικά είχα καταφέρει να περάσω σε ένα άλλο κόσμο και να τη συναντήσω, απίθανο.
Ήλπιζα μόνο να μην είχα πεθάνει και τα έβλεπα αυτά σαν ένα χαμένο νεκρικό όνειρο αλλά σκέφτηκα ότι οι φόβοι μου πάλι παρεμβάλλονται και για μια στιγμή τους άφησα στην άκρη.
-Τι έπαθες; με ρώτησε.
-Δεν ένοιωσα καλά, κάτι σκέφτηκα, πώς το κατάλαβες;
-Μου έσφιξες το χέρι.
-Ω συγνώμη δεν το ήθελα, ας συνεχίσουμε τη βόλτα μας.
-Λοιπόν η εποχή σου πως είναι;
-Μια από τα ίδια, είναι πιο εκσυγχρονισμένη με τεχνολογικά μέσα, κατά τα άλλα το παίζουν όλοι ότι έχουν προοδεύσει ειδικά στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά δεν έχουν κάνει και πολλά βήματα, ακόμα υπάρχει πόλεμος για να καταλάβεις.
-Κατάλαβα, μίλησε απογοητευμένη αλλά αμέσως μετά έκανε την επόμενη ερώτηση σα μικρό παιδί.
-Και από συναισθήματα τι γίνεται; Ερωτεύεται ο κόσμος ή όχι;
-Μα φυσικά, αλλά έχω την αίσθηση πως όχι όπως παλιά, σαν την εποχή σας.
-Τι εννοείς;
-Να έχω την εντύπωση πως στην εποχή σου, δηλαδή τώρα είχατε πιο πολύ την αίσθηση του έρωτα και της αγάπης, της συμπόνιας και της θαλπωρής ενώ στη δική μας εποχή αυτά τείνουν να χαθούν.
-Μάλιστα τώρα κατάλαβα, είπε και για μια στιγμή σκέφτηκε σαν να επεξεργαζόταν αυτό που της είπα.
Προχωρούσαμε στα στενά πέτρινα σοκάκια μιας γραφικής πόλης και κοιτούσαμε μικρά μαγαζάκια που φαινόντουσαν σαν να ήταν σμιλεμένα στον βράχο.
Και οι δυο κάναμε ότι κοιτούσαμε τις πραμάτειες και τις επεξεργαζόμασταν αλλά νομίζω ότι σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και αμήχανα μου ξέφυγε μια φράση και είπα.
-Α θέλω και εγώ να σε ρωτήσω κάτι.
Την επόμενη στιγμή τα κεφάλια μας είχαν έρθει τόσο κοντά και σε μια συγκεκριμένη γωνία που τα χείλη μας ακουμπούσαν το ένα το άλλο.
Στην αίσθηση της ανάσας της δεν άντεξα και τη φίλησα και εκείνη έκανε το ίδιο.
Ο κόσμος γύρναγε γύρω μας και χανόταν, μέσα σε εκείνη την αίσθηση οι καρδιές μας συντονίστηκαν σα μία.
Συνεχίσαμε αυτή τη φορά τη βόλτα μας πιασμένοι από το χέρι και καταλήξαμε να βγούμε από την πόλη και να δούμε λίγο φύση.
Πήγαμε και καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο στο γρασίδι.
Αγκαλιά ο ένας δίπλα από τον άλλο να αγναντεύουμε το τίποτα. Να νοιώθουμε ο ένας τον άλλο βγάζοντας μια μικρή ανάσα απογοήτευσης ότι όλα αυτά τα ωραία κάποια στιγμή θα τελειώσουν.
-Ουφ, μίλησε σα να κατάλαβε τη σκέψη μου,
-Ωχ αμάν, έκανα κι εγώ και σκάσαμε και οι δυο στα γέλια.
Φιληθήκαμε για μια ακόμα φορά κάτω από το δέντρο και ήταν σαν να έφευγαν όλοι οι φόβοι και οι σκέψεις μακρυά.
Φοβάμαι γιατί δε ξέρω πόσο θα κρατήσει και τότε τι θα απογίνουμε;
Δε θα έχουμε διάρκεια.
Θα καταλήξουμε σα δυο ξένοι, χωρίς ενδιαφέρον για τον άλλο, απλά τυπικά θα βρισκόμαστε και θα μιλάμε για την καθημερινότητα και για πράγματα χωρίς συναίσθημα.
Ύστερα θα γυρνάμε σπίτι μας ο καθένας και θα σκεφτόμαστε για πράγματα που δεν τολμήσαμε να πούμε και θα πέφτουμε στο κρεβάτι μας με πίκρα. Μέχρι το επόμενο πρωί.
Θα έχουμε κλείσει το παράθυρο επικοινωνίας για πάντα και θα έχουμε πετάξει τα συναισθήματα στο κενό.
-Εγώ πάντα θα λέω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό, μου είπε και συνέχισε, θα κατανοώ τον δρόμο που τόλμησες να πάρεις και να έρθεις να με βρεις, θα θυμάμαι τις όμορφες στιγμές μας συνέχεια.
-Άρα συμφωνείς πως ήρθε το τέλος μας πριν ακόμα αρχίσει; Και θα συμβιβαστείς να με βλέπεις μέσω ενός παραθύρου, ενώ έχουμε την ευκαιρία να περάσουμε ο ένας στην πραγματικότητα του άλλου;
-Κάπως έτσι.
-Και τότε ως προς τι όλα αυτά;
Περάσαμε δια μέσου ο ένας του άλλου για να καταστρέψουμε τα πάντα και να μείνουμε μακρυά πριν αρχίσουν όλα;
Θα ξυπνάμε ο καθένας στο κρεβάτι του το πρωί μόνοι μας με πίκρα;
Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο και πεθάναμε στα γέλια, κοιλιόμασταν στο χορτάρι αγκαλιά και ξάπλωσε
πάνω μου, άπλωσε το χέρι της στο στήθος μου και με κοίταξε στα μάτια.
Να μου υποσχεθείς ότι θα παραμέινεις στη δική μου πραγματικότητα και δε θα φύγεις ποτέ.
Εγώ κοίταγα τα άστρα στον ουρανό που αχνοφαίνονταν καθώς το σούρουπο άρχιζε να μας σκεπάζει και ευχόμουν και εγώ το ίδιο πράγμα με όλη μου την καρδιά.
Ορκίσου πριν έρθει το σκοτάδι, μου είπε, γρήγορα.
-Ορκίζομαι της είπα και την κοίταξα στα μάτια, πάμε τώρα να συνεχίσουμε τη βόλτα μας.
Σηκωθήκαμε και ξαναμπήκαμε στα σοκάκια της πόλης και τα φώτα ήταν τα μόνα που έδιωχναν το σκοτάδι που πολιορκούσε την πόλη.
Τα νυχτολούλουδα μύριζαν μεθυστικά, έπαιρναν μέρος στην αγάπη μας στον ερωτισμό μας και φαινόντουσαν να πηγαίνουν ενάντια στο χρόνο.
Το βράδυ κύλαγε γλυκά σαν ανάμνηση και καθώς τριγυρίζαμε στην παλιά πόλη οι ώρες πέρναγαν.
Κάθε δευτερόλεπτο που πέρναγε, σκεφτόμουν μη περάσει και φύγει μακρυά. Πόσο να κρατήσει αναρωτιόμουν σαν ανάσα που ξεψυχά;
Με κοίταξε στα μάτια και είδα την ζωή της πόλης να καθρεφτίζεται στα υπέροχα στρογγυλά μάτια της.
Έλα μαζί μου μη φοβάσαι μου είπε κρατώντας το χέρι μου, οδηγώντας με στα άγνωστα σπινθηροβόλα φώτα. Εκεί μέσα χαθήκαμε.
Χάθηκε για μία στιγμή και την βρήκα να κάθεται σε ένα καφέ.
-Πού είσαι; της είπα.
-Για μια στιγμή νόμιζες ότι με έχασες;
-Ναι που το ήξερες;
-Κάτι κατάλαβα.
-Έλα κάθισε μαζί μου, μη χάνεις χρόνο.
-Ε νοιώθω λίγο αμηχανία.
-Γιατί τα μάτια μου σε κάνουν να χάνεσαι μέσα τους;
Πήγα να μιλήσω και τότε με έπιασε και με φίλησε.
Είχε τον έλεγχο της κίνησής μου και εγώ είχα χαθεί στην έλεος της.
Το φιλί της ήταν ένα ταξίδι στο χρόνο σαν αναμνήσεις που νομίζεις ότι έχεις ξαναζήσει. Άραγε να σκεφτόταν το ίδιο για μένα;
-Ναι σε σκέφτομαι, μου αντιμίλησε γιατί διάβασε τη σκέψη μου κι εκεί εγώ ταξίδεψα σε χώρες μακρινές, σε χωράφια με γρασίδι και λουλούδια που μόλις είχαν ανθίσει, με τον άνεμο να είναι
παρέα με τον ήλιο και τα σύννεφα να παίζουν στον ουρανό.
Να νοιώθω την ανάσα της να με καθοδηγεί.
Μεταφερθήκαμε επάνω στο κέντρο μιας μικρής πέτρινης γέφυρας και καταλήξαμε μαζί να αγναντεύουμε ο ένας το χάος του άλλου σα ποτάμι που περνάει από κάτω μας.
Πάμε να ζήσουμε τη στιγμή μας, τα όνειρά μας και μη σκέφτεσαι πλέον μου είπε. Πιάσε το χέρι μου και αφέσου.
Πήρα το χέρι της και κάναμε ένα ταξίδι ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, μέσα σε ένα τρένο που ταξίδευε αιώνια στο πουθενά, χωρίς όρκους, υποσχέσεις και προορισμό.
Στο σκοτεινό τούνελ το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος που έκανε το τρένο στις ράγες της ψυχής μας. Ρυθμικά να συνομιλεί με το κενό.
Ταξιδεύαμε σε μέρη που δεν είχαμε πάει και όλες οι τοποθεσίες ζωντάνευαν σαν όνειρα που έπαιρναν υπόσταση στην αιωνιότητα της υπόσχεσης και της διάρκειας του έρωτα που έχει την ιδιότητα να σταματά το χρόνο.
Σα μάγος που έκανα το ξόρκι μου σε πλησίασα, τόσο που κόντεψα να καώ από τη λάμψη σου και καθώς σε άγγιζα ένοιωθα να χάνεσαι από τα χέρια μου σαν ήλιος που βυθίζεται στον ουρανό.
Ένα μαγικό και αυτό που έμεινε στο χρόνο. Το φως έπεφτε επάνω σου σα μουσική που έφευγε και διερχόταν σα λεπίδες από τις σχισμές του πουθενά.
Ώστε ο ένας κρατάει τον άλλο αγκαζέ εδώ πέρα δεσποινίς;
Με κοίταξες, δε μίλησες, χαμογέλασες και μου έσφιξες το χέρι πιο δυνατά.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας στο πλακόστρωτο των ονείρων μας με το φως να παίζει παιχνιδιάρικα σε μια διάσταση που υπάρχει μόνο στη νοσταλγία της στιγμής εκείνης που σε πρωτοείδα.
Πέτρος Βαζακόπουλος
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο by Simeon Tsakiris artwork (μελάνη και μεικτή τεχνική) Πηγή
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο by Simeon Tsakiris artwork (μελάνη και μεικτή τεχνική) Πηγή