Ρώτησε ο μικρός που κρατούσε το χέρι του μπαμπά του.
Ντυμένοι όλοι με μαύρα κοστούμια προσπαθώντας να κρύψουν τα αρνητικά συναισθήματά τους πίσω από τα υφάσματα και τους τρόπους συμπεριφοράς.
Την επόμενη στιγμή ο μικρός πήγε να ξαναρωτήσει γιατί του φάνηκε περίεργο όλο αυτό και η τελετή ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί.
Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο από την πρόσφατη παιδική του ηλικία και αν θα το ήθελε πολύ αυτό που γινόταν δεν ήταν με τίποτα ένα ακόμα παιχνίδι που συνήθιζε να παίζει.
Συνήθως στα παιχνίδια του όποιος στρατιώτης τραυματιζόταν ή τον χτύπαγε σφαίρα μπορούσε να τον φέρει στη ζωή με ένα τέχνασμα, ένα μηχάνημα ή μια μαγεία.
Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ σκληρή και μάθαινε στο μικρό με το χειρότερο τρόπο ότι δεν υπάρχουν τέτοια παραμύθια και δε λειτουργούν όλα όπως θέλουμε.
Θυμόταν την τελευταία μέρα που την είδε στο νοσοκομείο, που άγγιζε το χέρι της μαμάς του και έβλεπε το βλέμμα της να του μιλάει με αγάπη και τρυφερότητα και της έλεγε να γυρίσει πίσω να του φτιάξει γάλα με μπισκότα και να τον βάλει για ύπνο. Το επόμενο πρωί θα τον ξύπναγε με το χάδι της, θα του έφτιαχνε πρωινό και θα τον πήγαινε σχολείο.
Εκεί δεν θα ήθελε να την αποχωριστεί και με βαριά καρδιά και σκυμμένο κεφάλι θα πέρναγε την πόρτα του σχολείου όπου οι φωνές των άλλων παιδιών θα κάλυπταν τα πάντα στη σκέψη του και θα ξεχνιόταν μέχρι να σουρουπώσει και να τελειώσουν τα μαθήματα.
Τώρα είχε περίπου το ίδιο συναίσθημα της αποχώρησης αλλά με λίγο διαφορετικό τρόπο.
Έβλεπε τη μητέρα του σε ένα ξύλινο κουτί, όμορφη και περιποιημένη να κρατά στα χέρια της λουλούδια και να έχει μια γαλήνια ομορφιά στο πρόσωπό της.
Το υποσυνείδητό του του έλεγε ότι ήταν ζωντανή και ότι μάλλον κοιμόταν και κάποια στιγμή θα ξύπναγε μα όταν κοίταξε τους γύρω του μήπως δει ένα μικρό χαμόγελο, μήπως και κάνουν κάποιο αστείο αντίκρισε παγερές εκφράσεις.
Χωρίς να μπορεί να το ρυθμίσει η γλώσσα του μούδιασε και κλάμα άρχισε να ρέει από τα μάτια του και όλα μπροστά του διαστρεβλώθηκαν από το ρυάκι που έτρεχε ασταμάτητα.
Η μόνη λέξη που μπορούσε να πει ήταν μαμά και όταν βγήκε από το στόμα του βγήκε μακρόσυρτα, τόσο που πρέπει να διαπέρασε τα αυτιά της νεκρής και να κατέβηκε πολύ κάτω στο έδαφος.
Σσσ, ησύχασε παιδί μου του είπε ο πατέρας του σφίγγοντας του το χέρι και τραβώντας τον πιο πολύ πάνω στο σώμα του.
Ο μικρός του έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από το γόνατο και τον αγκάλιασε όπως ακριβώς αγκάλιαζε τη μαμά του, σφιχτά.
Καθώς γύριζε λίγο πλάγια το πρόσωπό του, παρατήρησε ότι κάτω από το ξύλινο κουτί υπήρχε μια τρύπα μεγάλη που κάποιος είχε σκάψει και είχε ακριβώς το μέγεθος του κουτιού και κάτω από αυτά υπήρχαν δύο σχοινιά αφημένα.
Το μυαλό του έτρεχε με την απίθανη φαντασία του να καλπάζει και σκεφτόταν ότι αυτά τα σχοινιά ήταν για να μπορεί η μαμά του να σκαρφαλώνει και να έρχεται πίσω από όπου μπορεί να βρίσκεται.
Στο ένα είχε δίκιο ο μικρός αλλά υπήρχε μόνο μια αλήθεια στην ιστορία και αυτή ήταν μόνο προς τα κάτω.
Είδε στην απέναντι άκρη επάνω από το ξύλινο κουτί, να στέκεται ένας κύριος άγγελος ντυμένος με χρυσές κλωστές πάνω στο μαύρο ύφασμα που φορούσε και στην αρχή δεν είχε χέρια, μετά παρατήρησε τα χέρια του να βγαίνουν κάτω από αυτό το μεγάλο ύφασμα που φορούσε.
Ο άγγελος αυτός είχε μούσια και γυαλιά και η γλώσσα που μίλαγε ήταν ακαταλαβίστικη.
Μάλλον θα ήταν των αγγέλων σκέφτηκε.
Έπειτα πίσω από τον ώμο του κυρίου αυτού παρατήρησε κάποια φώτα και άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει.
Τα φώτα τρεμόπαιζαν κι άλλο σα παιχνίδι χαρούμενο και πράγματι η φωνή ήταν της μαμάς του.
Δεν έκανε καθόλου λάθος στο άκουσμά της, ήταν εκείνη.
Άφησε το χέρι και την αγκαλιά του ποδιού του μπαμπά του και έτρεξε προς τα εκεί.
Πέρασε τρέχοντας όλο τον κόσμο σαν άυλο φάντασμα και ο χρόνος δε κύλαγε πλέον φυσικά.
Πήγαινε μαζί με τον χτύπο της καρδιάς του που επιτάχυνε παράλογα.
Πέρασε τον κύριο άγγελο που τώρα ακούγονταν πολύ ισχνά και πίσω από αυτόν υπήρχε ένα πολύ όμορφο χωράφι.
Το βλέμμα του χάθηκε στο απέραντο και παρατήρησε ότι εκεί αντί για δέντρα είχαν φυτρώσει πλάκες πέτρινες και τα σπίτια ήταν περίεργα και οι κάτοικοι λιγοστοί και μαρμαρωμένοι. Μερικοί είχαν και φτερά πάνω τους.
Η φωνή ξανακούστηκε από μακρυά να τον προσκαλεί να παίξουν, να φωνάζει το όνομά του.
Κάποια στιγμή χάρηκε τόσο πολύ που ήξερε μόνο αυτός ότι η μαμά του ήταν εκεί που γύρισε πίσω του να το πει σε όλους αλλά απέρριψε την κίνηση αυτή γιατί το κάλεσμα αυτή τη φορά ακούστηκε πιο δυνατά από ποτέ.
Μέσα από εκείνο το κτήριο, το πέτρινο και κρύο, που ήταν τόσο ψηλό που το κοίταζε σα γίγαντας έμοιαζε να ακούγεται η φωνή της.
Προχώρησε στην είσοδο και όλο απογοήτευση είδε ότι είχε κάγκελα κλειδωμένα όταν όμως τα άγγιξε και τα τράβηξε μπροστά του αντίκρισε ένα κενό ανάμεσα τους.
Προσπάθησε να περάσει χωρίς δεύτερη σκέψη και πράγματι ήταν αρκετά μικρόσωμος για να περάσει ανάμεσα.
Μέχρι που κόλλησε εκεί μη μπορώντας να πάει ούτε μπρος αλλά ούτε και πίσω.
Πανικοβλήθηκε και άρχισε να ταρακουνάει τα κάγκελα και να φωνάζει τη μαμά του.
Εκείνη τη στιγμή η μαμά του ήρθε και τον καθησύχασε, την κοίταγε στα μάτια και της έλεγε να τον βοηθήσει και εκείνη το έκανε.
Του έριξε μια σπρωξιά και καθώς το έκανε ο μικρός την είδε να αλλάζει, το πρόσωπό της να γίνεται γκρι και αποστεωμένο, τα δόντια της να εξέχουν σα χαυλιόδοντες και τα μαλλιά της να έχουν πέσει σα γριάς.
Καθώς έπεφτε στο κενό, μαύρο σκοτάδι έκλαιγε και δε μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά του αλλά ούτε και τι ήταν αληθινό.
Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να έχει τη μαμά του δίπλα του ξανά και ήξερε ότι μπορεί να γίνει αυτό, το είχε ξανακάνει στα παιχνίδια του πολλές φορές.
Ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι και μύρισε το ξύλο.
Πήγε να κάνει κάποιες κινήσεις μα μάταια, χτύπαγε σε τοιχώματα λες και τον είχαν κλείσει σε ένα κουτί.
Σκέφτηκε ότι ήταν σε κάτι παρόμοιο με αυτό που είχε δει λίγο πιο πριν μα τώρα ήταν στη θέση της μαμάς του.
Αμέσως έκανε μια κίνηση μπροστά του με το χέρι του και φάνηκε το φως από μια χαραμάδα να εισβάλει δειλά.
Το ξανάκανε και άνοιξε πιο πολύ για να ξανακλείσει σα καπάκι μαγνητικό.
Στην τρίτη προσπάθεια κάποιος από την άλλη μεριά το άνοιξε διάπλατα και με μια φωνή τρυφερή και χαρούμενη του μίλησε.
Τι κάνεις εσύ εκεί μέσα; Ε;
Ήταν η μαμά του, η φωνή της, η μυρωδιά της και η ζέστη της αγκαλιάς της που τον αγκάλιαζε τρυφερά.
Το ήξερε και ένοιωθε τόση χαρά, τα ένστικτά του δεν είχαν κάνει λάθος, όλο αυτό το ξύλινο κουτί, τα λουλούδια η ιεροτελεστία ήταν ένα παιχνίδι.
Μαμά μου έλειψες δε θέλω να σε χάσω, της είπε και παρατήρησε κάτι άλλο.
Αυτός είχε αγκαλιάσει τη μαμά του σε εκείνο το ξύλινο κουτί μέσα και η μαμά του δεν ακουγόταν πια. Ούτε τον αγκάλιαζε τρυφερά. Η θερμοκρασία της ήταν κρύα και το βλέμμα του εστίαζε στα άσπρα λουλούδια που και αυτά άρχιζαν να μαραίνουν όσο περνούσε ο χρόνος.
Μα το κυριότερο η φωνή της πλέον δεν ακουγόταν πια ούτε από κάπου μακρυά να τον καλεί στην αγκαλιά της και στη σκέψη αυτή ένοιωσε ένα πρωτόγνωρο πόνο μέσα του που δε θα έκλεινε ποτέ και πάλι δάκρυα έτρεξαν από το προσωπάκι του στη λύπη της χαμένης ανάμνησης, ότι το μυαλό του θα δημιουργούσε ένα ανεκπλήρωτο κενό και δε θα τη θυμόταν ποτέ ξανά.
Μόνο σαν φωτογραφία θα την είχε στη σκέψη του όσο μεγάλωνε και εκεί θα ανέσυρε τις αναμνήσεις όσο από αυτές μπορούσε να κρατήσει στα επόμενα χρόνια της ζωής του.
Κράτησε το πόδι του μπαμπά του ξανά και ένοιωσε πάλι το χέρι του πατέρα του να του αγγίζει το κεφάλι του νοιώθοντας ηρεμία και θαλπωρή.
Το μικρό του μυαλουδάκι δε μπορούσε να καταλάβει γιατί γίνονταν κάποια πράγματα και ίσως όταν μετά πήγαιναν όλοι μαζί σπίτι όλα να έπαιρναν τη φυσιολογική μορφή τους όπως τότε που ήταν και η μαμά εκεί.
Θυμήθηκε την κουβέντα που είχε κάνει με τον πατέρα του λίγο καιρό πριν και προσπαθούσε να καταλάβει έννοιες όπως θάνατος και δε θα ξανάρθει και ατύχημα και ήταν θέλημα Θεού. Θυμόταν τον πατέρα του να καταρρέει μπροστά του και να ζητάει συγνώμη.
Τα είχε αποτυπώσει σαν καρμπόν στη μνήμη του και τώρα κοίταζε πάλι τη μαμά του που βρισκόταν
ξαπλωμένη.
Είδε να σκεπάζουν το ξύλινο κουτί και δυο τύπους να τραβάνε τα σχοινιά και να το κατεβάζουν κάτω στο έδαφος.
Τόσο κάτω που δε το έβλεπες πια.
Όσο το κατέβαλαν τόσο ο μικρός γάντζωνε το πατζάκι του μπαμπά του και ένοιωθε μέσα του οργή γιατί δε μπορούσε να βγάλει μαγεία να αντιστρέψει τα πράγματα όπως αυτός ήθελε.
Μύρισε χώμα στα ρουθούνια του καθώς δεν έφτανε που έβαζαν τη μαμά του εκεί κάτω τη σκέπαζαν κιόλας και όταν τελείωσαν ο κόσμος πέταγε πάνω στον καφέ λάκκο λουλούδια.
Κάποια στιγμή άρχιζε να βρέχει και τα δάκρυα δε ξεχώριζαν.
Έσταζαν όλο και πιο πολύ και έβρεχαν τα πάντα.
Αυτός και ο μπαμπάς του έφυγαν τελευταίοι από εκείνο το μέρος και πήγαν στο ζεστό γνώριμο σπίτι τους. Τα μπουμπουνητά ακούγονταν μακρυά και η βροχή έπεφτε σα κλάμα ήσυχο στη στέγη.
Ο πατέρας του τον άλλαξε, τον έκανε μπάνιο, του φόρεσε καθαρά και ζεστά ρούχα και τον έβαλε να κοιμηθεί.
Του μικρού του έκανε εντύπωση που ο μπαμπάς του δεν έσβησε το φως ενώ συνήθως το έκανε.
Μέσα σε εκείνο το δευτερόλεπτο πριν κοιμηθεί και αφήσει για πάντα τις στιγμές εκείνες στο υποσυνείδητο, άκουσε τη φωνή της να του μιλάει.
Και αυτό που αναδύθηκε ήταν η ανάμνηση της να του μιλάει για το ξύλινο κουτί, να του λέει ότι εκεί
βάζουν τους ανθρώπους όταν πεθάνουν και ότι είναι σα να κοιμούνται.
Ότι εκεί βάζουμε τους ανθρώπους όπως και τις αναμνήσεις μας στις φωτογραφίες· και αυτές σε κουτιά τις βάζουμε.
Του άρεσε αυτή η εξήγηση γιατί σκεφτόταν ότι μπορούσε κάποια στιγμή να πάρει μια σκάλα και να κατέβει εκεί κάτω να τη δει να την αγγίξει και μετά να πάει για ύπνο όπως και τώρα.
Νοιώθει το άγγιγμα της και τη ζεστασιά από την παλάμη της.
Τη νοιώθει πραγματικά να είναι εκεί και αποκοιμιέται καθώς το φως κλείνει από μόνο του και τον παίρνει το σκοτάδι.
Μία μόνο φράση περνάει τα σύνορα των ονείρων του πριν κλείσουν οι πόρτες.
Γιατί σε ξύλινο κουτί;
Πέτρος Βαζακόπουλος
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Νίκου Σαμαρά (ακρυλικό σε καμβά)· από την έκθεση έργων με γενικό τίτλο Mirage.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Νίκου Σαμαρά (ακρυλικό σε καμβά)· από την έκθεση έργων με γενικό τίτλο Mirage.