Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το τρένο που δεν υπάρχει γυρισμός


Έσερνε εκείνο τον όγκο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Ήταν βαρύς και ασήκωτος και τον έκανε να ιδρώνει. Τον ανάγκασε να βγάλει μια ανάσα πόνου και κούρασης που ταξίδεψε στο κενό τετράγωνο δωμάτιο σαν πυρηνικός πονοκέφαλος.
Μίλησε κάποια στιγμή στο κενό χώρο περιμένοντας απάντηση αλλά μάταια. Ο όγκος που κουβαλούσε ήταν στα μάτια του θολός και δε καταλάβαινε γιατί. Από την υπερπροσπάθεια μύριζε ούρα και ιδρώτα σα κάποιο μεγάλο ζώο που έχει τρέξει σα να το κυνηγούσανε.

Το δωμάτιο ήταν κενό και σκοτεινό, ίχνος φωτός δεν έμπαινε μέσα γιατί αυτός δεν ήθελε με τίποτα να ανακαλύψει αυτό που έκανε.
Στο πίσω μέρος του μυαλού του λειτουργούσε σα μια αποθήκη, ένας τέλειος παραλληλισμός ενός μέρους που βρισκόταν τη μια στο υποσυνείδητο και την άλλη στην πραγματικότητα. Ένα μέρος που στοίβαζε, και πόναγε για αυτή τη διαδικασία, τις πιο τρελές του σκέψεις.
Κάτι που τον έκανε να νοιώθει σα ταξιδιώτης σε δυο κόσμους. Σαν παιδί που υπήρχε ακόμα στο μυαλό και στο σώμα ενός μεγάλου ένοιωθε πανίσχυρος.
Κάποιες φορές ένοιωθε θολωμένος και ανοίγοντας τα μάτια του φοβόταν με αυτό που αντίκριζε και εκεί αναλάμβανε κάποιος άλλος σαν στοργικός συγγενής ή ακόμα ένας κολλητός φίλος από τα παλιά που τον καθησύχαζε.
Ό,τι και να έκανε τον ηρεμούσε με ένα απλό άγγιγμα του χεριού του, ένα χάιδεμα παρηγορητικό πάνω στο κεφάλι του.
Του έλεγε να ησυχάσει και ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί να ανοίξει τα μάτια του.
Και αυτός ο παρηγορητικός τύπος που το πρόσωπό του δεν φαινόταν ποτέ τον άγγιζε και όλα πέρναγαν, η σύγχυση, το κλείδωμα των μυών, η αναπνοή του που τον έκαναν όλο και πιο μικρό και ασήμαντο έφευγαν.
Απλά έκανε αυτό που τον πρόσταζε η φωνή και όταν άνοιγε τα μάτια του όλα ηρεμούσαν και αυτό που έβλεπε δευτερόλεπτα πιο πριν και δε μπορούσε να αντικρίσει εξαφανίζονταν.
Το μυαλό του είχε διαγράψει το ενδιάμεσο θέαμα και αυτό βρισκόταν κρυμμένο πια σε εκείνη την αποθήκη που οι ψυχολόγοι ονομάζουν υποσυνείδητο.
Θα έβλεπε ότι κάποιος άλλος τα είχε κάνει όλα αυτά και τα είχε στοιβάξει.
Όχι βέβαια ο παρηγορητικός φίλος του αλλά κάποιος άλλος.
Γιατί ούτε ο ίδιος δε θα πίστευε το μακάβριο θέαμα σε εκείνο το καρέ της μνήμης που ο ίδιος είχε απορρίψει σαν μοντέρ της δικής του ταινίας.
Κάποτε τους ονόμαζε φίλους και τώρα κείτονταν νεκροί από το δικό του χέρι.
Θυμήθηκε τις αναμνήσεις που είχε ζήσει μαζί και που τώρα φαινόντουσαν μακρινές, τόσο πολύ που συγκινήθηκε.
Και εκεί ακριβώς ένα χέρι πήγε να τον παρηγορήσει όπως τις άλλες φορές αλλά έκανε εκείνη την κίνηση σαν σκυλί που δαγκώνει το χέρι και την έκανε πέρα με λυσσασμένη φωνή.
Το βλέμμα του έπαιζε στο σκοτάδι ψάχνοντας τον χώρο, αυτή τη φορά βλέποντας ότι έσκαγε μέσα του γιατί δεν υπήρχε θέση ούτε για μια ανάσα. Έβλεπε γύρω του τα πτώματα στοιβαγμένα και νοιώθοντας ένα βάρος στα χέρια του, μεγάλο, που γινόταν όλο και πιο αφόρητο.
Με το που είδε να κρατά το πτώμα στα χέρια του, έβγαλε μια ανάσα απογοήτευσης με τον εαυτό του.
Δεν υπήρχε χώρος πια, έπρεπε να τεμαχίσει το πτώμα.
Και τότε βγήκε το παιδί από μέσα του για μια ακόμα φορά.
Έκανε μια κίνηση του κεφαλιού του σκύβοντας και μιλώντας κάπου πίσω από τον εαυτό του, κάτι που τον έκανε να μοιάζει με τρελό.
-Κάνε πέρα, φώναξε και το παιδί παραμέρισε στα σκοτάδια του παρελθόντος.
Έπρεπε να τεμαχίσει το πτώμα και το σκεφτόταν με τα χέρια του να μουδιάζουν από το βάρος που κρατούσε.
Παρέμενε εκεί όρθιος για πολλή ώρα μέχρι το χαμόγελο να εμφανιστεί στο πρόσωπό του, μέχρι να τον κυριεύσει κάποιος άλλος ξανά.
Το αίμα μέσα του έβραζε και έκανε τις φλέβες του να φαίνονται σα μεταλλικά φίδια από μπλε υδράργυρο έτοιμα να εκραγούν.
Κάποια στιγμή που φάνηκε αιώνια στο πέρασμα του χρόνου μάζεψε τα πράγματά του και τα έβαλε προσεχτικά σε μια βαλίτσα.
Του άρεσε να ταχτοποιεί τις σκέψεις του, το θεωρούσε καλό να έχει οργάνωση και ήταν κάτι που του έδινε σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Από την ένταση που είχε περάσει είχε θολώσει και δεν έβλεπε μπροστά του.
Τακτοποιούσε τα πράγματα στη βαλίτσα βάζοντάς τα πάρα πολύ προσεκτικά το ένα δίπλα στο άλλο και στο τέλος ήταν περήφανος για τον εαυτό του.
Είχε χωρέσει μέσα εκεί όλα τα πράγματα σχεδόν ασφυκτικά.
Ίσα που έκλεινε το φερμουάρ και από την μεγάλη προσπάθεια που έκανε, ιδροκοπούσε συνέχεια.
Τον κατέλαβε πανικός και πήγε να κάνει γρήγορα ένα ντους.
Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε μέσα στο μπάνιο.
Το καυτό νερό κόντευε να του βγάλει το δέρμα και σχεδόν έβλεπε το αίμα να ρέει από το κορμί του στο άσπρο πλακάκι του μπάνιου.
Όταν βγήκε καθάρισε όλο το μπάνιο προσεχτικά γιατί το κόκκινο από το αίμα τον ενοχλούσε.
Δεν ήθελε να είναι πάνω του και στα πλακάκια γύρω του, αυτό σήμαινε ακαταστασία για αυτόν και απροσεξία και αν το έβλεπαν οι άλλοι θα τον τιμωρούσαν.
Μαζί με τους άλλους θυμήθηκε και τη φωνή της μάνας του που του έλεγε με υστερία να καθαρίσει τις βρομιές του.
Της είπε φωναχτά τι είχε κάνει, ότι θα ήταν πολύ καλό παιδί και της έδειχνε το πάτωμα πόσο καθαρό ήταν περιμένοντας την αποδοχή της.
Καθόταν όρθιος για πολλή ώρα σκεπτόμενος αυτές τις αναμνήσεις ώσπου είχε στεγνώσει τελείως και το αίμα είχε καθαριστεί από παντού.
Είχε ετοιμάσει τη βαλίτσα του και θα έφευγε μακρυά.
Το μυαλό του πρόβαλε εικόνες που τον μπέρδευαν και δε μπορούσε να καταλάβει.
Έβλεπε τα ρούχα που είχε τοποθετήσει στη βαλίτσα όμορφα και ωραία τοποθετημένα.
Μα η άλλη εικόνα πεταγόταν παράλληλα και έβλεπε κομμάτια από ένα πτώμα επίσης όμορφα τακτοποιημένο και τέλεια τεμαχισμένο.
Τα χέρια, πόδια και το κεφάλι τέλεια κομμένα, κούμπωναν το ένα στο άλλο σχεδόν σα καλλιτεχνική κατασκευή ταίριαζαν σα γάντι το ένα με το άλλο.
Ένοιωθε ευχαρίστηση γιατί αισθανόταν το βλέμμα της μάνας του που κοίταγε με ένα μικρό χαμόγελο και για πρώτη φορά δε μίλαγε μέσα από τα σκοτάδια.
Τώρα δεν ένοιωθε ευάλωτος, θα κράταγε την πόρτα της αβύσσου κλειστή και τις φωνές από την άλλη μεριά.
Ίσως να άκουγε τη φωνή του κάποια στιγμή, περισσότερο από την ανάσα του. Μπορεί και να αισθανόταν γαλήνη.
Αλλά αυτή τη φορά το ταξίδι θα το έκανε.
Περπάταγε γυμνός με τις παντόφλες στο σπίτι, είχε διπλώσει την πετσέτα βρεγμένη και την είχε αφήσει απαλά δίπλα σε ένα ντουλαπάκι του μπάνιου.
Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, άνοιξε την ντουλάπα, πήρε το μοναδικό κοστούμι που κρεμόταν, ένα ζευγάρι παπούτσια ένα πουκάμισο και ένα εσώρουχο. Τα φόρεσε και κοίταξε τη βαλίτσα.
Έκανε ένα μικρό μορφασμό όταν τη σήκωσε από το τεράστιο βάρος και την άνοιξε να δει τι είχε μέσα.
Όταν άνοιξε τη βαλίτσα είδε ότι μέσα ήταν όμορφα τακτοποιημένα ρούχα και ξυριστικά.
Την έκλεισε και την ξανασήκωσε.
Η βαλίτσα ήταν πολύ ελαφρύτερη τώρα γιατί το μυαλό του του έλεγε ότι εκεί μέσα βρίσκονταν ρούχα και όχι τεμαχισμένα μέλη.
Χαμογέλασε, την σήκωσε με μεγάλη αυτοπεποίθηση σα να ήταν πούπουλο και βγήκε στην εξώπορτα.
Το ταξί που είχε καλέσει είχε διαρροή στο οδόστρωμα λες και έχανε λάδια. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου στο πορτ μπαγκάζ η βαλίτσα έσταζε κόκκινο αίμα από τις μικρές πτυχές του φερμουάρ και οι κηλίδες αίματος εξαφανιζόντουσαν στο οδόστρωμα σαν δάκρυα.
Όλα ήταν τακτοποιημένα σκέφτηκε, είχε αφήσει τις φωνές κλειδωμένες στο υπόγειο και κανείς δεν ήταν εκεί να τον κατηγορήσει για οτιδήποτε.
Τις σκεφτόταν να φωνάζουνε και να χτυπάνε την πόρτα να βγούνε και να τον κυνηγήσουν και χαμογελούσε που πια δε μπορούσαν να τον πειράξουν.
Τέρμα πια οι πονοκέφαλοι σκέφτηκε και λίγο πιο κάτω φάνηκε ο σταθμός του τρένου.
Πλήρωσε το ταξί, πήρε τη βαλίτσα στα χέρια του και χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοερχόταν στο σταθμό.
Ο κόσμος γύρω του και οι φωνές τον αποδιοργάνωναν αλλά είχε καταφέρει να τους περιορίσει μέσα του, σε αυτό είχαν βοηθήσει και οι φίλοι του αυτοί που έρχονταν συχνά τα βράδια και του έκαναν παρέα και τώρα βρίσκονταν εκεί κάτω στο υπόγειο.
Όμως οι φωνές τους δεν είχαν κοπάσει, στο μυαλό του του μίλαγαν και τώρα και του έλεγαν να αγνοήσει όλους τους άλλους, τους πραγματικούς και να συνεχίσει να βγάλει εκείνο το εισιτήριο.
Όσο του μίλαγαν αυτός έχανε την πραγματικότητα και βυθιζόταν σε μια θολούρα.
Τα πρόσωπα των αληθινών ανθρώπων γινόντουσαν κενά χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου σα μισοτελειωμένες μαριονέτες αλλά δε τον ένοιαζε. Πήγε κατευθείαν να βγάλει εισιτήριο.
Είχε σκοτώσει και τεμαχίσει έναν άνθρωπο και αυτό είχε σηματοδοτήσει μια νέα κατάσταση του μυαλού του, ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
Πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει και πάλι το μυαλό του, παρέμεινε υπομονετικά στην ουρά για το εισιτήριό του.
Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη μάνα του που τον εκβίαζε να φάει το φαΐ του όταν ήταν μικρός. Με το ζόρι να μπουκώσει την επόμενη κουταλιά.
Θυμήθηκε ότι δεν ήθελε άλλο και είχε φουσκώσει και μέσα από την άρνηση η μάνα του τον έκλεισε μέσα στο σκοτάδι, στην ντουλάπα και τον άφηνε για ώρες.
Μέσα εκεί ένοιωθε τα ρούχα της ντουλάπας να πέφτουν πάνω του να τον πλακώνουν και να νοιώθει άβολα καθώς δεν υπήρχε χώρος για αυτόν.
Με τον καιρό η τιμωρία αυτή έγινε συχνό φαινόμενο και μέρος της δικής του πραγματικότητας. Πίστευε πως και τα άλλα παιδάκια πέρναγαν το ίδιο.
Αναρωτιόταν αν και τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του μίλαγαν και αυτά με τις σκιές.
Τις σκιές που βγήκαν από την ντουλάπα και του έλεγαν να τη σκοτώσει.
Έτσι θα μπορεί να πάει στη χώρα του πουθενά.
-Ο επόμενος -μια φωνή ακούστηκε.
-Σε εμένα μιλάτε;
-Ναι σε εσάς κύριε, προς τα που πηγαίνετε;
-Κάπου πολύ μακρυά, μέχρι να τελειώσουν τα κάρβουνα.
Ο άνθρωπος που έβγαζε τα εισιτήρια, λειτουργούσε μηχανικά και ότι και να έκανε είχε χάσει το νόημά του.
Ζούσε ουσιαστικά μέσα σε ένα κουβούκλιο και για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παρατηρούσε τον κόσμο να πηγαινοέρχεται από και εκτός του σταθμού. Μια κολασμένη ρουτίνα σπιτιού και δουλειάς, κάθε μέρα το ίδιο.
Παρέτεινε το χέρι του μηχανικά και έδωσε τα εισιτήρια στον ξένο που του μιλούσε χωρίς να τον κοιτάξει ούτε δευτερόλεπτο. Πήρε το αντίτιμο των εισιτηρίων και στο μυαλό του δε σκεφτόταν ότι ο άνθρωπος εκείνος που του μίλαγε συνομιλούσε με τον εαυτό του για πολλή ώρα και κράταγε μια βαλίτσα που ακόμα έσταζε αίμα.
Εκείνος με τη σειρά του πήρε το χαρτάκι που είχε ζητήσει και δεν ένοιωθε τίποτα. Όπως ακριβώς και ο αόριστος προορισμός που είχε δηλώσει έτσι και ο ίδιος αισθανόταν μια πρωτόγνωρη ισορροπία μέσα του, εκείνη που έχει και το μάτι του κυκλώνα.
Ο καπνός φάνηκε μακρυά στον ορίζοντα, πέρα από το σταθμό, μικρός λόγω της απόστασης. Σε λίγο θα φανερωνόταν ο μεγάλος μαύρος μεταλλικός γίγαντας και πίσω του να σέρνει τα βαριά βαγόνια.
Το σφύριγμά του, ακουγόταν από μακρυά και μαζί επιτάχυνε και ο ρυθμός του τρένου που έτρεχε λες και βιαζόταν να πάρει τους τελευταίους επιβάτες μαζί του στο μακρινό ταξίδι.

Επιτέλους μετά από μεγάλη αναμονή στην ουρά ήρθε και η δική μου σειρά.
Στεκόμουν όρθιος στην αποβάθρα δίπλα στα εκδοτήρια εισιτηρίων
Θα πήγαινα όσο μακρυά μπορούσα μέχρι εκεί που με έφταναν τα λεφτά μου, δε με ένοιαζε που θα κατέληγα.
Θυμήθηκα την προηγούμενη μέρα που μιλούσα με τους συναδέλφους μου στη δουλειά. Γέλασαν, λέγοντάς μου ότι δεν μπορώ να πάω πουθενά παρά μόνο ένα γύρω στο τετράγωνο και πάλι πίσω.
Είχαν πεθάνει από τα γέλια και εγώ τους κοίταγα συνοφρυωμένος καθώς όλο αυτό το πείραγμα περιείχε μια δόση πραγματικότητας γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που δε τολμούσε γενικά στη ζωή και πόσο μάλλον να κάνει κάτι τόσο τολμηρό όπως ένα μακρινό ταξίδι.
Αυτή τη φορά όμως το πήρα απόφαση και θα έκανα το πιο δύσκολο για μένα που ήταν να φύγω από το σπίτι όσο πιο μακρυά μπορούσα και να μπω σε ένα τρένο και όπου με πάει. Θα πήγαινα στον πιο μακρινό προορισμό, μέχρι την άκρη της ηπείρου, ως εκεί που δεν υπάρχει πολιτισμός.
Τίποτα άλλο, μόνο εγώ να αγναντεύω το έρημο τοπίο.
Εκεί φαντάζομαι να υπάρχει μόνο ένα καλυβάκι στην άκρη του πουθενά και γύρω του να υπάρχει το απέραντο λιβάδι με τον ήλιο να ανατέλλει.
Τα όνειρά μου εκείνη τη στιγμή έσβησαν από τον καπνό της αμαξοστοιχίας που είχε φτάσει στο σταθμό καλύπτοντας όλο το τοπίο για μερικά δευτερόλεπτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των φρένων που φώναζε σαν ουρλιαχτό για να σταματήσει λίγο πιο μετά.
Μία φωνή ακούστηκε από λίγο πιο κάτω να επιβιβαστούμε όλοι, κάτι που σήμαινε ότι το τρένο θα ξεκινούσε σύντομα το ταξίδι του και δε θα είχε χρόνο να πάρει ονειροπόλους επιβάτες σαν κι εμένα.
Έτσι, πήρα τη βαλίτσα στο χέρι μου και ανέβηκα τα σκαλιά του τρένου.
Δεν υπήρχε πολύς κόσμος στο βαγόνι και αφού βρήκα τη θέση μου τοποθέτησα τη βαλίτσα στο χώρο αποσκευών ακριβώς επάνω από το κάθισμα.
Η μηχανή ήταν απρόθυμη και νωχελική στην αρχή λες και είχε ξυπνήσει από βαθύ λήθαργο, αύξανε το ρυθμό της αργά αλλά σταθερά, έπειτα ανέβασε ρυθμούς για να πάρει φόρα και να φτάσει σε μια ταχύτητα γρήγορη ωθώντας το τρένο να αφήσει πίσω του το σταθμό.

Κάτι που είχε κάνει, σκέπαζε τα πάντα στο μυαλό του, σαν ένα χέρι που τον σκιάζει κατηγορηματικά.
Για την ώρα είχε ξεφύγει και έκανε το όμορφο ταξίδι του πάνω στις ράγες του τρένου που εκτείνονταν στα βάθη του τοπίου, αφήνοντας πίσω τον σταθμό του μέχρι που χάθηκε εντελώς.
Μόνο ο μονότονος επαναλαμβανόμενος ήχος του τρένου ακουγόταν σαν δυνατό χτύπο καρδιάς που στη συνέχεια γινόταν αδύνατος καθώς οι κραδασμοί του μεταλλικού τέρατος χανόντουσαν μέσα στο έδαφος.

Βγήκα έξω στο διάδρομο και κοίταξα για ύποπτες κινήσεις, είδα τους ανθρώπους σα σκιές να υπάρχουν, άλλες να κινούνται, να στέκονται και άλλες να κάθονται στις θέσεις τους.
Μαύρες και σκοτεινές να ρουφάνε το φως μέσα τους.
Γύρναγαν και με κοίταγαν καθώς περνούσα ανάμεσά τους. Ένοιωθα κρύο και ανατριχίλα αλλά και κάτι πιο βαθύ μέσα μου. Σαν να είχα κάτι κοινό μαζί τους.
Από μέσα μου αγωνιούσα και δε το έδειχνα. Φώναζε ή μάλλον προσπαθούσε να σπάσει τη καταπακτή που είχα γερά κλειδώσει στα σκοτεινά μέρη του μυαλού μου για αυτό που είχα κάνει και δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Κάτι που είχε να κάνει με το φονικό.
-Σταματήστε επιτέλους. Φώναξα δυνατά και ξαφνικά βγήκα από την στοιχειωμένη φαντασία στην πραγματικότητα με τους συνεπιβάτες που κοίταγαν προς το μέρος μου.
Τώρα δεν υπήρχαν μαύρες σκιές που έτρωγαν το φως σα πεινασμένα τέρατα της αβύσσου. Στη θέση τους υπήρχαν πραγματικοί άνθρωποι που με κοίταγαν ανέκφραστοι. Ήταν χλομοί με μάτια κόκκινα και δέρμα που ήταν μελανιασμένο.
Ο φόβος κυριάρχησε μέσα μου κάνοντάς με να χάσω την αναπνοή μου για λίγο καθώς συνειδητοποίησα ότι ήταν οικεία πρόσωπα.
Το μυαλό μου δε μπορούσε να κατανοήσει τι έβλεπε και ώθησε το κεφάλι να κάνει μια κίνηση άρνησης από δεξιά προς αριστερά σαν να έλεγε...
-Όχι, δε μπορεί να γίνεται αυτό, δεν μπορείτε να με στοιχειώνετε έτσι.
Ήταν όλοι εκεί, οι δικοί μου, οι συγγενείς, ακόμα και από τη δουλειά μου οι συνάδελφοι να με κοιτάνε ή μάλλον να με κατηγορούν με τα βλέμματά τους.
Σαν αυτές τις οικογενειακές φωτογραφίες που στέκονταν ο ένας πίσω από τον άλλο σε ένα νοσηρό κάδρο με μάτια από μελάνι που χύνεται..
Μα αυτό για μένα ήταν ένα σκίσιμο στην καρδιά μου.
Κοιτούσαν βαθιά μέσα μου λες και ήξεραν τι έχω κάνει και έτρεμα, γιατί είχαν δίκιο.
Τους είχα σκοτώσει όλους και δεν είχα αφήσει κανένα ζωντανό.
Τώρα με κοιτούσαν και παρέτειναν τα χέρια τους προς εμένα, μόνο που αντί για χέρια είχαν φυτρώσει στη θέση τους φίδια που τώρα ερχόντουσαν προς το μέρος μου. Άνοιξαν τα στόματα τους και με έπιασαν από τους καρπούς σαν δεσμά και έκανα μια κίνηση να ξεφύγω.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για ακόμα μια φορά και είχαν εξαφανιστεί.
Κάποια φωνή από κάπου μακρυά ακούγονταν να λέει:
-Όσο και μακρυά να πας εμείς θα σε βρούμε.
Ξύπνησα στην θέση μου και στην απόλυτη ησυχία.
Με έχουν ακολουθήσει, σκέφτηκα, και τότε κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το πρόσωπό μου.
Το τρένο έπαιζε με τις ράγες καθώς έτρεχε σε ένα προορισμό προς το άγνωστο, ένα παιχνίδι που ήταν θανάσιμο και ιλιγγιώδες όπως και οι ενοχικές αναμνήσεις μου που με συντρόφευαν μασκαρεμένες σα φιλικοί ταξιδιώτες.
Χαμογέλασα γιατί σκέφτηκα ότι όλοι είχαμε βγάλει κοινό εισιτήριο προς το σκοτεινό τούνελ με τον μαύρο ήλιο που βυθιζόταν στον ορίζοντα.
Το ουρλιαχτό της κόρνας του τρένου σκέπαζε τα πάντα στις ψυχές μας καθώς περνούσε από το μαύρο πέπλο της Αβύσσου.
Η εικόνα του ταξιδιώτη που κάθισε μπροστά μου ξεθόλωσε και είδα καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Ένας πολύ λεπτός και ψηλός άνθρωπος με ολόλευκο δέρμα και μαύρα χείλη σχεδόν αποστεωμένος με δυο σκοτεινές τρύπες για μάτια.
Φαινόταν σαν ένα πλάσμα απο άλλο κόσμο με τα μακρουλά κοκαλιασμένα χέρια του που ξεπρόβαλαν κάτω από το μαύρο ύφασμα που τον κάλυπτε για να πετάξει πίσω στον ώμο του την μαύρη κουκούλα από το κεφάλι του.
Μέσα από το σκοτεινό χρώμα των ματιών του φάνηκε για μια απειροελάχιστη στιγμή η εικόνα ενός ρολογιού.
Με την επόμενη κίνηση του δείκτη ο χρόνος προχώρησε αργά και είδα τα χείλη του να σχηματίζουν λέξεις αργά και σταθερά μέσα στο μυαλό μου.
-Προς τα που πηγαίνετε; Με ρώτησε μακρόσυρτα λες και οι λέξεις δεν ήθελαν να αφήσουν το μικρό στόμα του.
-Να σας πω την αλήθεια ακόμα δεν ξέρω, απάντησα με λίγη συστολή, μιας και ήταν η πραγματικότητα.
-Και τι σας κάνει να πιστεύετε ότι εκεί που θα πάτε θα το βρείτε αυτό;
-Είμαι σίγουρος ότι κάτι υπάρχει εκεί που πάω, για μένα το ταξίδι είναι σαν όνειρο που εκπληρώνεται. Για να σας εξηγήσω, μέσα μας υπάρχουν κάποιες ανησυχίες και κατά κάποιο τρόπο με την αναχώρηση κατασταλάζουν και ηρεμούν.
-Δηλαδή εννοείτε ότι έχετε μέσα σας κάποιου είδους αναταραχή;
Κάποιες φορές βυθίζομαι στο σκοτάδι και αυτό με αποσυντονίζει. Όσο κάθομαι με τραβάει κάτω εκεί στο σκοτεινό μπουντρούμι μαζί με τους άλλους. Και δε θέλω να τους ακούω.
-Τι εννοείτε;
-Να, έχω κλειδώσει τις φωνές εκεί κάτω και μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια.
Και ποιος σου έχει πει ότι αυτές οι φωνές δε βρήκαν το τρόπο να δραπετεύσουν;
Με το που το είπε αυτό με κυρίευσε φόβος και κρύος ιδρώτας, σκέφτηκα ότι τις είχα κλειδώσει αλλά η λογική μου ψιθύρισε στο αυτί ότι οι φωνές δεν αμπαρώνονται από φυσικά μέρη, πόρτες και κλειδαριές.
Πάντα βρίσκουν τον τρόπο να ξεφεύγουν γιατί απλά είναι μέρη από τη σκέψη μας.
Η σκέψη μου σταμάτησε για να συνειδητοποιήσει τον τρόμο που προκλήθηκε από αυτή την άποψη, ότι όλα δραπετεύουν και δε μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι δεν έλεγχα τα πράγματα καθόλου.
Έστω και μια μικρή λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Για μένα αυτό ήταν απόλυτο.
Άρχιζα να χάνω την ηρεμία και τη αυτοσυγκράτηση μου πιστεύοντας τώρα πως με κοιτάνε πίσω από τα παράθυρα του τρένου σκαρφαλωμένες με γαμψά νύχια, πεινασμένες, έτοιμες με τα δυνατά τους χέρια και σαγόνια να με ξεσκίσουν για αυτά που έκανα και κυριότερα που τις άφησα κλεισμένες εκεί κάτω. Είχαν βρει τελικά τρόπο να ξεφύγουν;
Το τρένο βυθιζόταν στο σκοτάδι όλο και πιο πολύ όσο ο ήλιος χανόταν, έξω οι χιονονιφάδες παιχνίδιζαν στον αέρα και κολλούσαν στις σχισμές των παραθύρων. Η σκέψη ότι τα παράθυρα παγώνουν τόσο ερμητικά κλειστά άρχισε να μου φέρνει άγχος και δύσπνοια και έπειτα πανικό.
Ερμητικά κλειστά ένοιωσα να πλαισίωναν οι σκέψεις που νόμιζα ότι είχα αφήσει μακρυά, τώρα ερχόντουσαν κοντά και με στοίχειωναν. Το κρύο και υγρό μπουντρούμι που είχε ανοίξει τις πόρτες του και έδειχνε το δρόμο προς τα εμένα, είχε εξαπολύσει τους χειρότερους θηρευτές του.
Η καρδία μου επιτάχυνε πιο γρήγορα απο το δείκτη του ρολογιού καθώς ο ταξιδιώτης έβγαλε ένα ρολόι με μια αλυσίδα από την εσωτερική τσέπη του γιλέκου του και το κοίταξε πολύ γρήγορα, μια κίνηση επιτακτική σχεδόν σαν να έλεγε ότι δεν υπάρχει χρόνος.
Έπειτα σηκώθηκε και έφυγε απότομα χωρίς καμία προειδοποίηση, με αγνόησε και εκεί ήταν που έχασα τον συνειρμό μου.
Μιλάγαμε, του είπα, που πας; Και αυτός έφυγε μακρυά. Σα τρομαγμένη σκιά από τον Ήλιο.
Ιδρώτας έσταξε από το κεφάλι μου και έπιασα τη σταγόνα με το δάχτυλό μου για να ανακαλύψω έντρομος ότι ήταν αίμα.
Κοίταξα τα δάχτυλά μου και παρατήρησα το κόκκινο υγρό στα δάχτυλα να γίνεται σκούρο και να στεγνώνει.
Πανικόβλητος συνειδητοποίησα ότι έσταζε πάνω από το κάθισμά μου.
Σηκώθηκα και κοίταξα επάνω απο τη θέση για να συνειδητοποιήσω ότι η βαλίτσα μου ήταν αυτή που έσταζε το αίμα.
Πάγωσα για μια στιγμή και φόβος με κυρίευσε... λες να με είχαν δει;
Είχα καλύψει τα πάντα και όλες οι λεπτομέρειες πίστευα ότι είχαν εξαφανιστεί αλλά μήπως έφυγε κάποια από τη σκέψη μου;
Οι σκιές σίγουρα το ήξεραν.
Στάσου μη φεύγεις, είπα στον τύπο που περπάτησε μέσα στο χρόνο που πάγωνε το τρένο.
Το κόκκινο χρώμα με αποδιοργάνωσε στη σκέψη και είδα κάποιον άλλο να σκοτώνει κόσμο.
Ήταν ευτυχισμένος και απόλυτα ήρεμος όταν έκανε αυτή την πράξη και απόλυτα συγκεντρωμένος.
Φαινόταν σαν να καθαρίζει μέσα του, ένας άνθρωπος χωρίς φόβους και άγχος να κάνει πράξη τα όνειρά του. Τον είδα να ταξιδεύει μακρυά.
Στο τέλος είχε τεμαχίσει ένα πτώμα και το έβαζε σε μια βαλίτσα.
Κάτι συνέχισε να στάζει πάνω μου και συνειδητοποίησα ότι η βαλίτσα ήταν δική μου.
Είχα ξεχάσει το πέρασμα του χρόνου πόσο σε αλλάζει μα όσο η ζωή είναι ένα τρένο που στηρίζεται στις ράγες.
Η λογική μου όμως είχε εκτροχιαστεί, δεν ήξερα που πηγαίνω και ακόμα τι είχα κάνει.
Σκεφτόμουν να τον σκοτώσω αυτόν που βλέπω μπροστά μου και να τον πάρω μαζί μου κομμάτια.
Μόνο έτσι ήταν το σωστό, σε μια βαλίτσα μέσα και μετά να πάω να τον πετάξω μακρυά.
Να μη ξανάρθει. Αυτός φταίει για όλα τα λάθη μου και τα πισωγυρίσματα μου. Πάντα με ζήλευε.
Τον κοίταγα στον καθρέφτη και αυτός ζούσε τη ζωή του ενώ εγώ κρυβόμουν στην πίσω μεριά αλλά επιτέλους ήρθε η μέρα που έκανα την έξοδό μου και ήταν καταπληκτική.
Τους σκότωσα όλους τους φίλους και τους γνωστούς και έτσι δε θα είχα άλλο ερέθισμα αρνητικό να με ενοχλεί.
Στη χώρα του καθρέφτη το πρωί κοιτάζομαι για πολλή ώρα μέχρι που ταξιδεύω μέσα του.
Πηγαίνω σε όλα τα μέρη του κόσμου με την αμαξοστοιχία.
Μέσα στο τρένο υπάρχουν όλοι οι φίλοι μου και οι γνωστοί μου.
Τοποθετώ τη βαλίτσα πάνω από τη θέση μου και είμαι ευτυχισμένος.
Είναι σαν επαναλαμβανόμενο όνειρο, κάθε μέρα το ίδιο, σαν στιγμές διαύγειας που με ξυπνάνε.
Συνομιλώ με όλους εκεί σχεδόν και είμαι απόλυτα φιλικός μαζί τους.
Με συμπαθούν και καταφέρνω να τους κερδίζω με την καλοσύνη μου.
Καλύπτω με άνεση το σκοτεινό μικρό μπουντρούμι μου και δεν αφήνω εύκολα να βγουν οι αρνητικές μου οι σκέψεις.
Όταν όμως βγουν από εκεί μέσα καλύπτουν τα πάντα στο πέρασμά τους σπάνε με λύσσα την πόρτα μέχρι να μου χυμήξουν πάνω μου, να ξεσκίσουν τη σάρκα και να μπουν μέσα μου.
Τότε αρχίζω να βλέπω πραγματικά ποιος είμαι.
Τα μάτια μου κοκκινίζουν και η αδρεναλίνη μου καίει σα τρελή το σώμα μου. Πρέπει να εκτονωθώ να σκοτώσω τα πράματα αυτά που μπήκαν μέσα μου και με μόλυναν. Και για αυτό υπάρχει μόνο ένας τρόπος.
Να σκοτώσω.
Εμμονικός με μία λέξη μόνο αλλά γεμάτη νόημα. Συνδέεται με ένα χρώμα, το κόκκινο, που γίνεται σκούρο και μετά μαύρο.
Η καρδία μου χτυπάει μέσα στο σκοτεινό χώρο σα τη μηχανή του τρένου που ανεβάζει ταχύτητα.
Το βλέπω να έρχεται μέσα απο τον καθρέφτη με ανοιχτό το στόμα του αντί για ατμομηχανή και να με παρασέρνει.
Να με γυρίζει στην άλλη πλευρά της πραγματικότητας και να κυριαρχεί μέσα μου.
Μαζί του φέρνει και ταξιδιώτες απο την άλλη πλευρά. Ανθρώπους που φαίνονται φυσιολογικοί αλλά δεν είναι.
Στο μυαλό μου κάνω ένα ταξίδι στην απέραντη αντανάκλαση που συνεχίζει μέσα στον καθρέφτη. Κάπου όμως η οπτική διαστρεβλώνεται και δε μου αρέσει αυτό.
Όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια λέω στον εαυτό μου.
Ανοίγω τα μάτια μου και μπροστά μου έχω ένα τεμαχισμένο πτώμα. Το τοποθετώ στη βαλίτσα πολύ ήρεμα και χαίρομαι για αυτή μου την ιδιοσυγκρασία.
Κλείνω το φερμουάρ απαλά και πάω και κάνω ένα ζεστό μπάνιο.
Φεύγοντας κλειδώνω την πόρτα από το υπόγειο και επιτέλους βγαίνω στο δρόμο.
Έξω είναι σκοτάδι με τα φώτα του δρόμου να είναι ισχνά.
Ο κόσμος εκεί είναι οικείος σα το σκοτεινό μπουντρούμι που ήμουν.
Πίσω μου νοιώθω ότι τα τέρατα άρχισαν να γραντζουνάνε και να κλωτσάνε την πόρτα για να βγουν.
Αν και έχω απομακρυνθεί αρκετά απο το μπουντρούμι, μπορώ και ακούω τη φωνή της να τα καθησυχάζει και να τα ηρεμεί.
Νοιώθω το βλέμμα της να με κοιτά με εκείνο το στυλάκι που ξέρει τα πάντα και όπου και να πάω θα με βρει.
Εκείνη δε μπορεί να βγει από το σκοτεινό εκείνο μέρος αλλά φρόντισε υποσυνείδητα να μου περάσει τη φωνή της μέσα μου.
Και έτσι κατάφερε να βγει εκεί έξω μαζί μου. Να επιβλέπει.
Αυτές οι σκέψεις έγιναν ένας όγκος ασχημάτιστος και βαρύς κόσμος σα τσουβάλι και δε μπορούσα να τις κουμαντάρω.
Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα είδα τι ήταν και όταν κατάλαβα ότι ήταν ένας άνθρωπος τότε συνειδητοποίησα ότι είχα σκοτώσει τον εαυτό μου και το έβλεπα απόλυτα φυσιολογικά αυτό.
Δεν μπορούσα να υπάρχω και στις δυο πραγματικότητες και επέλεξα τη μία.
Πήρα το τρένο της μη επιστροφής και, για να το πούμε καλύτερα, μάζεψα τα κομμάτια του εαυτού μου και έφυγα μακρυά, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Σκέφτηκα ότι καθόμουν αναπαυτικά στη θέση του τρένου σα ταξιδιώτης και όσο περνούσε ο χρόνος και άκουγα το τρένο να κάνει εκείνο το θόρυβο στις ράγες τόσο χαλάρωνα και σχεδόν με έπαιρνε ο ύπνος.
Επιτέλους ένοιωθα ευτυχισμένος και πραγματικά ήρεμος.

Από το ταβάνι η υγρασία συγκεντρωνόταν και έσταζε πάνω μου σταγόνες σχεδόν κάθε ένα λεπτό.
Εγώ αιωρούμουν από σχοινιά και κρύωνα.
Κάποιος κάτι έκανε στο σώμα μου και ένοιωθα λίγο μουδιασμένος.
Κοίταξα τον καθρέφτη και είδα το σώμα μου να τεμαχίζεται από κάποιον.
Είδα το πρόσωπό του και ήταν τόσο οικείο!
Ήμουν εγώ.



ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα